Τα γλωσσικά δάνεια επιβεβαιώνουν την αρχαιότητα των εβραϊκών βιβλικών κειμένων

Με αυτή τη δημοσίευση ξεκινάει μια καινούργια κατηγορία στο παρόν ιστολόγιο με τίτλο «Η αξία της Αγίας Γραφής». Σε αυτή την κατηγορία θα δημοσιεύονται άρθρα σχετικά με την αξία της Αγίας Γραφής ως προς την ιστορία, τη λογοτεχνία, την ηθική κ.ο.κ.

Το σημερινό άρθρο αναφέρεται ακροθιγώς στο ζήτημα των γλωσσικών δανείων στην εβραϊκή βιβλική γλώσσα. Αυτό το γλωσσικό φαινόμενο είναι πολύ σημαντικό για τη χρονολόγηση των βιβλικών κειμένων και, κατ’ επέκταση, για την αξιοπιστία τους.

Μερικοί έχουν ισχυριστεί ότι τα διάφορα βιβλία της Αγίας Γραφής δεν γράφτηκαν την εποχή που τα ίδια αναφέρουν, αλλά αιώνες αργότερα, κυρίως μετά την απελευθέρωση των Εβραίων από τη Βαβυλώνα το 537 π.Χ. Το γλωσσικό επιχείρημα που στήριζε αυτή την άποψη είναι η μεγάλη γλωσσική ομοιομορφία του βιβλικού κειμένου, γεγονός το οποίο είναι παράδοξο αν δεχτεί κανείς ότι αυτά τα κείμενα γράφτηκαν σε μια περίοδο χιλίων ετών. Όπως τα Ελληνικά έχουν αλλάξει σε έναν βαθμό τα τελευταία χίλια έτη, και μάλιστα το γλωσσικό ιδίωμα μπορεί να βοηθήσει στη χρονολόγηση ενός ελληνικού κειμένου, παρομοίως θα ανέμενε κανείς να συμβαίνει και με τα Εβραϊκά της Βίβλου.

Η εβραϊκή γλώσσα δέχτηκε επιρροές από ισχυρούς πολιτισμούς οι οποίες εξυπηρετούν τη χρονολόγηση των βιβλικών κειμένων.

Βέβαια, αυτό το φαινόμενο δεν εξηγείται μόνο με την ακραία εικασία ότι όλα τα βιβλικά κείμενα γράφτηκαν την ίδια περίοδο, κάτι που δεν ήταν αποδεκτό ούτε από τον Βελχάουζεν, τον πρωτεργάτη της αρνητικής κριτικής της Βίβλου, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον άλλες δύο φιλολογικές λύσεις αυτής της παραδοξότητας: (α) οι συγγραφείς των βιβλικών κειμένων ήταν προσκολλημένοι στο αρχικό γλωσσικό ιδίωμα από μεγάλο σεβασμό για το ύφος του, όπως π.χ. συνέβαινε με τους αττικιστές του Βυζαντίου ή συμβαίνει σήμερα με τους κληρικούς που χρησιμοποιούν απαρχαιωμένη γλώσσα· (β) οι αντιγραφείς των βιβλικών κειμένων εκσυγχρόνιζαν μορφολογικά ορισμένες εκφράσεις όταν θεωρούσαν ότι αυτό θα ήταν απαραίτητο για την κατανόηση των συγχρόνων τους ακροατών ή, πολύ σπανιότερα, αναγνωστών, όπως ακριβώς θα μπορούσε κανείς σήμερα να μεταγλωττίσει ένα κείμενο από την καθαρεύουσα στη δημοτική (χαρακτηριστικό παράδειγμα η βιβλική μετάφραση του Σπύρου Φίλου), χωρίς όμως να αλλάξει ουσιαστικά τη φρασεολογία ή τα νοήματα του κειμένου.

Από αυτές τις δύο εκδοχές είναι σίγουρα πολύ πιο πιθανή η δεύτερη, αφενός επειδή είναι τεκμηριωμένο ότι υφίστατο αυτή η πολιτική στους επαγγελματίες αντιγραφείς της Εγγύς Ανατολής και αφετέρου διότι το ίδιο το βιβλικό κείμενο—δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι μεγάλο μέρος του προοριζόταν για δημόσια ανάγνωση—περιέχει ενδείξεις σχετικά με την ύπαρξη ενδιαφέροντος για την κατανόηση των ακροατών.—Ενδεικτικά βλ. Νεεμίας 8:8.

Η φιλολογία, όμως, έμελλε να στηρίξει και με έναν ακόμη τρόπο, και μάλιστα αναντίρρητο, την πατρότητα των βιβλικών κειμένων: τα γλωσσικά δάνεια. Στα χίλια και πλέον χρόνια της βιβλικής ιστορίας, οι συγγραφείς έζησαν σε πολύ διαφορετικές πολιτισμικές συνθήκες, όπου κυριαρχούσαν διαφορετικές αυτοκρατορίες και γλώσσες. Η Πεντάτευχος περιέχει ιστορίες που ξεκινούν από τη Μεσοποταμία, καθώς και τις περιπέτειες της Εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο. Τα επόμενα βιβλία περιέχουν αφηγήσεις με τις δοσοληψίες που είχαν οι Ισραηλίτες με τους λαούς της Παλαιστίνης, καθώς και τα μεταγενέστερα γεγονότα, όταν εκείνοι βρέθηκαν στη σφαίρα επιρροής της Ασσυρίας, της Βαβυλώνας και, τέλος, της Περσίας, με την Εβραϊκή Βίβλο να ολοκληρώνεται προτού οι Έλληνες κατακτήσουν την Ανατολή και διαδώσουν τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους. Αν όντως τα βιβλικά κείμενα γράφτηκαν στη διάρκεια αυτής της μεγάλης περιόδου, θα πρέπει γλωσσικά να αντανακλούν την πολιτισμική ποικιλία μέσω των δανείων[1]. Και αν πράγματι αυτό συμβαίνει, πρόκειται για γλωσσικό φαινόμενο που θα ήταν παντελώς αδύνατον να πλάσσουν άνθρωποι που έζησαν αιώνες αργότερα.

Αυτό το σημείο θίγει ο Robert Dick Wilson, Καθηγητής Σημιτικής Φιλολογίας, στο βιβλίο Μια επιστημονική έρευνα της Παλαιάς Διαθήκης (Από την αναθεώρηση του Edward J. Joung, 1959), σελ. 44-5, σε μετάφραση του Ευάγγελου Προκοπίου.

Eπιπρόσθετα, τα είδη των ξένων λέξεων οι οποίες είναι ενσωματωμένες στα διάφορα έγγραφα της Παλαιάς Διαθήκης, συνιστούν μια δυναμική υπεράσπιση της γνησιότητας και της ακριβούς μετάδοσης αυτού του πρωτότυπου κειμένου.

Για να εκτιμηθεί πλήρως η δύναμη των αποδείξεων αυτού του είδους, επιτρέψτε μου εδώ να πω ότι ο χρόνος συγγραφής οποιουδήποτε μακροσκελούς, και συχνά ακόμη και μικρότερης έκτασης, χειρογράφου μπορεί να εκτιμηθεί γενικά από το χαρακτήρα του λεξιλογίου του και ειδικότερα από τις ξένες λέξεις οι οποίες είναι ενσωματωμένες μέσα του. Πάρτε για παράδειγμα τα διάφορα αραμαϊκά χειρόγραφα. Oι επιγραφές από τη βόρεια Συρία, έχοντας γραφτεί σε ασσυριακή περίοδο, φέρουν εμφανή σημάδια ασσυριακών, φοινικικών, ακόμη και εβραϊκών λέξεων. Oι αιγυπτιακοί πάπυροι της περσικής περιόδου περιέχουν πολυάριθμες λέξεις αιγυπτιακής, βαβυλωνιακής και περσικής προέλευσης, κάτι το οποίο επίσης συμβαίνει με τα αραμαϊκά τμήματα των βιβλίων Έσδρας και Δανιήλ. Τα Ναβαταιϊκά Αραμαϊκά, έχοντας πιθανότατα γραφτεί από Άραβες, είναι σημαδεμένα έντονα, ιδίως όσον αφορά στα κύρια ονόματα, από αραβικές λέξεις. Τα Παλμυρικά, τα Συριακά και τα Ραβινικά Αραμαϊκά, της εποχής της ελληνορωμαϊκής κυριαρχίας, περιέχουν εκατοντάδες όρους ελληνικής και λατινικής προέλευσης. Τα χρονικά του Bar Hebraeus, καθώς επίσης και άλλα συγγράμματα μετά τη μωαμεθανική κατάκτηση, περιέχουν πολυάριθμες αραβικές εκφράσεις, και τα μοντέρνα Συριακά της Ouroumiah περιέχουν πολλές λέξεις περσικής, κουρδικής και τουρκικής προέλευσης.

Tώρα, εάν η βιβλική ιστορία είναι αληθινή, αναμένουμε να βρούμε βαβυλωνιακές λέξεις στα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης και αιγυπτιακές στα επόμενα· και με παρόμοιο τρόπο, μια μονίμως μεταβαλλόμενη εισροή νέων λέξεων από τις γλώσσες των μονίμως μεταβαλλόμενων κυρίαρχων δυνάμεων. Και πράγματι, αυτό ακριβώς διαπιστώνουμε. Έτσι λοιπόν, τα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης περιέχουν κύρια και κοινά ονόματα σουμεριακής ή βαβυλωνιακής προέλευσης,[2] και η Πεντάτευχος περιέχει πολλές αιγυπτιακές λέξεις.[3] Την εποχή του Σολομώντα, του οποίου η μητέρα υπήρξε σύζυγος του Oυρία του Χετταίου και του οποίου το εμπόριο περιελάμβανε προϊόντα από όλες τις χώρες, και του οποίου η αυτοκρατορία εκτεινόταν από τον Eυφράτη ως τα όρια της Aιγύπτου, στην αφήγηση συναντούμε λέξεις χεττιτικής, ινδικής και ασσυριακής προέλευσης.[4] Στα χειρόγραφα από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα συναντούμε δεσπόζουσες ξένες λέξεις συριακού, ασσυριακού και βαβυλωνιακού χαρακτήρα.[5] Και στα χειρόγραφα από τον 6ο αιώνα έως το τέλος, βρίσκουμε βαβυλωνιακές, περσικές και λίγες ελληνικές λέξεις.[6]

Υποσημειώσεις (1 δική μου, 2-6 του παραθέματος)


[1] Φυσικά, ένας άλλος τρόπος που αποδεικνύει την αξιόπιστη χρονολόγηση των βιβλικών κειμένων είναι οι έγκυρες ιστορικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να γνωρίζουν μόνο αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων και όχι μυθοπλάστες ή πλαστογράφοι μεταγενέστερων εποχών. Αυτή όμως η πτυχή της βιβλικής αξιοπιστίας θα εξεταστεί σε άλλα άρθρα.

[2] Π.χ., Αδάμ, Άβελ, Αβραάμ, Αριώχ· και בהו, תהום, ברא (= Σουμεριακά ba-ru[?],אד בנה την έννοια της «μορφής».

[3] Π.χ., Ραμεσσή, Πιθώμ, Ων, Πετεφρή, Ασενέθ· סין, גמא, תבה, ןךת, סוף. Είναι γνωστό ότι η λέξη abrēείναι αιγυπτιακή και σημαίνει «δίνω προσοχή». Αποτελείται από δύο αιγυπτιακές λέξεις, συγκεκριμένα τη λέξη ab (καρδιά) και rek (σε εσένα).

[4] Έτσι, οι λέξεις פררם και פתגם έχουν την πλησιέστερη αναλογία τους στους Αρμενίους, τους πλησιέστερους από τους Ινδοευρωπαίους στους αρχαίους Χετταίους (δες τον Meyer στην Εγκυκλοπαίδεια Britannica, λήμμα «Περσία»). Τα ονόματα για τους πιθήκους και τους ελέφαντες (1 Βασιλέων 10:22) είναι ινδικής προέλευσης הב = iba (Burnouf Sanskrit Dictσελ. 89), קפי = Kapi(όπ. π. σελ. 140) Και οι λέξεις היכל , פחת, סגן, היבל προήλθαν από τα Ασσυρο-Βαβυλωνιακά (ή από τα Σουμερικά μέσω των Βαβυλωνιακών).

[5] Π.χ., Αζαήλ, Βεν-αδάδ, Θεγλάθ-φελασάρ, Μερωδά-βαλαδάν, Βηλ, Νεβώ, Ταρτάν, Ραβσάκης.

[6] Π.χ., Ζοροβάβελ, Σασαβασσάρ, Σαναβαλλάτ και πολλά ονόματα αξιωματούχων, αξιωμάτων και πραγμάτων είναι βαβυλωνιακά, και τα ονόματα των μουσικών οργάνων στο αραμαϊκό τμήμα του Δανιήλ είναι ελληνικά. (Δες το άρθρο μου στις Βιβλικές και Θεολογικές Σπουδές από το Σωματείο Καθηγητών του Princeton Theological Seminary, σελ. 261, 1912). Όσον αφορά στις Περσικές λέξεις δες το The Book of Daniel; Some Linguistic Evidence Regarding Its Date του Tisdale.