Το πρώτο εδάφιο της Βίβλου: η ριζοσπαστική πρωτοπορία του και η τεράστια σημασία του

«Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»: πολλοί γνωρίζουν το πρώτο εδάφιο της Βίβλου, ελάχιστοι όμως το βάθος και τη σημασία του. Τόσο το ίδιο το εδάφιο όσο και τα άμεσα συμφραζόμενά του, δηλαδή η βιβλική αφήγηση της δημιουργίας του κόσμου, συνήθως υποβιβάζονται από τον μέσο σύγχρονο αναγνώστη στο επίπεδο ενός απλοϊκού λαϊκού παραμυθιού (ενός απολίτιστου λαού). Από την άλλη, ο ειδικός της αρχαίας ιστορίας θα συγκρίνει φιλολογικά τη Γένεση με άλλα κείμενα της εποχής που έχουν παρόμοια θεματολογία, όπως τους κοσμογονικούς μύθους των Βαβυλωνίων, του Ησιόδου κ.ο.κ., και θα αναγνωρίσει την ανωτερότητά της τουλάχιστον στο ότι δεν αποδίδει τη δημιουργία του κόσμου σε μια αλληλοσφαγή των θεών αλλά, ως κείμενο, χαρακτηρίζεται από μια μοντέρνα απλότητα.[1] Συνήθως η Γένεση δεν συγκρίνεται με τις απόψεις των (πολύ μεταγενέστερων) Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, καθότι αυτοί δεν κάνουν αναφορά σε θεία δημιουργία αλλά μόνο σε φυσικές ιδιότητες της ύλης (κάτι που σίγουρα αρέσει στους άθεους διανοητές, ακόμη και αν οι θέσεις των Ιώνων, παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους για την ιστορία της επιστήμης, έχουν σε μεγάλο βαθμό διαψευστεί επιστημονικά).[2] Εντούτοις, η πραγματικότητα είναι πως η προσεκτική εξέταση της βιβλικής αφήγησης της δημιουργίας αναδεικνύει πολλές δηλώσεις που όχι μόνο έχουν επιβεβαιωθεί επιστημονικά αλλά και αγγίζουν πολλούς τομείς της ανθρώπινης ζωής, παίζοντας μάλιστα μείζονα θετικό ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Παρακάτω θα δούμε τη ριζοσπαστική πρωτοπορία και τη βαθύτατη σημασία του εδαφίου Γένεση 1:1 από θρησκευτική, πολιτική, ηθική, φιλοσοφική και επιστημονική άποψη – αν θα μπορούσαμε να τις διαχωρίσουμε κάπως.[3]

Από λατρευτική/θρησκευτική άποψη

«Δε θα βρεθεί κανείς ανάμεσά σας που να προσφέρει το γιο του ή την κόρη του να καούν θυσία ή που ν’ ασκεί  μαντεία ή οιωνοσκοπία ή απόκρυφες τέχνες ή μαγεία· κανείς δεν πρέπει να γίνει μάγος ή εξορκιστής πνευμάτων, μάντης ή νεκρομάντης. Όποιος τα κάνει αυτά είναι μισητός στον Κύριο». (Δευτερονόμιο 18:10-12, ΝΜΒ)

Αν περιγράφαμε με δυο λέξεις το βασικό θέμα της Βίβλου, θα λέγαμε πως μιλά για την επανασύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό με σκοπό την αποκατάσταση των πάντων (Πράξεις 3:21· 2 Κορινθίους 5:19). Με βάση λοιπόν αυτό το βασικό θέμα, η ξεκάθαρη, κοφτή δήλωση του πρώτου εδαφίου αποτελεί την προϋπόθεση, το θεμέλιο για όλα όσα θα ειπωθούν παρακάτω. Είναι σαν να λέει: «Για να μπουν τα πράγματα στη σωστή τους θέση και να υπάρξει πραγματική συμφιλίωση, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αρχής εξαρχής πως τα πάντα οφείλουν την ύπαρξή τους στον έναν Θεό. Ό,τι βλέπετε και δεν βλέπετε, όσο μεγάλο, όσο θαυμαστό, όσο ένδοξο κι αν είναι κάτι, οφείλει την ύπαρξή του σε Αυτόν».

Τα πάντα; Ναι, τα πάντα. Αυτό εξηγεί την επαναλαμβανόμενη και θεμελιώδη απαίτηση του Μωσαϊκού Νόμου, που συναντούμε λίγο παρακάτω στο κείμενο, ότι μόνο ο Δημιουργός αξίζει λατρεία, δηλαδή την αγάπη, την αφοσίωση, την πίστη, τον σεβασμό, την υποταγή στον υπέρτατο βαθμό (Δευτερονόμιο 6:4-5· 10:12· 11:13). Επίσης εξηγεί το γιατί είναι όχι απλώς θρησκευτικά αλλά και ηθικά απαράδεκτο τα δημιουργήματα να μπαίνουν στη θέση του Δημιουργού ως αντικείμενα λατρείας (Ρωμαίους 1:15).

Στα δημιουργήματα, όπως αναλύει παρακάτω το 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, περιλαμβάνονται τα στοιχεία της φύσης, όπως τα άστρα, οι ωκεανοί, τα ζώα κ.λπ., οπότε αυτά δεν πρέπει να θεωρούνται θεοί και να λατρεύονται (Έξοδος 20:2-6). Παρ’ ότι αυτό σήμερα, στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, θεωρείται αυτονόητο, τη 2η χιλιετία προ Χριστού ήταν εξόχως επαναστατικό: δεν υπήρχε κανένας λαός μέχρι τότε που να μη λάτρευε τα στοιχεία της φύσης. Η απόλυτη επικράτηση του παγανισμού οφειλόταν σε έναν συνδυασμό διαφόρων παραγόντων, όπως ήταν λόγου χάρη η κυβερνητική προπαγάνδα (βλ. παρακάτω τον μεσότιτλο «Από πολιτική άποψη»), η άγνοια (βλ. παρακάτω τον μεσότιτλο «Από φιλοσοφική άποψη») και στο ότι η καθημερινή ζωή των ανθρώπων, η ίδια τους η επιβίωση, εξαρτιόταν άμεσα από τη φύση, από το αν δηλαδή ο ήλιος, οι βροχές, τα ποτάμια, η γη κ.ο.κ. θα τους δώσουν τον επιούσιο άρτο. Ακόμη και χιλιετίες αργότερα πολλοί λαοί, όπως λόγου χάριν οι φιλοσοφημένοι και τεχνολογικά προηγμένοι αρχαίοι Ρωμαίοι, λάτρευαν τον Ήλιο και ένα ολόκληρο πάνθεον. Στην πραγματικότητα, πολλές παγανιστικές πρακτικές επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας ακόμη και στους λαούς της Δύσης, που γνώρισαν τον διαφωτισμό και τον επιστημονισμό. Η αστρολογία, μια γεωκεντρική ψευδοεπιστήμη που αποδίδει θεϊκές ιδιότητες στους πλανήτες και στην ουσία λέει ότι δεν έχουμε τον έλεγχο και την ευθύνη της ζωής μας, αποτελεί ένα τρανταχτό σύγχρονο παράδειγμα, το οποίο ωστόσο κατακεραυνώνεται από τη Βίβλο ήδη από τότε (Ησαΐας 47:13-14).

O αιγυπτιακός θεός του ουρανού Ώρος με κεφάλι γερακιού

Ένα δεύτερο σημείο θρησκευτικής, και όχι μόνο, σημασίας: δεδομένου ότι ο Θεός είναι πριν, έξω και πάνω από το φυσικό σύμπαν, το πρώτο εδάφιο της Γένεσης εξηγεί επίσης το γιατί στην Πεντάτευχο απαγορεύεται η απεικόνιση του Θεού με βάση τα στοιχεία του φυσικού σύμπαντος. Μια τέτοια προσπάθεια απεικόνισης του Θεού, και μάλιστα για λατρευτική χρήση, αποτελεί υποτίμηση της δόξας Του και απαγορεύεται από τη Βίβλο (Δευτερονόμιο 5:8· Ησαΐας 40:18· 42:8· 44:14-20· Ιερεμίας 10:14· Πράξεις 17:29· Ρωμαίους 1:20-23). Ιδιαζόντως εξευτελιστικές ήταν οι αιγυπτιακές απεικονίσεις των θεών με πρόσωπα ζώων, εφόσον τα ζώα χαρακτηρίζονται από την επικράτηση των ορμών και την απουσία αρχών και λογικής (Ψαλμός 32:9· 2 Πέτρου 2:12). Η βιβλική λατρεία όμως είναι πνευματική, γίνεται με όλη τη διάνοια, με όλη την καρδιά (Δευτερονόμιο 4:29). Έτσι, ο βιβλικός ιουδαϊσμός απαγορεύει την απεικόνιση του Θεού και την ύπαρξη άλλων ναών πλην της Ιερουσαλήμ. Παρά το γεγονός ότι οι Εβραίοι πολλές φορές παραβίασαν τις επιταγές του Μωσαϊκού Νόμου κατά την προαιχμαλωσιακή περίοδο (πράγμα για το οποίο υπήρχαν σφοδρές διαμαρτυρίες και εσωτερικές συγκρούσεις), τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν πως με την επικράτηση των Εβραίων στην Παλαιστίνη, η περιοχή αλλάζει ριζικά θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική φυσιογνωμία. Λόγου χάρη, χαρακτηριστική είναι η ανεικονική αγγειοπλαστική των Εβραίων. Επίσης, ενώ οι Χαναναίοι και οι γύρω λαοί φαίνεται πως είχαν τουλάχιστον από έναν ναό σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό, για την περίοδο όπου επικρατεί η εβραϊκή μοναρχία οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει μόνο δύο ή τρία κτίρια που λειτούργησαν ως ναοί (εκτός της Ιερουσαλήμ)! Αυτό είναι σίγουρα εντυπωσιακό φαινόμενο, όπως λέει και ο αρχαιολόγος Avraham Faust, και πρέπει να εντυπωσιάζει κάθε αντικειμενικό ερευνητή.[4] Ακόμη και πριν εξεταστούν λεπτομερώς αυτά τα ζητήματα, ο φημισμένος άθεος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Κορνήλιος Καστοριάδης έγραψε πως δεν μπορούν να βρεθούν «αναγκαίες και ικανές συνθήκες» για να αιτιολογήσουν την εμφάνιση του εβραϊκού μονοθεϊσμού στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ., πράγμα που πρέπει να οδηγήσει σε μια «αυθεντική αιτιακή εξήγηση», δηλαδή να το αποδεχτούμε ως ένα φαινόμενο γνήσια καινοτόμο και αυτοτροφοδοτούμενο.[5]

Φιλισταίοι, Εδωμίτες, Μωαβίτες, Αμμωνίτες, Φοίνικες, Αραμαίοι, Ασσύριοι και Εβραίοι συνυπήρχαν τον 8ο αιώνα π.Χ. Ακολούθησε η ασσυριακή, η βαβυλωνιακή, η περσική και η ελληνική εισβολή. Όταν ήρθαν οι Ρωμαίοι, ο μόνος λαός που απέμενε με σαφή εθνική ταυτότητα ήταν οι Εβραίοι. Πώς εξηγείται αυτό;

Αν και η άρνηση της ειδωλολατρίας και της κατασκευής πολλών ναών αποτελεί καθαυτή μια ριζοσπαστική καινοτομία στον τομέα της θρησκείας, έχει και άλλες διαστάσεις δεδομένης της στενής σχέσης που ανέκαθεν είχε και έχει η θρησκεία με την κρατική εξουσία και τη συλλογική ταυτότητα ενός λαού. Η χρήση ειδικών κτιρίων, συμβόλων και εικόνων ανέκαθεν πρωταγωνιστούσε σε κάθε είδους προπαγάνδα, κυβερνητική, εμπορική ή θρησκευτική, διότι οι εντυπώσεις των αισθήσεων, και ειδικά της όρασης, είναι άμεσες και ισχυρές. Επομένως, οι ιστορικοί, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, οι πολιτικοί επιστήμονες μαζί με κάθε σκεπτόμενο ερευνητή οφείλουν να προβληματιστούν σοβαρά για το πώς οι συγκριτικά υπανάπτυκτοι αρχαίοι Εβραίοι κατάφεραν να διαθέτουν μια τόσο βαθιά και ισχυρή ατομική και συλλογική ταυτότητα (που εξασφάλισε την επιβίωσή τους μέσα σε έναν μανιασμένο ωκεανό σύγκρουσης υπερδυνάμεων, όπως η Αιγυπτιακή, η Βαβυλωνιακή, η Ασσυριακή κ.ο.κ. οι οποίες εν τω μεταξύ εκμηδενίστηκαν θρησκευτικά και «εθνικά») χωρίς τη συστηματική χρήση ορατών συμβόλων, και να διερωτηθούν για το αν υπάρχει έστω μία δεύτερη ανάλογη περίπτωση στην ανθρώπινη ιστορία. Ο διαπρεπής αιγυπτιολόγος Jan Assman γράφει, με αυστηρά επιστημονικούς όρους, πως αυτό που συντελέστηκε στους αρχαίους Εβραίους ήταν «δίχως παράλληλο στην ιστορία της ανθρωπότητας»: δίχως παράλληλο και ως προς το αποτέλεσμα, δηλαδή την επιβίωση μέσα σε μια πολιτική και πολιτισμική κινούμενη άμμο, και ως προς το μέσον, δηλαδή την εγγράμματη βιβλική παιδεία, και ως προς τον πυρήνα του, δηλαδή την ολόκαρδη προσκόλληση στον Θεό και όχι στο κράτος ή σε κάποιον ανθρώπινο άρχοντα.[6] Επομένως, από μόνη της η εμφάνιση, η επικράτηση σε εθνικό επίπεδο (και όχι απλώς σε μια κλειστή ελίτ διανοουμένων) και η επιβίωση του βιβλικού μονοθεϊσμού[7] στην αρχαία Παλαιστίνη είναι ισχυρή ένδειξη, αν όχι και απόδειξη, της αυθεντικότητάς της, ότι δηλαδή όντως συνιστά παρέμβαση του Δημιουργού στην ιστορία.





Από πολιτική άποψη

«Μην εμπιστεύεστε στους άρχοντες,
είναι μονάχα άνθρωποι και δεν μπορούν να σώσουν».
(Ψαλμός 146:3, ΝΜΒ)

Παραπάνω διαβάσαμε ότι το Γένεσις 1:1 εξηγεί γιατί ο Θεός δεν μοιράζεται τη λατρεία του με κανένα δημιούργημα. Στα δημιουργήματα όμως περιλαμβάνονται και οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Η λατρεία προς ανθρώπους είναι χονδροειδής παραβίαση του θείου νόμου, ακόμη και αν πρόκειται για βασιλιάδες. Επομένως, ο βιβλικός μονοθεϊσμός αποτελεί, επιπλέον, μια από τις πιο ριζοσπαστικές πολιτικές τοποθετήσεις στην αρχαιότητα, εφόσον ο θεσμός της μοναρχίας είχε ανέκαθεν θρησκευτικές διαστάσεις και πολλοί βασιλιάδες αυτοσυστήνονταν ως ενσαρκωμένοι θεοί ή γιοι θεών, απαιτώντας απόλυτη υποταγή από τους υπηκόους τους.

Ο Ιάπωνας αυτοκράτορας Χιροχίτο κάθεται ήσυχα δίπλα στον Νίξον, αφού μερικά χρόνια πριν παραδέχτηκε δημόσια πως τελικά δεν είναι θεός, όπως εσφαλμένα δίδασκε επί χιλιετίες ο σιντοϊσμός (βλ. υποσ. 18).

Όταν αντιλαμβανόμαστε τη βαθύτερη σημασία του εδαφίου Γένεση 1:1, δεν εκπλησσόμαστε τόσο που στη Βίβλο ο θεσμός της μοναρχίας συγκρίνεται με την ειδωλολατρία (1 Σαμουήλ 8:6-8) και παρουσιάζεται ως επιζήμιος για τα συμφέροντα του λαού (1 Σαμουήλ 8:9-18). Επίσης, κατά τη Βίβλο, όταν τελικά θεσπίστηκε η μοναρχία, αυτό έγινε υπό την προϋπόθεση ότι ο ηθικο-θρησκευτικός Νόμος (ο οποίος μάλιστα είναι φιλολαϊκός, προνοεί υπέρ των αδυνάτων και απαγορεύει τη συσσώρευση μεγάλης ακίνητης περιουσίας, που ήταν τότε η βάση της οικονομίας και της κοινωνικής οργάνωσης), δηλαδή η Τορά, ως απόρροια του ενός Θεού, έχει αυτόνομη ύπαρξη και μάλιστα ανώτερη εξουσία από τον εκάστοτε βασιλιά, ο δε βασιλιάς οφείλει να υποτάσσεται σε αυτόν, ενώ χάνει τη νομιμοποίησή του ενώπιον του λαού όταν τον παραβιάζει. Επί παραδείγματι, λέει ο προφήτης Σαμουήλ στους συμπατριώτες του που ζητούσαν να έχουν βασιλιά: «Αν κάνετε κατάφωρα το κακό, θα σαρωθείτε, τόσο εσείς όσο και ο βασιλιάς σας» (1 Σαμουήλ 12:25). Με την αναφορά στον προφήτη Σαμουήλ, αξίζει να επισημανθεί ο γενικός ρόλος της τάξης των προφητών, οι οποίοι αποκτούν μείζονα δημόσιο καταγγελτικό ρόλο όταν ο βασιλιάς ή το ιερατείο, δηλαδή οι επίσημοι θεσμοί, αποτυγχάνουν στην αποστολή τους και παραβιάζουν τον θεϊκό Νόμο. Είναι εντυπωσιακό πως ο λόγος των προφητών, που πολλές φορές στηλιτεύει την άρχουσα τάξη, αποτελεί τουλάχιστον το ⅓ της Παλαιάς Διαθήκης. Αντίστοιχα, τα βιβλικά χρονικά των βασιλιάδων (1 & 2 Σαμουήλ, 1 & 2 Βασιλέων, 1 & 2 Χρονικών) δεν εξωραΐζουν τα γεγονότα, αλλά παρουσιάζουν ωμά και αφτιασίδωτα την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, περιέχοντας και αφηγήσεις για βίαιες εκθρονίσεις των βασιλιάδων που καταπατούσαν κατάφωρα τους ηθικούς κανόνες και καταδυνάστευαν τον λαό.[8] Επομένως, η μοναρχία των Εβραίων (π.χ. με τον Δαβίδ, τον Σολομώντα κ.λπ.), όπως περιγράφεται στη Βίβλο, ήταν υπό μία έννοια «συνταγματική», θεσμός που στην Ευρώπη άρχισε να ωριμάζει μετά από 2.500 χρόνια και πλέον και, μάλιστα, λόγω της επίδρασης και της Βίβλου, όπως θα δούμε σε λίγο.

Εκατοντάδες τέτοια σπίτια έχουν ανακαλυφτεί στην Παλαιστίνη και χρονολογούνται από το 1200 π.Χ. μέχρι τη βαβυλωνιακή εξορία. Θεωρούνται ως τα τυπικά ισραηλιτικά σπίτια.

Αναλύοντας λοιπόν, από τη δική του οπτική, αρκετά από αυτά που αναφέρθηκαν ακροθιγώς παραπάνω, ο αιγυπτιολόγος Henri Fankfort λέει εύστοχα πως «η υπερβατικότητα της εβραϊκής θρησκείας εμπόδιζε τη βασιλική εξουσία από το να αποκτήσει τη μεγάλη σπουδαιότητα που κατείχε στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία».[9] Και αυτό δεν είναι απλώς θεωρία των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά κάτι που αντανακλάται στα αρχαιολογικά ευρήματα της Παλαιστίνης. Οι βασιλικές επιγραφές (δηλαδή το προμοτάρισμα του άρχοντα) είναι ελάχιστες και διακριτικές, τα ταφικά έθιμα από λιτά έως ανύπαρκτα, το οικιστικό μοντέλο τυποποιημένο, με το κλασικό εβραϊκό σπίτι να έχει τέσσερις κύριους χώρους στο ισόγειο και πρώτο όροφο (ώστε να στεγάζει αξιοπρεπώς για τα δεδομένα της εποχής μια πυρηνική οικογένεια) ενώ απουσιάζουν οι επαύλεις: αν και όλα αυτά δεν ενθουσιάζουν όσους αναζητούν εντυπωσιακά τεχνουργήματα (που συνήθως φτιάχνονταν με κλεμμένα λεφτά και ξένο ιδρώτα), μαρτυρούν την ύπαρξη μιας κοινωνίας χωρίς, ευδιάκριτη τουλάχιστον, αριστοκρατία αλλά με αξιοσημείωτη οικονομική ισότητα.[10] Και αυτό ισχύει ενώ γνωρίζουμε από την ίδια τη Βίβλο, όπως και από την αρχαιολογία, πως η τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου δεν ήταν ούτε πλήρης ούτε αδιάλειπτη· πού να τηρούνταν και αυστηρά!

Ως εκ τούτου, η δημοφιλής άποψη ότι ο βιβλικός μονοθεϊσμός εξέθρεψε στην Ευρώπη την πλουτοκρατία, την εξουσιομανία και την απολυταρχία αποτελεί μύθο.[11] Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχει αυτή η μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στις διδασκαλίες και τις πρακτικές του Ιησού και των πρώτων μαθητών του και στις πρακτικές του χριστιανισμού που διαμορφώθηκε αργότερα. Οι μελετητές, λοιπόν, οφείλουν με σοφία να διαχωρίζουν τα λεγόμενα της Βίβλου από τα όσα προπαγάνδιζαν και έπρατταν οι κρατικές θρησκείες και οι αυτοκράτορες – ακριβώς όπως πρέπει να κάνουν σε κάθε περίπτωση όπου μια θεωρία ή ιδεολογία εργαλειοποιείται από την εξουσία.

Έτσι λοιπόν, η ιστορική πραγματικότητα είναι πως οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες καπηλεύτηκαν τον βιβλικό μονοθεϊσμό ενσωματώνοντάς τον, με μια ερμηνευτική κοπτοραπτική, στην αυτοκρατορική προπαγάνδα για τις δικές τους επιδιώξεις, δίνοντας νέα μορφή στον προϋπάρχοντα παγανιστικό μύθο τους ότι εκπροσωπούσαν μια θεϊκή εξουσία.[12] Αυτή η αφύσικη ενσωμάτωση φαίνεται ότι είχε τουλάχιστον δύο ενδιαφέρουσες συνέπειες. Από τη μια, οι (ας πούμε) «μονοθεϊστικές» ή, καλύτερα, μονοθεΐζουσες αυτοκρατορίες επικράτησαν στο διεθνές πολιτικό σκηνικό και κέρδισαν αιώνες ζωής, πιθανότατα επειδή οι βιβλικές αρχές συμβάλλουν όντως στην κοινωνική συνοχή (όπως θα φανεί και λίγο παρακάτω)·[13] στατιστικά είναι αξιοσημείωτο πως οι μονοθεΐζουσες μοναρχίες είχαν κατά μέσον όρο 50-80% μεγαλύτερη διάρκεια ύπαρξης από τις αμιγώς παγανιστικές.[14] (Αυτό μακροπρόθεσμα εξυπηρέτησε τη διάδοση της Βίβλου σε όλο τον πλανήτη, παρότι οι θρησκευτικοί και κρατικοί άρχοντες συνήθως εμπόδιζαν τη λαϊκή διάδοση ολόκληρης της Βίβλου, γιατί έτσι θα αποκαλυπτόταν η «κοπτοραπτική» ερμηνευτική.) Από την άλλη, η καπήλευση του βιβλικού μονοθεϊσμού εκ των πραγμάτων σήμανε ένα υψηλό τίμημα για τον θεσμό της μοναρχίας, εφόσον η αυτοκρατορική εξουσία αναγκάστηκε να συνυπάρχει (κατά μία αυθαίρετη και διαστρεβλωμένη μίμηση της πολιτείας του αρχαίου Ισραήλ) με τη θρησκευτική εξουσία. Η θρησκευτική εξουσία, έχοντας κληρονομήσει από τους «χωριάτες», όπως θα τους έλεγε ο Κέλσος, πρώτους χριστιανούς μια πρωτοφανή συμπαγή παράδοση αλληλεγγύης, καλής οργάνωσης και δικτύωσης διεθνούς εμβέλειας, της οποίας ουδόλως θα μπορούσε να βρεθεί το όμοιό της στις παγανιστικές θρησκείες,[15] αποτελούσε έναν αυτόνομο, παράλληλο θεσμό, αρκετά ευμεγέθη και ισχυρό ώστε να μπορεί εκ των πραγμάτων να οριοθετεί, να ανταγωνίζεται ή και να καπελώνει (το τελευταίο ιδίως στη Δύση) την κρατική εξουσία.[16] Και αυτό ήταν απλώς το μεταβατικό στάδιο της επιρροής του (έστω διαστρεβλωμένου) βιβλικού μονοθεϊσμού στον πολιτικό χάρτη. Όπως θα δούμε σε μελλοντικό άρθρο, όταν την εποχή του Γουτεμβέργιου η Βίβλος έγινε ευρέως διαθέσιμη στον λαό και φάνηκε καλύτερα και μαζικότερα το τι πράγματι έλεγε, αποτέλεσε καταλύτη για την αμφισβήτηση όλου του παραδοσιακού θρησκευτικο-πολιτικού κατεστημένου, την αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων και τη μετάβαση στον φιλελευθερισμό.[17]

Από ηθική άποψη

«Ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός είναι ο Θεός των θεών και ο Κύριος των κυρίων, ο μεγάλος Θεός, ο ισχυρός και ο φοβερός, που δεν μεροληπτεί για κανέναν και δεν εξαγοράζεται με δώρα. Είναι εκείνος που αποδίδει στον ορφανό και στη χήρα το δίκιο τους, που αγαπάει τον ξένο και του δίνει ψωμί και ρούχα. Να αγαπάτε, λοιπόν, τους ξένους, γιατί κι εσείς ήσασταν ξένοι στην Αίγυπτο»
(Δευτερονόμιο 10:17-19, ΝΜΒ)

Στο παγανιστικό περιβάλλον όπου αναδύθηκε και διαδόθηκε ο βιβλικός μονοθεϊσμός, χονδρικά υπήρχαν οι εξής εκδοχές (οι οποίες μπορεί και να συνδυάζονται): (1) Το (ανώτατο;) θεϊκό ον δεν αποτελεί πραγματικά αιτία ύπαρξης των πάντων αλλά όμως σχετίζεται/ταυτίζεται με την κρατική εξουσία (π.χ. θρησκείες Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, δωδεκάθεο) και η σχέση μαζί του είναι κατ’ εξοχήν σχέση υποταγής σε αυτή την εξουσία· η διαγωγή του θεϊκού όντος (όπως συχνά και του κράτους ή των αρχόντων) περιγράφεται από τη θρησκευτική (προφορική ή γραπτή) παράδοση από αλλοπρόσαλλη έως αμοραλιστική αλλά πρέπει να γίνει ανεκτή λόγω της δύναμής του (νόμος είναι το δίκιο του… ισχυρού) – μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος, ισχυρότερος θεός-άρχοντας που να φέρει την ανατροπή. (2) Με τις άλλες αμοραλιστικές, ή τουλάχιστον όχι ηθικώς αξιομίμητες, θεότητες, που δεν ταυτίζονται οπωσδήποτε με την ανώτατη κρατική εξουσία αλλά ωστόσο ελέγχουν διάφορους τομείς της φύσης, η σχέση είναι σαφώς πελατειακή, με τους ανθρώπους να τους προσφέρουν δώρα (π.χ. θυσίες) ώστε να εκπληρωθούν οι επιθυμίες τους, ανεξάρτητα από το αν αυτές υπηρετούν το δίκαιο.

Σε τέτοια συστήματα, δύσκολα θα λέγαμε πως η θρησκεία προάγει την ηθική. Οι Έλληνες φιλόσοφοι στηλίτευσαν τον παραδοσιακό παγανιστικό τρόπο περιγραφής των θεών, και αν στην αρχαία Ελλάδα γινόταν σοβαρός λόγος περί ηθικής, αυτό οφειλόταν στους φιλοσόφους (Πλάτωνας, Αριστοτέλης, στωικοί) και όχι στους ιερείς. Εντούτοις, για αυτούς τους φιλοσόφους το ανώτατο Ον είναι απρόσωπο και το σύστημα αξιών πρέπει να εφαρμόζεται κυρίως ή μόνο για την επίτευξη προσωπικής ευτυχίας ή/και την επιβίωση της πόλεως, δηλαδή της οργανωμένης τοπικής κοινωνίας.[18]

Από την άλλη πλευρά, όπως διαβάσατε και στο θεματικό εδάφιο αυτού του μεσότιτλου, στη Βίβλο η θρησκεία δεν είναι παζάρι με τον Θεό, αλλά ηθική και δικαιοσύνη: «Η λατρεία που είναι καθαρή και αμόλυντη από την άποψη του Θεού και Πατέρα μας είναι αυτή: Να φροντίζει κανείς τα ορφανά και τις χήρες στη θλίψη τους» (Ιακώβου 1:27) Στην πραγματικότητα, στον βιβλικό μονοθεϊσμό, όπως λέγεται ρητά στις Γραφές, η ηθική και το δίκαιο είχαν πάντα πολύ μεγαλύτερη σημασία από τις τελετουργίες (Παροιμίες 15:8· 21:3· Ωσηέ 6:6· Ματθαίος 12:7). Οι σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους επηρεάζουν τη σχέση με τον Θεό (1 Ιωάννη 4:20-1). Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως, αν έχουμε συνηθίσει (στη Δύση τουλάχιστον) να μετράμε τη θρησκεία με βάση την ηθική, δηλαδή να λέμε ότι ο πραγματικά ευσεβής άνθρωπος πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα ηθικός και όχι υποκριτής, αυτό σε μεγάλο βαθμό το οφείλουμε στον βιβλικό μονοθεϊσμό.

Ως προς τη σχέση του με την ηθική, ο βιβλικός μονοθεϊσμός δεν πρωτοπόρησε μόνο χρονικά αλλά και ποιοτικά. Εκ των πραγμάτων πλεονεκτεί και ως προς το εύρος της, το πώς δηλαδή περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες της προσωπικής και κοινωνικής ζωής, και ως προς το βάθος της, δηλαδή ως προς τα κίνητρα που παρέχει για την εφαρμογή της. Επί παραδείγματι, αν το προσεγγίζαμε με ψυχολογικούς όρους, ο βιβλικός μονοθεϊσμός δίδαξε στους ανθρώπους να βλέπουν την ύπαρξή τους, τον εαυτό τους, ως καρπό υψηλού σκοπού και αγάπης και όχι ως αποτέλεσμα τυφλής τύχης ή ως έκτρωμα από τη φαγωμάρα μιας «θεϊκής οικογένειας» η οποία ουδόλως ενδιαφέρεται γνήσια για τους ανθρώπινους απογόνους της. Με αφορμή αυτή τη σκέψη αξίζει να τονιστεί ότι στη Βίβλο όχι μόνο έχουμε προσκόλληση σε αξίες (όπως συμβαίνει στις φιλοσοφικές απόψεις περί ηθικής), αλλά πρωτίστως προσκόλληση στο Πρόσωπο από το οποίο πηγάζουν οι αξίες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσκόλληση του ανθρώπου στη βιβλική ηθική προσλαμβάνει χαρακτηριστικά διαπροσωπικής σχέσης και μάλιστα όχι μόνο στο επίπεδο υπηκόου-βασιλιά, αλλά και παιδιού-πατέρα, όπως ήδη επισημάνθηκε.[19] Η διαπροσωπική σχέση με τον Θεό είναι πανταχού παρούσα στη Βίβλο, αλλά σίγουρα ξεχωρίζει ιδιαίτερα στο βιβλίο των Ψαλμών. Με αυτά υπόψη, κατανοούμε καλύτερα γιατί στον Μωσαϊκό Νόμο, έναν κρατικό νόμο, υφίσταται η παγκόσμια πρωτοτυπία, ή και μοναδικότητα, να γίνεται λόγος όχι απλώς για συμμόρφωση και υπακοή στους νόμους αλλά και για ολόκαρδη αγάπη προς τον Νομοθέτη, τον Δημιουργό και Συντηρητή της ζωής (Έξοδος 20:6· Δευτερονόμιο 6:5). Ακριβώς επειδή η αγάπη είναι το ζητούμενο, ο πυρήνας του βιβλικού μονοθεϊσμού δεν σχετίζεται με εικόνες και σύμβολα αλλά με την παιδεία: το κλειδί βρίσκεται στη συνειδητή καλλιέργεια της προσωπικότητας και όχι στις βιολογικές ή τις υποσυνειδησιακές ορμές – και αυτό στην περίπτωση του αρχαίων Εβραίων σε εθνικό επίπεδο.

Δεν χρειάζεται μεγάλη τέχνη ή αξιοθαύμαστα καλλιεργημένη ευφράδεια για να αποδείξω πως οι χριστιανοί πρέπει να ανέχονται ο ένας τον άλλον. Εγώ, ωστόσο, θα πάω και παρακάτω: υποστηρίζω πως πρέπει να βλέπουμε όλους τους ανθρώπους ως αδέρφια μας. Τι; Τον Τούρκο ως αδελφό μου; Τον Κινέζο ως αδελφό μου; Τον Εβραίο; Τον Σιαμαίο; Αναμφίβολα ναι! Δεν είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου πατέρα και δημιουργήματα του ίδιου Θεού; – Βολταίρος, Πραγματεία περί ανεκτικότητας, 1763.

H αγάπη αυτή επεκτείνεται και προς τον πλησίον, προς τον μετανάστη, ακόμη και προς τον εχθρό – πράγμα που δεν το λέει για πρώτη φορά ο Ιησούς, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά η Παλαιά Διαθήκη (Έξοδος 20:6· 23:4, 5· Λευιτικό 19:18, 34· Δευτερονόμιο 6:5· Παροιμίες 25:21). Εδώ το θέμα μας δεν είναι μόνο η επιβίωση των μελών μιας κοινότητας απέναντι σε κοινούς εχθρούς, αλλά κάτι ουσιαστικότερο και σταθερότερο. Όπως αναγνώρισε και ο Βολταίρος, ακόμη κι αν δεν πίστευε στη θεοπνευστία της Βίβλου,[20] εφόσον όλοι οι άνθρωποι οφείλουν την ύπαρξή τους στον ίδιο Θεό, είναι επί της ουσίας αδέρφια. Ο βιβλικός μονοθεϊσμός, επομένως, αποτελεί ισχυρή βάση για την ενότητα της ανθρώπινης οικογένειας, για αλληλεγγύη και για σεβασμό από όλους προς όλους (Ιώβ 31:13-22). Κατ’ επέκταση, η βιβλική ηθική δεν περιορίζεται απλώς στην τοπική κοινωνία ή τις ανάγκες της πολιτείας, αλλά από τη φύση της έχει πανανθρώπινη ματιά, διαπνέεται από οικουμενικότητα. Η τεχνολογία σήμερα μας επιτρέπει να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως πολίτες ενός παγκόσμιου χωριού, ωστόσο η Βίβλος πρόβαλλε αυτή την εικόνα χιλιετίες πρωτύτερα, και πιθανώς ήταν η μόνη που το έκανε αυτό. Έτσι λοιπόν, ο βιβλικός μονοθεϊσμός εξουδετερώνει τα σωβινιστικά αφηγήματα κατά τα οποία διαφορετικοί λαοί έχουν διαφορετικούς θεϊκούς ή ημίθεους γενάρχες και διαφορετικούς πολιούχους θεούς, και ως εκ τούτου απονομιμοποιεί τον ρατσισμό και τις συγκρούσεις μεταξύ βασιλιάδων, κρατών και λαών.[21] Εξ ου, κεντρικό βιβλικό θέμα, από τη Γένεση μέχρι την Αποκάλυψη, είναι η ενότητα της ανθρώπινης οικογένειας υπό τον έναν Δημιουργό (Γένεση 18:18· 1 Βασιλέων 8:43· Ψαλμός 67:2-4· Ματθαίος 28:19· Αποκάλυψη 15:4· 21:24-22:2), ο τερματισμός των πολέμων, των κοινωνικών αδικιών και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο (Ψαλμός 46:9· 72· Ησαΐας 2:2-4· 65:21, 22). Εύλογα, όπως ευελπιστώ να δούμε σε μελλοντικά άρθρα, ο Μωσαϊκός Νόμος, μέσα στις περιοριστικές και ιδιάζουσες συνθήκες της αρχαιότητας, περιείχε ειδικές διατάξεις για την οικονομική ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την προστασία των ευάλωτων ομάδων, ενώ μεταγενέστερα, όπως ήδη λέχθηκε, οι προφήτες στηλίτευαν δριμύτατα όσους αψηφούσαν τούτες τις αρχές. Με αυτά υπόψη, ο μελετητής μπορεί να αρχίσει να καταλαβαίνει το γιατί η Παλαιά Διαθήκη είναι το υπόβαθρο των διδασκαλιών του Ιησού από τη Ναζαρέτ.

Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ

Μελετώντας τη σχέση του βιβλικού μονοθεϊσμού με το ιδεώδες της ισότητας, είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτο (και διόλου ιστορικά τυχαίο) που η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα της ιστορίας (στην ίδρυση της πρώτης σύγχρονης «δημοκρατίας»), αναφέρει βάσει της Βίβλου πως «πως όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργημένοι ίσοι, και έχουν προικιστεί από τον Δημιουργό τους με ορισμένα αναφαίρετα Δικαιώματα, μεταξύ των οποίων είναι η Ζωή, η Ελευθερία και η επιδίωξη της Ευτυχίας», τοποθετώντας (στα λόγια τουλάχιστον) το φυσικό δίκαιο (που εδώ είναι το δίκαιο του βιβλικού Δημιουργού) πάνω από το θετικό, δηλαδή το δίκαιο των ανθρώπων.[22] Σε αυτά τα λόγια βασίστηκε και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και η Χάρτα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ για τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η θετική επιρροή της Βίβλου στην εμπέδωση αυτών των εννοιών υπήρξε πολύ μεγαλύτερη από ό,τι αντιλαμβάνονται πολλοί σήμερα.

Ο γνωστός ιστορικός της αρχαιότητας και του μεσαίωνα Tom Holland παραδέχτηκε: «Μου πήρε πολύ καιρό μέχρι να συνειδητοποιήσω πως η ηθική μου δεν είναι ελληνική ή ρωμαϊκή αλλά, πέρα για πέρα και υπερήφανα, χριστιανική».—«Tom Holland: Why I was wrong about Christianity», The New Statesman, 14 Σεπτεμβρίου 2016.

Βεβαίως, μπορεί να αντιτείνει κάποιος ότι υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος, εφόσον στο όνομα του μονοθεϊσμού πολλοί «χριστιανοί» βασιλιάδες, κληρικοί και λαϊκοί υποστήριξαν σκληρούς διωγμούς και πολέμους για να επιβληθούν διά της βίας ακόμη και προς άτομα που θεωρητικά λάτρευαν τον ίδιο Θεό ή είχαν ακόμη και την ίδια θρησκεία. Εν προκειμένω επρόκειτο για άλλη μία καπήλευση της Βίβλου από την εξουσία κατά μία εντελώς αυθαίρετη και διαστρεβλωμένη μίμηση της κατάστασης του αρχαίου βασιλείου του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, η Βίβλος, αν κάποιος την κατανοήσει και την εφαρμόσει κυριολεκτικά, δεν προσφέρει ερείσματα για τέτοιου είδους ενέργειες – μόνον ο Δημιουργός της ζωής έχει δικαίωμα να κρίνει και να αφαιρέσει ζωή, κάτι που το γνώριζαν καλά ο Ιησούς και οι πρώτοι χριστιανοί (Ρωμαίους 12:17-21).[23] Ακριβώς επειδή τα πραγματικά αίτια των πολέμων είναι εντελώς άσχετα με τη Βίβλο, οι πόλεμοι και η βία προϋπήρχαν της Βίβλου και εξακολούθησαν να υπάρχουν σε κοινωνίες ανεξάρτητα από το αν αυτές ήταν πολυθεϊστικές, αθεϊστικές ή απλώς εκκοσμικευμένες.

Μιλώντας για τη σχέση του μονοθεϊσμού με την ηθική, ένα δεύτερο σημείο σχετίζεται με τον τρόπο που βλέπουμε τη φύση: η θεώρηση του φυσικού κόσμου ως έργου του Δημιουργού αποτελεί ισχυρή βάση και για μια καλά ριζωμένη οικολογική συνείδηση. Σύμφωνα με την αφήγηση της Γένεσης, στον άνθρωπο ανατέθηκε η φροντίδα της γης και των ζώων (Γένεση 1:28· 2:15, 19· Ψαλμός 8) Επομένως, ο εχθρός της δημιουργίας, της φύσης, είναι και εχθρός του Δημιουργού (Αποκάλυψη 11:18).

Από φιλοσοφική άποψη

«Η βάση της σοφίας είναι ο σεβασμός στον Κύριο,
βάση της νόησης είν’ η γνώση του Άγιου Θεού».
(Παροιμίες 9:10, ΝΜΒ)

Πρώτον, η ύπαρξη Δημιουργού (και μάλιστα πάνσοφου και πανάγαθου) σημαίνει ύπαρξη υψηλού σκοπού στη ζωή των «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» δημιουργημάτων. Αυτό βρίσκεται στον αντίποδα του μηδενισμού, κάτι που αναμφισβήτητα έχει τεράστιες ψυχολογικές, ηθικές και κοινωνικές προεκτάσεις.[24] Αυτός είναι ο απλός λόγος για τον οποίο ο Βολταίρος είπε επιτιθέμενος σε ένα αθεϊστικό έντυπο της εποχής του: «Ακόμη κι αν δεν υπήρχε Θεός, θα έπρεπε να τον επινοήσουμε».

Δεύτερον, η προΰπαρξη του Δημιουργού έναντι του υλικού σύμπαντος και η ύπαρξή του πέρα από αυτό σημαίνουν πως η δύναμη και η αλήθεια δεν βρίσκονται κυρίως στα φαινόμενα. Αυτή η κοσμοθεώρηση καλεί τον άνθρωπο να αξιοποιεί τον νου του και να μην περιορίζεται επιπόλαια από την αισθητή επιφάνεια. Οι εφαρμογές είναι σίγουρα πολλές: χρήση του νου για να αντιλαμβάνεται κάποιος τι υπάρχει στον χώρο πέρα από αυτό που βλέπουν τα μάτια του και ακούν τα αφτιά του· χρήση του νου για να αντιλαμβάνεται κάποιος τι θα συμβεί αργότερα, δηλαδή σε βάθος χρόνου· χρήση του νου για να αντιλαμβάνεται κάποιος τι πράγματι συνέβη πρωτύτερα, ποια είναι τα πραγματικά αίτια μιας συμπεριφοράς, ενός γεγονότος ή μιας ύπαρξης. Όχι τυχαία λοιπόν, η Βίβλος μιλά συχνά για τη χρήση του νου και τον κίνδυνο της επιπολαιότητας ή και της διανοητικής ή ηθικής τύφλωσης, ενώ ένα ειδικό τμήμα της για αυτό το θέμα είναι το βιβλίο των Παροιμιών. Η πνευματικότητα της Βίβλου δεν είναι μια «πνευματικότητα» αισθησιασμού ή αποχαύνωσης, όπως συχνά συμβαίνει στον παγανισμό, αλλά χρήσης του νου.[25] Η πίστη της Βίβλου δεν είναι διαίσθηση ή συναίσθημα ελλείψει αποδείξεων (όπως εσφαλμένα θεωρούν πολλοί), αλλά διανοητική αξιοποίηση των διαθέσιμων αποδείξεων οι οποίες είναι αντιληπτές μέσω των αισθήσεων, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για πράγματα που δεν είναι άμεσα αντιληπτά μέσω των αισθήσεων (Εβραίους 11:1). Η χρήση του νου (σε αντίθεση με τις εντυπώσεις των αισθήσεων) απαιτεί προσπάθεια, οπότε συνιστά άσκηση της ελεύθερης βούλησης και γίνεται στον πληρέστερο βαθμό από ανθρώπους με αγνά κίνητρα που ενδιαφέρονται γνήσια για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη (Παροιμίες 1:20-2:15· 15:28· Ματθαίος 5:8). Ως εκ τούτου, πριν από 3.000 χρόνια η Βίβλος αιτιολόγησε τον αθεϊσμό ως εξής: «Λόγω της υπεροψίας του, ο πονηρός δεν ερευνάει· όλες του οι σκέψεις είναι: “Δεν υπάρχει Θεός”» (Ψαλμός 10:4, ΜΝΚ).

Τρίτον, ο βιβλικός μονοθεϊσμός βρίσκεται στον αντίποδα των αρχαίων αντιλήψεων κατά τις οποίες υπάρχουν πολλοί θεοί με τον καθένα να έχει έναν οριοθετημένο χώρο εξουσίας σε ένα κατακερματισμένο σύμπαν (ο θεός της θάλασσας, ο θεός του αέρα, ο θεός της φωτιάς κ.λπ.). Κατά τη βιβλική θεώρηση, εφόσον ένας είναι ο Δημιουργός και Κύριος πάντων, η θεϊκή Δημιουργία πρέπει να θεωρείται ενότητα και όχι άθροισμα ανεξάρτητων, ετερογενών και απλώς ανταγωνιζόμενων όντων. Με τη βαθυστόχαστη αυτή θεώρηση φαίνεται ευκολότερα, πίσω από τη φαινομενική πολλαπλότητα και διαφορετικότητα, το βαθύτερο νόημα της (συν)ύπαρξης των φυσικών όντων, έλλογων και άλογων.[26] Ο σκεπτόμενος άνθρωπος προσπαθεί να καταλάβει πώς και γιατί αλληλεπιδρούν και συνεργάζονται τα ποικίλα όντα, παρά τις αντιθέσεις τους.[27]

Αιώνες μετά τη Γένεση, στα κείμενα των ινδουιστικών ουπανισάδων (περ. 800-600 π.Χ.) εμφανίζονται δοξασίες για μια υπέρτατη απρόσωπη πραγματικότητα, το «Βράχμαν», που περικλείει και διαποτίζει τα πάντα. Επρόκειτο για αντιλήψεις που περιορίστηκαν σε μια ελίτ μυστικιστών διανοουμένων. Λίγο αργότερα, λέγεται πως κάτι παρόμοιο συνέλαβε και ο Πυθαγόρας,[28] θεωρώντας την πολλαπλότητα ως τρόπους εκφάνσεων της Μονάδας, που ενυπάρχει παντού. Αν και πολλά πράγματα είναι αβέβαια για τον Πυθαγόρα καθαυτόν, είναι σίγουρο πως έκτοτε η υψηλή διανόηση της Ελλάδας είχε μονοθεϊστικές τάσεις στη θεωρία (αν και το Υπέρτατο ή όντως Ον το εκλάμβανε ως απρόσωπο), αν και πολυθεϊστικές λατρευτικές πρακτικές για κοινωνικοπολιτικούς, και όχι μόνο, λόγους.[29] Επίσης, ως γνωστόν, η πλατωνική παράδοση, που προέρχεται εν μέρει από τον πυθαγορισμό, έδωσε έμφαση στην αξία του νου, αλλά συχνά με τρόπο ελιτίστικο, διανοουμενίστικο, εσωστρεφή, αντικοινωνικό, αντίθετο με την αληθινή φύση του ανθρώπου, που περιλαμβάνει τη βιολογική του υπόσταση.

Από επιστημονική άποψη

«Ξέρεις τους νόμους που κυβερνούν τους ουρανούς;» (Ιώβ 38:33, ΝΜΒ)

Απεικόνιση της επικρατούσας επιστημονικής θεωρίας για την ιστορία του σύμπαντος
Απεικόνιση της επικρατούσας επιστημονικής θεωρίας για την ιστορία του σύμπαντος

Πρώτα απ’ όλα, το βιβλικό δόγμα ότι το υλικό σύμπαν έχει αρχή επιβεβαιώθηκε τον 20ό αιώνα από τη σύγχρονη επιστήμη, ύστερα από αιώνες αντιλογίας για το αν το σύμπαν είναι αιώνιο ή όχι. Οι Ίωνες θεωρούσαν πως η πρωταρχική, η αιώνια ουσία είναι υλικής φύσης (ο αέρας, η φωτιά, το νερό, η γη, ανάλογα με τον εκάστοτε φιλόσοφο). Ο τιτάνιος Αριστοτέλης θεωρούσε εσφαλμένα πως το σύμπαν ως σύστημα υπήρχε ανέκαθεν (ἡ δέ γε τοῦ κόσμου τάξις ἀΐδιος) και αυτή ήταν μια δημοφιλής επιστημονική θεωρία μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής (περί της σταθερής αύξησης της εντροπίας και της τάσης της θερμικής ενέργειας να διαχέεται εκεί όπου υπάρχει λιγότερη θερμική ενέργεια, που θα σήμαιναν πως ένα αιώνιο σύμπαν πρέπει να είναι χαοτικό και με θερμική ισορροπία, δηλαδή να είναι νεκρό) και η παρατήρηση της διαστολής του σύμπαντος κατά τον 20ό αιώνα είναι δύο βασικοί τρόποι που απέδειξαν επιστημονικά πως το σύμπαν έχει αρχή. Αυτή, σύμφωνα με τις σημερινές μετρήσεις, τοποθετείται από τους περισσότερους πριν από περίπου 14 δισεκατομμύρια χρόνια.[30] Για ορισμένους απλώς και μόνο η (προ)ύπαρξη φυσικών νόμων που καθόρισαν αυστηρά τις ιδιότητες της ύλης ήδη από τα πρώτα απειροελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου της ύπαρξής της αποδεικνύει την ύπαρξη ενός άυλου, εξωτερικού παράγοντα στον οποίο οφείλεται η αρχή και ο τρόπος επέκτασης του σύμπαντος.[31]

Δεύτερον, παρατηρώντας έκπληκτοι οι επιστήμονες ότι η διαστολή του σύμπαντος είναι επιταχυνόμενη, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν όχι μόνο την αρχή του αλλά και πως αυτό συμπεριφέρεται σαν τη μαριονέτα που κινείται από μια αιτία η οποία δεν είναι παρατηρήσιμη αλλά παντελώς άγνωστη σε εμάς. Τόσο η επιτάχυνση της διαστολής όσο και άλλα παράδοξα φαινόμενα στη δομή και την κίνηση του σύμπαντος αποδεικνύουν πως αυτός ο άγνωστος παράγοντας είναι πολύ ισχυρότερος από τη βαρυτική δύναμη της μάζας του σύμπαντος, η οποία θα έπρεπε κανονικά να προκαλεί τη συρρίκνωσή του. Τον άγνωστο παράγοντα, που εκ του αποτελέσματος αθροιστικά θεωρείται πως αποτελεί το 95% της ύπαρξης των πάντων έναντι 5% του γνωστού υλικού σύμπαντος, οι επιστήμονες τον περιγράφουν με τους όρους «σκοτεινή ύλη» και «σκοτεινή ενέργεια».[32] Ο όρος «σκοτεινή ύλη» δεν οφείλεται στο ότι όντως έχει αποδειχτεί πως πρόκειται περί ύλης, αλλά στο ότι πρέπει να είναι ύλη εφόσον και οι ίδιοι είναι υλιστές.[33] Σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να αποδεχτούν πως το φυσικό σύμπαν δεν είναι κλειστό σύστημα, αλλά υπάρχουν και οντότητες πέρα από αυτό οι οποίες επηρεάζουν την ύπαρξή του. Η παγιωμένη πλέον είσοδος της «σκοτεινής ύλης» και της «σκοτεινής ενέργειας» στα επιστημονικά εγχειρίδια αποτελεί μια αποστομωτική απάντηση σε όσους θεωρούν πως ο επιστημονικός τρόπος σκέψης πρέπει να αποκλείει δογματικά οτιδήποτε είναι μη παρατηρήσιμο.[34] Ναι, η δύναμη βρίσκεται κυρίως (όπως είπαμε, κατά 95%) σε πράγματα μη παρατηρήσιμα, και η άρνηση αυτού του γεγονότος θα ήταν απλώς εθελοτυφλία. Η επιστημονική πίστη στην ύπαρξη της «σκοτεινής ύλης» και της «σκοτεινής ενέργειας» λειτουργεί παρόμοια με τη βιβλική πίστη: δηλαδή πρόκειται για ασφαλή συμπεράσματα για πράγματα μη αισθητά με βάση τα αποτελέσματά τους στα αισθητά.

Τρίτον, η επιστήμη έχει επιβεβαιώσει την ενότητα και την κοινή καταγωγή του ανθρώπινου γένους, παρά την ποικιλία στα φυσικά χαρακτηριστικά.

Τέταρτον, οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο «οικοσύστημα» για να τονίσουν την ενότητα και την αλληλεξάρτηση των συστατικών μερών του φυσικού περιβάλλοντος παρά την τεράστια ποικιλία του («βιοποικιλότητα») και, όταν κάνουν παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον (και δεν κυριαρχούν τα οικονομικά συμφέροντα), προσπαθούν να μη διαταράσσουν τις φυσικές ισορροπίες. Προέκταση αυτής της θεώρησης στη φυσική είναι η προσπάθεια διαμόρφωσης μιας «θεωρίας των πάντων».[35]

«Καθώς προσπαθώ να διακρίνω την προέλευση αυτής της πεποίθησης, φαίνεται να τη βρίσκω σε μια βασική έννοια […] που διατυπώθηκε πρώτα στον δυτικό κόσμο από τους αρχαίους Εβραίους: δηλαδή ότι το σύμπαν κυβερνάται από έναν μόνο Θεό και δεν είναι προϊόν των καπρίτσιων πολλών θεών, που ο καθένας κυβερνά τη δική του περιοχή σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Αυτή η μονοθεϊστική άποψη φαίνεται να είναι το ιστορικό θεμέλιο της νεότερης επιστήμης».—Μέλβιν Κάλβιν, νομπελίστας βιοχημικός.[39]

Πέμπτον, η ιδέα ότι υπάρχει ένας νοήμων Δημιουργός πίσω από το φυσικό σύμπαν (και ως εκ τούτου σκοπός και όχι τυφλή τύχη) έχει ωθήσει πολλούς μελετητές της Βίβλου να ασχοληθούν σοβαρά με την επιστημονική έρευνα για να γνωρίσουν τον Δημιουργό και το έργο Του. Κλασικό παράδειγμα, με τεράστια σπουδαιότητα στην ιστορία της επιστήμης, είναι ο Ισαάκ Νεύτων.[36] Εδώ θα πρέπει να τονιστεί πως, σε αντίθεση με δημοφιλείς παρανοήσεις, η Βίβλος δεν προάγει τον μυστικισμό,[37] αλλά ήδη από τη Γένεση τονίζει πως η αξιοποίηση των ανθρώπινων (νοητικών και σωματικών) δυνατοτήτων είναι ευθύνη και προνόμιο από τον Θεό. Ως εκ τούτου, η επιστημονική έρευνα μπορεί βιβλικά να ιδωθεί ως μέρος του θελήματος του Θεού για τον άνθρωπο.

Έκτον, στην επιστημονική έρευνα συνέβαλε και η «απομάγευση» του κόσμου, δηλαδή η βιβλική θεώρηση ότι το φυσικό σύμπαν δεν είναι θεϊκό ή μαγικό αλλά λειτουργεί μηχανιστικά, ότι δηλαδή είναι όντως πρόσφορο για έρευνα και διέπεται από φυσικούς νόμους, κάτι που αναφέρεται ρητά στις Γραφές. Άμεσα σχετικές με αυτό είναι οι απαγορεύσεις της Παλαιάς Διαθήκης, που είδαμε και παραπάνω, για τη χρήση κάθε είδους μαγείας, κάτι που επί της ουσίας καθιστά τον άνθρωπο, μέσα στο φυσικό περιβάλλον, ελεύθερο και υπεύθυνο για τις επιλογές του και τον καλεί να χρησιμοποιεί τον νου και το σώμα του για να πετύχει στη ζωή του.[38]

Επίλογος

Το εδάφιο Γένεση 1:1, σίγουρα, είναι κλειδί για την κατανόηση όλης της Βίβλου. Είναι επίσης μια ιστορικά, ψυχολογικά, κοινωνιολογικά και πολιτικά ανεξήγητη ιστορική τομή, ένα τεράστιο άλμα προόδου ενάντια σε όλες τις συνθήκες της εποχής. Συνιστά θρησκευτική πρωτοπορία, αλλά όχι μόνο.  Αγγίζει κάθε πτυχή της ζωής με απαράμιλλο τρόπο. Είναι ένας ολόκληρος τρόπος αντίληψης του εαυτού μας, το περιβάλλοντός μας και του σύμπαντος που καταγράφηκε πριν από 3.500 χρόνια και επιβεβαιώνεται από τη σύγχρονη επιστήμη. Έμαθε σε εκατομμύρια ανθρώπους να σκέφτονται. Έδωσε σκοπό στη ζωή τους. Τους χαλύβδωσε ηθικά. Τους έδωσε ταυτότητα και τους έμαθε να είναι ενωμένοι, να σέβονται τον διπλανό τους, το περιβάλλον τους, να βλέπουν τον κόσμο όλο σαν μια οικογένεια σε ένα κοινό σπίτι, τη γη. Ακόμη και όταν κάποιοι ισχυροί προσπάθησαν να καπηλευτούν τη δύναμή του για ιδιοτελείς σκοπούς, για να ενώσουν τους λαούς τους κάτω από τη δική τους εξουσία, μακροπρόθεσμα τους τιμώρησε και ωφέλησε την ανθρωπότητα, όπου διαδόθηκε. Επηρέασε δραστικά τον ρου της ιστορίας, του πολιτισμού. Αφ’ ής στιγμής τα λόγια αυτά γράφτηκαν πάνω στον πάπυρο και κηρύχτηκαν πλατιά, θα ήταν αδύνατον ο κόσμος να συνεχίσει να είναι ο ίδιος.

Το πρώτο εδάφιο της Βίβλου είναι και η πρώτη απόδειξη της θεοπνευστίας της.


Βιβλιογραφικές παραπομπές

[1] Βλ. π.χ. Λ. Κουλουμπαρίτσης, Ιστορία της αρχαίας και μεσαιωνικής φιλοσοφίας, τόμ. Α΄, Εξάντας,  2008, σελ. 81-123. Στη σύγκρισή του μεταξύ των αρχαίων κοσμογονικών μύθων ο συγγραφέας παραδέχεται: «Ο πολυθεϊσμός εισάγει τερατώδεις ωμότητες, όπως η αιμομιξία και ο ευνουχισμός, στοιχεία που δεν συναντούμε στους ιουδαϊκούς μύθους» (σελ. 81).

[2] Ειδικότερα για τους προσωκρατικούς βλ. G.S. Kirk κ.ά., Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, MIET, 2006· Α.Α. Long κ.ά, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Παπαδήμας, 2007. Στους προσωκρατικούς αναμφίβολα ξεχωρίζουν οι εκπληκτικοί Λεύκιππος και Δημόκριτος, που εισάγουν την ατομική θεωρία και άλλες απόψεις οι οποίες είναι ορθές. Βλ. Θ. Παπαδόπουλος, Δημόκριτος, ο φιλόσοφος και ο φυσιοδίφης, ο θεωρητικός της δημοκρατίας, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 2018· Δημόκριτος (τόμοι 3), Εκδόσεις Ζήτρος, 2004, 2020.

[3] Σε αυτή την απόπειρα κατηγοριοποίησης πρέπει να θεωρείται αυτονόητο πως οι διάφοροι τομείς συνδέονται μεταξύ τους ή ακόμη και αλληλοεπικαλύπτονται σε έναν βαθμό. Σε σχέση με το πώς επιβεβαιώνεται επιστημονικά, σε πολλά σημεία του, το 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, σύντομη αλλά καίρια ανασκόπηση υπάρχει στο άρθρο «Τι μας λέει η Αγία Γραφή», Ξύπνα!, αρ. 3, 2021, σ. 10-3.

[4] Avraham Faust, “Israelite Temples: Where was Israelite Cult not Practiced, and Why?”, Religions 2019, 10, 106 κ.ε. Από ό,τι φαίνεται, η σπανιότητα τέτοιων αρχαιολογικών ευρημάτων μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο στις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις όπως αυτές του Ιωσία και του Εζεκία, που περιλάμβαναν καταστροφή των ιερών που είχαν χτιστεί από Εβραίους με παγανιστικές τάσεις, αλλά και σε ένα γενικό λατρευτικό μοτίβο βαθιά ποτισμένο στη συλλογική συνείδηση, ώστε να είναι μέρος της εθνικής ταυτότητας (γεγονός που εγείρει πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις της εθνογένεσης του εβραϊκού λαού) που έκανε κράτος και λαό να είναι κάπως φειδωλοί σε τέτοιου είδους αποκλίσεις. Οι κατεστραμμένοι ναοί των Εβραίων με παγανιστικές τάσεις θα μπορούσαν να εντοπιστούν έτσι όπως εντοπίζονται οι κατεστραμμένοι προϋπάρχοντες ναοί των Χαναναίων. Όπως δείχνει τόσο η Βίβλος όσο και η αρχαιολογία, η όποια παγανιστική λατρεία των Εβραίων γινόταν συνήθως είτε σε ιδιωτικούς χώρους (σπίτια, σπηλιές) είτε σε ανοιχτούς, υπαίθριους (π.χ. Υψηλοί Τόποι). Ο Avraham Faust εικάζει πως η σπανιότητα των θρησκευτικών και φιλοβασιλικών μνημείων οφείλεται σε μια κουλτούρα λιτότητας και οικονομικής ισότητας, ωστόσο θεωρώ ότι αυτά τα φαινόμενα (όπως και οι τάσεις ισότητας) αιτιολογούνται πολύ πιο ικανοποιητικά με τον βιβλικό μονοθεϊσμό, ο οποίος είναι ευδιάκριτος όχι μόνο από τη Βίβλο αλλά και από τα αρχαιολογικά ευρήματα ήδη περίπου από το 1200 π.Χ.. Για περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά την παρουσία του ανεικονικού μονοθεϊσμού ήδη κατά την πρώιμη ιστορία των Εβραίων στην Παλαιστίνη, βλ. Benjamin D. Sommer, «Monotheism and Polytheism in Ancient Israel The Bodies of God and the World of Ancient Israel, Cambridge University Press, 2009, σελ. 145 κ.ε.

[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα, Ύψιλον, 1999, σελ. 9.

[6] Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη: Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σελ. 216, 320. Το εν λόγω σύγγραμμα καταπιάνεται με το σπουδαιότατο ζήτημα της ισχυρής ταυτότητας που βασίζεται στην παιδεία ενός ολόκληρου λαού και όχι στα σύμβολα και τα μνημεία, κάτι «αδιανόητο» και «παράδοξο» (σελ. 301, 375). Για το ζήτημα της πνευματικότητας της βιβλικής θρησκείας που βασίζεται στον λόγο και όχι στην εικόνα, βλ. το άρθρο «Η βιβλική θρησκεία και ο (γραπτός) λόγος».

[7] Στο παρόν κείμενο ως «βιβλικός μονοθεϊσμός» εννοείται ο τρόπος που η Βίβλος περιγράφει τον Δημιουργό και Πηγής της ζωής των πάντων και μόνο δικαιωματικό αποδέκτη λατρείας.

[8] Τόσο η τοποθέτηση της βιβλικής θρησκείας απέναντι στην εβραϊκή κρατική εξουσία, στην οποία ασκεί αυστηρό έλεγχο, όσο και η επιβίωση της βιβλικής θρησκείας όταν η κρατική εξουσία έχει καταλυθεί από τους Βαβυλώνιους αποδεικνύει ιστορικά πως αποτελεί ένα φαινόμενο αυτόνομο που μπορεί να υφίσταται χωρίς καν το περιβάλλον της εθνικής επικράτειας. (Βλ. Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη: Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σελ. 288). Κατά τη Βίβλο, αυτή η αυτονομία οφείλεται στο ότι η βιβλική θρησκεία προέρχεται από τον Δημιουργό και όχι από το κράτος.

[9] Henri Fankfort, Kingship and the Gods: A Study of Ancient Eastern Religion as an Integration of Society and NatureThe University of Chicago Press, 1948, 1978, σελ. 343.

[10] Avraham Faust, “Israelite Temples: Where was Israelite Cult not Practiced, and Why?”, Religions 2019, 10, 106 κ.ε. Faust, A., 2013, “Early Israel: an Egalitarian Society”, Biblical Archaeology Review 39/4: 45-49, 62-63.

[11] Κλασικό δημοφιλές βιβλίο που προασπίζεται αυτή την ιδέα είναι ο υβριστικός, σχεδόν ρατσιστικός, αχταρμάς της Λιλής Ζωγράφου που τιτλοφορείται Αντιγνώση: τα δεκανίκια του καπιταλισμού, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1974.

[12] Steven Runciman, Η βυζαντινή θεοκρατία, Εκδόσεις Δόμος 1991, σελ. 11, 28-30.

[13] Ο Murat Iyigun αναφέρει στο άρθρο του μερικούς λόγους για αυτό, όπως το ανεπτυγμένο αίσθημα περί ηθικής. Προσωπικά, θα το εξηγούσα ως εξής: Η Βίβλος (1) παρέχει το πρότυπο της εθνικής εκπαίδευσης, (2) ενώνει τον λαό με ένα κοινό όραμα και με κοινές αξίες, δίνοντάς του ισχυρή συλλογική ταυτότητα, (3) απαιτεί από την εξουσία να δείχνει ανθρώπινο πρόσωπο προς τους υπηκόους/πολίτες, (4) διδάσκει τους υπηκόους/πολίτες να συμπεριφέρονται με σεβασμό αναμεταξύ τους και να είναι αλληλέγγυοι, (5) προάγει την οργανωτικότητα και την εργατικότητα. Αυτές οι τάσεις δεν παρουσιάστηκαν στον ίδιο βαθμό σε κάθε περίπτωση (μπορεί π.χ. να συγκρίνει κανείς τις περιπτώσεις του Βυζαντίου, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ), αλλά όσο προβλήθηκαν ή/και εργαλοιοποιήθηκαν (με καλό ή κακό σκοπό), συνέβαλλαν στη συνοχή των κρατών. Τα όσα αναφέρω παρακάτω στο άρθρο φωτίζουν αρκετές πτυχές από αυτά τα πέντε σημεία.

[14] Murat Iyigun, Monotheism (From a Socio-political and Economic Perspective), IZA – Institute for the Study of Labor, Discussion Paper No. 3116, October 2007, σελ. 3 κ.ε.

[15] Jan N. Bremer, ‘How Do We Explain the Quiet Demise of Graeco-Roman Religion? An Essay’, Numen 68(2-3):230-271, Brill. March 2021· Dimitris J. Kyrtatas, ‘The Significance of Leadership and Organisation in the Spread of Christinity’,  in W. V. Harris (ed.), Τhe Spread of Christianity in the First Four Centuries: Essays in explanation, Columbia Studies in the Classical Tradition, Brill, Leiden and Boston 2005, σελ. 53-68.

[16] Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο; Ελληνικά Γράμματα, 2009, σελ. 158-9. Βεβαίως, εκτενής ανάλυση υπάρχει στον Steven Runciman, Η βυζαντινή θεοκρατία, Εκδόσεις Δόμος 1991. Αυτά όσον αφορά μόνο τις απαρχές αυτής της κατάστασης, που κατέληξε να είχε διάφορες παραλλαγές σε Ανατολή και Δύση.

[17] Για τον ρόλο της Βίβλου στην Αγγλική Επανάσταση, όπου θεσμοθετήθηκε το πρώτο σύγχρονο κοινοβούλιο και η σύγχρονη συνταγματική μοναρχία, βλ. Christopher Hill, The English Bible and the Seventeenth-Century Revolution, Penguin, 1994. Για τη σχέση μεταξύ της Βίβλου, της Αμερικανικής Επανάστασης και της ίδρυσης του πρώτου σύγχρονου δημοκρατικού κράτους βλ. Abraham Katsh, “The Biblical Background of the Political System of America,” Hebrew Studies, vol. 17, National Association of Professors of Hebrew (NAPH), 1976, σελ. 30-48· Eran Shalev, ‘“A Perfect Republic”: The Mosaic Constitution in Revolutionary New England, 1775–1788’, The New England Quarterly, Vol. 82, No. 2 (June 2009), σελ. 235-263.

[18] Βλ. John Hare, «Religion and Morality», Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2006, 2019, με το άρθρο να αναλύει την κατάσταση στον δυτικό πολιτισμό και John-Stewart Gordon, «Modern Morality and Ancient Ethics», Internet Encyclopedia of Philosophy. Για την έμφαση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας στις τελετές, τις δεισιδαιμονίες, τη μαντεία αλλά όχι στην ηθική, βλ. Robert Flacelière, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, Παπαδήμας, 1985, 235-75. Θα πρόσθετα πως στην αρχαία Ελλάδα σοβαροί ηθικοί προβληματισμοί εγείρονται, βεβαίως, στα δραματικά έργα, αν και φυσικά ο κύριος σκοπός τους δεν ήταν η ηθική καλλιέργεια αλλά η τέρψη των θεατών, και ούτε και φυσικά μπορούν να παράσχουν έναν ολοκληρωμένο ηθικό τρόπο σκέψης. Στο δράμα αντανακλώνται οι παραδοσιακές αντιλήψεις για τους θεούς και ο αγώνας του ανθρώπου να σταθεί απέναντι σε δυνάμεις που δεν μπορεί να ελέγξει. Θα μπορούσε ίσως να πει κανείς πως το δράμα στέκεται, ως προς τους προβληματισμούς του, ανάμεσα στη θρησκευτική παράδοση και τη φιλοσοφία (Βλ. Βασιλική Κότσια, «Ο Ρόλος των Θεών στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία: οι περιπτώσεις των έργων “Αγαμέμνων” του Αισχύλου, “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή και “Ιφιγένεια η εν Αυλίδι” του Ευριπίδη». Μεταπτυχιακή εργασία, 2019. Maria Liatsi, Ethics in Ancient Greek Literature Aspects of Ethical Reasoning from Homer to Aristotle and Beyond, De Gruyter, 2020). Όσον αφορά τους ανατολικούς πολιτισμούς πέραν της Εγγύς Ανατολής, υπάρχει η εξαιρετικά σύνθετη και θολή περίπτωση του πανάρχαιου ινδουισμού. Πυρήνας του ινδουϊσμού είναι η ατομική προσπάθεια «απελευθέρωσης» από την επίγεια ζωή, δηλαδή η άρνηση της επίγειας ζωής. Ή όπως το θέτει ένας Ινδός ειδικός: «Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει αυτό το πνευματικό ιδεώδες [δηλ. της απελευθέρωσης] καλλιεργώντας μια ζωή διαλογισμού και σταδιακά παραιτούμενος από τον κόσμο». Και προσθέτει πως, από αυτή την άποψη, «η ηθική, που σημαίνει τον ενεργό ρόλο του ανθρώπου στον κόσμο, έχει ελάχιστη σημασία στον ινδουισμό» (S. Cromwell Crawford, Evolution of Hindu Moral Ideals, University of Hawaii, 1935, σ. 216). Ο ίδιος συγγραφέας προσπαθεί να μετριάσει στο βιβλίο του αυτή την εντύπωση, χωρίς όμως να αρνείται τον πυρήνα του ινδουισμού. Δεδομένου ότι ο ινδουισμός έχει επικριθεί για το ότι παραδοσιακά ασχολείται κυρίως με τελετές και εκστατικές εμπειρίες παρά με την ηθική, το ίδιο προσπαθεί να επιτύχει ο M.V. Nadkarni στο άρθρο “Ethics in Hinduism”, Ethics For Our Times: Essays in Gandhian Perspective, Oxford University Press, 2011. Πέρα από το βασικό ηθικό πρόβλημα του ινδουισμού, που είναι η πνευματοκρατία και η άρνηση του κόσμου στην υλική του υπόσταση, σοβαρότατο ζήτημα προκύπτει από τη θρησκευτική πίστη στο ρατσιστικό σύστημα των καστών, όπου κάποιοι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν σκουπίδια απλώς και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθούν σε πολύ φτωχές οικογένειες ή να έχουν πολύ σκούρο δέρμα – τιμωρία, υποτίθεται, μιας κακής προηγούμενης ζωής. Ο βουδισμός (5ος αι. π.Χ.) ήταν μια δυναμική, πιο φιλοσοφημένη απάντηση στη θεωρητική ανεπάρκεια του πιο πρωτόγονου ινδουισμού, αν και ο πυρήνας είναι περίπου ίδιος, εφόσον και εκεί ο βασικός στόχος του πιστού είναι ένας ατομικός αγώνας για να επιτευχθεί η προσωπική έξοδος από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων μέσω του μυστικισμού και της άρνησης της επίγειας ζωής, ακόμη και των φυσιολογικών επιθυμιών της. Επίσης, στον βουδισμό το ανώτατο ον, ή πιο σωστά η ανώτατη βαθμίδα ύπαρξης, είναι απρόσωπο, κάτι που δεν ήταν εντελώς άγνωστο στον ινδουισμό. Το απρόσωπο της ανώτατης θείας υπόστασης υποστηρίζουν επίσης ο ταοϊσμός και ο κουμφουκισμός, που αμφότεροι αναδύθηκαν από θρησκευτικούς δασκάλους/φιλοσόφους (επίσης γύρω στον 5ο αιώνα π.Χ.) ως μια γόνιμη αντίδραση, με ανεπτυγμένη αυτή τη φορά ηθική σκέψη, στη μεγάλη πολιτικο-κοινωνική κρίση της εποχής τους και στην ανεπάρκεια του παραδοσιακού κινεζικού παγανισμού, αν και υιοθέτησαν πολλά στοιχεία του, όπως είναι η προγονολατρεία, οι δεισιδαιμονίες, η μαντεία και η λατρεία κατώτερων θεοτήτων. Κηρύττοντας πως ο αυτοκράτορας είναι ο Γιος του θεού Ουρανού, ο κομφουκισμός έγινε κρατική θρησκεία/ιδεολογία και ο Κομφούκιος αντικείμενο κρατικής προγονολατρείας. Το τέλος αυτού του παγανιστικού κυβερνητικού μύθου έφερε ο κομμουνιστής ηγέτης Μάο Τσε Τουνγκ. Αντίστοιχα, στον ιαπωνικό σιντοϊσμό, έναν πατρώο εθνικό παγανισμό που δέχτηκε ισχυρές επιρροές από τον βουδισμό και τον κομφουκισμό, ο αυτοκράτορας Χιροχίτο αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως τελικά δεν είναι θεός όταν η χώρα του ηττήθηκε από τις ΗΠΑ το 1945. Βλ. τα λήμματα «Βουδισμός», «Ινδουισμός», «Κομφουκιανισμός», «Σιντοϊσμός» στο Θρησκειολογικό Λεξικό, Ελληνικά Γράμματα, 2000. Επίσης στο διαδίκτυο είναι διαθέσιμα τα κεφάλαια «Ινδουισμός: Η αναζήτηση Απελευθέρωσης», «Βουδισμός: Σε αναζήτηση της φώτισης μακριά από τον Θεό», «Ταοϊσμός και Κομφουκιανισμός: Η αναζήτηση για την οδό του Ουρανού» του βιβλίου Ο άνθρωπος σε αναζήτηση του Θεού, Watchtower Bible & Tract Society of Pennsylvania, 1990. Στο Youtube υπάρχουν οι πολύ ενδιαφέρουσες ομιλίες του καθηγητή θρησκειολογίας Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου για τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό με αφορμή τα βιβλία του μέσω των εκδόσεων Gutenberg Ινδουισμός (2015), Βουδισμός (2015) και Ανατολικές Θρησκείες (2016), τα οποία συνιστούν μάλλον ό,τι πιο επιστημονικό έχει γραφτεί στα ελληνικά επί των θρησκειών αυτών.

[19] Για την ενίσχυση της ηθικής και την κοινωνική επίδραση λόγω της σχέσης με έναν προσωπικό Θεό, βλ. Murat Iyigun, Monotheism (From a Socio-political and Economic Perspective), IZA – Institute for the Study of Labor, Discussion Paper No. 3116, October 2007, σελ. 27.

[20] «Voltaire and Religion», National Library of Russia. Ένα σύντομο βίντεο για τις απόψεις του Βολταίρου περί θρησκείας έχει φτιάξει ο καθηγητής ιστορίας Tom Richey: Voltaire on Religion. Βλ. επίσης D. Beeson, N. Cronk, «Voltaire: philosopher or philosophe?», The Cambridge Companion to Voltaire (επ. N. Cronk) , Cambridge University Press, 2007, σελ. 48-9.

[21] Η διεθνής προοπτική του χριστιανισμού αποτελεί εγγενές στοιχείο της Παλαιάς Διαθήκης, κάτι που το γνώριζε και το κήρυττε ο Ιησούς και κληροδοτήθηκε στους χριστιανούς. Αυτό το τονίζουν οι χριστιανοί ερμηνευτές του πρώτου αιώνα, ιδίως όταν αντιπαρετίθεντο με τη σωβινιστική και ελιτίστικη κουλτούρα πολλών Ιουδαίων θρησκευτικών ηγετών (Ρωμαίους 15:7-12). Για παράδειγμα, είναι παραπάνω από δηλωτικό ότι η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης δεν αρχίζει με την ίδρυση του έθνους του Ισραήλ αλλά με τη δημιουργία της ανθρωπότητας. Παρακάτω στις σελίδες της η διεθνής προοπτική παραμένει παρούσα, ακόμη και όταν σε ένα μεγάλο μέρος της η προσοχή εστιάζεται στους Εβραίους ως μέσον για την ευλογία όλων των εθνών της γης.

[22] Ειδικά για τη σημαίνουσα θέση που έχει ο βιβλικός Δημιουργός στη νεότερη αντίληψη του φυσικού δικαίου, βλ. Meirav Jones, “Natural Law as True Law”, The Cambridge Companion to Grotius (επ. R. Lesafer, J.E. Nijman), Cambridge University Press, 2021, σελ. 138-52. Για τη σημασία του Θεού στο φυσικό δίκαιο και τον ρόλο που αυτό έπαιξε στην Αμερικανική Επανάσταση, βλ. Philip A. Hamburger, “Natural Rights, Natural Law, and American Constitutions”, 102 YALE L. J. 907 (1993), ιδίως τις υποσημειώσεις, που περιέχουν αυτούσια αποσπάσματα των κειμένων της εποχής και τις σχετικές αναφορές στον Θεό (God).

[23] Geogre Kalantzis, Caesar and the Lamb: Early Christian Attitudes on War and Military Service, Eugene, OR:  Cascade Books (a Wipf & Stock imprint), 2012. Αξίζει να σημειωθεί πως, σύμφωνα με τη Βίβλο, η ειδική περίπτωση πρωτοβουλίας και εξουσιοδότησης του Θεού για σύσταση κράτους στον αρχαίο Ισραήλ –  πράγμα που εκ των πραγμάτων περιλαμβάνει βία, αφού κράτος χωρίς βία δεν υφίσταται – τεκμηριώθηκε όχι επειδή κάποιοι ιερείς βγήκαν και το υποστήριξαν, αλλά με τρομακτικού μεγέθους θαύματα (όπως οι δέκα πληγές της Αιγύπτου και πολλά άλλα), που θα ήταν αδύνατον οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση να τα επικαλεστεί ώστε να αποδείξει ότι όντως ξαναπέκτησε μια τέτοιου τύπου εξουσιοδότηση. Οποιοδήποτε κράτος, χριστιανικό ή μουσουλμανικό, που ισχυρίστηκε πως αποτελούσε τον νέο περιούσιο λαό του Θεού, το έκανε αυτό αυθαίρετα, χωρίς αντίστοιχη τεκμηρίωση, και εν καιρώ τιμωρήθηκε από την ιστορία ως μη, τελικά, προστατευόμενο από τον Θεό. Ο Ιησούς γνώριζε πως ο νέος περιούσιος λαός του Θεού θα ήταν ένα πνευματικό έθνος χωρίς κρατική υπόσταση και χωρίς καθόλου βία, πράγμα που ήδη προλεγόταν στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας 2:2-4). Ο μόνος τρόπος να αψηφήσει κανείς αυτά τα βιβλικά δεδομένα είναι είτε η άγνοια είτε η σκοπιμότητα. Σαφώς υπήρξαν και τα δύο.

[24] Βλ. Alan Pratt, “Nihilism”, The Internet Encyclopedia of Philosophy.

[25] Βλ. ενδεικτικά τα λήμματα «Γνώση», «Ικανότητα σκέψης», «Κατανόηση», «Σοφία», Ενόραση στις Γραφές, Watchtower Bible & Tract Society of Pennsylvania, 2008.

[26] Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως μείζον μέρος της Δημιουργίας, όπως την περιγράφει η Βίβλος, είναι η ελεύθερη βούληση των έλλογων δημιουργημένων όντων, και οι όποιες πραγματικές συγκρούσεις (και όχι απλώς συνθέσεις) οφείλονται στις πρωτοβουλίες αυτών των όντων.

[27] Marcel Gauchet, Η απομάγευση του κόσμου, Πατάκης, 2000, σελ. 301-3.

[28] Το αν ο Πυθαγόρας (ή οι μαθητές του) δέχτηκε επιρροές από ινδουιστές σοφούς είναι μια αρχαία φήμη της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου που δεν μπορεί να αποδειχτεί αλλά ούτε και να αποκλειστεί απόλυτα, δεδομένου ότι οι ενδείξεις για τα ταξίδια του Πυθαγόρα στην Ανατολή (τουλάχιστον στην Αίγυπτο) είναι πολύ ισχυρές. Είναι ενδιαφέρον πως εκτός από την ιδέα της Μονάδας, στην Ινδία προϋπήρχε η μετενσάρκωση και το «πυθαγόρειο» θεώρημα, το οποίο τελικά δεν είναι και τόσο «πυθαγόρειο». Μάλιστα, πρωτοεμφανίζεται τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Βαβυλώνα, για την οποία επίσης υπήρχε φήμη πως ήταν ένας από τους τόπους όπου βρέθηκε ο Πυθαγόρας (Βλ. «Η ιστορία του Πυθαγόρα και του πυθαγόρειου θεωρήματος». Εκτός από τους Ινδούς, στη λίστα των υποτιθέμενων επιρροών του αναφέρονται και οι Εβραίοι.

[29] Κατά πάσα πιθανότητα αυτό φαίνεται να στηλιτεύει με διακριτικό τρόπο και ο απόστολος Παύλος στην περίφημη ομιλία του στον Άρειο Πάγο.

[30] Michael Greshko et al., «Origins of the Universe, Explained», National Geographic, 18/1/2017. Ένα όμορφο βίντεο που εξηγεί στα ελληνικά τα ζητήματα αυτά σε όσους από εμάς δεν έχουν προχωρημένες γνώσεις φυσικής και μαθηματικών είναι το «Η ηλικία του Σύμπαντος». Εναλλακτικές εκδοχές της ηλικίας του σύμπαντος περιγράφονται από τους καθηγητές Μ. Δανέζη και Σ. Θεοδοσίου στην εκπομπή που επίσης τιτλοφορήθηκε «Η ηλικία του σύμπαντος». Βεβαίως, δημοφιλές για τα ζητήματα της δημιουργίας του σύμπαντος είναι το βιβλίο του Stephen Hawking Το χρονικό του χρόνου, Εκδόσεις Κάτοπτρο, 1988, αν και από ένα και σημείο και μετά γίνεται αρκετά δύσκολο στον μη ειδικό αναγνώστη.

[31] Dr. Gerald Schroeder, Believe in God in 5 Minutes (Scientific Proof).

[32] Nasa Science, «Dark Energy, Dark Matter».

[33] Αυτό το σημείο το θίγουν οι καθηγητές Μ. Δανέζης και Σ. Θεοδοσίου στο δεύτερο μισό της εκπομπής «Η Σκοτεινή Ύλη», που προβλήθηκε στην ΕΤ3.

[34] Η θεωρία του πολυσύμπαντος επίσης είναι μια περίπτωση μεταφυσικής που έχει εισαχθεί στα επιστημονικά εγχειρίδια, δηλαδή μια θεωρία που εκ των πραγμάτων είναι αδύνατον να τεκμηριωθεί αλλά ωστόσο συζητιέται και μάλιστα παρουσιάζεται από μερικούς και ως δήθεν απάντηση στο γιατί το σύμπαν μας έχει τις ιδανικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη ζωής επάνω στη γη. Βλ. Mark Vernon, «God or a Multiverse?», Guardian, 8/12/2008.

[35] J. L. Schellenberg, Monotheism and the Rise of Science, Cambridge University Press, 2020.

[36] Ronald L. Numbers (επ.), Ο Γαλιλαίος στη φυλακή: Μύθοι για την επιστήμη και τη θρησκεία, Λογείον, 2011, σελ. 95.

[37] Εδώ αξίζει να ξεκαθαριστεί πως είναι άλλο πράγμα η βιβλική θεία αποκάλυψη και άλλο ο μυστικισμός. Κατά τον μυστικισμό, όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν μαγικές δυνάμεις τις οποίες, όταν πάρουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία, μπορούν να τις ανακαλύψουν και να τις εξασκήσουν σε ατομικό επίπεδο για να «μάθουν» ή να «αισθανθούν» πράγματα συνήθως αμφίβολης ή και μηδαμινής χρησιμότητας για τους ίδιους και το κοινωνικό σύνολο. Ως εκ τούτου, ο μυστικισμός αποτελεί μια μορφή πνευματισμού με εκδηλώσεις παρόμοιες με εκείνες της χρήσης ναρκωτικών, αφού πολλές φορές οδηγεί στην εσωστρέφεια, την αποχαύνωση, την παθητικότητα, την αδράνεια, την κατάθλιψη και άλλων ειδών σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, για να μην αναφέρουμε στους κινδύνους της δαιμονικής επιρροής. Από την άλλη, η βιβλική θεία αποκάλυψη αποτελεί πηγή γνώσης (1) με θεία πρωτοβουλία (2) σε σπάνιες αλλά κρίσιμες στιγμές της ιστορίας (3) για πράγματα που δεν μπορούν οι άνθρωποι να ανακαλύψουν από μόνοι τους αλλά είναι ζωτικά για την ευημερία και την επιβίωσή τους, (4) προς συγκεκριμένους άμεσους αποδέκτες (π.χ. προφήτες), (5) με σκοπό ύστερα αυτή η γνώση να γίνει προσιτή στους υπόλοιπους μέσω του λόγου, ώστε τελικά (6) όλοι να κάνουν τις απαιτούμενες ενέργειες αξιοποιώντας τούτη τη γνώση. Γι’ αυτό κιόλας το καταστάλαγμα της θείας αποκάλυψης κατέληξε να πάρει γραπτή μορφή (Βίβλος). Ως εκ τούτου, η Βίβλος προτρέπει τον άνθρωπο να αναζητεί τη γνώση με όσες δυνάμεις διαθέτει για όσα πράγματα δεν του αποκαλύπτει ο Θεός άμεσα.

[38] Εδώ πρέπει να επισημανθεί, στο ίδιο πνεύμα με όσα γράφονται στην προηγούμενη υποσημείωση, πως τα «θαύματα» των Γραφών (1) οφείλονται στον Θεό (ή, σπανιότερα, σε πονηρά πνεύματα) και όχι σε δήθεν μαγικές ικανότητες που διαθέτουν οι άνθρωποι ή η ύλη (δηλαδή δεν παρουσιάζονται ως κάτι το φυσικό) και (2) είναι σπάνια εν συγκρίσει με τον χρόνο της αφήγησης. Αν η Βίβλος καλύπτει μια περίοδο αφήγησης τουλάχιστον 1600 ετών, τα πολλά θαύματα λαμβάνουν χώρα κυρίως στην εποχή του Μωυσή, στην εποχή του Ηλία και στην εποχή του Ιησού και εξυπηρετούν πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Ενίοτε μεσολαβούν τεράστια διαστήματα, ακόμη και αιώνες, χωρίς να καταγραφεί κανένα θαύμα.

[39] Calvin, M., Chemical Evolution: Molecular evolution towards the origin of living systems on the earth and elsewhere, Oxford University Press, Oxford, 1969, σελ. 258.

Η βιβλική θρησκεία και ο (γραπτός) λόγος

“[Ο Νεεμίας] ίδρυσε βιβλιοθήκη και συγκέντρωσε τα γραπτά του Δαβίδ, διάφορες επιστολές βασιλέων […], καθώς και τα βιβλία τα σχετικά με τις πράξεις των βασιλέων και των προφητών. Επίσης ο Ιούδας συγκέντρωσε τα βιβλία που είχαν διασπαρεί λόγω του πολέμου, κι έτσι τώρα τα έχουμε εμείς”.—2 Μακκαβαίων 2:13-4, ΝΜΒ.

Οι (ατομικές ή ομαδικές) λατρευτικές πρακτικές των περισσότερων θρησκειών συνήθως δεν περιλαμβάνουν τη χρήση του νου. Σε ορισμένες παραδόσεις προωθείται με απροσχημάτιστα στοχευμένο τρόπο η αδρανοποίηση του νου, όπως λόγου χάρη στον διαλογισμό, ενώ σε άλλες παραδόσεις το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται έμμεσα μέσω της μεγάλης έμφασης στις εντυπώσεις των αισθήσεων: τελετές γονιμότητας, χρήση ναρκωτικών, φαντασμαγορικές ή ξέφρενες γιορτές, επιβλητικοί ναοί με γιγαντόμορφα αγάλματα θεών και ούτω καθ’ εξής.

Από την άλλη μεριά, η δύναμη της – ανεικονικής, επισημαίνουμε – βιβλικής θρησκείας[1] συνδέθηκε με τον λόγο, γραπτό και προφορικό, δηλαδή την αξιοποίηση του νου, τη χρήση της πειθούς και της ελεύθερης βούλησης (σε αντιδιαστολή με τα ένστικτα, το υποσυνείδητο ή τις επικρατούσες μόδες[2]). Αυτό φαίνεται αφενός από πολλές ιστορικές και διδακτικές αναφορές στη Βίβλο σχετικά με τη σπουδαιότητα και τις τεχνικές της ακρόασης, της παρατήρησης, της μελέτης, της διδασκαλίας, της συζήτησης, του στοχασμού, της προσωπικής καλλιέργειας[3] και αφετέρου από το ότι καθαυτή η Βίβλος αποτελεί μια ευμεγέθη, θεματικά, υφολογικά και ειδολογικά πολυποίκιλη συλλογή κειμένων που σίγουρα δεν φτιάχτηκε για να σκονίζεται στα εικονοστάσια.

Ο εβραϊκός πολιτισμός «απαρνείται την εικόνα, όντας ένας κατεξοχήν πολιτισμός του λόγου»
— Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη: Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σελ. 375

Ιστορική προέκταση αυτής της πραγματικότητας αποτελεί το ότι ο Ναός της Ιερουσαλήμ ήταν ο κατ’ εξοχήν χώρος συγκέντρωσης και φύλαξης των ιερών κειμένων, όπως δείχνει το ανωτέρω απόσπασμα των Μακκαβαίων και η μαρτυρία του Ιώσηπου,[4] και πρωτίστως το ότι ο ιουδαϊσμός επιβίωσε από τον κατακλυσμό των πολέμων – που επανειλημμένα διέλυσαν το εβραϊκό κράτος και διέσπειραν τους Εβραίους σε πολιτισμικώς και πολιτικώς αφιλόξενα έθνη – διαμέσου της “κιβωτού” των συναγωγών. Σε τούτους τους διάσπαρτους ανά τον κόσμο πυρήνες πνευματικότητας γινόταν ομαδική μελέτη των Γραφών με στόχο την τορά, δηλαδή την “εκπαίδευση” των μελών της κοινότητας,[5] τα οποία αποκλήθηκαν συλλογικά “έθνος φιλοσόφων” από ορισμένους εντυπωσιασμένους διανοούμενους της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής.[6] Τουλάχιστον από εκείνη την περίοδο (αν όχι από τις απαρχές του θεσμού της συναγωγής στη βαβυλώνια εξορία), όλοι οι άρρενες Ιουδαίοι έπρεπε να γνωρίζουν ανάγνωση για να συμμετέχουν στο πρόγραμμα της συναγωγής και, ως εκ τούτου, συνάγεται πως το ποσοστό των εγγράμματων μεταξύ των Εβραίων ήταν πολύ υψηλότερο από ό,τι στους παγανιστές.[7] Κάτι παρόμοιο πρέπει να ισχύει και στον πρώιμο χριστιανισμό, εφόσον εκεί υιοθετήθηκε ο θεσμός της συναγωγής με τη μορφή της εκκλησίας, δηλαδή της σύναξης των πιστών για εκπαίδευση με βάση τις Γραφές, εβραϊκές και χριστιανικές.[8] Και με αυτή την κουλτούρα ο χριστιανισμός συνέχισε να υφίσταται τους επόμενους αιώνες του κοινωνικού στιγματισμού και των σκληρών διωγμών, μέχρις ότου να τον περιλάβει η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και να τον προσαρμόσει, ξεχειλώνοντάς τον, στις πολιτικές της ανάγκες.

Το θέμα αυτού του άρθρου, όμως, αφορά μια άλλη πτυχή της Βίβλου: όχι την εσωτερική σχέση της με τους πιστούς αλλά την εξωτερική σχέση της με την ιστορία του πολιτισμού, από τον οποίο άλλοτε τροφοδοτήθηκε και τον οποίο άλλοτε τροφοδότησε. Εντέλει, από την περιδιάβασή μας θα φτάσουμε στο εντυπωσιακό συμπέρασμα ότι η Βίβλος συνδέεται σχεδόν με όλα τα ιστορικά ορόσημα της χρήσης του γραπτού λόγου, αυτού του υπερπολύτιμου μέσου διάσωσης και διάδοσης γνώσης, ιδεών, συναισθημάτων και αξιών.

Ορόσημο 1
Η Βίβλος και το βιβλίο

Τα πρώτα δείγματα γραπτού λόγου, όπως και γενικά του πολιτισμού, απαντούν στη Μεσοποταμία.[9] Εντούτοις, αρχικά το γράψιμο γίνονταν πάνω σε σκληρά ή βαριά υλικά, όπως πέτρα, μέταλλο, ξύλο, πηλό κ.λπ. Πάνω σε τέτοια υλικά είναι πολύ δύσκολο τόσο το να γραφούν όσο και το να αποθηκευτούν ή να μεταφερθούν εκτενή κείμενα, δηλαδή κείμενα πολλών χιλιάδων λέξεων.[10] Η χρήση του παπύρου και της περγαμηνής ως λεπτών, εύκαμπτων και ελαφρών επιφανειών για γράψιμο αποτέλεσε επανάσταση και συνάμα ζωτικής σημασίας προϋπόθεση για την ύπαρξη και τη διάδοση εκτενών κειμένων. Πού πρωτοσυντελέστηκε αυτή η επανάσταση; Στην Αίγυπτο, μια χώρα της οποίας οι περιβαλλοντικές συνθήκες ευνοούσαν την παραγωγή και τη συντήρηση τέτοιων υλικών, και ιδίως του παπύρου, του οποίου πάντα είχε το μονοπώλιο.[11]

Ο πάπυρος επέτρεπε την καταγραφή εκτενών κειμένων

Κανένα άλλο υλικό γραφής δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί τον πάπυρο και την περγαμηνή για τρεις χιλιετίες και πλέον. Στην Κίνα, από τον 3ο αιώνα π.Χ. περίπου, το μεταξωτό ύφασμα άρχισε να χρησιμοποιείται ως εύχρηστη επιφάνεια γραφής, αλλά η χρήση του θεωρούνταν πολυτέλεια και παρέμεινε περιορισμένη λόγω της ιδιαίτερα κοστοβόρας παρασκευής του.[12] Στην Κίνα, πάλι, ήταν που εφευρέθηκε το χαρτί, ίσως τον 2ο αιώνα μ.Χ., αλλά χρειάστηκε να έρθει ο 9ος αιώνας μ.Χ. μέχρι αυτό να εκτοπίσει εκεί τα παραδοσιακά υλικά γραφής και, λίγο αργότερα, η τέχνη της παρασκευής του να γίνει γνωστή στη μεσαιωνική Ευρώπη. Δεν πρέπει να μας παραξενεύει που βιβλία από πάπυρο και περγαμηνή συνέχισαν να παράγονται μέχρι τον 12ο αιώνα μ.Χ.

Το γεγονός, λοιπόν, ότι η Βίβλος, και ιδιαίτερα το αρχαιότερο τμήμα της, η Πεντάτευχος του Μωυσή που περιέχει 80.000 λέξεις,[13] ήρθε σε ύπαρξη σε μια περιοχή πολύ κοντά στην Αίγυπτο δεν αποτελεί απλώς σύμπτωση.

Ορόσημο 2
Η Βίβλος και το αλφάβητο

Το αρχαιότερο σωζόμενο αυτούσιο βιβλικό απόσπασμα ανάγεται στην περίοδο μεταξύ 8ου και 6ου αιώνα π.Χ. και άντεξε κάπως στη φθορά του χρόνου επειδή είναι χαραγμένο πάνω σε ασήμι. Πρόκειται για αντικείμενο που περιείχε, μεταξύ άλλων, το ήδη από τότε δημοφιλές βιβλικό χωρίο της λεγόμενης ιερατικής ευλογίας.[14] Όχι αυτούσιο παράθεμα αλλά σαφή απήχηση της Βίβλου ως προς το λεξιλόγιο και τη θεματολογία (σε αντιδιαστολή με τα χαναανιτικά κείμενα) αποτελεί, επίσης, το λεγόμενο “όστρακο του Κιρμπέτ Καϊάφα” (περίπου του 1000 π.Χ.), εφόσον φαίνεται να κάνει νύξεις για την προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων – όπως είναι οι χήρες, τα ορφανά και οι μετανάστες – και τη μετάβαση από το καθεστώς των κριτών στη μοναρχία.[15] Αυτά τα αποσπάσματα, όπως και άλλα που χρονολογούνται ήδη από τον 11ο αιώνα, είναι γραμμένα με αλφαβητική γραφή και όλα μαζί παρέχουν σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξη μιας εβραϊκής γραμματειακής παράδοσης που οδήγησε στην καταστάλαξη της αλφαβητικής γραφής,[16] προτού αυτή μέσω της Φοινίκης φτάσει στην Ελλάδα.[17]

Η επικράτηση του αλφαβήτου στην Παλαιστίνη είναι πολύ ενδιαφέρουσα επειδή στα μεγάλα γειτονικά βασίλεια, τα οποία ασκούσαν τεράστια πολιτική και πολιτισμική επιρροή στην περιοχή, τα χρησιμοποιούμενα συστήματα γραφής ήταν τα ιερογλυφικά (Αίγυπτος) και η σφηνοειδής γραφή (Μεσοποταμία, Αυτοκρατορία των Χετταίων), συστήματα δηλαδή που είχαν μέχρι περίπου χίλια σύμβολα. Και όχι μόνο αυτό. Τα τελευταία χρόνια γνωρίζουμε ότι το αλφάβητο γεννήθηκε μέσα στην Αίγυπτο, αν και όχι από Αιγύπτιους.[18] Οι αρχαιότερες πρωτο-αλφαβητικές γραφές βρέθηκαν στην Αίγυπτο και στο Σινά και, ενώ χρησιμοποιούν απλοποιημένους αιγυπτιακούς χαρακτήρες, δηλώνουν λέξεις των βορειοδυτικών σημιτικών γλωσσών, μεταξύ των οποίων είναι και η εβραϊκή. Το αλφάβητο, λοιπόν, επινοήθηκε από κάποιους Σημίτες της Παλαιστίνης που όχι απλώς είχαν στενές σχέσεις με την Αίγυπτο αλλά ζούσαν και εργάζονταν εκεί.[19] Οι Αιγύπτιοι, από τη μεριά τους, δεν δείχνουν να συγκινούνται από την επινόηση του αλφαβήτου, και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα ιερογλυφικά μέχρι και τουλάχιστον τον 4ο αιώνα μ.Χ. περίπου, όσο δηλαδή συνέχισε να υφίσταται η αιγυπτιακή θρησκεία. Η αρχαιότερη πρωτο-αλφαβητική γραφή χρονολογείται γύρω στον 19ο αιώνα π.Χ.

Παραδείγματα εξέλιξης του αλφαβήτου: Α, Β, βαβ, Κ, Μ, Ν, O

Η προϊστορία του αλφαβήτου δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τους μελετητές της Βίβλου, εφόσον είναι γνωστό πως κατά τη βιβλική αφήγηση οι Εβραίοι, πριν εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη, έζησαν στην Αίγυπτο μεταξύ του 18ου και του 16ου αιώνα – κάτι που αντανακλάται κιόλας στο λεξιλόγιο της Πεντατεύχου, το οποίο περιλαμβάνει δεκάδες αιγυπτιακές λέξεις.[20] Ο καθηγητής Douglas Petrovich υποστηρίζει, μάλιστα, πως οι πρωτο-αλφαβητικές γραφές περιέχουν βιβλικά ονόματα και παρουσιάζει την τολμηρή εισήγηση ότι το αλφάβητο επινοήθηκε από Εβραίους.[21] Αν και δεν έχει πείσει τους περισσότερους ειδικούς ότι οι Σημίτες εφευρέτες του αλφαβήτου ήταν οπωσδήποτε Εβραίοι,[22] η τοπική και χρονική σύμπτωση ανάμεσα στην επινόηση του αλφαβήτου και στη διαμόρφωση του υλικού της Βίβλου αξίζει σίγουρα την προσοχή μας. Μία δεύτερη σύμπτωση αφορά την επικράτηση του αλφαβήτου στην Παλαιστίνη. Πράγματι, μέχρι περίπου το 1200 π.Χ. τα κείμενα των παγανιστών στη Χαναάν και στην Ουγκαρίτ ήταν επίσης μη αλφαβητικά.[23] Ως εκ τούτου, αν και οι απαρχές του αλφαβήτου έχουν πολλά σκοτεινά σημεία, η εξάπλωση του αλφαβήτου στην Παλαιστίνη χρονολογικά συμπίπτει με την εξάπλωση και την τελική επικράτηση των Εβραίων εκεί. Όπως όμως και αν έχουν τα πράγματα, το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι πως η Βίβλος συνδέεται με την περιοχή και την εποχή που επινοήθηκε το αλφάβητο και, εφόσον το υιοθέτησε, εξυπηρέτησε τη διάδοσή του.

Τι σημαίνει η υιοθέτηση του αλφαβήτου από όσους λαούς το προτίμησαν; Σημαίνει ενδιαφέρον για τη λειτουργικότητα και την καλλιέργεια του γραπτού λόγου και ενδεχομένως για τη διάδοση του εγγραμματισμού. Τα δύσκολα συστήματα γραφής, εκτός του ότι μπορεί να παρουσιάσουν εκφραστικές αδυναμίες, περιορίζουν τη χρήση του γραπτού λόγου σε μια κλειστή ελίτ που κρατάει σφιχτά τα προνόμια μόνο για τον εαυτό της. Ένα δύσκολο σύστημα γραφής εμποδίζει τη μαζική πρόσβαση στη γνώση και, επί της ουσίας, αποτελεί μηχανισμό ελέγχου της εξουσίας.[24] Αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές όταν, ενώ υπάρχει ήδη το αλφάβητο, κάποιες κοινωνίες επιμένουν στα στριφνά παραδοσιακά συστήματα γραφής. Τους μόλις 22 χαρακτήρες του παλαιο-εβραϊκού αλφαβήτου, ή αλλιώς φοινικικού, μπορούσαν εύκολα να τους θυμούνται ακόμη και απλοί άνθρωποι, ώστε να είναι σε θέση, αν θέλουν, να διαβάζουν ή και να γράφουν.[25] Η ίδια η Βίβλος αναφέρει τέτοια παραδείγματα.[26] Παράλληλα, ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι τα σωζόμενα αλφαβητικά εβραϊκά κείμενα από τον 8ο μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ., που περιλαμβάνουν επιστολές, συμβόλαια, σημειώσεις κ.λπ., μαρτυρούν πως γραφή, ανάγνωση ή και τα δύο γνώριζαν ακόμη και άτομα που δεν είχαν στενή σχέση με την κεντρική διοίκηση ή το ιερατείο.[27]

Στην πραγματικότητα, η διάδοση του αλφαβήτου και η προαγωγή του εγγραμματισμού μέσω της Βίβλου συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας. Η Βίβλος επανειλημμένα χρειάστηκε να μεταφραστεί σε γλώσσες που δεν διέθεταν γραπτό λόγο. Αρχαία παραδείγματα γλωσσών που απέκτησαν αλφάβητο από μεταφραστές της Βίβλου είναι η γοτθική, η αρμενική και η σλαβονική. Τα τελευταία 70 χρόνια μόνο η οργάνωση Wycliffe Bible Translators έχει δημιουργήσει αλφάβητο για πάνω από 1.400 γλώσσες![28] Σε όλες αυτές η Βίβλος αποτέλεσε το ιδρυτικό γεγονός της λογοτεχνίας τους.

Ορόσημο 3
Η χρήση του κώδικα

Επί πολλούς αιώνες, όλα τα βιβλία από πάπυρο ή περγαμηνή είχαν τη μορφή ρόλου, δηλαδή αποτελούνταν από ένα μακρύ φύλλο που το τύλιγαν είτε από τη μία είτε και από τις δύο πλευρές του. Αν και πολύ χρήσιμος για την εποχή του, ο ρόλος είχε κάποιους περιορισμούς. Ορισμένοι από αυτούς ξεπεράστηκαν με την εφεύρεση του κώδικα, το επόμενο δηλαδή άλμα στη μορφή του γραπτού λόγου που σημειώθηκε μάλλον στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή λίγο πριν ιδρυθεί η χριστιανική εκκλησία.[29]

Στον κώδικα τα φύλλα παπύρου ή περγαμηνής τοποθετούνταν διπλωμένα το ένα πάνω στο άλλο και ράβονταν από τη μία μεριά. Μπορούσαν να γραφούν και οι δύο πλευρές του κάθε φύλλου και, επομένως, ο κώδικας πρόσφερε διπλάσια χωρητικότητα κειμένου ανά σελίδα και μέχρι έξι φορές ως τόμος.[30] Συν τοις άλλοις, λόγω του σχήματός του ο κώδικας ήταν ανθεκτικότερος στη συχνή χρήση και διευκόλυνε τον εντοπισμό συγκεκριμένων χωρίων, τη μεταφορά και την αποθήκευσή του.[31] Στην πραγματικότητα, το σημερινό βιβλίο είναι ένας προηγμένος κώδικας, και μόνο οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές οδήγησαν πράγματι σε κάποια νέα μορφή εκτενούς γραπτού λόγου – αν και φυσικά το έντυπο βιβλίο κάθε άλλο παρά έχει πεθάνει.[32]

Από τα στοιχεία που παρέχει η φιλολογία και η αρχαιολογία προκύπτει πως ο κώδικας βασίστηκε στη μορφή που ήδη είχαν οι συνδεδεμένες κηρωμένες ξύλινες πινακίδες, καθώς και οι membranae, ή ελληνιστί μεμβράναι, δηλαδή τα πολυσέλιδα δερμάτινα σημειωματάρια σαν αυτό που διέθετε ο απόστολος Παύλος.[33] Παρά τα σημαντικά πλεονεκτήματά του, η χρήση του κώδικα δεν διαδόθηκε από τους παγανιστές, οι οποίοι συνέχισαν να προτιμούν τον ρόλο ακόμη και πολλούς αιώνες αργότερα. Από την άλλη, οι ένθερμοι χρήστες αυτής της εξελιγμένης μορφής βιβλίου ήταν οι χριστιανοί. Μέχρι σήμερα όλα τα αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογία και έχει εξετάσει η παλαιογραφία προέρχονται από κώδικες: από ρόλο ούτε ένα! Είναι εντυπωσιακό ότι το 43% του συνόλου των σωζόμενων κωδίκων του 2ου αιώνα είναι χριστιανικοί, ενώ οι χριστιανοί είχαν φτάσει να αποτελούν μόνο το 2 με 3 τοις χιλίοις του πληθυσμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας![34] Στην πραγματικότητα, είναι ιστορικά διαπιστωμένο πως η αριθμητική αύξηση και γεωγραφική εξάπλωση των χριστιανών είχε ως επακόλουθο τη διάδοση της χρήσης του κώδικα στον τότε γνωστό κόσμο.[35]

O Σιναϊτικός Κώδικας (4ος αιώνας μ.Χ.)

Τέλος, είναι ενδιαφέρον πως στους χριστιανικούς κώδικες συναντούμε για πρώτη φορά σελιδαρίθμηση.[36] Επίσης, αυτοί ξεχωρίζουν από τα κείμενα της εποχής για τα μεγάλα τους γράμματα και τις πιο αραιές αράδες, ενώ διαθέτουν σημάδια που ξεχωρίζουν τις παραγράφους και άλλα χαρακτηριστικά που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ανάγνωσης. Αυτή η πρακτική, όπως συμβαίνει και με τη δημώδη γλώσσα των Ευαγγελίων, βρίσκεται στον αντίποδα του ελιτισμού των παγανιστικών κειμένων, τα οποία προορίζονταν για να διαβαστούν μόνο από άτομα με μεγάλη μόρφωση.[37]

Ορόσημο 4
Η τυπογραφία

Μέχρι την εφεύρεση της τυπογραφίας, όλα τα βιβλία γράφονταν με το χέρι. Η παραγωγή ενός χειρόγραφου βιβλίου απαιτούσε μεγάλη επιδεξιότητα, σχολαστική επιμέλεια και άφθονο χρόνο. Στο να καταλάβουμε κάπως τη δυσκολία του εγχειρήματος μας βοηθά η πρόσφατη περίπτωση ενός κυρίου που αποφάσισε να αντιγράψει όλη τη Βίβλο με σύγχρονα στιλό: χρειάστηκε τέσσερα χρόνια εργαζόμενος μέχρι και 14 ώρες τη μέρα.[38] Δεν εκπλήσσει, επομένως, που στην αρχαιότητα οι βιβλιοθήκες ήταν αποτέλεσμα κοπιώδους συλλογικής εργασίας: για παράδειγμα, υπήρχαν οι δημόσιες βιβλιοθήκες, όπως η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ή όσον αφορά τα χριστιανικά βιβλία οι συλλογές που επιμελώς φρόντιζαν να διαθέτουν οι τοπικές χριστιανικές εκκλησίες.[39] Από την άλλη, η προσωπική βιβλιοθήκη συνήθως ήταν προνόμιο μόνο των πλουσίων. Η κατασκευή του πιεστηρίου από τον Γουτεμβέργιο, μιας μηχανής δηλαδή που μπορούσε να τυπώσει γρήγορα πολλές σελίδες, είχε ως αποτέλεσμα την υπερπήδηση ακόμη ενός τεράστιου εμποδίου για τη διάδοση του εγγραμματισμού και, κατ’ επέκταση, της γνώσης. Γι’ αυτό κιόλας, ορισμένοι θεωρούν τον Γουτεμβέργιο ως την πιο σημαίνουσα προσωπικότητα της δεύτερης χιλιετίας μ.Χ.[40]

Ο Γουτεμβέργιος και η εφεύρεση της τυπογραφίας

Με τα όσα έχετε ήδη διαβάσει, ίσως δεν εκπλαγείτε αν μάθετε πως στα πρώτα βιβλία που τύπωσε ο Γουτεμβέργιος συγκαταλέγεται και η Αγία Γραφή… Αυτό για άλλη μία φορά συνέβη στο σωστό μέρος και στη σωστή εποχή. Ήταν η εποχή που στη Γερμανία είχε ήδη ανάψει η σπίθα της Μεταρρύθμισης, ενός πανευρωπαϊκού κινήματος το οποίο, επιδιώκοντας την επιστροφή στις χριστιανικές ρίζες, τόνιζε τη σπουδαιότητα της προσωπικής ανάγνωσης και μελέτης της Αγίας Γραφής με στόχο την προσωπική πνευματική ανάπτυξη ανεξάρτητα από το φύλο, την οικονομική κατάσταση, την εργασία ή την κοινωνική θέση. Αν λοιπόν η “επανάσταση της τυπογραφίας” ήταν η απάντηση στο ερώτημα “πώς μπορούν να διαβάζουν όλοι”, η Βίβλος ήταν, για τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, η απάντηση στο “γιατί πρέπει να διαβάζουν όλοι” – παρά το ότι οι περισσότεροι έκαναν χειρωνακτικά επαγγέλματα. Όπως θα δούμε στο επόμενο άρθρο, η έμφαση στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής από τους υπέρμαχους της Μεταρρύθμισης, σε συνδυασμό με την τυπογραφία, είχε τεράστιες θρησκευτικές, εκπαιδευτικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες: συνέβαλε στη ραγδαία διάδοση του εγγραμματισμού και στην προαγωγή της δημόσιας εκπαίδευσης και, κατ’ επέκταση, στην απομυθοποίηση της πολιτικής εξουσίας, στην εξουδετέρωση δηλαδή της πανάρχαιας ιδέας ότι ο εκάστοτε βασιλιάς εκπροσωπεί τον Θεό, και στην αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως με την τυπογραφία, η οποία εξελίσσεται ακατάπαυστα, η Βίβλος συνεχίζει να σπάει κάθε ρεκόρ ως προς τον αριθμό των αντιτύπων. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα των Ρεκόρ Γκίνες, από το 1815 μέχρι το 1975 τυπώθηκαν 2,5 δισεκατομμύρια Γραφές, και κατά προσέγγιση αναφέρεται πως μέχρι σήμερα η Βίβλος έχει συνολικά κυκλοφορήσει σε 5 δισεκατομμύρια αντίτυπα. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται το Κόκκινο βιβλίο του Μάο Τσε Τουνγκ, με 900 εκατομμύρια αντίτυπα, που δινόταν υποχρεωτικά στους Κινέζους πολίτες, και ακολουθεί στην τρίτη θέση ο Χάρρυ Πότερ με 500 εκατομμύρια αντίτυπα.[41] Όσο και αν εντυπωσιάζουν τα νούμερα των δυο τελευταίων τίτλων, η διαφορά τους με τη Βίβλο παραμένει χαοτική.

Ορόσημο 5
Η κειμενική ανάλυση και η μετάφραση

Εφόσον οι πιστοί της βιβλικής θρησκείας θεωρούν πως η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού, προσπαθούν επισταμένα να την κατανοήσουν σε βάθος ώστε να πάρουν απαντήσεις σε πολλά σημαντικά ζητήματα της ζωής. Εκ των πραγμάτων, η βαθιά κατανόηση ενός εκτενούς κειμένου απαιτεί σοβαρή ανάλυση. Μια τέτοια κειμενική ανάλυση μπορεί να αρχίζει από το επίπεδο μιας μεμονωμένης λέξης, δηλαδή τον προσδιορισμό της σημασίας της, των μερών που την αποτελούν, του γραμματικού τύπου της ή της συντακτικής θέσης και λειτουργίας της, και να επεκτείνεται μέχρι τις αφηγηματικές υπερδομές και τεχνικές και τον νοηματικό σκελετό που συγκροτεί τη Βίβλο από την αρχή μέχρι το τέλος της. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιστρατευτεί μια σειρά προσεγγίσεων η οποία, όταν συστηματοποιηθεί, συνιστά αυτό που αποκαλούμε “φιλολογία”.

Βεβαίως, η τέχνη του “γραμματέα” και του “αντιγραφέα” είναι γνωστή από την εποχή του χαλκού. Αλλά με τον καιρό αναδεικνύεται η ανάγκη της ερμηνείας, ιδίως όταν η δυσκολία για τη σωστή κατανόηση του θείου κειμένου αφήνει περιθώρια για διιστάμενες απόψεις. Στην πραγματικότητα, η ανάγκη ερμηνείας προεξοφλείται ανοιχτά από την ίδια τη Βίβλο για ορισμένα κείμενά της που περιέχουν αλληγορίες. Η Βίβλος αυτοσυστήνεται ως βιβλίο που θα γίνει πλήρως κατανοητό στο απώτερο μέλλον, εφόσον περιέχει ιστορία γραμμένη από πριν, ενώ παρέχει το μοτίβο της ερμηνείας όταν νεότερα κείμενά της (π.χ. οι Προφήτες) ερμηνεύουν τα παλαιότερα (π.χ. τον Μωσαϊκό Νόμο).[42] Εξάλλου, όσο αυξάνει η χρονική απόσταση από τη συγγραφή ενός κειμένου, τόσο αυξάνουν οι απορίες για το ιστορικό πλαίσιο και άλλες πτυχές του. Η ανάγκη κατοχύρωσης της σωστής ερμηνείας γίνεται επιτακτική όταν οι νέες συνθήκες ζωής δημιουργούν ερωτηματικά για τη σωστή εφαρμογή των βιβλικών αξιών ή όταν από τις διιστάμενες απόψεις μπορεί να προκύψουν σχίσματα και αιρέσεις, με όλες τις εμπλεκόμενες φράξιες να επικαλούνται κειμενικές αναλύσεις για να πάρουν με το μέρος τους και άλλους οπαδούς.

Ο εβραϊκός όρος μιντράς (μελέτη, έρευνα) αναφέρεται ακριβώς σε αυτή τη συστηματική ερμηνεία των ραβίνων, οι οποίοι την εποχή του Χριστού ήταν ήδη χωρισμένοι σε σχολές ή “αιρέσεις”.[43] Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται η ύπαρξη μιας ήδη παλαιάς “παράδοσης” (ή ορθότερα παραδόσεων) ερμηνείας του θείου κειμένου από αυτές τις σχολές. Υπό μία έννοια, προέκταση αυτής της παράδοσης είναι το Ταλμούδ, μια ετερογενής, συγκριτολογική συλλογή κειμενικών αναλύσεων και ερμηνειών της εβραϊκής Βίβλου αρκετά εκτενής ώστε, όταν τυπώνεται σήμερα, να μοιάζει σε μέγεθος με πολύτομη εγκυκλοπαίδεια.[44] Ενδεικτικό της στενής σχέσης ιουδαϊσμού και κειμενικής ανάλυσης είναι το ότι στα έργα τέχνης οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες συνήθως απεικονίζονται ως ερμηνευτές κειμένων (και όχι ως τελεστές μυστηρίων).

«Ραβίνοι στη συναγωγή».
Έργο του Max Jules Gottschalk (1909–2005)

Η βιβλική κουλτούρα της κειμενικής ανάλυσης αναμφίβολα συνεχίζεται στον χριστιανισμό. Η ίδια η Καινή Διαθήκη περιέχει εκατοντάδες ερμηνείες για δύσκολα χωρία της Παλαιάς. Επιπλέον, ήδη από τον 2ο αιώνα οι χριστιανοί γράφουν εκτενή υπομνήματα (ή αλλιώς σχολιολόγια) για τις θείες Γραφές, ενώ παράλληλα εμφανίζονται οι ερμηνευτικές σχολές της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, για να μην αναφερθούμε γενικότερα στην απέραντη γραμματεία της πατρολογίας που τουλάχιστον έως τον 6ο αιώνα είχε ως πυρήνα της την εξήγηση των χωρίων της Βίβλου. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως ήδη μέχρι το 250 μ.Χ. οι χριστιανοί είχαν παραγάγει πάνω από 200 κείμενα, κάτι μοναδικό ως θρησκευτικό φαινόμενο.[45] Επίσης, είναι πολιτισμικά ενδιαφέρον πως η ενασχόληση της συγγραφής θεωρήθηκε άξια εικαστικής αναπαράστασης μόνο με την επικράτηση του χριστιανισμού.[46] Πλήθος επιστημονικών ή εκλαϊκευμένων εκδόσεων (έντυπων ή ψηφιακών) ειδικά για τη μελέτη των Γραφών (εβραϊκών και ελληνικών) εξακολουθεί να εκδίδεται μέχρι τις ημέρες μας,[47] ενώ έχουν δημιουργηθεί επιστημονικές ειδικότητες, όπως η βιβλική φιλολογία και η βιβλική αρχαιολογία. Ειδικά λογισμικά κειμενικής ανάλυσης σαν το BibleWorks, με ενσωματωμένα λεξικά, γραμματικές και πολλά άλλα γλωσσικά και ερμηνευτικά εργαλεία, έχουν φτιαχτεί μόνο για τη Βίβλο.

Εξυπακούεται πως η συνάντηση της βιβλικής κουλτούρας της κειμενικής ανάλυσης με την αντίστοιχη ελληνική των Αλεξανδρινών γραμματικών, η οποία είχε ως αρχική ενασχόλησή της τη διάσωση του Ομήρου και άλλων κλασικών, έδωσε τεράστια ώθηση στη φιλολογία ως επιστήμη και γενικά στη συστηματική, μεθοδική αλλά και έντεχνη χρήση του βιβλίου ως μέσου επικοινωνίας για κάθε λογής σκοπούς – ευτελείς ή υψηλούς. Υψηλό δείγμα αυτής της συνάντησης ήταν το κριτικό κείμενο της Καινής Διαθήκης του Εράσμου των αρχών του 16ου αιώνα.

Μιλώντας για την Αλεξάνδρεια, είναι κατάλληλο να περάσουμε στο δεύτερο κύριο σημείο αυτού του μεσότιτλου: τη μετάφραση. Σε αυτή την κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη, λοιπόν, γύρω στον 2ο αιώνα π.Χ., ήταν που επιτεύχθηκε το πρώτο σπουδαίο μεταφραστικό εγχείρημα της ιστορίας. Φυσικά, αναφερόμαστε στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, δηλαδή τη μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών στα δημώδη ελληνικά εκείνης της εποχής. Εφόσον για τους Εβραίους ήταν ζωτικής σημασίας η μελέτη των Γραφών (και μερικές φορές και ο προσηλυτισμός), η μετάφραση στη διεθνή γλώσσα της εποχής ήταν απολύτως απαραίτητη για εκείνες τις νέες γενιές μεταναστών που είχαν απολέσει την επαφή τους με τη μητρική τους γλώσσα. Ως γνωστόν, μεταγενέστερα ακολούθησαν και άλλες ελληνικές μεταφράσεις.

Αυτοί όμως που ξεχώρισαν για τη μεταφραστική τους δεινότητα ήταν οι χριστιανοί, ακριβώς λόγω του εγγενώς πολυεθνικού χαρακτήρα της δικής τους κοινότητας και του δηλωμένου προσηλυτιστικού σκοπού τους.[48] Καταρχάς, καινοτόμο επίτευγμα και σταθμός στην ιστορία της μετάφρασης είναι τα Εξαπλά του Ωριγένη, δηλαδή η έκδοση μιας Βίβλου σε έξι παράλληλα κείμενα (εβραϊκό πρωτότυπο, μεταγραφή του εβραϊκού με ελληνικούς χαρακτήρες και τέσσερις μεταφράσεις) που επέτρεπε ένα είδος συγκριτικής μελέτης.[49] Επίσης, είναι αξιοσημείωτο πως, μέχρι και τον 5ο αιώνα, οι χριστιανοί είχαν μεταφράσει την Αγία Γραφή τουλάχιστον στη συριακή, στη λατινική, στην κοπτική, στη γοτθική, στην αρμενική, στη γεωργιανή και στην παλαιά νουβική.

Ο Γιαν Χους οδηγείται στην πυρά επειδή μετέφρασε τη Βίβλο

Ο ρυθμός παραγωγής νέων μεταφράσεων της Βίβλου ανακόπηκε από την ενσωμάτωση του χριστιανισμού στην πολιτική τάξη πραγμάτων, με ευτυχή εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες όπου συνέτρεχαν πολιτικοί λόγοι. Κλασικό τέτοιο παράδειγμα είναι η σλαβονική μετάφραση των Κωνσταντίνου (Κυρίλλου) και Μεθοδίου στο πλαίσιο της συμμαχίας Βυζαντίου και Μοραβίας. Άλλες εξαιρέσεις συνίσταντο στις μεταφραστικές πρωτοβουλίες “αιρετικών” που είχαν διαφοροποιηθεί από το κρατικό εκκλησιαστικό καθεστώς του ελιτισμού και της πνευματικής δεσποτείας και βρίσκονταν εγγύτερα στη βιβλική παράδοση και κουλτούρα, αν και το τίμημα αυτών των “παράνομων” μεταφράσεων ήταν πολύ βαρύ και τα αποτελέσματα περιορισμένα.[50] Με τη Μεταρρύθμιση, όμως, και την τυπογραφία ξεχύθηκε ένας χείμαρρος μεταφράσεων που έσπασε κάθε παλαιο-καθεστωτικό φράγμα. Έτσι, μέχρι και το 1800 η Αγία Γραφή ήταν διαθέσιμη σε 71 γλώσσες![51] Σήμερα ολόκληρη η Γραφή κυκλοφορεί σε 700 γλώσσες, που αντιπροσωπεύουν το 80% του ανθρώπινου πληθυσμού.[52] Η Καινή Διαθήκη κυκλοφορεί σε επιπλέον 1.548 γλώσσες, που περιλαμβάνουν άλλους 800 εκατομμύρια ανθρώπους περίπου.[53] Κανένα άλλο βιβλίο δεν μπορεί να ανταγωνιστεί με αξιώσεις αυτά τα νούμερα. Ο Μικρός πρίγκιπας, ένα βιβλίο ίσως και πάνω από 50 φορές μικρότερο από την Αγία Γραφή, βρίσκεται στη δεύτερη θέση έχοντας μεταφραστεί σε “μόλις” 380 γλώσσες.

Επίλογος

Απευθυνόμενος σε φοιτητές κλασικών σπουδών, ο παλαίμαχος καθηγητής Robert Fowler έγραψε για τη διαχρονική σπουδαιότητα του Ομήρου πως αποτελεί “ένα θαύμα, ένα σοβαρό επιχείρημα υπέρ της θείας παρέμβασης στην ανθρώπινη ιστορία”. Εντούτοις, παραδέχεται ότι “η Βίβλος ξεπερνά” το “ανάστημα του Ομήρου” – αν και μόνο αυτή μπορεί και το κάνει.[54] Τι θα πούμε, επομένως, για τη Βίβλο; Προσωπικά θεωρώ πως η ιστορία της – που, όπως αδρά σκιαγραφήθηκε παραπάνω, συνδέεται με όλα τα κομβικά σημεία της ιστορίας του γραπτού λόγου, άρα και του πολιτισμού γενικότερα – αποτελεί άλλη μία απόδειξη της θεοπνευστίας της: ότι δηλαδή πίσω από την εμφάνιση, τη διάσωση και τη διάδοσή της υπάρχει μια υπεράνθρωπη δύναμη που οδηγεί τις εξελίξεις στο διάβα των χιλιετιών, πολύ πέρα από τα όρια και τις δυνατότητες οποιουδήποτε ανθρώπινου σχεδιασμού. Και αποτελεί δυο φορές απόδειξη, κατ’ εμέ, το ότι η ίδια η Βίβλος προλέγει ξεκάθαρα για τον εαυτό της την παγκοσμιότητα που τελικά θα κατακτούσε (Γένεση 18:18· Ησαΐας 2:2· Ματθαίος 24:14· 28:19· Αποκάλυψη 14:6).

Ακόμη όμως και αν κάποιος δεν έχει πειστεί ακόμη για τη θεοπνευστία της Βίβλου (και το παρόν ιστολόγιο λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις αυτών των αναγνωστών), πιστεύω πως δύσκολα μπορεί να αρνηθεί το ότι αυτή είναι το “Βιβλίο των βιβλίων”. Αν κανένα άλλο βιβλίο δεν μπορεί να συγκριθεί στα ίσα μαζί της, τούτος ο χαρακτηρισμός δεν είναι υπερβολικός. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι και αρκούντως αντιληπτός στη δική μας εποχή, σε μια εποχή που ο αθεϊσμός αποτελεί μόδα και οτιδήποτε έχει σχέση με Θεό θεωρείται εξ ορισμού οπισθοδρομικό και εξ ολοκλήρου απορριπτέο. Βέβαια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, τεράστιες ευθύνες ως προς αυτό έχουν και όσοι θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες καπηλεύτηκαν την αξία της Βίβλου.[55] Εν πάση περιπτώσει, το αποτέλεσμα είναι να βιώνουμε σήμερα την παραδοξότητα οι περισσότεροι βιβλιοφάγοι να μη γνωρίζουν σχεδόν τίποτα για την Αγία Γραφή, αν και αυτή όχι μόνο έχει υψηλή λογοτεχνική και ιστορική αξία αλλά αποτελεί και έναν από τους σημαντικούς λόγους για τους οποίους οι ίδιοι απολαμβάνουν την ανάγνωση και ωφελούνται από αυτήν.

Ευτυχώς, όσοι έχουν ασχοληθεί επιστημονικά με την ιστορία της φιλολογίας συνήθως γνωρίζουν και αναγνωρίζουν αυτή τη διάσταση της Βίβλου. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι τρόποι με τους οποίους η Βίβλος επηρέασε τον πολιτισμό. Ο γνωστότερος στο ευρύ κοινό είναι η τέχνη: από το Ναμπούκο του Βέρντι μέχρι το Άσμα Ασμάτων του Θεοδωράκη, από την Ανάσταση του Ελ Γκρέκο μέχρι το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη, και η λίστα δεν έχει πραγματικά τελειωμό – τοπικά και παγκοσμίως.[56]

Ένας λιγότερο γνωστός τρόπος που η Βίβλος επηρέασε θετικά τον πολιτισμό αφορά τη νομοθεσία και την πολιτική και, πιο συγκεκριμένα, το πώς συνέβαλε στην κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτά και άλλα θα τα δούμε στο επόμενο άρθρο.

Μέχρι τότε, σας καλώ να απολαύσετε το βιβλικής έμπνευσης ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη “Την πόρτα ανοίγω το βράδυ” με τη μελωδία του Μίκη Θεοδωράκη, την ενορχήστρωση της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ και τις ερμηνείες της Μαρίας Φαραντούρη και της Μπέττυς Χαρλαύτη.


Σημειώσεις και βιβλιογραφικές αναφορές

[1] Ως “βιβλική θρησκεία” εννοείται ο τρόπος λατρείας που ορίζεται από τη Βίβλο, δηλαδή την Αγία Γραφή. Αν και στην Καινή Διαθήκη η λατρεία δεν περιλαμβάνει τελετουργικά σαν αυτά της Παλαιάς, οι αρχές είναι οι ίδιες και η θρησκεία έχει μια αδιάκοπη συνέχεια. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, διότι η τελετουργική πτυχή της λατρείας στην Παλαιά Διαθήκη ήταν περιορισμένη. Επί παραδείγματι, υπήρχε για όλο το έθνος μόνο ένας ναός, τον οποίο οι περισσότεροι Εβραίοι επισκέπτονταν από λίγες φορές τον χρόνο μέχρι λίγες φορές στη ζωή τους, ανάλογα με το πού κατοικούσαν. Επομένως, αυτό που έπαιξε ισχυρότερο ρόλο στην καθημερινή ζωή και στην ταυτότητα του μέσου λάτρη ήταν ο εβδομαδιαίος θεσμός της θρησκευτικής αργίας του Σαββάτου, δηλαδή η αφιέρωση χρόνου για πνευματική εκπαίδευση, και ο θεσμός της συναγωγής, παρά η θέα του ναού, ο ήχος των ψαλμωδών εκεί και η όποια συμμετοχή στα τελετουργικά.

[2] Βλ. ενδεικτικά για τα ένστικτα Έξοδος 20:17· για  το υποσυνείδητο Ιερεμίας 17:9· για τις μόδες Έξοδος 23:2.

[3] Βλ. ενδεικτικά για την ακρόαση Παροιμίες 18:15· για την παρατήρηση Παροιμίες 6:6· για τη μελέτη Ψαλμός 1:2· για τη διδασκαλία Ψαλμός 51:13· για τη συζήτηση Παροιμίες 15:22· για τον στοχασμό Παροιμίες 15:28· για την προσωπική καλλιέργεια Ιεζεκιήλ 36:24-27.

[4] G. C. Paget, J. Schaper, The New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 61.

[5] Τορά, δηλάδη “εκπαίδευση”, ονομάζεται από τους Εβραίους η Πεντάτευχος, δηλαδή τα πρώτα πέντε βιβλία της Αγίας Γραφής. Η ονομασία είναι δηλωτική του σκοπού του κειμένου.

[6] Werner Jaeger, Early Christianity and Greek Paideia, The Belknap Press of Harvard University Press, 1961, 29, 119.

[7] Jaeyoung Jeon, «Literacy (HB/OT)Encyclopedia of the Bible and Its Reception, Vol 16, Berlin; New York: De Gruyter, 2018. 780.

[8] Ενδεικτικά: 1 Κορινθίους 4:17· 14:6, 19· Γαλάτες 6:6· Εφεσίους 4:11, 12· 1 Τιμόθεο 1:7· 4:13, 16· 5:17· 2 Τιμόθεο 2:2· 3:16· Τίτο 1:9· 1 Πέτρου 2:2.

[9] G. C. Paget, J. Schaper, New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 52· Michael F. Suarez, S.J., H. R. Woudhuysen, The Book: A Global History, Oxford University Press, 2013, 3.

[10] Αξίζει να σημειωθεί πως τα πρώτα κείμενα εξυπηρετούσαν πολύ άμεσες πρακτικές ανάγκες για τις συναλλαγές και τη διοίκηση. Πιθανώς αρχικά δεν ήταν καν αισθητή η ανάγκη για την καταγραφή μεγάλων αφηγήσεων, είτε μυθοπλαστικών είτε πραγματικών, ή πραγματειών. Ειδικά τη 2η χιλιετία π.Χ. τα λιγοστά λογοτεχνικά έργα, όπως τα επεισόδια του Έπους του Γιλγαμές, που ήταν γραμμένα σε πήλινες πινακίδες, είχαν περιορισμένη κυκλοφορία και χρησιμοποιούνταν πρωτίστως για την εκπαίδευση των γραμματέων (G. C. Paget, J. Schaper, New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 54-5). Αντιθέτως, στην περίπτωση της Βίβλου ο σκοπός του εκτενούς κειμένου είναι η ατομική και συλλογική εκπαίδευση κυρίως μέσω (1) της καταγραφής σημαντικών (θετικών ή αρνητικών) ιστορικών γεγονότων για τη διατήρηση μνήμης, (2) μέσω νόμων, επιχειρημάτων, νουθεσιών, προειδοποιήσεων και προφητικών εξαγγελιών για την ανάπτυξη δηλαδή κριτικής και ηθική σκέψης.

[11] Simon Eliot, Jonathan Rose (eds.), A Companion to the History of the Book, Blackwell Publishing, 2007, 84. Η παραγωγή παπύρου εκτός Αιγύπτου ήταν συγκριτικά αμελητέα. Επίσης, ο πάπυρος ήταν προτιμότερος από την περγαμηνή λόγω του ευκολότερης μαζικής παραγωγής του. Η περγαμηνή επικράτησε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μόνο όταν κατέστη αδύνατη η εισαγωγή παπύρου από την Αίγυπτο κατά την ύστερη αρχαιότητα.

[12] Simon Eliot, Jonathan Rose (eds.), A Companion to the History of the Book, Blackwell Publishing, 2007, 99-100.

[13] Το σύνολο των Εβραϊκών Γραφών περιέχει στο πρωτότυπο κείμενο περίπου 300.000 λέξεις.

[14] Gabriel Barkay, “The Riches of Ketef Hinnom,” Biblical Archeology Review, July/August September/October 2009.

[15] Gerard Leval, “Ancient Inscription Refers to the Birth of Israelite Monarchy,” Biblical Archaeology Review, May/June 2012. Αρκετές πληροφορίες και βιβλιογραφικές αναφορές έχει το άρθρο της αγγλόγλωσσης Βικιπαίδειας Khirbet Qeiyafa.

[16] Matthieu Richelle, The Bible and Archeology, Hendrickson Publishers, 2018, σελ. 95-106.

[17] Για την υιοθέτηση του αλφαβήτου από τους Έλληνες βλ. “Η αλφαβητική γραφή”. Αντίστοιχα, η εισαγωγή παπύρου ή περγαμηνής στην Ελλάδα (μαζί με το αλφάβητο) εξυπηρέτησε την αποκρυστάλλωση και καταγραφή των ομηρικών επών γύρω στο 700 π.Χ. (Robert Fowler (επ.), Όμηρος: Είκοσι μία εισαγωγικές μελέτες, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 2017, 286-9, 294-5).

[18] J. C. Darnell, F. W. Dobbs-Allsopp, M. J. Lundberg, P. Kyle McCarter, B. Zuckermanet, «Two early alphabetic inscriptions from the Wadi el-Hol: new evidence for the origin of the alphabet from the western desert of EgyptThe Annual of the American Schools of Oriental Research, 59 (2005).

[19] Goldwasser, O. 2016. “The Birth of the Alphabet from Egyptian Hieroglyphs in the Sinai Desert”, in: Daphna Ben-Tor (ed.) Pharaoh in Canaan: the untold story. Exhibition catalogue. Jerusalem: Israel Museum· Michael F. Suarez, S.J., H. R. Woudhuysen, The Book: A Global History, Oxford University Press, 2013, 12.

[20] Ben Noonan, “Non-Semitic Loanwords in the Hebrew Bible: A Lexicon of Language Contact”, The Ancient Near East Today, Vol. VIII, No. 6 (June 2020).

[21] Douglas Petrovich, The World’s Oldest Alphabet: Hebrew As the Language of the Proto-consonantal Script, Carta Jerusalem, 2017.

[22] Douglas Petrovich, “Hebrew as the Language behind the World’s First Alphabet?”, The Ancient Near East Today, Vol. V, No 4 (April 2017). Για αντίλογο βλέπε στο ίδιο τεύχος: ‘A Response to Douglas Petrovich’s “Hebrew as the Language behind the World’s First Alphabet?”’. Για αντίλογο, και μάλιστα ιδιαίτερα έντονο, στο βιβλίο του Petrovich, βλ. David A. Falk, ‘Review of «The World’s Oldest Alphabet: Hebrew as the Language of the Proto-consonantal Script» by Douglas Petrovich,’ Review of Biblical Literature, 10/2018 Γενικά για τις πρώτες αλφαβητικές γραφές: S.J. Wimmer (2010), “A Proto-Sinaitic Inscription in Timna/Israel: New Evidence on the Emergence of the Alphabet,” Journal of Ancient Egyptian Interconnections,  2(2), 1-12· Goldwasser, Orly (Mar–Apr 2010). «How the Alphabet Was Born from Hieroglyphs«. Biblical Archaeology Review. Washington, DC: Biblical Archaeology Society. 36 (1)· Brian E. Colless, The Lost Link: The Alphabet in the Hands of the Early Israelites, The Ancient Near East Today, February 2014 Vol. II, No. 2.

[23] Αξίζει να αποσαφηνιστεί για το αλφάβητο της Ουγκαρίτ, περίπου του 1200 π.Χ., αν και είναι γραμμένο σε σφηνοειδή γραφή ως αποτέλεσμα των στενότερων επαφών της εν λόγω πόλης με τα βασίλεια της Μεσοποταμίας, η σύλληψή του βασίζεται στο πρωτο-σημιτικό αλφάβητο. Επίσης αξίζει να ειπωθεί πως, με αυστηρούς όρους, το φοινικικό αλφάβητο δεν ταυτίζεται απολύτως με το παλαιο-εβραϊκό επειδή το δεύτερο διαθέτει τρόπο δήλωσης και φωνηέντων μέσω των λεγόμενων matres lectionis.

[24] G. C. Paget, J. Schaper, New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 53.

[25] Jaeyoung Jeon, «Literacy (HB/OT)Encyclopedia of the Bible and Its Reception. Vol 16. Berlin; New York: De Gruyter, 2018. 775-780.

[26] Δευτερονόμιο 6:9· 24:1· 27:1-8· 2 Χρονικό 21:12· Παροιμίες 3:3· Ησαΐας 8:1· 30:8· 44:5· Ιεζεκιήλ 37:20· 43:11· Αββακούμ 2:2.

[27] Jaeyoung Jeon, «Literacy (HB/OT)Encyclopedia of the Bible and Its Reception, Vol 16, Berlin; New York: De Gruyter, 2018, 778.

[28]  Caleb Parke, Translating the Bible is saving languages from extinction, Fox News, April 30, 2019.

[29] Κλασικό έργο αναφοράς με πλούτο πληροφοριών επί του θέματος είναι αυτό των Colin H. Roberts, T.C. Skeat, The Birth of the Codex, Oxford University Press, 1983. Για την παραγωγή του κώδικα:

[30] Colin H. Roberts, T.C. Skeat, The Birth of the Codex, Oxford University Press, 1983, 76.

[31] Benjamin Harnett, “The Diffusion of the Codex,” Classical Antiquity, Vol. 36, Issue 2, 184-5.

[32]The Rise in Popularity of Printed Books Continues”.

[33] 2 Τιμόθεο 4:13.

[34] Για τον αριθμό των κωδίκων τον 2ο αιώνα βλ. Colin H. Roberts, T.C. Skeat, The Birth of the Codex, Oxford University Press, 1983, 71-3. Για τον πιθανό πληθυσμό των χριστιανών βλ. Benjamin Harnett, “The Diffusion of the Codex,” Classical Antiquity, Vol. 36, Issue 2, 231, όπου υπολογίζονται στο 200 μ.Χ. από 136.000 έως 210.000, ενώ για τον πληθυσμό των υπηκόων της Ρώμης βλ. Demography of the Roman Empire, όπου υπολογίζεται γύρω στα 60 εκατομμύρια το 164 μ.Χ.

[35] Simon Eliot, Jonathan Rose (eds.), A Companion to the History of the Book, 2007, Blackwell Publishing, 38, 93.

[36] Simon Eliot, Jonathan Rose (eds.), A Companion to the History of the Book, 2007, Blackwell Publishing, 50-1.

[37] L. W. Hurtado, C. Keith, “Writing and Book Production in the Hellenistic and Roman Periods”, in G. C. Paget, J. Schaper, The New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 70.

[38] Man copies Bible out by hand, working up to 14 hours a day for four years, Mail Online, 6 May 2013.

[39]  L. W. Hurtado, C. Keith, “Writing and Book Production in the Hellenistic and Roman Periods”, in G. C. Paget, J. Schaper, The New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 76.

[40] 7 Things You May Not Know About the Gutenberg Bible, History, 23 February 2015.

[41]Best-selling book,” Guinness World Records.

[42] Δανιήλ 12:4, 10.

[43] Joseph Jacobs, S. Horovitz, “Midrash”, Jewish Encyclopedia, 1906.

[44] Talmud and Midrash, Encyclopædia Britannica. Χαριτολογώντας ένας σύγχρονος ραβίνος έχει περιγράψει το Ταλμούδ ως “συλλογή χιλιάδων αντιλογιών ανάμεσα σε ραβίνους μαζί με ακόμη περισσότερες αντιλογίες από μεταγενέστερους ραβίνους σχετικά με τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι προγενέστεροι ραβίνοι” (Από το άρθρο Why Can’t the Rabbis Agree on Anything?).

[45] Larry W. Hurtado, Early Christianity: A “Bookish” Religion, January 15, 2016.

[46] Simon Eliot, Jonathan Rose (eds.), A Companion to the History of the Book, 2007, Blackwell Publishing, 88. Εν αντιθέσει με τον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό, όπου η αντιγραφή των ιερών κειμένων ήταν πράξη λατρείας από ευυπόληπτους πιστούς, στον ελληνορωμαϊκό κόσμο το γράψιμο ήταν εργασία των δούλων οι οποίοι έγραφαν κατόπιν υπαγόρευσης. Βλ. L. W. Hurtado, C. Keith, “Writing and Book Production in the Hellenistic and Roman Periods”, in G. C. Paget, J. Schaper, The New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 79-80.

[47] Ενδεικτικά βλ. το e-shop http://www.christianbook.com.

[48] Ματθαίος 24:14· 28:18· Αποκάλυψη 14:6.

[49] L. D. Reynolds, N. G. Wilson, Scribes and Scholars: A Guide to the Transmission of Greek and Latin Literature, Oxford University Press, 3η έκδ. 1991, 49.

[50] Για τον Γιαν Χους, τον Τζον Γουίκλιφ και άλλους που θαρραλέα προώθησαν τη μετάφραση της Αγίας Γραφής, βλ. στα ελληνικά το άρθρο Πώς Έφτασε η Αγία Γραφή σε Εμάς—Μέρος Δεύτερο, και το κεφάλαιο Η Μεταρρύθμιση—Η Αναζήτηση Πήρε Νέα Τροπή, καθώς επίσης και τις σημειώσεις από τη διδασκαλία της καθηγήτριας Μαρίας Ευθυμίου: Δυτική Ευρώπη. Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση.

[51] Biblical translation, Encyclopædia Britannica.

[51] Biblical translation, Encyclopædia Britannica, January 20, 2017.

[52] Wow! First Bibles in 700 Languages, American Bible Society, August 03, 2020.

[53] Latest Bible translation statistics, Wycliffe Bible Translators.

[54] Robert Fowler (επ.), Όμηρος: Είκοσι μία εισαγωγικές μελέτες, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 2017, 15, 19.

[55] Για ορισμένες καίριες επισημάνσεις όσον αφορά τη νεοελληνική πραγματικότητα βλέπε το άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη στο Βήμα (23/11/2014), 23, “Ο αλληλέγγυος άνθρωπος έχει βιβλική προέλευση”.

[56] Ενδεικτικά βλ. τις βιντεοσκοπημένες ομιλίες από το συνέδριο της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας “Αγία Γραφή και Ελληνική Λογοτεχνία”.

Η «κατανόηση» της Τριάδας έγινε στα τέλη του 4ου αιώνα σύμφωνα με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό

agiosgregorios_8Το παρακάτω κείμενο είναι αναδημοσίευση από τον ιστότοπο της Εκκλησίας της Ελλάδος, που με τη
σειρά του αναδημοσιεύει τα σχόλια του πατρολόγου Στυλιανού Παπαδόπουλου για την ομιλία του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ως πρώτης πραγματείας υπέρ του ομοουσίου του Αγίου Πνεύματος, και εν συνεχεία περιέχει την ίδια την ομιλία και λίγες σημειώσεις του.

Η προσεκτική ανάγνωση της ομιλίας αποδεικνύει ότι η άποψη του ομοουσίου του Αγίου Πνεύματος, που οδηγεί στην ολοκλήρωση του δόγματος της Τριάδας, φαινόταν καινοφανής, εισαγωγή «καινούργιου Θεού», αντίθετη στην εκκλησιαστική και βιβλική παράδοση, ενώ μέρος των σοφών, δηλαδή των θεολόγων, της εκκλησίας εκείνης της εποχής, δηλ. το 380, θεωρούσε το Άγιο Πνεύμα «κτίσμα» ή «ενέργεια».

Ο Γρηγόριος δεν θα υπερασπιστεί το ομοούσιο του Αγίου Πνεύματος (άρα και την Τριάδα) με το επιχείρημα ότι αποτελεί παραδοσιακό πιστεύω, δεν θα επικαλεστεί προηγούμενους Πατέρες, ούτε θα επικαλεστεί οράματα των «θεουμένων», αλλά θα καταφύγει σε μια νεωτεριστική ερμηνεία διαφόρων βιβλικών χωρίων, η οποία βασίζεται στον πλατωνίζοντα οντολογικό διαχωρισμό μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Πάνω σε αυτόν τον πλατωνίζοντα οντολογικό διαχωρισμό βασίστηκε η εξίσωση Πατρός και Υιού στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, και τώρα η ίδια ερμηνευτική μέθοδος προεκτείνεται και στα χωρία που αναφέρονται στο Άγιο Πνεύμα.

Ως εκ τούτου, ο Γρηγόριος λέει ρητά ότι οι θείες αλήθειες αποκαλύπτονται σταδιακά και, συγκεκριμένα, στη δική του εποχή κατέστη κατανοητή η θειότητα ή το ομοούσιο του Αγίου Πνεύματος.

Η υπογράμμιση των φράσεων είναι δική μου.

 

Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος

Λόγος λα’ περί του Αγίου Πνεύματος

Από: Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος (επιμ.), Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991.

Ο ΛΑ ‘ Λόγος είναι ο σπουδαιότερος από τους Θεολογικούς Λόγους του αγ. Γρηγορίου. Εκφωνήθηκε στο ναό της αγ. Αναστασiας στην Κωνσταντινούπολη, το 380, πιθανόν κατά το διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου. Είναι η πρώτη φορά που σε ειδική πραγματεία, αφιερωμένη στο άγιο Πνεύμα, ομολογείται και καταδεικνύεται η θεότητα και το ομοούσιο του αγ. Πνεύματος. Ο Γρηγόριος διακηρύσσει την ορθή πίστη της Εκκλησίας ότι «εκ φωτός του Πατρός φως καταλαμβάνοντες τον Υιόν εν φωτί τω Πνεύματι» (§ 3). Καταρρίπτει, στη συνέχεια, τους συλλογισμούς των αιρετικών Πνευματομάχων με θεολογικά επιχειρήματα (§ 4-21) και τέλος, απαντώντας στο επιχείρημα ότι στην αγία Γραφή δεν δηλώνεται ρητά η θεότητα του Πνεύματος, παραθέτει πλήθος χωρίων, όπου υποδεικνύεται η θεότητα του Πνεύματος (§ 29-30). Αλλά και το ίδιο το Πνεύμα τώρα, σύμφωνα με το Γρηγόριο, φανερώνει στούς αξίους βαθύτερα και σαφέστερα οτι είναι Θεός, ένα από τα τρία πρόσωπα της μιας θεότητας (§ 26). 

3. Εκείνοι, λοιπόν, oι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι και με σφοδρότητα υπερασπίζονται το «γράμμα», επειδή εμείς τάχα εισάγουμε κάποιον ξένο και παρείσακτο Θεό, να ξέρουν καλά ότι φοβούνται εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Και ας γνωρίζουν σαφώς, ότι κάλυμμα της ασέβειάς τους είναι η φιλία του «γράμματος», όπως θα φανεί εντός ολίγου, όταν, όσο είναι δυνατόν, θα ανατρέψουμε τα επιχειρήματά τους. Εμείς βέβαια έχουμε τόση πίστη στη θεότητα του Πνεύματος, το οποίο λατρεύουμε, ώστε από Αυτό θ’ αρχίσουμε το λόγο για το Θεό, αναφέροντας τις ίδιες εκφράσεις για την Τριάδα, έστω κι αν φανεί σε μερικούς πολύ τολμηρό. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Πατέρας. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Υιός. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο άλλος Παράκλητος· «ήταν» και «ήταν» και «ήταν»· όμως ένα «ήταν» υπάρχει. «Φως» και «φως» και «φώς», αλλά ένα φως, ένας Θεός. Αυτό είναι εκείνο που ο Δαβίδ παλαιότερα κατανόησε, όταν έλεγε· «στο φως σου θα δούμε το φως». Και τώρα εμείς και έχουμε ιδεί και διακηρύσσουμε ότι κατανοούμε τον Υιό ως φως που προέρχεται από φως, τον Πατέρα, μέσα στο φως, του Πνεύματος. Έτσι έχουμε μια σύντομη και απλή θεολογία για την Τριάδα. Όποιος θέλει να περιφρονήσει όσα λέμε, ας τα περιφρονήσει. Κι όποιος θέλει ν’ αμαρτάνει, ας αμαρτάνει· εμείς κηρύσσουμε αυτό που έχουμε καταλάβει καλά. Και αν από εδώ κάτω δεν ακουγόμαστε, σε υψηλό βουνό θ’ ανεβούμε και θα φωνάξουμε. Θα «υψώσουμε» το Πνεύμα, δεν θα φοβηθούμε. Και αν φοβηθούμε, (αυτό θα γίνει) όχι την ώρα που κηρύσσουμε, αλλά όταν σιωπούμε (ησυχάζουμε). 

4. Αν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε ο Πατήρ, αλλο τόσο υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός. Και αν υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός, τότε υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ούτε το άγιο Πνεύμα. Αν το ένα υπήρχε από την αρχή, τότε και τα τρία υπήρξαν το ίδιο. Τολμώ να πω, πως αν το ένα υποβιβάσεις, ούτε τα άλλα δύο να εξυψώσεις. Ποια άραγε ωφέλεια υπάρχει από μία ατελή θεότητα; Ακόμη περισσότερο, τι είδους θεότητα είναι αυτή, αν δεν είναι τέλεια; Κατά κάποιον τρόπο δεν υπάρχει, εάν δεν έχει την αγιότητα· και πώς θα την έχει, αν δεν έχει το Πνεύμα; Εκτός εάν υπάρχει άλλη αγιότητα εκτός από το Πνεύμα· ας μας πει κάποιος πως αυτή κατανοείται αλλιώς. Αν όμως η αγιότητα είναι το Πνεύμα, πώς τότε δεν υπήρχε από την αρχή; Σαν να ήταν καλλίτερο για τον Θεό να υπήρξε ποτέ ατελής και χωρίς το Πνεύμα. Αν δεν υπήρξε από την αρχή το Πνεύμα, τότε τοποθετείται στην ίδια κατηγορία με μένα(1), ακόμη κι αν δημιουργήθηκε λίγο πριν από μένα. Διότι ως προς το χρόνο εμείς αντιδιαστελλόμαστε από τον Θεό. Εάν τοποθετείται το Πνεύμα στην ίδια κατηγορία με μένα, πώς εμένα με θεοποιεί ή πώς με ενώνει με τη θεότητα; 

5. Όμως θ’ ασχοληθώ για χάρη σου λίγο περισσότερο με το θέμα αυτό. Όσα έχουν σχέση βέβαια με την αγία Τριάδα επεξηγήσαμε και προηγουμένως. Oι Σαδδουκαίοι κατ’ αρχήν, νόμισαν ότι δεν υπάρχει καθόλου το άγιο Πνεύμα, ούτε βέβαια άγγελοι, ούτε ανάσταση· δεν ξέρω γιατί περιφρόνησαν εντελώς τις τόσες μαρτυρίες της Παλαιάς Διαθήκης. Από τους Έλληνες πάλι, oι περισσότεροι θεολόγοι και όσοι βρίσκονται πιο κοντά στη δική μας αλήθεια, το συνέλαβαν με τη φαντασία τους, όπως μου φαίνεται· σχετικά όμως με την ονομασία του διαφοροποιήθηκαν, καλώντας το «νου του παντός» και «θύραθεν νου» και άλλες σχετικές ονομασίες(2). Από τους δικούς μας σοφούς τώρα, άλλοι το εξέλαβαν ως ενέργεια, άλλοι ως κτίσμα, άλλοι ως Θεό και άλλοι δεν ξέρουν πιο από τα δύο αυτά, σεβόμενοι τη Γραφή, διότι, όπως ισχυρίζονται, δεν φανέρωσε καθαρά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και γι’ αυτό ούτε το σέβονται, ούτε το περιφρονούν, κρατώντας κάπως μία μέση στάση γι’ αυτό, μάλλον όμως πολύ άθλια. Απ’ όσους πάλι το θεώρησαν Θεό, άλλοι είναι ευσεβείς μόνο μέχρι τη σκέψη, ενώ άλλοι τολμούν να εκφράζουν την ευσέβεια και με τα χείλη. Άκουσα ακόμη άλλους σοφότερους ν’ αξιολογούν τη θεότητα. Αυτοί λοιπόν, όπως και μεις, τρία ομολογούν με το νου τους ότι υπάρχουν, τόσο όμως διαχωρίζονται μεταξύ τους, ώστε το μεν ένα (δηλ. τον Πατέρα) και ως προς την ουσία και ως προς τη δύναμη να παρουσιάζουν αόριστο· το άλλο (τον Υιό), ως προς τη δύναμη, όχι όμως ως προς την ουσία· το τρίτο (το Πνεύμα) και ως προς τα δύο περιγραπτό· με άλλον τρόπο μιμούνται αυτούς που ονομάζουν «δημιουργό» και «συνεργό» και «λειτουργό» τα πρόσωπα, εκλαμβάνοντας τη σειρά των ονομάτων και διαβάθμιση των προσώπων που αντιπροσωπεύουν. 

7. Εδώ ο δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ας μπουν σε δράση, oι συλλογισμοί ας γίνουν περίπλοκοι. Οπωσδήποτε, ή αγέννητο είναι το Πνεύμα ή γεννητό. Και αν είναι αγέννητο, τότε δύο είναι τα άναρχα. Εάν πάλι είναι γεννητό, πάλι θα υποδιαιρέσεις· ή από τον Πατέρα προέρχεται τούτο, ή από τον Υιό. Και αν βέβαια γεννιέται από τον Πατέρα, τότε υπάρχουν δύο γιοι και αδελφοί. Αν θέλεις, φτιάξε τους και διδύμους, ή τον ένα μεγαλύτερο και τον άλλο νεώτερο, αφού είσαι τόσο φιλοσώματος. Εάν πάλι έχει φανεί από τον Υιό, λέγει, μας φανερώνεται και Θεός-εγγονός! Τι πιο παράξενο από αυτό θα μπορούσε να υπάρξει; Αυτή είναι η γλώσσα όσων είναι σοφοί στο να πράττουν το κακό, μη θέλοντας να γράφουν τα καλά. Όμως εγώ, αν έβλεπα ότι είναι αναγκαία η διαίρεση, θα δεχόμουν τις πραγματικότητες που εκφράζει, χωρίς να φοβάμαι να τις κατονομάσω. Ούτε όμως, επειδή ο Υιός είναι Υιός σύμφωνα με κάποια ανώτερη σχέση που έχουν μεταξύ τους, εξαιτίας του ότι δεν θα μπορούσαμε με άλλο τρόπο παρά μόνο έτσι να δείξουμε ότι προέρχεται από τον Θεό και είναι ομοούσιος, πρέπει να νομισθεί ότι είναι απαραίτητο όλες τις επίγειες ονομασίες και μάλιστα αυτές που δηλώνουν συγγένεια, να τις μεταφέρουμε στο Θεό. Ή μήπως θα εκλάβεις και αρσενικού γένους τον Θεό σύμφωνα με τον λόγο αυτό, επειδή ονομάζεται Θεός και Πατήρ; και ως κάποιο θηλυκό τη θεότητα, σύμφωνα με το γένος των λέξεων και ουδέτερο το Πνεύμα, επειδή δεν γεννάει; Κι αν μας πεις και αυτό το κωμικό, ότι δηλαδή ο Θεός γέννησε τον Υιό αφού συνενώθηκε με τη θέλησή του, σύμφωνα με κάποιες παλιές ανοησίες και μυθοπλασίες, τότε μας εισήχθη κάποιος αρσενικοθήλυκος Θεός του Μαρκίωνα και του Ουαλεντίνου, ο οποίος εφεύρε με το νού του τους νέους αιώνες(3)

8. Αφού λοιπόν δεν δεχόμαστε την πρώτη σου διαίρεση σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ αγέννητου και γεννητού, αμέσως χάνονται μαζί με την περίφημη διαίρεσή σου oι αδελφοί και oι εγγονοί, oι οποίοι χάθηκαν, όπως ακριβώς ενός πολυπλόκου δεσμού του οποίου, αφού λύθηκε ο πρώτος κόμπος και υποχώρησαν μαζί, μη έχοντας θέση πλέον στη θεολογία. Πού τάχα θα τοποθετήσεις το εκπορευτό, πες μου, το οποίο διαφαίνεται στο μέσον της δικής σου διαιρέσεως και το οποίο εισάγεται από κάποιον καλύτερο από σένα θεολόγο, το Σωτήρα μας; Εκτός εάν τη φράση εκείνη που λέγει: «Το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα», την έβγαλες απο τα δικά σου ευαγγέλια για να φτιάξεις μια τρίτη δική σου Διαθήκη· το οποίο, εφόσον εκπορεύεται από εκεί, δεν είναι κτίσμα· εφόσον πάλι δεν είναι γεννητό, δεν είναι Υιός· εφόσον, τέλος, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ αγεννήτου καί γεννητοϋ, είναι ο Θεός. Και έτσι, πιο ισχυρός από τις διαιρέσεις σου. Τι είναι αυτή η εκπόρευση; Πες μου εσύ τι είναι η αγεννησία του Πατρός, κι εγώ θα σου εξηγήσω τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Πνεύματος και θα παραφρονήσουμε και oι δύο καθώς θα ζητάμε να εξερευνήσουμε τα μυστήρια του Θεού. Και αυτά ποιοί θα τα κάνουν; Εμείς, oι οποίοι δεν μπορούμε ούτε αυτά που βρίσκονται στα πόδια μας να εννοήσουμε, ούτε την άμμο των θαλασσών και τις σταγόνες της βροχής και τις ημέρες της αιωνιότητας να υπολογίσουμε, ακόμη περισσότερο δε, να εισέλθουμε στα βάθη του Θεού και να κάνουμε λόγο για την άρρητη και πέρα από κάθε λογική κατανόηση φύση του Θεού. 

9. Τι λοιπόν είναι αυτό, λέγει, το οποίο λείπει από το Πνεύμα για να είναι αυτό Υιός; Διότι αν δεν έλειπε κάτι, θα ήταν Υιός. Εμείς ισχυριζόμαστε ότι δεν του λείπει τίποτε· διότι δεν είναι ελλειπής ο Θεός. Ο τρόπος της φανερώσεως, για να το πω έτσι, ή η διαφορά της σχέσεως που έχουν μεταξύ τους, δημιουργεί και τη διαφορά που έχουν στην ονομασία τους. Διότι τίποτε δεν λείπει από τον Υιό για να είναι Πατέρας -εφόσον δεν είναι έλλειψη η υιότητα-, αλλά παρά ταύτα δεν είναι Πατέρας. Ή δεν λείπει κάτι από τον Πατέρα για να είναι Υιός· δεν είναι όμως Υιός ο Πατέρας. Αλλά oι όροι αυτοί δεν εκφράζουν κάποια έλλειψη, ούτε ελάττωση κατά την ουσία. Αυτό το ότι «δεν έχει γεννηθεί» Τον μεν Πατέρα, το ότι «έχει γεννηθεί» Τον δε Υιό και το ότι «εκπορεύεται» αυτό το οποίο ακριβώς λέγεται άγιο Πνεύμα ονόμασε, για να διασώζεται το ασύγχυτο των τριών υποστάσεων μέσα και στη μία φύση και το ένα μεγαλείο της θεότητας. Ούτε πράγματι ο Υιός είναι Πατέρας, διότι ένας είναι ο Πατέρας, αλλά είναι ότι είναι ο Πατέρας. Ούτε το Πνεύμα είναι Υιός, αν και προέρχεται από τον Θεό, διότι ένας είναι ο Μονογενής, αλλά είναι ό,τι ο Υιός. Ένα είναι και τα τρία, ως προς τη θεότητα, και το ένα είναι τρία ως προς τις ιδιότητες· έτσι ώστε, ούτε το ένα είναι όπως το κατανοούσε ο Σαβέλλιος, ούτε τα τρία να είναι της τωρινής πονηρής διαιρέσεως. 

10. Τι λοιπόν; Είναι Θεός το Πνεύμα; Βεβαιότατα. Και τι άλλο, είναι ομοούσιο; Ασφαλώς, εφόσον είναι Θεός. 

12. Αλλά ποιος προσκύνησε ποτέ το Πνεύμα; ίσχυρίζεται (ο αιρετικός). Ποιος (από τους αγίους) της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης; Ποιος προσευχήθηκε σ’ αυτό; Πού είναι γραμμένο ότι πρέπει να το προσκυνούμε ή να προσευχόμαστε σ’ αυτό; Και από πού το έχεις πάρει; Την πιο πλήρη αιτιολόγηση θα τη δώσουμε αργότερα, όταν συζητήσουμε για τις αλήθειες της πίστεως που δεν απαντουν στην Γραφή. Τώρα θα είναι αρκετό να πούμε μόνο αυτό: Το Πνεύμα είναι αυτό, μέσα από το οποίο προσκυνούμε τον Θεό και με τη βοήθεια του οποίου προσευχόμαστε. Διότι Πνεύμα λέγει η Γραφή πως είναι ο Θεός και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια. Και αλλού λέγει πάλι η Γραφή: Εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πώς να προσευχηθούμε. Το Πνεύμα όμως μεσιτεύει το ίδιο στο Θεό για μας με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις. Και αλλού: Θα προσευχηθώ με το Πνεύμα, θα προσευχηθώ και με το νου, δηλαδή με το νου και το Πνεύμα. Το να προσκυνώ λοιπόν το Πνεύμα ή να προσεύχομαι, δεν μου φαίνεται ότι είναι τίποτε άλλο παρά το ότι το ίδιο το Πνεύμα προσφέρει στον εαυτό του την προσευχή και την προσκύνηση, Ποιος από τους ένθεους και από αυτούς, που γνωρίζουν πολύ καλό, δεν θα επαινούσε αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή η προσκύνηση του ενός, και των τριών είναι προσκύνηση, αφού είναι ομότιμη και στα τρία πρόσωπα η αξία και η θεότητα; Και βέβαια ούτε εκείνο που λέγεται στη Γραφή θα φοβηθώ, ότι δηλαδή τα πάντα έχουν γίνει μέσω του Υιού, σαν να ήταν ένα από τα πάντα και το άγιο Πνεύμα. Διότι, τα πάντα όσα έχουν γίνει λέγει η Γραφή, όχι απλώς τα πάντα χωρίς περιορισμό. Ούτε βέβαια περιλαμβάνεται ο Πατέρας, ούτε όσα δεν έχουν γίνει. Απόδειξε πρώτα ότι έχει γίνει μέσα στο χρόνο, και τότε απόδωσέ το στον Υιό και συναρίθμησέ το με τα κτίσματα. Όσο εσύ δεν το αποδεικνύεις, αυτή η περιεκτική φράση δεν θα σε βοηθήσει στην ασέβειά σου. Διότι αν έχει γίνει, οπωσδήποτε δια του Χριστού έχει γίνει. Ούτε εγώ ο ίδιος θα το αρνηθώ. Εάν όμως δεν έχει γίνει, πώς είναι ένα από τα πάντα ή έχει γίνει μέσω του Χριστού; Σταμάτα λοιπόν ν’ ατιμάζεις και τον Πατέρα περιφρονώντας το Μονογενή Υιό του – διότι είναι ατιμία για τον Πατέρα, θεωρώντας κτίσμα το ύψιστο (τον Υιό), να τον στερείς από τον Υιό Του -και τον Υιό περιφρονώντας το Πνεύμα. Διότι (ο Υιός) δεν είναι δημιουργός κάποιου δούλου όμοιου μ’ αυτόν, αλλ’ αυτός που συνδοξάζεται με τον ομότιμό του, το Πνεύμα. Τίποτε από την αγία Τριάδα να μη βάλεις στην ίδια κατηγορία με σένα, για να μην πέσεις εσύ από την Τριάδα. Και με κανένα τρόπο να μην περικόψεις τη μία φύση και εξίσου άξια σεβασμού, διότι αν κάτι καθαιρέσεις από τα τρία πρόσωπα, θα έχεις καθαιρέσει μαζί του το σύνολο, ή μάλλον θα έχεις ξεπέσει εσύ απ’ όλα. Καλύτερα να σχηματίσεις μία ατελή ιδέα για τον τρόπο της ενώσεως, παρά ν’ αποτολμήσεις μια τόσο μεγάλη ασέβεια. 

13. Έφτασε όμως ο λόγος μας και σε αυτό το ουσιαστικό κεφάλαιο· και στενάζω βέβαια, διότι ζήτημα το οποίο είχε σβήσει από παλιά και είχε υποχωρήσει μπροστά στην αλήθεια, τώρα αναζωπυρώνεται. Είναι ανάγκη όμως ν’αντιταχθοϋμε στους φλύαρους και να μη νικηθούμε λόγω της απουσίας μας, με το να έχουμε λόγο και να συνηγορούμε υπέρ του Πνεύματος. Εάν, λέγει, υπάρχει Θεός και Θεός καί Θεός, πώς δεν υπάρχουν τρεις Θεοί; Και πώς αυτό που δοξολογείται, δεν είναι πολυαρχία; Ποιοί είναι αυτοί που λένε τέτοια πράγματα; Εκείνοι, oι οποίοι είναι τελειότεροι στην ασέβεια, ή και εκείνοι που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, εννοώ δηλαδή αυτούς που είναι κάπως σώφρονες σχετικά με τον Υιό; Η μία μου απάντηση θα είναι κοινή και για τους δύο, η άλλη μου απάντηση θα είναι ιδιαίτερη για τους δεύτερους. Η απάντησή μου λοιπόν προς τους τελευταίους είναι αυτή: Τι λέτε σε μας τους τριθεΐτες εσείς που σέβεστε τον Υιό, αλλά επαναστατήσατε κατά του Πνεύματος; Εσείς δεν είσαστε διθεΐτες; Εάν επιπλέον αρνείσθε και την προσκύνηση του Μονογενούς, έχετε σαφώς ταχθεί με το μέρος των αντιπάλων. Και τότε γιατί να σας φερόμαστε φιλάνθρωπα σαν τάχα να μην είσαστε εντελώς νεκρωμένοι; Αν όμως σέβεσθε τον Υιό και πιστεύετε ορθά και σωτήρια μέχρι αυτό το σημείο, τότε θα σας ρωτήσουμε: Ποιος είναι ο λόγος της διθεΐας σας, αν κατηγορηθείτε γι’ αυτό; Εαν υπάρχει κάποια απάντηση συνετή, αποκριθείτε και δείξτε και σε μας τον τρόπο ν’ απαντάμε. Διότι με όποια επιχειρήματα θ’ αποκρούσετε εσείς την διθεΐα, αυτά θ’ αρκέσουν και σε μας για ν’ αποκρούσουμε την τριθεΐα. Κι έτσι θα νικάμε χρησιμοποιώντας εσάς τους κατήγορους ως συνήγορους. Τι πιο γενναίο απ’ αυτό; 

14. Αλλά πώς θ’ αγωνιστούμε και θ’ αποκριθούμε ενάντια και στους δύο; Για μας ένας Θεός υπάρχει, διότι μία είναι η θεότητα. Και στο ένα αναφέρονται τα προερχόμενα από αυτό, ακόμη κι αν θεωρούνται τρία. Διότι δεν είναι άλλο από τα πρόσωπα περισσότερο Θεός και άλλο λιγότερο Θεός ούτε υπάρχει άλλο προγενέστερο και άλλο μεταγενέστερο· ούτε χωρίζονται ως προς το θέλημα, ούτε διαιρούνται ως προς τη δύναμη. Ούτε είναι δυνατόν να βρίσκει κανένας σ’ αυτά, κάτι απ’ αυτά που ύπάρχουν στα κτιστά όντα, που μπορούν να διαχωριστούν. Αλλά εάν πρέπει να εκφραστούμε με συντομία, η θεότητα είναι αδιαίρετη, αν και διακρίνεται σε πρόσωπα. Και όπως συμβαίνει με τρεις ήλιους oι οποίοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους: μία είναι η έκχυση του φωτός. Οταν λοιπόν αναβλέψουμε προς τη θεότητα και την πρώτη αιτία και τη μοναρχία, ένα είναι αυτό που μας εμφανίζεται. Όταν πάλι αναβλέψουμε σ’αυτά, στα οποία ενυπάρχει η θεότητα και τα οποία προέρχονται αχρόνως από την πρώτη αιτία έχοντας την ίδια δόξα, τότε τρία είναι τα προσκυνούμενα. 

15. Όμως, τι θα ισχυρίζονταν, δεν υπάρχει και στους Έλληνες μία θεότητα, όπως διδάσκουν όσοι από εκείνους φιλοσοφούν βαθύτερα, και για μας δεν υπάρχει μία ανθρωπότητα, όλο δηλαδή το ανθρώπινο γένος; Αλλά όμως υπάρχουν γι’ αυτούς πολλοί θεοί και όχι ένας, όπως και άνθρωποι πολλοί; Εκεί όμως το ένα μπορεί η κοινωνία να το φανταστεί μόνο με τη σκέψη· τα δε επιμέρους άτομα είναι διαχωρισμένα στον ύψιστο βαθμό μεταξύ τους και ως προς το χρόνο και ως προς τα πάθη και ως προς τη δύναμη. Διότι εμείς oι άνθρωποι δεν είμαστε μόνο σύνθετοι, αλλά και αντίθετοι και μεταξύ μας αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό, μη παραμένοντας απόλυτα οι ίδιοι ούτε και για μια μέρα, αλλά όχι όλη τη ζωή μας, αλλά και σωματικά και ψυχικά συνεχώς αλλάζουμε και μεταβαλλόμαστε. Δεν ξέρω μάλιστα, μήπως και oι άγγελοι (μεταβάλλονται) και όλη η ανώτερη φύση μετά την Τριάδα, έστω κι αν μερικοί είναι απλοί και περισσότερο παγιωμένοι προς το καλό, επειδή είναι πλησίον του ύψιστου Αγαθού. 

21. Πολλές φορές και πάλι επανέρχεσαι και μας κατηγορείς ότι δεν στηριζόμαστε στην αγία Γραφή (για να καταδείξουμε τη θεότητα του Πνεύματος). Ότι βέβαια δεν είναι ξένο το Πνεύμα, ούτε παρείσακτο, αλλά και στους αγίους της Παλαιάς Διαθήκης και στους σημερινούς φανερώνεται και αποκαλύπτεται, έχει ήδη αποδειχθεί από πολλούς, oι οποίοι ασχολήθηκαν μ’ αυτό, όσοι βέβαια αφού μελέτησαν όχι με ραθυμία ή επιπολαιότητα τις θείες γραφές, αλλά διέσχισαν το «γράμμα» και έσκυψαν να δουν μέσα από αυτό, αξιώθηκαν να δουν την κρυμμένη ομορφιά και καταυγάσθηκαν από το φωτισμό της γνώσεως(4)

25. Δύο λαμπρές αλλαγές του τρόπου της ζωής μας έχουν γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, oι οποίες και δύο Διαθήκες καλούνται, και σεισμοί της γης, διότι αποτελούν μία περιβόητη πραγματικότητα. Η πρώτη είναι η μετάβαση από τα είδωλα στο νόμο και η δεύτερη από το νόμο στο Ευαγγέλιο. Όμως και τρίτος σεισμός μας έχει αναγγελθεί, η μετάσταση δηλαδή από το εδώ στα εκεί, τα μη πλέον κινούμενα και σαλευόμενα. Αυτό έχουν πάθει και oι δύο Διαθήκες. Τι είναι αυτό; Δεν μετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε με την πρώτη κίνηση για πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Για ποιο λόγο; Διότι είναι αναγκαίο να ξέρουμε. Για να μην πιεσθούμε αλλά να πεισθούμε. Διότι αυτό που γίνεται παρά τη θέλησή μας, δεν είναι μόνιμο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα ρεύματα και τα φυτά. Όμως αυτό που γίνεται με τη θέλησή μας, και μονιμότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο αυτού που μας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό μας· και το ένα πάλι είναι έργο της επιείκειας του Θεού, το άλλο της τυραννικής εξουσίας. Δεν ενόμισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να θέλουμε να μας κάνει καλό, αλλά να μας ευεργετεί, όταν εμείς το θέλουμε. Γι’ αυτό, για παιδαγωγικούς και ιατρικούς λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιμα και άλλα επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι, όπως ακριβώς κάνουν και oι γιατροί στους αρρώστους, δηλαδή για να γίνει αποδεκτή η θεραπεία με φάρμακα, αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους με προϊόντα περισσότερο ευχάριστα. Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ’ αυτά που είχαν γίνει συνήθεια και τιμούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τι εννοώ δηλαδή; Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα, αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή. Έπειτα, όταν οριστικά συμβιβάστηκαν με αυτή την αφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ’ αυτούς, δηλαδή oι Ιουδαίοι τις θυσίες και oι χριστιανοί την περιτομή. Και έγιναν από εθνικοί Ιουδαίοι και από Ιουδαίοι χριστιανοί, αφού οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς το Ευαγγέλιο με αυτές τις επιμέρους αλλαγές. Θα σε πείσει γι’ αυτό ο Παύλος, ο οποίος προερχόμενος από περιτομές και αγνισμούς έλεγε: «Όσο για μένα αδελφοί μου, γιατί με καταδιώκουν, εάν κηρύττω την αναγκαιότητα της περιτομής;». Εκείνο ήταν σημείο οικονομίας αυτό είναι δείγμα της τελειότητας. 

26. Με αυτόν τον τρόπο μπορώ να εικάζω ό,τι αφορα στην θεολογία, όσο όμως είναι δυνατόν, από τ’ αντίθετα. Διότι, πράγματι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όμως με τις προσθήκες επιτυγχάνεται η τελειότητα. Βέβαια, έτσι είναι. Εκήρυττε φανερό η Παλαιά Διαθήκη τον Πατέρα και αμυδρότερα τον Υιό. Φανέρωσε η Καινή Διαθήκη τον Υιό, υπέδειξε τη θεότητα του Πνεύματος. Δρα τώρα το Πνεύμα, κάνοντάς μας σαφέστερη τη φανέρωσή του. Διότι δεν θα ήταν ασφαλές, χωρίς πρωτύτερα να ομολογηθεί η θεότητα του Πατρός, να κηρύσσεται φανερό ο Υιός ούτε προτού να γίνει παραδεκτή η θεότητα του Υιού, να «επιφορτισθούμε» με το Πνεύμα το άγιο, για να χρησιμοποιήσω μία έκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν και στο κατά δύναμη, όπως ακριβώς με όσους, oι οποίοι αφού φάνε πάνω από την αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την δράση πάνω από τη δύναμη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν ασθενέστερη. Αντιθέτως, με τις βαθμιαίες προσθήκες και όπως είπε ο Δαβίδ, με τις αναβάσεις και με τις από δόξα σε δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάμψει στους πιο φωτισμένους. Και νομίζω, ότι γι’ αυτό τον λόγο και στους μαθητές επιδημεί σταδιακά, ανάλογα με την ικανότητα εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου, μετά το πάθος, μετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύματα, όταν εμφυσείται και όταν εμφανίζεται ως πύρινες γλώσσες. Και από τον Ιησού φανερώνεται σταδιακά, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ ο ίδιος, αν μελετήσεις με περισσότερο επιμέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, για να μη νομίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως μιλάει από κάποια άλλη εξουσία. Έπειτα «θα στείλει» ο Πατέρας, αλλά «στο όνομά μου» αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω», το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια με το «θα στείλω» διακήρυξε το δικό του αξίωμα· κατόπιν με το «θα έλθει» διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύματος. 

27. Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισμούς που μας φωτίζουν και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούμε και εμείς, και ούτε να τη φανερώνουμε μια και καλή, ούτε να την αποκρύπτουμε τελείως. Διότι το ένα δείχνει έλλειψη διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι μπορεί να βλάψει τους άπιστους, ενώ το άλλο ν’ αποδιώξει τους δικούς μας. Όμως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο μυαλό άλλων, αλλά εγώ θεωρώ καρπό της δικής μου διανοίας, θα το προσθέσω σ’ αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί. Κατά τον Σωτήρα ήσαν μερικά, για τα οποία έλεγε στους μαθητές ότι δεν μπορούσαν τότε να τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει με διδασκαλίες, ίσως για τους λόγους που ανέφερα, και γι’ αυτό δεν τα αποκάλυψε. Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα μας τα διδάξει το άγιο Πνεύμα, όταν θα κατέλθει. Ένα από αυτά (που θα μας διδάξει) είναι, νομίζω, και ή ίδια η θεότητα του Πνεύματος, η οποία αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού μετά την αποκατάσταση του Σωτήρα, τυχαίνει να είναι ώριμη και καταληπτή η γνώση, αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύμα. Τι λοιπόν θα ήταν πιο μεγάλο, αυτό που εκείνος υποσχέθηκε ή αυτό που το Πνεύμα δίδαξε; Εάν βέβαια πρέπει σαν κάτι μεγάλο να νομίζουμε καί άξιο της μεγαλοπρέπειας του Θεού, αυτό το οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται. 

28. Ετσι λοιπόν πιστεύω γι’ αυτά και μακάρι έτσι να πιστεύω εγώ, και όποιος μου είναι αγαπητός. Να τιμάμε δηλαδή ως Θεό τον Πατέρα, Θεό τον Υιό, Θεό το Πνεύμα το άγιο, τρεις oι ιδιότητες, αλλά μία η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς τη δόξα, την τιμή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος από τους θεοφόρους άνδρες λίγο προγενέστερα. Και όποιος δεν πιστεύει έτσι ή προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλάζοντας συνεχώς την πίστη του και σκέπτεται με επιπολαιότητα, γι’ αυτά που είναι τόσο σπουδαία, ας μη δει τον ήλιο ν’ ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή, ούτε τη δόξα της ουράνιας λαμπρότητας. Διότι αν το Πνεύμα δεν είναι προσκυνητόν, πώς με θεώνει με το βάπτισμα; 

Αν πάλι προσκυνείται, πώς να μη λατρεύεται; Και αν λατρεύεται, πώς δεν είναι Θεός; Το ένα εξαρτάται από το άλλο, κι έτσι έχουμε πράγματι μία χρυσή και σωτήρια αλυσίδα. Από το Πνεύμα συμβαίνει η αναγέννηση σε μας από την αναγέννηση ακολουθεί η ανάπλαση και από την ανάπλαση η επίγνωση της αξίας εκείνου που μας ανέπλασε. 

29. Αυτά λοιπόν θα μπορούσε να πει κανένας, αν προϋπέθετε ότι δεν υπάρχει στην Γραφή. Ήδη όμως θα έλθει σε σένα το πλήθος των μαρτυριών, με τις οποίες θ’ αποδειχθεί ότι αναφέρεται και με το παραπάνω μέσα στην αγία Γραφή η θεότητα του Πνεύματος, σε όσους βέβαια δεν είναι πολύ ανόητοι, ούτε αποξενωμένοι από το Πνεύμα. Σκέψου λοιπόν τα εξής: Γεννιέται ο Χριστός; Το Πνεύμα προηγείται· βαπτίζεται; Αυτό δίνει μαρτυρία· δέχεται πειρασμούς; Τον οδηγεί. Επιτελεί θαύματα; Τον συνοδεύει. Ανέρχεται; Τον διαδέχεται. Ποιο άραγε από τα μεγάλα και απ’ όσα κάνει ο Θεός, δεν μπορεί το Πνεύμα; Ποια πάλι ονομασία δεν έχει απ’ όσες έχει ο Θεός εκτός από την αγεννησία και τη γέννηση; Διότι έπρεπε να μείνουν oι ιδιότητες στον Πατέρα και στον Υιό, για να μην υπάρχει σύγχυση στη θεότητα, η οποία και τ’ άλλα οδηγεί σε τάξη και κοσμιότητα. Εγώ φρίττω αναλογιζόμενος τον πλούτο των ονομασιών του Πνεύματος και σε πόσες από αυτές δείχνουν την ασέβειά τους αυτοί που επιτίθενται στο Πνεύμα. Λέγεται λοιπόν Πνεύμα Θεού, Πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, το ίδιο επίσης Κύριος, Πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας· Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. Διότι αυτό είναι το οποίο προκαλεί όλα αυτά. Όλα τα γεμίζει με το είναι του, όλα τα συγκρατεί. Με την ύπαρξή του γεμίζει όλο τον κόσμο, δεν περιορίζεται όμως η δύναμή του στον κόσμο. Είναι αγαθό, ευθές, ηγεμονικό, αγιάζει από τη φύση του και όχι λόγω θέσεως, δεν αγιάζεται, είναι το μέτρο, δεν μετριέται, μετέχεται δεν μετέχει, πληροί, δεν πληρούται, συγκρατεί δεν συγκρατείται, κληρονομείται, δοξάζεται, συναριθμείται, απειλείται, λέγεται δάκτυλος Θεού και φωτιά όπως ο Θεός, για να δοθεί νομίζω, έμφαση στο ομοούσιο. Το Πνεύμα είναι αυτό που δημιούργησε, που μας ανακαινίζει με το βάπτισμα και την ανάσταση. Το Πνεύμα είναι αυτό που γνωρίζει τα πάντα, που διδάσκει, που πνέει όπου και όσο θέλει, που οδηγεί, λαλεί, αποστέλλει, αφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, αποκαλύπτει, φωτίζει, δίνει ζωή, μάλλον είναι το ίδιο φως και ζωή. Είναι αυτό που μας κάνει ναούς, μας θεώνει, μας τελειοποιεί, ώστε και να προηγείται του βαπτίσματος, αλλά και να επιζητείται μετά το βάπτισμα. Ενεργεί επίσης όσα κι ο Θεός, διαμοιράζεται σε γλώσσες πύρινες, μοιράζει χαρίσματα, καθιστά αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και διδασκάλους. Είναι νοερό, πολυμερές, σαφές, τρανό, ανεμπόδιστο, αμόλυντο. Αυτό σημαίνει μέ ισοδύναμες λέξεις, πως είναι η ύψιστη σοφία και μπορεί να ενεργεί με πολλούς τρόπους και αποσαφηνίζει τα πάντα και τα διατρανώνει. Και είναι αυτεξούσιο και αναλλοίωτο, παντοδύναμο, επιβλέπει τα πάντα και διεισδύει σε όλα τα νοερά πνεύματα, τα καθαρά και λεπτότατα, δηλαδή εννοώ τις αγγελικές δυνάμεις, όπως και στα πνεύματα των προφητών και των αποστόλων, την ίδια στιγμή αλλά όχι στους ίδιους τόπους, αφού είναι διασκορπισμένα εδώ κι εκεί. Με το να έχουν απονεμηθεί άλλα σε άλλο μέρος φανερώνεται το απερίγραπτο (αυτού). 

30. Αυτοί που λένε και διδάσκουν αυτά και επιπλέον το ονομάζουν «άλλον Παράκλητον», δηλαδή άλλον Θεό, αυτοί oι οποίοι γνωρίζουν ότι η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία είναι η βλασφημία σ’αυτό, αυτοί που τόσο φοβερά στηλίτευσαν τον Ανανία και τη Σαπφείρα, επειδή είπαν ψέματα στο Πνεύμα το άγιο, σαν να είπαν ψέματα στον Θεό και όχι σε άνθρωπο, αυτοί λοιπόν τι σου φαίνεται από τα δύο, ότι κηρύττουν πως το άγιο Πνεύμα είναι Θεός ή κάτι αλλο; Πόσο στ’ αλήθεια ανόητος είσαι και μακριά από το Πνεύμα, εάν απορείς γι’ αυτό και χρειάζεσαι κάποιον να σε διδάξει. Oι ονομασίες λοιπόν του Πνεύματος είναι τόσες πολλές και τόσο ζωντανές. Γιατί λοιπόν πρέπει να σου παραθέσω τις μαρτυρίες γι’ αυτές τις λέξεις; Και όσα εδώ λέγονται με τρόπο ταπεινό, ότι δηλαδή δίδεται, ότι αποστέλλεται, ότι μερίζεται, ότι είναι χάρισμα, δώρημα, εμφύσημα, επαγγελία, μεσιτεία, είτε κάτι άλλο σαν αυτά, για να μην απαριθμώ το καθένα ξεχωριστά, πρέπει να το αναγάγουμε στην πρώτη αιτία, για να καταδειχθεί από πού προέρχεται και να μην γίνουν παραδεκτές από κάποιους, τρεις αρχές διαχωρισμένες μεταξύ τους, σαν να υπάρχει πολυθεΐα. Διότι είναι εξίσου ασέβεια να ταυτίσει κανένας τα πρόσωπα, όπως ο Σαβέλλιος(5) και να διαχωρίσει τις φύσεις όπως ο Άρειος(6).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Δηλαδή δεν είναι Θεός, αλλά κτίσμα, όπως ο άνθρωπος. 

2. Βλ. Πλάτωνα, Φαίδων 97 c-d και Αριστοτέλη, Περί ζώων γενέσεως ΙΙ, 3. Ο «νους» όμως των φιλοσόφων αυτών δεν μπορεί να συνδεθεί με το άγιο Πνεύμα (βλ. Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος ο Θεολόγος και aι προϋποθέσεις πνευματολογίας αυτού, Αθήναι 1980, σσ. 99-101 ). 

3. Ο Μαρκίωνας ήταν ένας γνωστικός συγγραφέας του β’ αιώνος. Η θεολογία του διέφερε όμως σε πολλά σημεία από αυτή των γνωστικών. Παραδεχόταν δύο θεούς, τον αγαθό και τον κακό. Απέρριπτε την Παλαιά Διαθήκη και πολλά βιβλία της Καινής. Μερικοί κώδικες περιέχουν τη γραφή «Μαρκίωνος και Ουαλεντίνου», καθώς το σύστημα των «νέων αιώνων» έχει τη σφραγίδα του δεύτερου. Σχετικά βλ. Ρ. GALLAY-Μ. JOURJON, Grégoire de Nazianze, Discours Théologiques εν Sources Chrétiennes, τ. 250, Cerf, Paris 1978, σ. 288, υποσημ. 2. 

4. Υπάρχουν κάποιες αλήθειες, λέγει ο άγ. Γρηγόριος, μέσα στην Αγία Γραφή, οι οποίες δεν αναφέρονται ρητά. Ο φωτισμένος από το άγιο Πνεύμα πιστός νομιμοποιείται να υπερκεράσει (ξεπεράσει) το γράμμα για να βρει τα κρυμμένα νοήματα, τα οποία θα χρησιμοποιήσει στον αγώνα του εναντίον των αιρετικών. 

5. Ο αιρετικός Σαβέλλιος (γ’ αι.) δίδασκε ότι τα πρόσωπα της αγίας Τριάδας δεν συνιστούν τρεις διακεκριμένες υποστάσεις, αλλά μία ουσία, που εμφανίσθηκε με τρία πρόσωπα, δηλ. ως Πατέρας την εποχή της Παλ.Διαθήκης, ως Υιός στην Καινή Διαθήκη και ως άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. 

6. Ο Άρειος (δ’ αι.) επέφερε μεγάλη κρίση στην Εκκλησία. Δίδασκε ότι ο Υιός είναι κτίσμα. Καταδικάστηκε από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.).