Ερμηνεία και ενδοκειμενικότητα στο βιβλίο της Αποκάλυψης: η περίπτωση των εσφαγμένων ψυχών, του νέου κόσμου και των 144.000

Πολλοί αναγνώστες θεωρούν παράδοξο τον τίτλο «Αποκάλυψη» για το τελευταίο βιβλίο του βιβλικού κανόνα, αφού συνήθως σαστίζουν από τις ερμηνευτικές δυσκολίες του. Ως γνωστόν, η Αποκάλυψη συστηματικά δανείζεται εικόνες και χωρία από την Παλαιά Διαθήκη, και η σφαιρική βιβλική γνώση είναι απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε απόπειρα κατανόησης. Στην περίπτωση που ακροθιγώς θα εξετάσουμε παρακάτω, προστίθεται μία επιπλέον διάσταση στην ανάπτυξη του κειμένου της Αποκάλυψης, η ενδοκειμενική, αφού καταδεικνύεται πως ένα εκτενές τμήμα από το 6ο και το 7ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης συνεχίζεται, συμπληρώνεται ή και αναδιατυπώνεται από ένα εκτενές τμήμα που αρχίζει από την αρχή περίπου του 20ού κεφαλαίου και φτάνει μέχρι την αρχή του 22ου. Για να διευκολύνουμε τον παραλληλισμό, έχουμε χωρίσει τα χωρία σε τρία θεματικά μέρη, και στο τρίτο μέρος απαριθμούμε τα πολλά παράλληλα σημεία.

 

(1)

Καὶ ὅτε ἤνοιξεν τὴν πέμπτην σφραγῖδα, εἶδον ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου τὰς ψυχὰς τῶν ἐσφαγμένων διὰ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν ἣν εἶχον. καὶ ἔκραξαν φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς;  καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστῳ στολὴ λευκὴ καὶ ἐρρέθη αὐτοῖς ἵνα ἀναπαύσονται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρωθῶσιν καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καὶ αὐτοί. (6:9-11)

Καὶ εἶδον θρόνους καὶ ἐκάθισαν ἐπ’ αὐτοὺς καὶ κρίμα ἐδόθη αὐτοῖς, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πεπελεκισμένων διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ οἵτινες οὐ προσεκύνησαν τὸ θηρίον οὐδὲ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔλαβον τὸ χάραγμα ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτῶν. καὶ ἔζησαν καὶ ἐβασίλευσαν μετὰ τοῦ Χριστοῦ χίλια ἔτη. (20:4)

 

(2)

Καὶ εἶδον ὅτε ἤνοιξεν τὴν σφραγῖδα τὴν ἕκτην, καὶ σεισμὸς μέγας ἐγένετο καὶ ὁ ἥλιος ἐγένετο μέλας ὡς σάκκος τρίχινος καὶ ἡ σελήνη ὅλη ἐγένετο ὡς αἷμα καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὡς συκῆ βάλλει τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς ὑπὸ ἀνέμου μεγάλου σειομένη, καὶ ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον καὶ πᾶν ὄρος καὶ νῆσος ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν ἐκινήθησαν.   Καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ καὶ πᾶς δοῦλος καὶ ἐλεύθερος ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων καὶ λέγουσιν τοῖς ὄρεσιν καὶ ταῖς πέτραις· πέσετε ἐφ’ ἡμᾶς καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ προσώπου τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου, ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτῶν, καὶ τίς δύναται σταθῆναι;  (6:12-17)

Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν. ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθαν καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι. (21:1)

 

 (3)

Καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐσφραγισμένων, ἑκατὸν τεσσεράκοντα τέσσαρες χιλιάδες [1], ἐσφραγισμένοι ἐκ πάσης φυλῆς υἱῶν Ἰσραήλ [2]· […] Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὄχλος πολύς, ὃν ἀριθμῆσαι αὐτὸν οὐδεὶς ἐδύνατο, ἐκ παντὸς ἔθνους [3] καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ γλωσσῶν […] καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ’ αὐτούς [4]. οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι οὐδὲ μὴ πέσῃ ἐπ’ αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν καῦμα, ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ θρόνου ποιμανεῖ αὐτοὺς καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ὑδάτων [5]καὶ ἐξαλείψει ὁ θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν [6]. (7:4-17)

Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ τὸ ἀρνίον ἑστὸς ἐπὶ τὸ ὄρος Σιὼν [7] καὶ μετ’ αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσεράκοντα τέσσαρες χιλιάδες [1] ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν [8]. (14:1)

 

Καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἰερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ θεοῦ ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς. καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ θρόνου λεγούσης·  ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ’ αὐτῶν [4], καὶ αὐτοὶ λαοὶ αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ θεὸς μετ’ αὐτῶν ἔσται [αὐτῶν θεός], καὶ ἐξαλείψει πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν [6], καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι, [ὅτι] τὰ πρῶτα ἀπῆλθαν. […] ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν [5]. […]  δεῦρο, δείξω σοι τὴν νύμφην τὴν γυναῖκα τοῦ ἀρνίου. καὶ ἀπήνεγκέν με ἐν πνεύματι ἐπὶ ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν [7], καὶ ἔδειξέν μοι τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἰερουσαλὴμ καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ θεοῦ ἔχουσαν τὴν δόξαν τοῦ θεοῦ, […] ἔχουσα πυλῶνας δώδεκα καὶ ἐπὶ τοῖς πυλῶσιν ἀγγέλους δώδεκα καὶ ὀνόματα ἐπιγεγραμμένα, ἅ ἐστιν [τὰ ὀνόματα] τῶν δώδεκα φυλῶν υἱῶν Ἰσραήλ [2]· […] καὶ ἐμέτρησεν τὸ τεῖχος αὐτῆς ἑκατὸν τεσσεράκοντα τεσσάρων πηχῶν [1] μέτρον ἀνθρώπου, ὅ ἐστιν ἀγγέλου. […] καὶ περιπατήσουσιν τὰ ἔθνη [3] διὰ τοῦ φωτὸς αὐτῆς, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς φέρουσιν τὴν δόξαν αὐτῶν εἰς αὐτήν, καὶ οἱ πυλῶνες αὐτῆς οὐ μὴ κλεισθῶσιν ἡμέρας, νὺξ γὰρ οὐκ ἔσται ἐκεῖ, καὶ οἴσουσιν τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῶν ἐθνῶν εἰς αὐτήν [3]. καὶ οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὴν πᾶν κοινὸν καὶ [ὁ] ποιῶν βδέλυγμα καὶ ψεῦδος εἰ μὴ οἱ γεγραμμένοι ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου. Καὶ ἔδειξέν μοι ποταμὸν ὕδατος ζωῆς [5] λαμπρὸν ὡς κρύσταλλον, ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ θρόνου τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ ἀρνίου. ἐν μέσῳ τῆς πλατείας αὐτῆς καὶ τοῦ ποταμοῦ ἐντεῦθεν καὶ ἐκεῖθεν ξύλον ζωῆς ποιοῦν καρποὺς δώδεκα, κατὰ μῆνα ἕκαστον ἀποδιδοῦν τὸν καρπὸν αὐτοῦ, καὶ τὰ φύλλα τοῦ ξύλου εἰς θεραπείαν τῶν ἐθνῶν [3]. καὶ πᾶν κατάθεμα οὐκ ἔσται ἔτι. καὶ ὁ θρόνος τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ ἀρνίου ἐν αὐτῇ ἔσται, καὶ οἱ δοῦλοι αὐτοῦ λατρεύσουσιν αὐτῷ καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν [8]. (21:2-22:4)

 

Όπως δείχνουν οι ανωτέρω επισημάνσεις, η εξέταση της ενδοκειμενικής σχέσης των δύο εκτενών χωρίων αποδεικνύει τη στενή θεματική τους συνάφεια, οδηγώντας, νομίζω αβίαστα, στην ταύτιση αφενός των 144.000 με τη Νύμφη του Χριστού, τη Νέα Ιερουσαλήμ, και αφετέρου του «πολλού όχλου» με τα «έθνη» που «περπατούν στο φως» της Νέας Ιερουσαλήμ και «θεραπεύονται» από τα φύλλα των αειφόρων δέντρων, τα οποία ποτίζονται από τον ποταμό ζωής που ρέει μέσα από την Νέα Ιερουσαλήμ. Αυτή η διαπίστωση είναι καθοριστική για την ερμηνεία των χωρίων. Ο καινοδιαθηκολόγος Richard Longenecker αναφέρει πως οι τρεις προτεινόμενες ερμηνείες για την ταυτότητα των 144.000 είναι πως αυτοί συμβολίζουν είτε τους (α) κατά σάρκα Ιουδαίους χριστιανούς είτε (β) όλους τους χριστιανούς είτε (γ) μια εκλεκτή ομάδα χριστιανών[1]. Ωστόσο, η ταύτιση των 144.000 με τη Νύμφη αποκλείει την πρώτη εκδοχή, αφού η Νύμφη του Χριστού είναι η Νέα Ιερουσαλήμ, ενώ η ταύτιση του «πολλού όχλου» με τα «έθνη» επιβεβαιώνει την τρίτη εκδοχή, εφόσον τα «έθνη» αποτελούν μια σαφώς διαφορετική ομάδα από τη Νύμφη, όπως φαίνεται στο ίδιο το κείμενο της Αποκάλυψης αλλά και στο βιβλίο του Ησαΐα, από όπου είναι παρμένες ορισμένες από τις χρησιμοποιούμενες εικόνες (Ησαΐας 60:1-3 κ.ε.). Εκεί περιγράφεται η μελλοντική σχέση των εθνικών με τους Ισραηλίτες, κατά τρόπο, θα έλεγα, που θυμίζει την προφητευμένη ευλογία στους εθνικούς μέσω του «σπέρματος», δηλαδή των απογόνων, του Αβραάμ (Γένεση 18:18). Είναι παραπάνω από προφανές πως η Αποκάλυψη χρησιμοποιεί αυτή την εικόνα της ενωμένης λατρείας μεταξύ εθνικών και Ισραηλιτών, για να περιγράψει μια ανάλογη πνευματική κατάσταση στο πλαίσιο της Νέας Διαθήκης (Εβραίους 8:13· βλ. Ρωμαίους 8:28-9· Γαλάτες 6:16). Επιπρόσθετα, το ότι οι 144.000 αποτελούν μια «εκλεκτή» ομάδα χριστιανών φαίνεται, μεταξύ άλλων, από το ότι αποκαλούνται «απαρχή» (εβρ. ρεσίθ), δηλαδή «πρώτοι καρποί» της σοδειάς (Αποκάλυψη 14:4· βλ. Έξοδος 23:19). Από την άλλη μεριά, το ότι τα έθνη πρέπει να «θεραπευτούν» και στο μέλλον «θα» γίνουν λαός του Θεού αποδεικνύει πως έχουν ελλείψεις και εκκρεμότητες που δεν έχει η ένδοξη Νύμφη του Χριστού.

Στην αρχή ωστόσο των χωρίων που επί τροχάδην εξετάσαμε υπάρχει μια άλλη εικόνα: οι ψυχές των εσφαγμένων. Η ενδοκειμενική σχέση των δύο συναφών χωρίων αποδεικνύει πως δεν πρόκειται για «αθάνατες» ψυχές αλλά για ψυχές που «έζησαν», δηλαδή «ήρθαν στη ζωή», ή αλλιώς αναστήθηκαν, στον ορισμένο χρόνο του Θεού για να λάβουν την ανταμοιβή τους. Και στη συνέχεια γίνεται σαφές ότι η αντικατάσταση του παλαιού κόσμου από τον νέο κόσμο δεν αφορά τη δημιουργία του Θεού, σαν να έφταιγε αυτή για την ύπαρξη του κακού, αλλά το ανθρώπινο κατεστημένο. Αυτό είναι που πρέπει να σαρωθεί (2 Πέτρου 3:13).

Σε μελλοντικά άρθρα θα εξεταστούν πολλές άλλες λεπτομέρειες αυτών των χωρίων, ιδίως σε εκείνα που θα αναλύσουν διεξοδικά την ανθρωπολογία και εσχατολογία της Καινής Διαθήκης. Το παρόν άρθρο, αν και δεν είναι μέρος της σειράς «Η ψυχή—στη Βίβλο και στον μεταβιβλικό ιουδαϊσμό και χριστιανισμό», λειτουργεί συμπληρωματικά και είναι χρήσιμο από πολλές απόψεις.

Υποσημείωση:

[1] Patterns of Discipleship in the New Testament, Eerdmans, 1996, σελ. 271.

 

Από τον χιλιασμό στη βυζαντινή Βασιλεία του Θεού

Πριν από λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησαν σε καλαίσθητη έκδοση τα πρακτικά του περσινού συνεδρίου του Άρτου Ζωής με θέμα Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της: Από την Παλαιά Διαθήκη ώς τους πολιτικούς μεσσιανισμούς του 20ού αιώνα. Για όσους ασχολούνται με την ιστορία της Βίβλου και του χριστιανισμού τα περιεχόμενα έχουν, αναμφίβολα, μεγάλο ενδιαφέρον, αποτέλεσμα του οποίου θα είναι και τρία σχετικά άρθρα που θα δημοσιεύσω.

Σε αυτή την πρώτη δημοσίευση θα δοκιμάσω να κάνω μια περίληψη της εισήγησης του ιερέα Αντώνιου Πινακούλα με τίτλο «Βυζαντινός μεσσιανισμός: Η περίοδος της Ουτοπίας», περιλαμβάνοντας και μερικές φράσεις-κλειδιά που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας αλλά και ορισμένα δικά μου σχόλια.

Αντώνιος Πινακούλας

Ο εισηγητής ξεκινάει αναφερόμενος στην ιδέα της Βασιλείας του Θεού. Κατά την άποψή του, αυτή εμφανίζεται συνήθως με δύο τρόπους:

«Είτε ως χιλιαστική προσδοκία βίαιης ανατροπής του αμαρτωλού κόσμου είτε ως πρόγραμμα βαθμιαίας χριστιανοποίησής του» (σελ. 129).

Πράγματι, θα συμφωνήσω ότι ο χριστιανικός χιλιασμός, στη γνήσια μορφή του, σημαίνει τη βίαιη ακύρωση και αντικατάσταση των ανθρώπινων κυβερνήσεων από την ουράνια κυβέρνηση. Ενώ στη δεύτερη περίπτωση θεωρείται ότι η ουράνια κυβέρνηση εκφράζεται μέσω των ανθρώπινων κυβερνήσεων. Εν προκειμένω, ο

«βυζαντινός μεσσιανισμός είναι η συνείδηση των κατοίκων του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους ότι η αυτοκρατορία ήταν η πραγμάτωση του χριστιανικού ιδεώδους από τη στιγμή που την κυβέρνησή της ανέλαβαν οι χριστιανοί» (σελ. 130).

Βέβαια, ένα καλό ερώτημα είναι πώς και γιατί έγινε η μετάβαση από τον χιλιασμό[1] στον βυζαντινό μεσσιανισμό. Ο εισηγητής αναφέρει ότι την οδό προετοίμασαν Πατέρες όπως ο Μελίτων Σαρδέων και ο Ωριγένης. Τούτοι υποστήριξαν την κοινή μοίρα και τη σύγκλιση μεταξύ Αυτοκρατορίας και Εκκλησίας κατά τη βούληση του Θεού, έτσι ώστε να μπορεί να λεχθεί μάλιστα ότι οι διωγμοί δεν αποτέλεσαν παρά ατυχήματα λόγω άγνοιας της εξουσίας (σελ. 131, 134). Ο εισηγητής παρατηρεί ότι αυτή η αντίληψη

«κυοφορήθηκε για έναν αιώνα μετά τη διάψευση ενός επικείμενου τέλους της ιστορίας, που προσδιοριζόταν στην αρχή στα όρια μιας γενιάς» (σελ. 133).

Πράγματι, φαίνεται ότι η απογοήτευση για το ότι δεν εγκαθιδρύθηκε η χιλιετής βασιλεία του Θεού τόσο σύντομα όσο αναμενόταν άνοιξε τον δρόμο για την «επανερμηνεία» του μεσσιανισμού (Βλ. Ματθαίος 25:5· Λουκάς 19:11, 12). Ως αποτέλεσμα, με τον καιρό, παρά την αρχική «αρνητική θεώρηση του ρωμαϊκού κράτους», «χρωματίζεται όλο και πιο θετικά η θέση του ανάμεσα στον παρόντα χρόνο και σε εκείνον του Αντιχρίστου» (σελ. 141).

Αυτός, ωστόσο, που διατύπωσε με πληρότητα την ιδέα ότι η Αυτοκρατορία εκφράζει τη Βασιλεία του Θεού δεν ήταν παρά ο Ευσέβιος, υποστηρίζοντας τη «συγχώνευση» Εκκλησίας και Κράτους (σελ. 132).

«Η άνοδος του Κωνσταντίνου στο θρόνο», λέει ο εισηγητής, «είναι για τον Ευσέβιο η εγκαθίδρυση του μεσσιανικού βασιλείου στη γη και η πλήρωση των στόχων της Ουτοπίας» (σελ. 135).

Και τονίζει τις συνέπειες μιας τέτοιας αντίληψης:

«Η χριστιανική Ουτοπία δεν διαρρηγνύει όλους τους δεσμούς με τον περιβάλλοντα ειδωλολατρικό κόσμο. Αντίθετα, θέλει να είναι και συνέχεια» (σελ. 135).

Δείγμα αυτής της συνέχειας φαίνεται από τον συσχετισμό της δομής της Εκκλησίας με τη δομή του αρχαιοελληνικού κόσμου, και ιδίως των δημοκρατικών θεσμών. Κατά τον Ευσέβιο, λόγου χάρη, στη χωροταξική εικόνα της εκκλησίας «θα βρει κανείς όχι μόνο τις τρεις τάξεις της πλατωνικής πολιτείας και τον φιλόσοφο κυβερνήτη της, αλλά θα βρει επίσης διορθωμένα τα λάθη και συμπληρωμένες τις παραλείψεις της» (σελ. 141). Για τον Χρυσόστομο «η τοπική Εκκλησία γίνεται εκκλησία του Δήμου και καταλαμβάνει ολόκληρο τον δημόσιο χώρο, από την αγορά μέχρι το θέατρο. Οι κήρυκες είναι οι ρήτορες και οι ομιλίες τους οι δημηγορίες» (σελ. 142).

Ο εισηγητής παρατηρεί ότι η περίοδος του βυζαντινού μεσσιανισμού (4ος-6ος αι.) αποτελεί και την περίοδο των μεγάλων Πατέρων, με τους συνεχιστές τους να είναι απλώς σχολιαστές των προγενέστερων έργων (σελ. 136). Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553) ορίζονται επακριβώς ποιοι είναι οι έγκριτοι Πατέρες, όπως επαναλαμβάνει μεταγενέστερα και ο Μάξιμος ο Ομολογητής. Ο τελευταίος θα πεθάνει στην εξορία, ο Δαμασκηνός ζει εκτός αυτοκρατορίας και ο Συμεών θα ονομαστεί ειρωνικά «νέος θεολόγος» (σελ. 173). Έτσι, μετά τον 6ο αιώνα

«το ιδεολογικό σχήμα του βυζαντινού κράτους είναι συντηρητικό, αφού κοιτάει πάντα προς το παρελθόν, και η θεολογία του κοιτάει πάντα προς τους μεγάλους Πατέρες, κοιτάει πάντα προς την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού, κάτι που δεν θα το χάσει ποτέ, μέχρι την κατάλυσή του» (σελ. 174).

Παράλληλα, χαρακτηριστικό της Ουτοπίας είναι η εμφάνιση της εκκλησιαστικής ιστορίας (σελ. 143). Βέβαια, «από τον Ευσέβιο απουσιάζει κάθε αναφορά σε πολιτικά γεγονότα που δεν έχουν άμεση σχέση με την Εκκλησία. Σημάδι ότι οι δυο παράγοντες πορεύονται παράλληλα» (σελ. 145). Ωστόσο, οι συνεχιστές του αναμειγνύουν τα εκκλησιαστικά και τα πολιτικά γεγονότα, γεγονός που μαρτυρεί την προοδευτική συγχώνευση.

«Από τον Ευάγριο ιστορείται και η έκδοση των δύο αυτοκρατορικών διαταγμάτων, του “Εγκυκλίου” (475) και του “Ενωτικού” (482), όπου για πρώτη φορά ο αυτοκράτορας καθορίζει μόνος του το περιεχόμενο της πίστης. Πρόκειται για γεγονότα που, μαζί με τη στέψη του αυτοκράτορα από τον Πατριάρχη, η οποία αρχίζει την ίδια εποχή, επιβεβαιώνουν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τη συγχώνευση» (σελ. 146).

Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της μετάβασης από τον χιλιασμό στη βυζαντινή Ουτοπία είναι οι περιπέτειες του βιβλίου της Αποκάλυψης. Αυτό θεωρήθηκε τον 2ο αιώνα ως εξαγγελία μιας θεόθεν βίαιης ανατροπής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που κυβερνούσε τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ μεταγενέστερα η ίδια αυτοκρατορία παρουσιαζόταν από τους χριστιανούς ερμηνευτές ως η επίγεια βασιλεία του Θεού. Η αντίδραση από όσους είχαν τη δεύτερη άποψη ήταν είτε να απορρίψουν το βιβλίο της Αποκάλυψης είτε να το επανερμηνεύσουν με τρόπο που να συμφωνεί με την ιδεολογία τους. Το πρώτο δεν πέτυχε, αλλά η νέα

«ερμηνεία της θα την απαλλάξει από τα αντιρωμαϊκά στοιχεία και θα καταφέρει να την ενσωματώσει στο corpus των κειμένων της Καινής Διαθήκης» (σελ. 138).

Ο Οικουμένιος τον 6ο αιώνα θα συγγράψει το πρώτο πλήρες υπόμνημά της (σελ. 138), αν και «λείψανο αυτής της ιστορίας είναι η μέχρι σήμερα απουσία της Αποκάλυψης από την ανθολογία των βιβλικών κειμένων που αναγιγνώσκονται στην Εκκλησία». Και ο εισηγητής διερωτάται εύλογα:

«Πώς θα ήταν δυνατόν εξάλλου να συνυπάρξουν στην ίδια δημόσια συνάθροιση η δοξολογία υπέρ της ρωμαϊκής οικουμένης και η ρηματική καταδίκη της;» (σελ. 139).

Υποσημειώσεις


[1] Ο εισηγητής υποστηρίζει ότι ο χιλιασμός εμφανίστηκε στις αρχές του 2ου αιώνα (σελ. 139), θέση με την οποία δεν συμφωνώ και που θα σχολιάσω εκτενώς στο μελλοντικό άρθρο για την εισήγηση του καθηγητή Χρήστου Καρακόλη «Το καινοφανές του πρωτοχριστιανικού μεσσιανισμού».

Η Βασιλεία του Χριστού επί γης στα γραπτά του Λουκά, κατά τον D. Burkett

Πρόσφατα στο ιστολόγιο «E-homo religiosus» αναρτήθηκε ένα απόσπασμα του φημισμένου ρωμαιοκαθολικού θεολόγου και κληρικού Jean Daniélou, με τον τελευταίο να δηλώνει ότι η κλασική αντίληψη της Παλαιάς Διαθήκης περί ερχόμενης επίγειας βασιλείας του Μεσσία άλλαξε στην Καινή Διαθήκη, αποκτώντας αμιγώς πνευματική σημασία: «Όσον αφορά τη θεολογία της ιστορίας, η ουσιαστική συνεισφορά της Καινής Διαθήκης είναι η επιβεβαίωση ότι ο Χριστός είναι η παρούσα πραγματικότητα των προφητικών προβλέψεων της Παλαιάς. Σκοπός της Καινής Διαθήκης δεν είναι να διακηρύξει την ύπαρξη του ερχόμενου παραδείσου—η Παλαιά Διαθήκη είναι πλήρης από αυτό το άγγελμα, αλλά στη Νέα, ο παράδεισος είναι εδώ και τώρα, με τον Χριστό».

Αληθεύει αυτή η δήλωση; Ξεχάστηκε στην Καινή Διαθήκη η ουσία της Βασιλείας του Μεσσία, που αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες του βιβλικού ιουδαϊσμού; Ή μήπως ο Daniélou διαβάζει πολύ ρωμαιοκαθολικά και αναχρονιστικά τα πρωτοχριστιανικά κείμενα; Το κάτωθι μεταφρασμένο απόσπασμα, που προέρχεται από το προσφάτως εκδοθέν The Blackwell Companion to Jesus (Το εγχειρίδιο των εκδόσεων Μπλάκγουελ για τον Ιησού), σελ. 60-1, αναιρεί—κατ’ εμέ—την άποψη του Daniélou, αν και δεν συμφωνώ με όλες τις λεπτομέρειές του. Συγγραφέας του συγκεκριμένου αποσπάσματος αλλά και επιμελητής αυτού του συλλογικού τόμου είναι ο Delbert Burkett, καθηγητής της Καινής Διαθήκης και της Προέλευσης του Χριστιανισμού. Διαβάζουμε:

Η Βασιλεία του Ιησού επί γης

Από την οπτική γωνία του Λουκά, το μέλλον θα φέρει το πέμπτο και τελευταίο στάδιο του Ιησού: τη διακυβέρνησή του στη βασιλεία του Θεού επί γης. Ο Λουκάς θα έβαζε αυτό το μέρος της ιστορίας του ύστερα από την ιστορία των Πράξεων, αλλά εφόσον δεν είχε συμβεί ακόμη, δεν αφιερώνει ξεχωριστή αφήγηση για αυτό το μέρος. Πρέπει επομένως να δομήσουμε μια περιγραφή τούτου του σταδίου από τις προβλέψεις που σχετίζονται με αυτό στα προηγούμενα στάδια της ιστορίας. Το εν λόγω στάδιο θα άρχιζε με την επιστροφή του Ιησού. Σε αυτή την επιστροφή θα οδηγούσαν ορισμένα εσχατολογικά γεγονότα  (Λουκάς 21:5-24). Κατόπιν ο Ιησούς, που είχε φύγει μακριά για να λάβει μια βασιλεία, θα επέστρεφε για να ασκήσει την εξουσία της (Λουκάς 19:12). Θα επέστρεφε με τη συνοδεία ουράνιων φαινομένων που παραδοσιακά συνδέονταν με την ημέρα του Κυρίου (Λουκάς 21:25-26· βλ. Ησαΐας 13:9-10, 13). Θα επέστρεφε μέσα σε σύννεφο ως ο υιός του ανθρώπου, ως αυτός στον οποίο ο Θεός έδωσε μεγάλη δύναμη και δόξα (Λουκάς 9:26· 21:27· Πράξεις 1:9-11). Η έλευσή του θα ήταν απρόσμενη, σαν την έλευση ενός κλέφτη (Λουκάς 12:39-40) ή σαν τη λάμψη της αστραπής (Λουκάς 17:22-24) ή σαν  τον αιφνιδιασμό μιας παγίδας (Λουκάς 21:34, 36). Θα επέφερε ξαφνικό όλεθρο στους απροετοίμαστους (Λουκάς 17:26-30).

Η έλευση του Ιησού επρόκειτο να σηματοδοτήσει τον “μέλλοντα αιώνα” (Λουκάς 20:35), ο οποίος θα έφερνε την ανάσταση των νεκρών (Λουκάς 20: 27-40). Εκείνον τον καιρό ο Ιησούς θα έκρινε τους ζωντανούς και τους νεκρούς (Πράξεις 10:42· 17:31), χωρίζοντας τους δίκαιους από τους πονηρούς σαν το στάρι από τα ζιζάνια (Λουκάς 3:17). Θα καταδίκαζε τους αμετανόητους (Λουκάς 10:12-15· 11:31-32) και θα έσφαζε όσους δεν θα ήθελαν να βασιλέψει (Λουκάς 19:14, 27).

Εκείνον τον καιρό ο Ιησούς θα αποκαθιστούσε ένα ανεξάρτητο βασίλειο για τον Ισραήλ, επί του οποίου θα βασίλευε (Πράξεις 1:6-7). Ως ο δαβιδικός Μεσσίας, θα κυβερνούσε επί των Ισραηλιτών σε ένα βασίλειο που δεν θα είχε τέλος (Λουκάς 1:32-33). Θα ξανασυγκέντρωνε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ και θα έθετε τους δώδεκα αποστόλους του σε δώδεκα θρόνους για να τις κυβερνήσουν (Λουκάς 22:28-30). Οι άλλοι ακόλουθοι του Ιησού επρόκειτο να μετάσχουν στην άσκηση της βασιλικής εξουσίας (Λουκάς 12:32). Μερικούς από τους πιστούς υπηρέτες του θα τους έβαζε επικεφαλής σε πέντε πόλεις και άλλους σε δέκα (Λουκάς 19:15-19· βλ. 12:42-44). Αν και η βασιλεία του θα αποτελούσε αποκατάσταση της πεσούσης βασιλείας του Δαβίδ επί του Ισραήλ, θα περιλάμβανε και Εθνικούς επίσης, όλους όσοι καλούνται με το όνομα του Κυρίου (Πράξεις 15:14-17). Θα γινόταν “κέρας σωτηρίας”, φέρνοντας στον ιουδαϊκό λαό απελευθέρωση από τους Ρωμαίους. Θα κατέρριπτε τους κραταιούς από τους θρόνους τους και θα εξύψωνε τους ταπεινούς. Δυστυχώς για τον Λουκά, ποτέ δεν είδε αυτές τις ελπίδες να εκπληρώνονται. Ως αποτέλεσμα, η ιστορία του Λουκά για τον Ιησού παραμένει ανολοκλήρωτη, καθώς στις Πράξεις οι μαθητές του Ιησού εξακολουθούν να αναμένουν την επιστροφή του.