Η βιβλική θρησκεία και ο (γραπτός) λόγος

“[Ο Νεεμίας] ίδρυσε βιβλιοθήκη και συγκέντρωσε τα γραπτά του Δαβίδ, διάφορες επιστολές βασιλέων […], καθώς και τα βιβλία τα σχετικά με τις πράξεις των βασιλέων και των προφητών. Επίσης ο Ιούδας συγκέντρωσε τα βιβλία που είχαν διασπαρεί λόγω του πολέμου, κι έτσι τώρα τα έχουμε εμείς”.—2 Μακκαβαίων 2:13-4, ΝΜΒ.

Οι (ατομικές ή ομαδικές) λατρευτικές πρακτικές των περισσότερων θρησκειών συνήθως δεν περιλαμβάνουν τη χρήση του νου. Σε ορισμένες παραδόσεις προωθείται με απροσχημάτιστα στοχευμένο τρόπο η αδρανοποίηση του νου, όπως λόγου χάρη στον διαλογισμό, ενώ σε άλλες παραδόσεις το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται έμμεσα μέσω της μεγάλης έμφασης στις εντυπώσεις των αισθήσεων: τελετές γονιμότητας, χρήση ναρκωτικών, φαντασμαγορικές ή ξέφρενες γιορτές, επιβλητικοί ναοί με γιγαντόμορφα αγάλματα θεών και ούτω καθ’ εξής.

Από την άλλη μεριά, η δύναμη της – ανεικονικής, επισημαίνουμε – βιβλικής θρησκείας[1] συνδέθηκε με τον λόγο, γραπτό και προφορικό, δηλαδή την αξιοποίηση του νου, τη χρήση της πειθούς και της ελεύθερης βούλησης (σε αντιδιαστολή με τα ένστικτα, το υποσυνείδητο ή τις επικρατούσες μόδες[2]). Αυτό φαίνεται αφενός από πολλές ιστορικές και διδακτικές αναφορές στη Βίβλο σχετικά με τη σπουδαιότητα και τις τεχνικές της ακρόασης, της παρατήρησης, της μελέτης, της διδασκαλίας, της συζήτησης, του στοχασμού, της προσωπικής καλλιέργειας[3] και αφετέρου από το ότι καθαυτή η Βίβλος αποτελεί μια ευμεγέθη, θεματικά, υφολογικά και ειδολογικά πολυποίκιλη συλλογή κειμένων που σίγουρα δεν φτιάχτηκε για να σκονίζεται στα εικονοστάσια.

Ο εβραϊκός πολιτισμός «απαρνείται την εικόνα, όντας ένας κατεξοχήν πολιτισμός του λόγου»
— Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη: Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σελ. 375

Ιστορική προέκταση αυτής της πραγματικότητας αποτελεί το ότι ο Ναός της Ιερουσαλήμ ήταν ο κατ’ εξοχήν χώρος συγκέντρωσης και φύλαξης των ιερών κειμένων, όπως δείχνει το ανωτέρω απόσπασμα των Μακκαβαίων και η μαρτυρία του Ιώσηπου,[4] και πρωτίστως το ότι ο ιουδαϊσμός επιβίωσε από τον κατακλυσμό των πολέμων – που επανειλημμένα διέλυσαν το εβραϊκό κράτος και διέσπειραν τους Εβραίους σε πολιτισμικώς και πολιτικώς αφιλόξενα έθνη – διαμέσου της “κιβωτού” των συναγωγών. Σε τούτους τους διάσπαρτους ανά τον κόσμο πυρήνες πνευματικότητας γινόταν ομαδική μελέτη των Γραφών με στόχο την τορά, δηλαδή την “εκπαίδευση” των μελών της κοινότητας,[5] τα οποία αποκλήθηκαν συλλογικά “έθνος φιλοσόφων” από ορισμένους εντυπωσιασμένους διανοούμενους της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής.[6] Τουλάχιστον από εκείνη την περίοδο (αν όχι από τις απαρχές του θεσμού της συναγωγής στη βαβυλώνια εξορία), όλοι οι άρρενες Ιουδαίοι έπρεπε να γνωρίζουν ανάγνωση για να συμμετέχουν στο πρόγραμμα της συναγωγής και, ως εκ τούτου, συνάγεται πως το ποσοστό των εγγράμματων μεταξύ των Εβραίων ήταν πολύ υψηλότερο από ό,τι στους παγανιστές.[7] Κάτι παρόμοιο πρέπει να ισχύει και στον πρώιμο χριστιανισμό, εφόσον εκεί υιοθετήθηκε ο θεσμός της συναγωγής με τη μορφή της εκκλησίας, δηλαδή της σύναξης των πιστών για εκπαίδευση με βάση τις Γραφές, εβραϊκές και χριστιανικές.[8] Και με αυτή την κουλτούρα ο χριστιανισμός συνέχισε να υφίσταται τους επόμενους αιώνες του κοινωνικού στιγματισμού και των σκληρών διωγμών, μέχρις ότου να τον περιλάβει η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και να τον προσαρμόσει, ξεχειλώνοντάς τον, στις πολιτικές της ανάγκες.

Το θέμα αυτού του άρθρου, όμως, αφορά μια άλλη πτυχή της Βίβλου: όχι την εσωτερική σχέση της με τους πιστούς αλλά την εξωτερική σχέση της με την ιστορία του πολιτισμού, από τον οποίο άλλοτε τροφοδοτήθηκε και τον οποίο άλλοτε τροφοδότησε. Εντέλει, από την περιδιάβασή μας θα φτάσουμε στο εντυπωσιακό συμπέρασμα ότι η Βίβλος συνδέεται σχεδόν με όλα τα ιστορικά ορόσημα της χρήσης του γραπτού λόγου, αυτού του υπερπολύτιμου μέσου διάσωσης και διάδοσης γνώσης, ιδεών, συναισθημάτων και αξιών.

Ορόσημο 1
Η Βίβλος και το βιβλίο

Τα πρώτα δείγματα γραπτού λόγου, όπως και γενικά του πολιτισμού, απαντούν στη Μεσοποταμία.[9] Εντούτοις, αρχικά το γράψιμο γίνονταν πάνω σε σκληρά ή βαριά υλικά, όπως πέτρα, μέταλλο, ξύλο, πηλό κ.λπ. Πάνω σε τέτοια υλικά είναι πολύ δύσκολο τόσο το να γραφούν όσο και το να αποθηκευτούν ή να μεταφερθούν εκτενή κείμενα, δηλαδή κείμενα πολλών χιλιάδων λέξεων.[10] Η χρήση του παπύρου και της περγαμηνής ως λεπτών, εύκαμπτων και ελαφρών επιφανειών για γράψιμο αποτέλεσε επανάσταση και συνάμα ζωτικής σημασίας προϋπόθεση για την ύπαρξη και τη διάδοση εκτενών κειμένων. Πού πρωτοσυντελέστηκε αυτή η επανάσταση; Στην Αίγυπτο, μια χώρα της οποίας οι περιβαλλοντικές συνθήκες ευνοούσαν την παραγωγή και τη συντήρηση τέτοιων υλικών, και ιδίως του παπύρου, του οποίου πάντα είχε το μονοπώλιο.[11]

Ο πάπυρος επέτρεπε την καταγραφή εκτενών κειμένων

Κανένα άλλο υλικό γραφής δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί τον πάπυρο και την περγαμηνή για τρεις χιλιετίες και πλέον. Στην Κίνα, από τον 3ο αιώνα π.Χ. περίπου, το μεταξωτό ύφασμα άρχισε να χρησιμοποιείται ως εύχρηστη επιφάνεια γραφής, αλλά η χρήση του θεωρούνταν πολυτέλεια και παρέμεινε περιορισμένη λόγω της ιδιαίτερα κοστοβόρας παρασκευής του.[12] Στην Κίνα, πάλι, ήταν που εφευρέθηκε το χαρτί, ίσως τον 2ο αιώνα μ.Χ., αλλά χρειάστηκε να έρθει ο 9ος αιώνας μ.Χ. μέχρι αυτό να εκτοπίσει εκεί τα παραδοσιακά υλικά γραφής και, λίγο αργότερα, η τέχνη της παρασκευής του να γίνει γνωστή στη μεσαιωνική Ευρώπη. Δεν πρέπει να μας παραξενεύει που βιβλία από πάπυρο και περγαμηνή συνέχισαν να παράγονται μέχρι τον 12ο αιώνα μ.Χ.

Το γεγονός, λοιπόν, ότι η Βίβλος, και ιδιαίτερα το αρχαιότερο τμήμα της, η Πεντάτευχος του Μωυσή που περιέχει 80.000 λέξεις,[13] ήρθε σε ύπαρξη σε μια περιοχή πολύ κοντά στην Αίγυπτο δεν αποτελεί απλώς σύμπτωση.

Ορόσημο 2
Η Βίβλος και το αλφάβητο

Το αρχαιότερο σωζόμενο αυτούσιο βιβλικό απόσπασμα ανάγεται στην περίοδο μεταξύ 8ου και 6ου αιώνα π.Χ. και άντεξε κάπως στη φθορά του χρόνου επειδή είναι χαραγμένο πάνω σε ασήμι. Πρόκειται για αντικείμενο που περιείχε, μεταξύ άλλων, το ήδη από τότε δημοφιλές βιβλικό χωρίο της λεγόμενης ιερατικής ευλογίας.[14] Όχι αυτούσιο παράθεμα αλλά σαφή απήχηση της Βίβλου ως προς το λεξιλόγιο και τη θεματολογία (σε αντιδιαστολή με τα χαναανιτικά κείμενα) αποτελεί, επίσης, το λεγόμενο “όστρακο του Κιρμπέτ Καϊάφα” (περίπου του 1000 π.Χ.), εφόσον φαίνεται να κάνει νύξεις για την προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων – όπως είναι οι χήρες, τα ορφανά και οι μετανάστες – και τη μετάβαση από το καθεστώς των κριτών στη μοναρχία.[15] Αυτά τα αποσπάσματα, όπως και άλλα που χρονολογούνται ήδη από τον 11ο αιώνα, είναι γραμμένα με αλφαβητική γραφή και όλα μαζί παρέχουν σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξη μιας εβραϊκής γραμματειακής παράδοσης που οδήγησε στην καταστάλαξη της αλφαβητικής γραφής,[16] προτού αυτή μέσω της Φοινίκης φτάσει στην Ελλάδα.[17]

Η επικράτηση του αλφαβήτου στην Παλαιστίνη είναι πολύ ενδιαφέρουσα επειδή στα μεγάλα γειτονικά βασίλεια, τα οποία ασκούσαν τεράστια πολιτική και πολιτισμική επιρροή στην περιοχή, τα χρησιμοποιούμενα συστήματα γραφής ήταν τα ιερογλυφικά (Αίγυπτος) και η σφηνοειδής γραφή (Μεσοποταμία, Αυτοκρατορία των Χετταίων), συστήματα δηλαδή που είχαν μέχρι περίπου χίλια σύμβολα. Και όχι μόνο αυτό. Τα τελευταία χρόνια γνωρίζουμε ότι το αλφάβητο γεννήθηκε μέσα στην Αίγυπτο, αν και όχι από Αιγύπτιους.[18] Οι αρχαιότερες πρωτο-αλφαβητικές γραφές βρέθηκαν στην Αίγυπτο και στο Σινά και, ενώ χρησιμοποιούν απλοποιημένους αιγυπτιακούς χαρακτήρες, δηλώνουν λέξεις των βορειοδυτικών σημιτικών γλωσσών, μεταξύ των οποίων είναι και η εβραϊκή. Το αλφάβητο, λοιπόν, επινοήθηκε από κάποιους Σημίτες της Παλαιστίνης που όχι απλώς είχαν στενές σχέσεις με την Αίγυπτο αλλά ζούσαν και εργάζονταν εκεί.[19] Οι Αιγύπτιοι, από τη μεριά τους, δεν δείχνουν να συγκινούνται από την επινόηση του αλφαβήτου, και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα ιερογλυφικά μέχρι και τουλάχιστον τον 4ο αιώνα μ.Χ. περίπου, όσο δηλαδή συνέχισε να υφίσταται η αιγυπτιακή θρησκεία. Η αρχαιότερη πρωτο-αλφαβητική γραφή χρονολογείται γύρω στον 19ο αιώνα π.Χ.

Παραδείγματα εξέλιξης του αλφαβήτου: Α, Β, βαβ, Κ, Μ, Ν, O

Η προϊστορία του αλφαβήτου δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τους μελετητές της Βίβλου, εφόσον είναι γνωστό πως κατά τη βιβλική αφήγηση οι Εβραίοι, πριν εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη, έζησαν στην Αίγυπτο μεταξύ του 18ου και του 16ου αιώνα – κάτι που αντανακλάται κιόλας στο λεξιλόγιο της Πεντατεύχου, το οποίο περιλαμβάνει δεκάδες αιγυπτιακές λέξεις.[20] Ο καθηγητής Douglas Petrovich υποστηρίζει, μάλιστα, πως οι πρωτο-αλφαβητικές γραφές περιέχουν βιβλικά ονόματα και παρουσιάζει την τολμηρή εισήγηση ότι το αλφάβητο επινοήθηκε από Εβραίους.[21] Αν και δεν έχει πείσει τους περισσότερους ειδικούς ότι οι Σημίτες εφευρέτες του αλφαβήτου ήταν οπωσδήποτε Εβραίοι,[22] η τοπική και χρονική σύμπτωση ανάμεσα στην επινόηση του αλφαβήτου και στη διαμόρφωση του υλικού της Βίβλου αξίζει σίγουρα την προσοχή μας. Μία δεύτερη σύμπτωση αφορά την επικράτηση του αλφαβήτου στην Παλαιστίνη. Πράγματι, μέχρι περίπου το 1200 π.Χ. τα κείμενα των παγανιστών στη Χαναάν και στην Ουγκαρίτ ήταν επίσης μη αλφαβητικά.[23] Ως εκ τούτου, αν και οι απαρχές του αλφαβήτου έχουν πολλά σκοτεινά σημεία, η εξάπλωση του αλφαβήτου στην Παλαιστίνη χρονολογικά συμπίπτει με την εξάπλωση και την τελική επικράτηση των Εβραίων εκεί. Όπως όμως και αν έχουν τα πράγματα, το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι πως η Βίβλος συνδέεται με την περιοχή και την εποχή που επινοήθηκε το αλφάβητο και, εφόσον το υιοθέτησε, εξυπηρέτησε τη διάδοσή του.

Τι σημαίνει η υιοθέτηση του αλφαβήτου από όσους λαούς το προτίμησαν; Σημαίνει ενδιαφέρον για τη λειτουργικότητα και την καλλιέργεια του γραπτού λόγου και ενδεχομένως για τη διάδοση του εγγραμματισμού. Τα δύσκολα συστήματα γραφής, εκτός του ότι μπορεί να παρουσιάσουν εκφραστικές αδυναμίες, περιορίζουν τη χρήση του γραπτού λόγου σε μια κλειστή ελίτ που κρατάει σφιχτά τα προνόμια μόνο για τον εαυτό της. Ένα δύσκολο σύστημα γραφής εμποδίζει τη μαζική πρόσβαση στη γνώση και, επί της ουσίας, αποτελεί μηχανισμό ελέγχου της εξουσίας.[24] Αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές όταν, ενώ υπάρχει ήδη το αλφάβητο, κάποιες κοινωνίες επιμένουν στα στριφνά παραδοσιακά συστήματα γραφής. Τους μόλις 22 χαρακτήρες του παλαιο-εβραϊκού αλφαβήτου, ή αλλιώς φοινικικού, μπορούσαν εύκολα να τους θυμούνται ακόμη και απλοί άνθρωποι, ώστε να είναι σε θέση, αν θέλουν, να διαβάζουν ή και να γράφουν.[25] Η ίδια η Βίβλος αναφέρει τέτοια παραδείγματα.[26] Παράλληλα, ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι τα σωζόμενα αλφαβητικά εβραϊκά κείμενα από τον 8ο μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ., που περιλαμβάνουν επιστολές, συμβόλαια, σημειώσεις κ.λπ., μαρτυρούν πως γραφή, ανάγνωση ή και τα δύο γνώριζαν ακόμη και άτομα που δεν είχαν στενή σχέση με την κεντρική διοίκηση ή το ιερατείο.[27]

Στην πραγματικότητα, η διάδοση του αλφαβήτου και η προαγωγή του εγγραμματισμού μέσω της Βίβλου συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας. Η Βίβλος επανειλημμένα χρειάστηκε να μεταφραστεί σε γλώσσες που δεν διέθεταν γραπτό λόγο. Αρχαία παραδείγματα γλωσσών που απέκτησαν αλφάβητο από μεταφραστές της Βίβλου είναι η γοτθική, η αρμενική και η σλαβονική. Τα τελευταία 70 χρόνια μόνο η οργάνωση Wycliffe Bible Translators έχει δημιουργήσει αλφάβητο για πάνω από 1.400 γλώσσες![28] Σε όλες αυτές η Βίβλος αποτέλεσε το ιδρυτικό γεγονός της λογοτεχνίας τους.

Ορόσημο 3
Η χρήση του κώδικα

Επί πολλούς αιώνες, όλα τα βιβλία από πάπυρο ή περγαμηνή είχαν τη μορφή ρόλου, δηλαδή αποτελούνταν από ένα μακρύ φύλλο που το τύλιγαν είτε από τη μία είτε και από τις δύο πλευρές του. Αν και πολύ χρήσιμος για την εποχή του, ο ρόλος είχε κάποιους περιορισμούς. Ορισμένοι από αυτούς ξεπεράστηκαν με την εφεύρεση του κώδικα, το επόμενο δηλαδή άλμα στη μορφή του γραπτού λόγου που σημειώθηκε μάλλον στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ., δηλαδή λίγο πριν ιδρυθεί η χριστιανική εκκλησία.[29]

Στον κώδικα τα φύλλα παπύρου ή περγαμηνής τοποθετούνταν διπλωμένα το ένα πάνω στο άλλο και ράβονταν από τη μία μεριά. Μπορούσαν να γραφούν και οι δύο πλευρές του κάθε φύλλου και, επομένως, ο κώδικας πρόσφερε διπλάσια χωρητικότητα κειμένου ανά σελίδα και μέχρι έξι φορές ως τόμος.[30] Συν τοις άλλοις, λόγω του σχήματός του ο κώδικας ήταν ανθεκτικότερος στη συχνή χρήση και διευκόλυνε τον εντοπισμό συγκεκριμένων χωρίων, τη μεταφορά και την αποθήκευσή του.[31] Στην πραγματικότητα, το σημερινό βιβλίο είναι ένας προηγμένος κώδικας, και μόνο οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές οδήγησαν πράγματι σε κάποια νέα μορφή εκτενούς γραπτού λόγου – αν και φυσικά το έντυπο βιβλίο κάθε άλλο παρά έχει πεθάνει.[32]

Από τα στοιχεία που παρέχει η φιλολογία και η αρχαιολογία προκύπτει πως ο κώδικας βασίστηκε στη μορφή που ήδη είχαν οι συνδεδεμένες κηρωμένες ξύλινες πινακίδες, καθώς και οι membranae, ή ελληνιστί μεμβράναι, δηλαδή τα πολυσέλιδα δερμάτινα σημειωματάρια σαν αυτό που διέθετε ο απόστολος Παύλος.[33] Παρά τα σημαντικά πλεονεκτήματά του, η χρήση του κώδικα δεν διαδόθηκε από τους παγανιστές, οι οποίοι συνέχισαν να προτιμούν τον ρόλο ακόμη και πολλούς αιώνες αργότερα. Από την άλλη, οι ένθερμοι χρήστες αυτής της εξελιγμένης μορφής βιβλίου ήταν οι χριστιανοί. Μέχρι σήμερα όλα τα αποσπάσματα της Καινής Διαθήκης που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογία και έχει εξετάσει η παλαιογραφία προέρχονται από κώδικες: από ρόλο ούτε ένα! Είναι εντυπωσιακό ότι το 43% του συνόλου των σωζόμενων κωδίκων του 2ου αιώνα είναι χριστιανικοί, ενώ οι χριστιανοί είχαν φτάσει να αποτελούν μόνο το 2 με 3 τοις χιλίοις του πληθυσμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας![34] Στην πραγματικότητα, είναι ιστορικά διαπιστωμένο πως η αριθμητική αύξηση και γεωγραφική εξάπλωση των χριστιανών είχε ως επακόλουθο τη διάδοση της χρήσης του κώδικα στον τότε γνωστό κόσμο.[35]

O Σιναϊτικός Κώδικας (4ος αιώνας μ.Χ.)

Τέλος, είναι ενδιαφέρον πως στους χριστιανικούς κώδικες συναντούμε για πρώτη φορά σελιδαρίθμηση.[36] Επίσης, αυτοί ξεχωρίζουν από τα κείμενα της εποχής για τα μεγάλα τους γράμματα και τις πιο αραιές αράδες, ενώ διαθέτουν σημάδια που ξεχωρίζουν τις παραγράφους και άλλα χαρακτηριστικά που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ανάγνωσης. Αυτή η πρακτική, όπως συμβαίνει και με τη δημώδη γλώσσα των Ευαγγελίων, βρίσκεται στον αντίποδα του ελιτισμού των παγανιστικών κειμένων, τα οποία προορίζονταν για να διαβαστούν μόνο από άτομα με μεγάλη μόρφωση.[37]

Ορόσημο 4
Η τυπογραφία

Μέχρι την εφεύρεση της τυπογραφίας, όλα τα βιβλία γράφονταν με το χέρι. Η παραγωγή ενός χειρόγραφου βιβλίου απαιτούσε μεγάλη επιδεξιότητα, σχολαστική επιμέλεια και άφθονο χρόνο. Στο να καταλάβουμε κάπως τη δυσκολία του εγχειρήματος μας βοηθά η πρόσφατη περίπτωση ενός κυρίου που αποφάσισε να αντιγράψει όλη τη Βίβλο με σύγχρονα στιλό: χρειάστηκε τέσσερα χρόνια εργαζόμενος μέχρι και 14 ώρες τη μέρα.[38] Δεν εκπλήσσει, επομένως, που στην αρχαιότητα οι βιβλιοθήκες ήταν αποτέλεσμα κοπιώδους συλλογικής εργασίας: για παράδειγμα, υπήρχαν οι δημόσιες βιβλιοθήκες, όπως η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ή όσον αφορά τα χριστιανικά βιβλία οι συλλογές που επιμελώς φρόντιζαν να διαθέτουν οι τοπικές χριστιανικές εκκλησίες.[39] Από την άλλη, η προσωπική βιβλιοθήκη συνήθως ήταν προνόμιο μόνο των πλουσίων. Η κατασκευή του πιεστηρίου από τον Γουτεμβέργιο, μιας μηχανής δηλαδή που μπορούσε να τυπώσει γρήγορα πολλές σελίδες, είχε ως αποτέλεσμα την υπερπήδηση ακόμη ενός τεράστιου εμποδίου για τη διάδοση του εγγραμματισμού και, κατ’ επέκταση, της γνώσης. Γι’ αυτό κιόλας, ορισμένοι θεωρούν τον Γουτεμβέργιο ως την πιο σημαίνουσα προσωπικότητα της δεύτερης χιλιετίας μ.Χ.[40]

Ο Γουτεμβέργιος και η εφεύρεση της τυπογραφίας

Με τα όσα έχετε ήδη διαβάσει, ίσως δεν εκπλαγείτε αν μάθετε πως στα πρώτα βιβλία που τύπωσε ο Γουτεμβέργιος συγκαταλέγεται και η Αγία Γραφή… Αυτό για άλλη μία φορά συνέβη στο σωστό μέρος και στη σωστή εποχή. Ήταν η εποχή που στη Γερμανία είχε ήδη ανάψει η σπίθα της Μεταρρύθμισης, ενός πανευρωπαϊκού κινήματος το οποίο, επιδιώκοντας την επιστροφή στις χριστιανικές ρίζες, τόνιζε τη σπουδαιότητα της προσωπικής ανάγνωσης και μελέτης της Αγίας Γραφής με στόχο την προσωπική πνευματική ανάπτυξη ανεξάρτητα από το φύλο, την οικονομική κατάσταση, την εργασία ή την κοινωνική θέση. Αν λοιπόν η “επανάσταση της τυπογραφίας” ήταν η απάντηση στο ερώτημα “πώς μπορούν να διαβάζουν όλοι”, η Βίβλος ήταν, για τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, η απάντηση στο “γιατί πρέπει να διαβάζουν όλοι” – παρά το ότι οι περισσότεροι έκαναν χειρωνακτικά επαγγέλματα. Όπως θα δούμε στο επόμενο άρθρο, η έμφαση στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής από τους υπέρμαχους της Μεταρρύθμισης, σε συνδυασμό με την τυπογραφία, είχε τεράστιες θρησκευτικές, εκπαιδευτικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες: συνέβαλε στη ραγδαία διάδοση του εγγραμματισμού και στην προαγωγή της δημόσιας εκπαίδευσης και, κατ’ επέκταση, στην απομυθοποίηση της πολιτικής εξουσίας, στην εξουδετέρωση δηλαδή της πανάρχαιας ιδέας ότι ο εκάστοτε βασιλιάς εκπροσωπεί τον Θεό, και στην αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως με την τυπογραφία, η οποία εξελίσσεται ακατάπαυστα, η Βίβλος συνεχίζει να σπάει κάθε ρεκόρ ως προς τον αριθμό των αντιτύπων. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα των Ρεκόρ Γκίνες, από το 1815 μέχρι το 1975 τυπώθηκαν 2,5 δισεκατομμύρια Γραφές, και κατά προσέγγιση αναφέρεται πως μέχρι σήμερα η Βίβλος έχει συνολικά κυκλοφορήσει σε 5 δισεκατομμύρια αντίτυπα. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται το Κόκκινο βιβλίο του Μάο Τσε Τουνγκ, με 900 εκατομμύρια αντίτυπα, που δινόταν υποχρεωτικά στους Κινέζους πολίτες, και ακολουθεί στην τρίτη θέση ο Χάρρυ Πότερ με 500 εκατομμύρια αντίτυπα.[41] Όσο και αν εντυπωσιάζουν τα νούμερα των δυο τελευταίων τίτλων, η διαφορά τους με τη Βίβλο παραμένει χαοτική.

Ορόσημο 5
Η κειμενική ανάλυση και η μετάφραση

Εφόσον οι πιστοί της βιβλικής θρησκείας θεωρούν πως η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού, προσπαθούν επισταμένα να την κατανοήσουν σε βάθος ώστε να πάρουν απαντήσεις σε πολλά σημαντικά ζητήματα της ζωής. Εκ των πραγμάτων, η βαθιά κατανόηση ενός εκτενούς κειμένου απαιτεί σοβαρή ανάλυση. Μια τέτοια κειμενική ανάλυση μπορεί να αρχίζει από το επίπεδο μιας μεμονωμένης λέξης, δηλαδή τον προσδιορισμό της σημασίας της, των μερών που την αποτελούν, του γραμματικού τύπου της ή της συντακτικής θέσης και λειτουργίας της, και να επεκτείνεται μέχρι τις αφηγηματικές υπερδομές και τεχνικές και τον νοηματικό σκελετό που συγκροτεί τη Βίβλο από την αρχή μέχρι το τέλος της. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιστρατευτεί μια σειρά προσεγγίσεων η οποία, όταν συστηματοποιηθεί, συνιστά αυτό που αποκαλούμε “φιλολογία”.

Βεβαίως, η τέχνη του “γραμματέα” και του “αντιγραφέα” είναι γνωστή από την εποχή του χαλκού. Αλλά με τον καιρό αναδεικνύεται η ανάγκη της ερμηνείας, ιδίως όταν η δυσκολία για τη σωστή κατανόηση του θείου κειμένου αφήνει περιθώρια για διιστάμενες απόψεις. Στην πραγματικότητα, η ανάγκη ερμηνείας προεξοφλείται ανοιχτά από την ίδια τη Βίβλο για ορισμένα κείμενά της που περιέχουν αλληγορίες. Η Βίβλος αυτοσυστήνεται ως βιβλίο που θα γίνει πλήρως κατανοητό στο απώτερο μέλλον, εφόσον περιέχει ιστορία γραμμένη από πριν, ενώ παρέχει το μοτίβο της ερμηνείας όταν νεότερα κείμενά της (π.χ. οι Προφήτες) ερμηνεύουν τα παλαιότερα (π.χ. τον Μωσαϊκό Νόμο).[42] Εξάλλου, όσο αυξάνει η χρονική απόσταση από τη συγγραφή ενός κειμένου, τόσο αυξάνουν οι απορίες για το ιστορικό πλαίσιο και άλλες πτυχές του. Η ανάγκη κατοχύρωσης της σωστής ερμηνείας γίνεται επιτακτική όταν οι νέες συνθήκες ζωής δημιουργούν ερωτηματικά για τη σωστή εφαρμογή των βιβλικών αξιών ή όταν από τις διιστάμενες απόψεις μπορεί να προκύψουν σχίσματα και αιρέσεις, με όλες τις εμπλεκόμενες φράξιες να επικαλούνται κειμενικές αναλύσεις για να πάρουν με το μέρος τους και άλλους οπαδούς.

Ο εβραϊκός όρος μιντράς (μελέτη, έρευνα) αναφέρεται ακριβώς σε αυτή τη συστηματική ερμηνεία των ραβίνων, οι οποίοι την εποχή του Χριστού ήταν ήδη χωρισμένοι σε σχολές ή “αιρέσεις”.[43] Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται η ύπαρξη μιας ήδη παλαιάς “παράδοσης” (ή ορθότερα παραδόσεων) ερμηνείας του θείου κειμένου από αυτές τις σχολές. Υπό μία έννοια, προέκταση αυτής της παράδοσης είναι το Ταλμούδ, μια ετερογενής, συγκριτολογική συλλογή κειμενικών αναλύσεων και ερμηνειών της εβραϊκής Βίβλου αρκετά εκτενής ώστε, όταν τυπώνεται σήμερα, να μοιάζει σε μέγεθος με πολύτομη εγκυκλοπαίδεια.[44] Ενδεικτικό της στενής σχέσης ιουδαϊσμού και κειμενικής ανάλυσης είναι το ότι στα έργα τέχνης οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες συνήθως απεικονίζονται ως ερμηνευτές κειμένων (και όχι ως τελεστές μυστηρίων).

«Ραβίνοι στη συναγωγή».
Έργο του Max Jules Gottschalk (1909–2005)

Η βιβλική κουλτούρα της κειμενικής ανάλυσης αναμφίβολα συνεχίζεται στον χριστιανισμό. Η ίδια η Καινή Διαθήκη περιέχει εκατοντάδες ερμηνείες για δύσκολα χωρία της Παλαιάς. Επιπλέον, ήδη από τον 2ο αιώνα οι χριστιανοί γράφουν εκτενή υπομνήματα (ή αλλιώς σχολιολόγια) για τις θείες Γραφές, ενώ παράλληλα εμφανίζονται οι ερμηνευτικές σχολές της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, για να μην αναφερθούμε γενικότερα στην απέραντη γραμματεία της πατρολογίας που τουλάχιστον έως τον 6ο αιώνα είχε ως πυρήνα της την εξήγηση των χωρίων της Βίβλου. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως ήδη μέχρι το 250 μ.Χ. οι χριστιανοί είχαν παραγάγει πάνω από 200 κείμενα, κάτι μοναδικό ως θρησκευτικό φαινόμενο.[45] Επίσης, είναι πολιτισμικά ενδιαφέρον πως η ενασχόληση της συγγραφής θεωρήθηκε άξια εικαστικής αναπαράστασης μόνο με την επικράτηση του χριστιανισμού.[46] Πλήθος επιστημονικών ή εκλαϊκευμένων εκδόσεων (έντυπων ή ψηφιακών) ειδικά για τη μελέτη των Γραφών (εβραϊκών και ελληνικών) εξακολουθεί να εκδίδεται μέχρι τις ημέρες μας,[47] ενώ έχουν δημιουργηθεί επιστημονικές ειδικότητες, όπως η βιβλική φιλολογία και η βιβλική αρχαιολογία. Ειδικά λογισμικά κειμενικής ανάλυσης σαν το BibleWorks, με ενσωματωμένα λεξικά, γραμματικές και πολλά άλλα γλωσσικά και ερμηνευτικά εργαλεία, έχουν φτιαχτεί μόνο για τη Βίβλο.

Εξυπακούεται πως η συνάντηση της βιβλικής κουλτούρας της κειμενικής ανάλυσης με την αντίστοιχη ελληνική των Αλεξανδρινών γραμματικών, η οποία είχε ως αρχική ενασχόλησή της τη διάσωση του Ομήρου και άλλων κλασικών, έδωσε τεράστια ώθηση στη φιλολογία ως επιστήμη και γενικά στη συστηματική, μεθοδική αλλά και έντεχνη χρήση του βιβλίου ως μέσου επικοινωνίας για κάθε λογής σκοπούς – ευτελείς ή υψηλούς. Υψηλό δείγμα αυτής της συνάντησης ήταν το κριτικό κείμενο της Καινής Διαθήκης του Εράσμου των αρχών του 16ου αιώνα.

Μιλώντας για την Αλεξάνδρεια, είναι κατάλληλο να περάσουμε στο δεύτερο κύριο σημείο αυτού του μεσότιτλου: τη μετάφραση. Σε αυτή την κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη, λοιπόν, γύρω στον 2ο αιώνα π.Χ., ήταν που επιτεύχθηκε το πρώτο σπουδαίο μεταφραστικό εγχείρημα της ιστορίας. Φυσικά, αναφερόμαστε στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, δηλαδή τη μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών στα δημώδη ελληνικά εκείνης της εποχής. Εφόσον για τους Εβραίους ήταν ζωτικής σημασίας η μελέτη των Γραφών (και μερικές φορές και ο προσηλυτισμός), η μετάφραση στη διεθνή γλώσσα της εποχής ήταν απολύτως απαραίτητη για εκείνες τις νέες γενιές μεταναστών που είχαν απολέσει την επαφή τους με τη μητρική τους γλώσσα. Ως γνωστόν, μεταγενέστερα ακολούθησαν και άλλες ελληνικές μεταφράσεις.

Αυτοί όμως που ξεχώρισαν για τη μεταφραστική τους δεινότητα ήταν οι χριστιανοί, ακριβώς λόγω του εγγενώς πολυεθνικού χαρακτήρα της δικής τους κοινότητας και του δηλωμένου προσηλυτιστικού σκοπού τους.[48] Καταρχάς, καινοτόμο επίτευγμα και σταθμός στην ιστορία της μετάφρασης είναι τα Εξαπλά του Ωριγένη, δηλαδή η έκδοση μιας Βίβλου σε έξι παράλληλα κείμενα (εβραϊκό πρωτότυπο, μεταγραφή του εβραϊκού με ελληνικούς χαρακτήρες και τέσσερις μεταφράσεις) που επέτρεπε ένα είδος συγκριτικής μελέτης.[49] Επίσης, είναι αξιοσημείωτο πως, μέχρι και τον 5ο αιώνα, οι χριστιανοί είχαν μεταφράσει την Αγία Γραφή τουλάχιστον στη συριακή, στη λατινική, στην κοπτική, στη γοτθική, στην αρμενική, στη γεωργιανή και στην παλαιά νουβική.

Ο Γιαν Χους οδηγείται στην πυρά επειδή μετέφρασε τη Βίβλο

Ο ρυθμός παραγωγής νέων μεταφράσεων της Βίβλου ανακόπηκε από την ενσωμάτωση του χριστιανισμού στην πολιτική τάξη πραγμάτων, με ευτυχή εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες όπου συνέτρεχαν πολιτικοί λόγοι. Κλασικό τέτοιο παράδειγμα είναι η σλαβονική μετάφραση των Κωνσταντίνου (Κυρίλλου) και Μεθοδίου στο πλαίσιο της συμμαχίας Βυζαντίου και Μοραβίας. Άλλες εξαιρέσεις συνίσταντο στις μεταφραστικές πρωτοβουλίες “αιρετικών” που είχαν διαφοροποιηθεί από το κρατικό εκκλησιαστικό καθεστώς του ελιτισμού και της πνευματικής δεσποτείας και βρίσκονταν εγγύτερα στη βιβλική παράδοση και κουλτούρα, αν και το τίμημα αυτών των “παράνομων” μεταφράσεων ήταν πολύ βαρύ και τα αποτελέσματα περιορισμένα.[50] Με τη Μεταρρύθμιση, όμως, και την τυπογραφία ξεχύθηκε ένας χείμαρρος μεταφράσεων που έσπασε κάθε παλαιο-καθεστωτικό φράγμα. Έτσι, μέχρι και το 1800 η Αγία Γραφή ήταν διαθέσιμη σε 71 γλώσσες![51] Σήμερα ολόκληρη η Γραφή κυκλοφορεί σε 700 γλώσσες, που αντιπροσωπεύουν το 80% του ανθρώπινου πληθυσμού.[52] Η Καινή Διαθήκη κυκλοφορεί σε επιπλέον 1.548 γλώσσες, που περιλαμβάνουν άλλους 800 εκατομμύρια ανθρώπους περίπου.[53] Κανένα άλλο βιβλίο δεν μπορεί να ανταγωνιστεί με αξιώσεις αυτά τα νούμερα. Ο Μικρός πρίγκιπας, ένα βιβλίο ίσως και πάνω από 50 φορές μικρότερο από την Αγία Γραφή, βρίσκεται στη δεύτερη θέση έχοντας μεταφραστεί σε “μόλις” 380 γλώσσες.

Επίλογος

Απευθυνόμενος σε φοιτητές κλασικών σπουδών, ο παλαίμαχος καθηγητής Robert Fowler έγραψε για τη διαχρονική σπουδαιότητα του Ομήρου πως αποτελεί “ένα θαύμα, ένα σοβαρό επιχείρημα υπέρ της θείας παρέμβασης στην ανθρώπινη ιστορία”. Εντούτοις, παραδέχεται ότι “η Βίβλος ξεπερνά” το “ανάστημα του Ομήρου” – αν και μόνο αυτή μπορεί και το κάνει.[54] Τι θα πούμε, επομένως, για τη Βίβλο; Προσωπικά θεωρώ πως η ιστορία της – που, όπως αδρά σκιαγραφήθηκε παραπάνω, συνδέεται με όλα τα κομβικά σημεία της ιστορίας του γραπτού λόγου, άρα και του πολιτισμού γενικότερα – αποτελεί άλλη μία απόδειξη της θεοπνευστίας της: ότι δηλαδή πίσω από την εμφάνιση, τη διάσωση και τη διάδοσή της υπάρχει μια υπεράνθρωπη δύναμη που οδηγεί τις εξελίξεις στο διάβα των χιλιετιών, πολύ πέρα από τα όρια και τις δυνατότητες οποιουδήποτε ανθρώπινου σχεδιασμού. Και αποτελεί δυο φορές απόδειξη, κατ’ εμέ, το ότι η ίδια η Βίβλος προλέγει ξεκάθαρα για τον εαυτό της την παγκοσμιότητα που τελικά θα κατακτούσε (Γένεση 18:18· Ησαΐας 2:2· Ματθαίος 24:14· 28:19· Αποκάλυψη 14:6).

Ακόμη όμως και αν κάποιος δεν έχει πειστεί ακόμη για τη θεοπνευστία της Βίβλου (και το παρόν ιστολόγιο λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις αυτών των αναγνωστών), πιστεύω πως δύσκολα μπορεί να αρνηθεί το ότι αυτή είναι το “Βιβλίο των βιβλίων”. Αν κανένα άλλο βιβλίο δεν μπορεί να συγκριθεί στα ίσα μαζί της, τούτος ο χαρακτηρισμός δεν είναι υπερβολικός. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι και αρκούντως αντιληπτός στη δική μας εποχή, σε μια εποχή που ο αθεϊσμός αποτελεί μόδα και οτιδήποτε έχει σχέση με Θεό θεωρείται εξ ορισμού οπισθοδρομικό και εξ ολοκλήρου απορριπτέο. Βέβαια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, τεράστιες ευθύνες ως προς αυτό έχουν και όσοι θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες καπηλεύτηκαν την αξία της Βίβλου.[55] Εν πάση περιπτώσει, το αποτέλεσμα είναι να βιώνουμε σήμερα την παραδοξότητα οι περισσότεροι βιβλιοφάγοι να μη γνωρίζουν σχεδόν τίποτα για την Αγία Γραφή, αν και αυτή όχι μόνο έχει υψηλή λογοτεχνική και ιστορική αξία αλλά αποτελεί και έναν από τους σημαντικούς λόγους για τους οποίους οι ίδιοι απολαμβάνουν την ανάγνωση και ωφελούνται από αυτήν.

Ευτυχώς, όσοι έχουν ασχοληθεί επιστημονικά με την ιστορία της φιλολογίας συνήθως γνωρίζουν και αναγνωρίζουν αυτή τη διάσταση της Βίβλου. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι τρόποι με τους οποίους η Βίβλος επηρέασε τον πολιτισμό. Ο γνωστότερος στο ευρύ κοινό είναι η τέχνη: από το Ναμπούκο του Βέρντι μέχρι το Άσμα Ασμάτων του Θεοδωράκη, από την Ανάσταση του Ελ Γκρέκο μέχρι το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη, και η λίστα δεν έχει πραγματικά τελειωμό – τοπικά και παγκοσμίως.[56]

Ένας λιγότερο γνωστός τρόπος που η Βίβλος επηρέασε θετικά τον πολιτισμό αφορά τη νομοθεσία και την πολιτική και, πιο συγκεκριμένα, το πώς συνέβαλε στην κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτά και άλλα θα τα δούμε στο επόμενο άρθρο.

Μέχρι τότε, σας καλώ να απολαύσετε το βιβλικής έμπνευσης ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη “Την πόρτα ανοίγω το βράδυ” με τη μελωδία του Μίκη Θεοδωράκη, την ενορχήστρωση της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ και τις ερμηνείες της Μαρίας Φαραντούρη και της Μπέττυς Χαρλαύτη.


Σημειώσεις και βιβλιογραφικές αναφορές

[1] Ως “βιβλική θρησκεία” εννοείται ο τρόπος λατρείας που ορίζεται από τη Βίβλο, δηλαδή την Αγία Γραφή. Αν και στην Καινή Διαθήκη η λατρεία δεν περιλαμβάνει τελετουργικά σαν αυτά της Παλαιάς, οι αρχές είναι οι ίδιες και η θρησκεία έχει μια αδιάκοπη συνέχεια. Αυτό συμβαίνει, μεταξύ άλλων, διότι η τελετουργική πτυχή της λατρείας στην Παλαιά Διαθήκη ήταν περιορισμένη. Επί παραδείγματι, υπήρχε για όλο το έθνος μόνο ένας ναός, τον οποίο οι περισσότεροι Εβραίοι επισκέπτονταν από λίγες φορές τον χρόνο μέχρι λίγες φορές στη ζωή τους, ανάλογα με το πού κατοικούσαν. Επομένως, αυτό που έπαιξε ισχυρότερο ρόλο στην καθημερινή ζωή και στην ταυτότητα του μέσου λάτρη ήταν ο εβδομαδιαίος θεσμός της θρησκευτικής αργίας του Σαββάτου, δηλαδή η αφιέρωση χρόνου για πνευματική εκπαίδευση, και ο θεσμός της συναγωγής, παρά η θέα του ναού, ο ήχος των ψαλμωδών εκεί και η όποια συμμετοχή στα τελετουργικά.

[2] Βλ. ενδεικτικά για τα ένστικτα Έξοδος 20:17· για  το υποσυνείδητο Ιερεμίας 17:9· για τις μόδες Έξοδος 23:2.

[3] Βλ. ενδεικτικά για την ακρόαση Παροιμίες 18:15· για την παρατήρηση Παροιμίες 6:6· για τη μελέτη Ψαλμός 1:2· για τη διδασκαλία Ψαλμός 51:13· για τη συζήτηση Παροιμίες 15:22· για τον στοχασμό Παροιμίες 15:28· για την προσωπική καλλιέργεια Ιεζεκιήλ 36:24-27.

[4] G. C. Paget, J. Schaper, The New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 61.

[5] Τορά, δηλάδη “εκπαίδευση”, ονομάζεται από τους Εβραίους η Πεντάτευχος, δηλαδή τα πρώτα πέντε βιβλία της Αγίας Γραφής. Η ονομασία είναι δηλωτική του σκοπού του κειμένου.

[6] Werner Jaeger, Early Christianity and Greek Paideia, The Belknap Press of Harvard University Press, 1961, 29, 119.

[7] Jaeyoung Jeon, «Literacy (HB/OT)Encyclopedia of the Bible and Its Reception, Vol 16, Berlin; New York: De Gruyter, 2018. 780.

[8] Ενδεικτικά: 1 Κορινθίους 4:17· 14:6, 19· Γαλάτες 6:6· Εφεσίους 4:11, 12· 1 Τιμόθεο 1:7· 4:13, 16· 5:17· 2 Τιμόθεο 2:2· 3:16· Τίτο 1:9· 1 Πέτρου 2:2.

[9] G. C. Paget, J. Schaper, New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 52· Michael F. Suarez, S.J., H. R. Woudhuysen, The Book: A Global History, Oxford University Press, 2013, 3.

[10] Αξίζει να σημειωθεί πως τα πρώτα κείμενα εξυπηρετούσαν πολύ άμεσες πρακτικές ανάγκες για τις συναλλαγές και τη διοίκηση. Πιθανώς αρχικά δεν ήταν καν αισθητή η ανάγκη για την καταγραφή μεγάλων αφηγήσεων, είτε μυθοπλαστικών είτε πραγματικών, ή πραγματειών. Ειδικά τη 2η χιλιετία π.Χ. τα λιγοστά λογοτεχνικά έργα, όπως τα επεισόδια του Έπους του Γιλγαμές, που ήταν γραμμένα σε πήλινες πινακίδες, είχαν περιορισμένη κυκλοφορία και χρησιμοποιούνταν πρωτίστως για την εκπαίδευση των γραμματέων (G. C. Paget, J. Schaper, New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 54-5). Αντιθέτως, στην περίπτωση της Βίβλου ο σκοπός του εκτενούς κειμένου είναι η ατομική και συλλογική εκπαίδευση κυρίως μέσω (1) της καταγραφής σημαντικών (θετικών ή αρνητικών) ιστορικών γεγονότων για τη διατήρηση μνήμης, (2) μέσω νόμων, επιχειρημάτων, νουθεσιών, προειδοποιήσεων και προφητικών εξαγγελιών για την ανάπτυξη δηλαδή κριτικής και ηθική σκέψης.

[11] Simon Eliot, Jonathan Rose (eds.), A Companion to the History of the Book, Blackwell Publishing, 2007, 84. Η παραγωγή παπύρου εκτός Αιγύπτου ήταν συγκριτικά αμελητέα. Επίσης, ο πάπυρος ήταν προτιμότερος από την περγαμηνή λόγω του ευκολότερης μαζικής παραγωγής του. Η περγαμηνή επικράτησε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μόνο όταν κατέστη αδύνατη η εισαγωγή παπύρου από την Αίγυπτο κατά την ύστερη αρχαιότητα.

[12] Simon Eliot, Jonathan Rose (eds.), A Companion to the History of the Book, Blackwell Publishing, 2007, 99-100.

[13] Το σύνολο των Εβραϊκών Γραφών περιέχει στο πρωτότυπο κείμενο περίπου 300.000 λέξεις.

[14] Gabriel Barkay, “The Riches of Ketef Hinnom,” Biblical Archeology Review, July/August September/October 2009.

[15] Gerard Leval, “Ancient Inscription Refers to the Birth of Israelite Monarchy,” Biblical Archaeology Review, May/June 2012. Αρκετές πληροφορίες και βιβλιογραφικές αναφορές έχει το άρθρο της αγγλόγλωσσης Βικιπαίδειας Khirbet Qeiyafa.

[16] Matthieu Richelle, The Bible and Archeology, Hendrickson Publishers, 2018, σελ. 95-106.

[17] Για την υιοθέτηση του αλφαβήτου από τους Έλληνες βλ. “Η αλφαβητική γραφή”. Αντίστοιχα, η εισαγωγή παπύρου ή περγαμηνής στην Ελλάδα (μαζί με το αλφάβητο) εξυπηρέτησε την αποκρυστάλλωση και καταγραφή των ομηρικών επών γύρω στο 700 π.Χ. (Robert Fowler (επ.), Όμηρος: Είκοσι μία εισαγωγικές μελέτες, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 2017, 286-9, 294-5).

[18] J. C. Darnell, F. W. Dobbs-Allsopp, M. J. Lundberg, P. Kyle McCarter, B. Zuckermanet, «Two early alphabetic inscriptions from the Wadi el-Hol: new evidence for the origin of the alphabet from the western desert of EgyptThe Annual of the American Schools of Oriental Research, 59 (2005).

[19] Goldwasser, O. 2016. “The Birth of the Alphabet from Egyptian Hieroglyphs in the Sinai Desert”, in: Daphna Ben-Tor (ed.) Pharaoh in Canaan: the untold story. Exhibition catalogue. Jerusalem: Israel Museum· Michael F. Suarez, S.J., H. R. Woudhuysen, The Book: A Global History, Oxford University Press, 2013, 12.

[20] Ben Noonan, “Non-Semitic Loanwords in the Hebrew Bible: A Lexicon of Language Contact”, The Ancient Near East Today, Vol. VIII, No. 6 (June 2020).

[21] Douglas Petrovich, The World’s Oldest Alphabet: Hebrew As the Language of the Proto-consonantal Script, Carta Jerusalem, 2017.

[22] Douglas Petrovich, “Hebrew as the Language behind the World’s First Alphabet?”, The Ancient Near East Today, Vol. V, No 4 (April 2017). Για αντίλογο βλέπε στο ίδιο τεύχος: ‘A Response to Douglas Petrovich’s “Hebrew as the Language behind the World’s First Alphabet?”’. Για αντίλογο, και μάλιστα ιδιαίτερα έντονο, στο βιβλίο του Petrovich, βλ. David A. Falk, ‘Review of «The World’s Oldest Alphabet: Hebrew as the Language of the Proto-consonantal Script» by Douglas Petrovich,’ Review of Biblical Literature, 10/2018 Γενικά για τις πρώτες αλφαβητικές γραφές: S.J. Wimmer (2010), “A Proto-Sinaitic Inscription in Timna/Israel: New Evidence on the Emergence of the Alphabet,” Journal of Ancient Egyptian Interconnections,  2(2), 1-12· Goldwasser, Orly (Mar–Apr 2010). «How the Alphabet Was Born from Hieroglyphs«. Biblical Archaeology Review. Washington, DC: Biblical Archaeology Society. 36 (1)· Brian E. Colless, The Lost Link: The Alphabet in the Hands of the Early Israelites, The Ancient Near East Today, February 2014 Vol. II, No. 2.

[23] Αξίζει να αποσαφηνιστεί για το αλφάβητο της Ουγκαρίτ, περίπου του 1200 π.Χ., αν και είναι γραμμένο σε σφηνοειδή γραφή ως αποτέλεσμα των στενότερων επαφών της εν λόγω πόλης με τα βασίλεια της Μεσοποταμίας, η σύλληψή του βασίζεται στο πρωτο-σημιτικό αλφάβητο. Επίσης αξίζει να ειπωθεί πως, με αυστηρούς όρους, το φοινικικό αλφάβητο δεν ταυτίζεται απολύτως με το παλαιο-εβραϊκό επειδή το δεύτερο διαθέτει τρόπο δήλωσης και φωνηέντων μέσω των λεγόμενων matres lectionis.

[24] G. C. Paget, J. Schaper, New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 53.

[25] Jaeyoung Jeon, «Literacy (HB/OT)Encyclopedia of the Bible and Its Reception. Vol 16. Berlin; New York: De Gruyter, 2018. 775-780.

[26] Δευτερονόμιο 6:9· 24:1· 27:1-8· 2 Χρονικό 21:12· Παροιμίες 3:3· Ησαΐας 8:1· 30:8· 44:5· Ιεζεκιήλ 37:20· 43:11· Αββακούμ 2:2.

[27] Jaeyoung Jeon, «Literacy (HB/OT)Encyclopedia of the Bible and Its Reception, Vol 16, Berlin; New York: De Gruyter, 2018, 778.

[28]  Caleb Parke, Translating the Bible is saving languages from extinction, Fox News, April 30, 2019.

[29] Κλασικό έργο αναφοράς με πλούτο πληροφοριών επί του θέματος είναι αυτό των Colin H. Roberts, T.C. Skeat, The Birth of the Codex, Oxford University Press, 1983. Για την παραγωγή του κώδικα:

[30] Colin H. Roberts, T.C. Skeat, The Birth of the Codex, Oxford University Press, 1983, 76.

[31] Benjamin Harnett, “The Diffusion of the Codex,” Classical Antiquity, Vol. 36, Issue 2, 184-5.

[32]The Rise in Popularity of Printed Books Continues”.

[33] 2 Τιμόθεο 4:13.

[34] Για τον αριθμό των κωδίκων τον 2ο αιώνα βλ. Colin H. Roberts, T.C. Skeat, The Birth of the Codex, Oxford University Press, 1983, 71-3. Για τον πιθανό πληθυσμό των χριστιανών βλ. Benjamin Harnett, “The Diffusion of the Codex,” Classical Antiquity, Vol. 36, Issue 2, 231, όπου υπολογίζονται στο 200 μ.Χ. από 136.000 έως 210.000, ενώ για τον πληθυσμό των υπηκόων της Ρώμης βλ. Demography of the Roman Empire, όπου υπολογίζεται γύρω στα 60 εκατομμύρια το 164 μ.Χ.

[35] Simon Eliot, Jonathan Rose (eds.), A Companion to the History of the Book, 2007, Blackwell Publishing, 38, 93.

[36] Simon Eliot, Jonathan Rose (eds.), A Companion to the History of the Book, 2007, Blackwell Publishing, 50-1.

[37] L. W. Hurtado, C. Keith, “Writing and Book Production in the Hellenistic and Roman Periods”, in G. C. Paget, J. Schaper, The New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 70.

[38] Man copies Bible out by hand, working up to 14 hours a day for four years, Mail Online, 6 May 2013.

[39]  L. W. Hurtado, C. Keith, “Writing and Book Production in the Hellenistic and Roman Periods”, in G. C. Paget, J. Schaper, The New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 76.

[40] 7 Things You May Not Know About the Gutenberg Bible, History, 23 February 2015.

[41]Best-selling book,” Guinness World Records.

[42] Δανιήλ 12:4, 10.

[43] Joseph Jacobs, S. Horovitz, “Midrash”, Jewish Encyclopedia, 1906.

[44] Talmud and Midrash, Encyclopædia Britannica. Χαριτολογώντας ένας σύγχρονος ραβίνος έχει περιγράψει το Ταλμούδ ως “συλλογή χιλιάδων αντιλογιών ανάμεσα σε ραβίνους μαζί με ακόμη περισσότερες αντιλογίες από μεταγενέστερους ραβίνους σχετικά με τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι προγενέστεροι ραβίνοι” (Από το άρθρο Why Can’t the Rabbis Agree on Anything?).

[45] Larry W. Hurtado, Early Christianity: A “Bookish” Religion, January 15, 2016.

[46] Simon Eliot, Jonathan Rose (eds.), A Companion to the History of the Book, 2007, Blackwell Publishing, 88. Εν αντιθέσει με τον ιουδαϊσμό και τον χριστιανισμό, όπου η αντιγραφή των ιερών κειμένων ήταν πράξη λατρείας από ευυπόληπτους πιστούς, στον ελληνορωμαϊκό κόσμο το γράψιμο ήταν εργασία των δούλων οι οποίοι έγραφαν κατόπιν υπαγόρευσης. Βλ. L. W. Hurtado, C. Keith, “Writing and Book Production in the Hellenistic and Roman Periods”, in G. C. Paget, J. Schaper, The New Cambridge History of the Bible, Vol. 1, Cambridge University Press, 2013, 79-80.

[47] Ενδεικτικά βλ. το e-shop http://www.christianbook.com.

[48] Ματθαίος 24:14· 28:18· Αποκάλυψη 14:6.

[49] L. D. Reynolds, N. G. Wilson, Scribes and Scholars: A Guide to the Transmission of Greek and Latin Literature, Oxford University Press, 3η έκδ. 1991, 49.

[50] Για τον Γιαν Χους, τον Τζον Γουίκλιφ και άλλους που θαρραλέα προώθησαν τη μετάφραση της Αγίας Γραφής, βλ. στα ελληνικά το άρθρο Πώς Έφτασε η Αγία Γραφή σε Εμάς—Μέρος Δεύτερο, και το κεφάλαιο Η Μεταρρύθμιση—Η Αναζήτηση Πήρε Νέα Τροπή, καθώς επίσης και τις σημειώσεις από τη διδασκαλία της καθηγήτριας Μαρίας Ευθυμίου: Δυτική Ευρώπη. Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση.

[51] Biblical translation, Encyclopædia Britannica.

[51] Biblical translation, Encyclopædia Britannica, January 20, 2017.

[52] Wow! First Bibles in 700 Languages, American Bible Society, August 03, 2020.

[53] Latest Bible translation statistics, Wycliffe Bible Translators.

[54] Robert Fowler (επ.), Όμηρος: Είκοσι μία εισαγωγικές μελέτες, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 2017, 15, 19.

[55] Για ορισμένες καίριες επισημάνσεις όσον αφορά τη νεοελληνική πραγματικότητα βλέπε το άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη στο Βήμα (23/11/2014), 23, “Ο αλληλέγγυος άνθρωπος έχει βιβλική προέλευση”.

[56] Ενδεικτικά βλ. τις βιντεοσκοπημένες ομιλίες από το συνέδριο της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας “Αγία Γραφή και Ελληνική Λογοτεχνία”.

Σχολιάστε