Το πρώτο εδάφιο της Βίβλου: η ριζοσπαστική πρωτοπορία του και η τεράστια σημασία του

«Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»: πολλοί γνωρίζουν το πρώτο εδάφιο της Βίβλου, ελάχιστοι όμως το βάθος και τη σημασία του. Τόσο το ίδιο το εδάφιο όσο και τα άμεσα συμφραζόμενά του, δηλαδή η βιβλική αφήγηση της δημιουργίας του κόσμου, συνήθως υποβιβάζονται από τον μέσο σύγχρονο αναγνώστη στο επίπεδο ενός απλοϊκού λαϊκού παραμυθιού (ενός απολίτιστου λαού). Από την άλλη, ο ειδικός της αρχαίας ιστορίας θα συγκρίνει φιλολογικά τη Γένεση με άλλα κείμενα της εποχής που έχουν παρόμοια θεματολογία, όπως τους κοσμογονικούς μύθους των Βαβυλωνίων, του Ησιόδου κ.ο.κ., και θα αναγνωρίσει την ανωτερότητά της τουλάχιστον στο ότι δεν αποδίδει τη δημιουργία του κόσμου σε μια αλληλοσφαγή των θεών αλλά, ως κείμενο, χαρακτηρίζεται από μια μοντέρνα απλότητα.[1] Συνήθως η Γένεση δεν συγκρίνεται με τις απόψεις των (πολύ μεταγενέστερων) Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, καθότι αυτοί δεν κάνουν αναφορά σε θεία δημιουργία αλλά μόνο σε φυσικές ιδιότητες της ύλης (κάτι που σίγουρα αρέσει στους άθεους διανοητές, ακόμη και αν οι θέσεις των Ιώνων, παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους για την ιστορία της επιστήμης, έχουν σε μεγάλο βαθμό διαψευστεί επιστημονικά).[2] Εντούτοις, η πραγματικότητα είναι πως η προσεκτική εξέταση της βιβλικής αφήγησης της δημιουργίας αναδεικνύει πολλές δηλώσεις που όχι μόνο έχουν επιβεβαιωθεί επιστημονικά αλλά και αγγίζουν πολλούς τομείς της ανθρώπινης ζωής, παίζοντας μάλιστα μείζονα θετικό ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Παρακάτω θα δούμε τη ριζοσπαστική πρωτοπορία και τη βαθύτατη σημασία του εδαφίου Γένεση 1:1 από θρησκευτική, πολιτική, ηθική, φιλοσοφική και επιστημονική άποψη – αν θα μπορούσαμε να τις διαχωρίσουμε κάπως.[3]

Από λατρευτική/θρησκευτική άποψη

«Δε θα βρεθεί κανείς ανάμεσά σας που να προσφέρει το γιο του ή την κόρη του να καούν θυσία ή που ν’ ασκεί  μαντεία ή οιωνοσκοπία ή απόκρυφες τέχνες ή μαγεία· κανείς δεν πρέπει να γίνει μάγος ή εξορκιστής πνευμάτων, μάντης ή νεκρομάντης. Όποιος τα κάνει αυτά είναι μισητός στον Κύριο». (Δευτερονόμιο 18:10-12, ΝΜΒ)

Αν περιγράφαμε με δυο λέξεις το βασικό θέμα της Βίβλου, θα λέγαμε πως μιλά για την επανασύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό με σκοπό την αποκατάσταση των πάντων (Πράξεις 3:21· 2 Κορινθίους 5:19). Με βάση λοιπόν αυτό το βασικό θέμα, η ξεκάθαρη, κοφτή δήλωση του πρώτου εδαφίου αποτελεί την προϋπόθεση, το θεμέλιο για όλα όσα θα ειπωθούν παρακάτω. Είναι σαν να λέει: «Για να μπουν τα πράγματα στη σωστή τους θέση και να υπάρξει πραγματική συμφιλίωση, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αρχής εξαρχής πως τα πάντα οφείλουν την ύπαρξή τους στον έναν Θεό. Ό,τι βλέπετε και δεν βλέπετε, όσο μεγάλο, όσο θαυμαστό, όσο ένδοξο κι αν είναι κάτι, οφείλει την ύπαρξή του σε Αυτόν».

Τα πάντα; Ναι, τα πάντα. Αυτό εξηγεί την επαναλαμβανόμενη και θεμελιώδη απαίτηση του Μωσαϊκού Νόμου, που συναντούμε λίγο παρακάτω στο κείμενο, ότι μόνο ο Δημιουργός αξίζει λατρεία, δηλαδή την αγάπη, την αφοσίωση, την πίστη, τον σεβασμό, την υποταγή στον υπέρτατο βαθμό (Δευτερονόμιο 6:4-5· 10:12· 11:13). Επίσης εξηγεί το γιατί είναι όχι απλώς θρησκευτικά αλλά και ηθικά απαράδεκτο τα δημιουργήματα να μπαίνουν στη θέση του Δημιουργού ως αντικείμενα λατρείας (Ρωμαίους 1:15).

Στα δημιουργήματα, όπως αναλύει παρακάτω το 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, περιλαμβάνονται τα στοιχεία της φύσης, όπως τα άστρα, οι ωκεανοί, τα ζώα κ.λπ., οπότε αυτά δεν πρέπει να θεωρούνται θεοί και να λατρεύονται (Έξοδος 20:2-6). Παρ’ ότι αυτό σήμερα, στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, θεωρείται αυτονόητο, τη 2η χιλιετία προ Χριστού ήταν εξόχως επαναστατικό: δεν υπήρχε κανένας λαός μέχρι τότε που να μη λάτρευε τα στοιχεία της φύσης. Η απόλυτη επικράτηση του παγανισμού οφειλόταν σε έναν συνδυασμό διαφόρων παραγόντων, όπως ήταν λόγου χάρη η κυβερνητική προπαγάνδα (βλ. παρακάτω τον μεσότιτλο «Από πολιτική άποψη»), η άγνοια (βλ. παρακάτω τον μεσότιτλο «Από φιλοσοφική άποψη») και στο ότι η καθημερινή ζωή των ανθρώπων, η ίδια τους η επιβίωση, εξαρτιόταν άμεσα από τη φύση, από το αν δηλαδή ο ήλιος, οι βροχές, τα ποτάμια, η γη κ.ο.κ. θα τους δώσουν τον επιούσιο άρτο. Ακόμη και χιλιετίες αργότερα πολλοί λαοί, όπως λόγου χάριν οι φιλοσοφημένοι και τεχνολογικά προηγμένοι αρχαίοι Ρωμαίοι, λάτρευαν τον Ήλιο και ένα ολόκληρο πάνθεον. Στην πραγματικότητα, πολλές παγανιστικές πρακτικές επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας ακόμη και στους λαούς της Δύσης, που γνώρισαν τον διαφωτισμό και τον επιστημονισμό. Η αστρολογία, μια γεωκεντρική ψευδοεπιστήμη που αποδίδει θεϊκές ιδιότητες στους πλανήτες και στην ουσία λέει ότι δεν έχουμε τον έλεγχο και την ευθύνη της ζωής μας, αποτελεί ένα τρανταχτό σύγχρονο παράδειγμα, το οποίο ωστόσο κατακεραυνώνεται από τη Βίβλο ήδη από τότε (Ησαΐας 47:13-14).

O αιγυπτιακός θεός του ουρανού Ώρος με κεφάλι γερακιού

Ένα δεύτερο σημείο θρησκευτικής, και όχι μόνο, σημασίας: δεδομένου ότι ο Θεός είναι πριν, έξω και πάνω από το φυσικό σύμπαν, το πρώτο εδάφιο της Γένεσης εξηγεί επίσης το γιατί στην Πεντάτευχο απαγορεύεται η απεικόνιση του Θεού με βάση τα στοιχεία του φυσικού σύμπαντος. Μια τέτοια προσπάθεια απεικόνισης του Θεού, και μάλιστα για λατρευτική χρήση, αποτελεί υποτίμηση της δόξας Του και απαγορεύεται από τη Βίβλο (Δευτερονόμιο 5:8· Ησαΐας 40:18· 42:8· 44:14-20· Ιερεμίας 10:14· Πράξεις 17:29· Ρωμαίους 1:20-23). Ιδιαζόντως εξευτελιστικές ήταν οι αιγυπτιακές απεικονίσεις των θεών με πρόσωπα ζώων, εφόσον τα ζώα χαρακτηρίζονται από την επικράτηση των ορμών και την απουσία αρχών και λογικής (Ψαλμός 32:9· 2 Πέτρου 2:12). Η βιβλική λατρεία όμως είναι πνευματική, γίνεται με όλη τη διάνοια, με όλη την καρδιά (Δευτερονόμιο 4:29). Έτσι, ο βιβλικός ιουδαϊσμός απαγορεύει την απεικόνιση του Θεού και την ύπαρξη άλλων ναών πλην της Ιερουσαλήμ. Παρά το γεγονός ότι οι Εβραίοι πολλές φορές παραβίασαν τις επιταγές του Μωσαϊκού Νόμου κατά την προαιχμαλωσιακή περίοδο (πράγμα για το οποίο υπήρχαν σφοδρές διαμαρτυρίες και εσωτερικές συγκρούσεις), τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν πως με την επικράτηση των Εβραίων στην Παλαιστίνη, η περιοχή αλλάζει ριζικά θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική φυσιογνωμία. Λόγου χάρη, χαρακτηριστική είναι η ανεικονική αγγειοπλαστική των Εβραίων. Επίσης, ενώ οι Χαναναίοι και οι γύρω λαοί φαίνεται πως είχαν τουλάχιστον από έναν ναό σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό, για την περίοδο όπου επικρατεί η εβραϊκή μοναρχία οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει μόνο δύο ή τρία κτίρια που λειτούργησαν ως ναοί (εκτός της Ιερουσαλήμ)! Αυτό είναι σίγουρα εντυπωσιακό φαινόμενο, όπως λέει και ο αρχαιολόγος Avraham Faust, και πρέπει να εντυπωσιάζει κάθε αντικειμενικό ερευνητή.[4] Ακόμη και πριν εξεταστούν λεπτομερώς αυτά τα ζητήματα, ο φημισμένος άθεος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Κορνήλιος Καστοριάδης έγραψε πως δεν μπορούν να βρεθούν «αναγκαίες και ικανές συνθήκες» για να αιτιολογήσουν την εμφάνιση του εβραϊκού μονοθεϊσμού στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ., πράγμα που πρέπει να οδηγήσει σε μια «αυθεντική αιτιακή εξήγηση», δηλαδή να το αποδεχτούμε ως ένα φαινόμενο γνήσια καινοτόμο και αυτοτροφοδοτούμενο.[5]

Φιλισταίοι, Εδωμίτες, Μωαβίτες, Αμμωνίτες, Φοίνικες, Αραμαίοι, Ασσύριοι και Εβραίοι συνυπήρχαν τον 8ο αιώνα π.Χ. Ακολούθησε η ασσυριακή, η βαβυλωνιακή, η περσική και η ελληνική εισβολή. Όταν ήρθαν οι Ρωμαίοι, ο μόνος λαός που απέμενε με σαφή εθνική ταυτότητα ήταν οι Εβραίοι. Πώς εξηγείται αυτό;

Αν και η άρνηση της ειδωλολατρίας και της κατασκευής πολλών ναών αποτελεί καθαυτή μια ριζοσπαστική καινοτομία στον τομέα της θρησκείας, έχει και άλλες διαστάσεις δεδομένης της στενής σχέσης που ανέκαθεν είχε και έχει η θρησκεία με την κρατική εξουσία και τη συλλογική ταυτότητα ενός λαού. Η χρήση ειδικών κτιρίων, συμβόλων και εικόνων ανέκαθεν πρωταγωνιστούσε σε κάθε είδους προπαγάνδα, κυβερνητική, εμπορική ή θρησκευτική, διότι οι εντυπώσεις των αισθήσεων, και ειδικά της όρασης, είναι άμεσες και ισχυρές. Επομένως, οι ιστορικοί, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, οι πολιτικοί επιστήμονες μαζί με κάθε σκεπτόμενο ερευνητή οφείλουν να προβληματιστούν σοβαρά για το πώς οι συγκριτικά υπανάπτυκτοι αρχαίοι Εβραίοι κατάφεραν να διαθέτουν μια τόσο βαθιά και ισχυρή ατομική και συλλογική ταυτότητα (που εξασφάλισε την επιβίωσή τους μέσα σε έναν μανιασμένο ωκεανό σύγκρουσης υπερδυνάμεων, όπως η Αιγυπτιακή, η Βαβυλωνιακή, η Ασσυριακή κ.ο.κ. οι οποίες εν τω μεταξύ εκμηδενίστηκαν θρησκευτικά και «εθνικά») χωρίς τη συστηματική χρήση ορατών συμβόλων, και να διερωτηθούν για το αν υπάρχει έστω μία δεύτερη ανάλογη περίπτωση στην ανθρώπινη ιστορία. Ο διαπρεπής αιγυπτιολόγος Jan Assman γράφει, με αυστηρά επιστημονικούς όρους, πως αυτό που συντελέστηκε στους αρχαίους Εβραίους ήταν «δίχως παράλληλο στην ιστορία της ανθρωπότητας»: δίχως παράλληλο και ως προς το αποτέλεσμα, δηλαδή την επιβίωση μέσα σε μια πολιτική και πολιτισμική κινούμενη άμμο, και ως προς το μέσον, δηλαδή την εγγράμματη βιβλική παιδεία, και ως προς τον πυρήνα του, δηλαδή την ολόκαρδη προσκόλληση στον Θεό και όχι στο κράτος ή σε κάποιον ανθρώπινο άρχοντα.[6] Επομένως, από μόνη της η εμφάνιση, η επικράτηση σε εθνικό επίπεδο (και όχι απλώς σε μια κλειστή ελίτ διανοουμένων) και η επιβίωση του βιβλικού μονοθεϊσμού[7] στην αρχαία Παλαιστίνη είναι ισχυρή ένδειξη, αν όχι και απόδειξη, της αυθεντικότητάς της, ότι δηλαδή όντως συνιστά παρέμβαση του Δημιουργού στην ιστορία.





Από πολιτική άποψη

«Μην εμπιστεύεστε στους άρχοντες,
είναι μονάχα άνθρωποι και δεν μπορούν να σώσουν».
(Ψαλμός 146:3, ΝΜΒ)

Παραπάνω διαβάσαμε ότι το Γένεσις 1:1 εξηγεί γιατί ο Θεός δεν μοιράζεται τη λατρεία του με κανένα δημιούργημα. Στα δημιουργήματα όμως περιλαμβάνονται και οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Η λατρεία προς ανθρώπους είναι χονδροειδής παραβίαση του θείου νόμου, ακόμη και αν πρόκειται για βασιλιάδες. Επομένως, ο βιβλικός μονοθεϊσμός αποτελεί, επιπλέον, μια από τις πιο ριζοσπαστικές πολιτικές τοποθετήσεις στην αρχαιότητα, εφόσον ο θεσμός της μοναρχίας είχε ανέκαθεν θρησκευτικές διαστάσεις και πολλοί βασιλιάδες αυτοσυστήνονταν ως ενσαρκωμένοι θεοί ή γιοι θεών, απαιτώντας απόλυτη υποταγή από τους υπηκόους τους.

Ο Ιάπωνας αυτοκράτορας Χιροχίτο κάθεται ήσυχα δίπλα στον Νίξον, αφού μερικά χρόνια πριν παραδέχτηκε δημόσια πως τελικά δεν είναι θεός, όπως εσφαλμένα δίδασκε επί χιλιετίες ο σιντοϊσμός (βλ. υποσ. 18).

Όταν αντιλαμβανόμαστε τη βαθύτερη σημασία του εδαφίου Γένεση 1:1, δεν εκπλησσόμαστε τόσο που στη Βίβλο ο θεσμός της μοναρχίας συγκρίνεται με την ειδωλολατρία (1 Σαμουήλ 8:6-8) και παρουσιάζεται ως επιζήμιος για τα συμφέροντα του λαού (1 Σαμουήλ 8:9-18). Επίσης, κατά τη Βίβλο, όταν τελικά θεσπίστηκε η μοναρχία, αυτό έγινε υπό την προϋπόθεση ότι ο ηθικο-θρησκευτικός Νόμος (ο οποίος μάλιστα είναι φιλολαϊκός, προνοεί υπέρ των αδυνάτων και απαγορεύει τη συσσώρευση μεγάλης ακίνητης περιουσίας, που ήταν τότε η βάση της οικονομίας και της κοινωνικής οργάνωσης), δηλαδή η Τορά, ως απόρροια του ενός Θεού, έχει αυτόνομη ύπαρξη και μάλιστα ανώτερη εξουσία από τον εκάστοτε βασιλιά, ο δε βασιλιάς οφείλει να υποτάσσεται σε αυτόν, ενώ χάνει τη νομιμοποίησή του ενώπιον του λαού όταν τον παραβιάζει. Επί παραδείγματι, λέει ο προφήτης Σαμουήλ στους συμπατριώτες του που ζητούσαν να έχουν βασιλιά: «Αν κάνετε κατάφωρα το κακό, θα σαρωθείτε, τόσο εσείς όσο και ο βασιλιάς σας» (1 Σαμουήλ 12:25). Με την αναφορά στον προφήτη Σαμουήλ, αξίζει να επισημανθεί ο γενικός ρόλος της τάξης των προφητών, οι οποίοι αποκτούν μείζονα δημόσιο καταγγελτικό ρόλο όταν ο βασιλιάς ή το ιερατείο, δηλαδή οι επίσημοι θεσμοί, αποτυγχάνουν στην αποστολή τους και παραβιάζουν τον θεϊκό Νόμο. Είναι εντυπωσιακό πως ο λόγος των προφητών, που πολλές φορές στηλιτεύει την άρχουσα τάξη, αποτελεί τουλάχιστον το ⅓ της Παλαιάς Διαθήκης. Αντίστοιχα, τα βιβλικά χρονικά των βασιλιάδων (1 & 2 Σαμουήλ, 1 & 2 Βασιλέων, 1 & 2 Χρονικών) δεν εξωραΐζουν τα γεγονότα, αλλά παρουσιάζουν ωμά και αφτιασίδωτα την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, περιέχοντας και αφηγήσεις για βίαιες εκθρονίσεις των βασιλιάδων που καταπατούσαν κατάφωρα τους ηθικούς κανόνες και καταδυνάστευαν τον λαό.[8] Επομένως, η μοναρχία των Εβραίων (π.χ. με τον Δαβίδ, τον Σολομώντα κ.λπ.), όπως περιγράφεται στη Βίβλο, ήταν υπό μία έννοια «συνταγματική», θεσμός που στην Ευρώπη άρχισε να ωριμάζει μετά από 2.500 χρόνια και πλέον και, μάλιστα, λόγω της επίδρασης και της Βίβλου, όπως θα δούμε σε λίγο.

Εκατοντάδες τέτοια σπίτια έχουν ανακαλυφτεί στην Παλαιστίνη και χρονολογούνται από το 1200 π.Χ. μέχρι τη βαβυλωνιακή εξορία. Θεωρούνται ως τα τυπικά ισραηλιτικά σπίτια.

Αναλύοντας λοιπόν, από τη δική του οπτική, αρκετά από αυτά που αναφέρθηκαν ακροθιγώς παραπάνω, ο αιγυπτιολόγος Henri Fankfort λέει εύστοχα πως «η υπερβατικότητα της εβραϊκής θρησκείας εμπόδιζε τη βασιλική εξουσία από το να αποκτήσει τη μεγάλη σπουδαιότητα που κατείχε στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία».[9] Και αυτό δεν είναι απλώς θεωρία των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά κάτι που αντανακλάται στα αρχαιολογικά ευρήματα της Παλαιστίνης. Οι βασιλικές επιγραφές (δηλαδή το προμοτάρισμα του άρχοντα) είναι ελάχιστες και διακριτικές, τα ταφικά έθιμα από λιτά έως ανύπαρκτα, το οικιστικό μοντέλο τυποποιημένο, με το κλασικό εβραϊκό σπίτι να έχει τέσσερις κύριους χώρους στο ισόγειο και πρώτο όροφο (ώστε να στεγάζει αξιοπρεπώς για τα δεδομένα της εποχής μια πυρηνική οικογένεια) ενώ απουσιάζουν οι επαύλεις: αν και όλα αυτά δεν ενθουσιάζουν όσους αναζητούν εντυπωσιακά τεχνουργήματα (που συνήθως φτιάχνονταν με κλεμμένα λεφτά και ξένο ιδρώτα), μαρτυρούν την ύπαρξη μιας κοινωνίας χωρίς, ευδιάκριτη τουλάχιστον, αριστοκρατία αλλά με αξιοσημείωτη οικονομική ισότητα.[10] Και αυτό ισχύει ενώ γνωρίζουμε από την ίδια τη Βίβλο, όπως και από την αρχαιολογία, πως η τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου δεν ήταν ούτε πλήρης ούτε αδιάλειπτη· πού να τηρούνταν και αυστηρά!

Ως εκ τούτου, η δημοφιλής άποψη ότι ο βιβλικός μονοθεϊσμός εξέθρεψε στην Ευρώπη την πλουτοκρατία, την εξουσιομανία και την απολυταρχία αποτελεί μύθο.[11] Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχει αυτή η μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στις διδασκαλίες και τις πρακτικές του Ιησού και των πρώτων μαθητών του και στις πρακτικές του χριστιανισμού που διαμορφώθηκε αργότερα. Οι μελετητές, λοιπόν, οφείλουν με σοφία να διαχωρίζουν τα λεγόμενα της Βίβλου από τα όσα προπαγάνδιζαν και έπρατταν οι κρατικές θρησκείες και οι αυτοκράτορες – ακριβώς όπως πρέπει να κάνουν σε κάθε περίπτωση όπου μια θεωρία ή ιδεολογία εργαλειοποιείται από την εξουσία.

Έτσι λοιπόν, η ιστορική πραγματικότητα είναι πως οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες καπηλεύτηκαν τον βιβλικό μονοθεϊσμό ενσωματώνοντάς τον, με μια ερμηνευτική κοπτοραπτική, στην αυτοκρατορική προπαγάνδα για τις δικές τους επιδιώξεις, δίνοντας νέα μορφή στον προϋπάρχοντα παγανιστικό μύθο τους ότι εκπροσωπούσαν μια θεϊκή εξουσία.[12] Αυτή η αφύσικη ενσωμάτωση φαίνεται ότι είχε τουλάχιστον δύο ενδιαφέρουσες συνέπειες. Από τη μια, οι (ας πούμε) «μονοθεϊστικές» ή, καλύτερα, μονοθεΐζουσες αυτοκρατορίες επικράτησαν στο διεθνές πολιτικό σκηνικό και κέρδισαν αιώνες ζωής, πιθανότατα επειδή οι βιβλικές αρχές συμβάλλουν όντως στην κοινωνική συνοχή (όπως θα φανεί και λίγο παρακάτω)·[13] στατιστικά είναι αξιοσημείωτο πως οι μονοθεΐζουσες μοναρχίες είχαν κατά μέσον όρο 50-80% μεγαλύτερη διάρκεια ύπαρξης από τις αμιγώς παγανιστικές.[14] (Αυτό μακροπρόθεσμα εξυπηρέτησε τη διάδοση της Βίβλου σε όλο τον πλανήτη, παρότι οι θρησκευτικοί και κρατικοί άρχοντες συνήθως εμπόδιζαν τη λαϊκή διάδοση ολόκληρης της Βίβλου, γιατί έτσι θα αποκαλυπτόταν η «κοπτοραπτική» ερμηνευτική.) Από την άλλη, η καπήλευση του βιβλικού μονοθεϊσμού εκ των πραγμάτων σήμανε ένα υψηλό τίμημα για τον θεσμό της μοναρχίας, εφόσον η αυτοκρατορική εξουσία αναγκάστηκε να συνυπάρχει (κατά μία αυθαίρετη και διαστρεβλωμένη μίμηση της πολιτείας του αρχαίου Ισραήλ) με τη θρησκευτική εξουσία. Η θρησκευτική εξουσία, έχοντας κληρονομήσει από τους «χωριάτες», όπως θα τους έλεγε ο Κέλσος, πρώτους χριστιανούς μια πρωτοφανή συμπαγή παράδοση αλληλεγγύης, καλής οργάνωσης και δικτύωσης διεθνούς εμβέλειας, της οποίας ουδόλως θα μπορούσε να βρεθεί το όμοιό της στις παγανιστικές θρησκείες,[15] αποτελούσε έναν αυτόνομο, παράλληλο θεσμό, αρκετά ευμεγέθη και ισχυρό ώστε να μπορεί εκ των πραγμάτων να οριοθετεί, να ανταγωνίζεται ή και να καπελώνει (το τελευταίο ιδίως στη Δύση) την κρατική εξουσία.[16] Και αυτό ήταν απλώς το μεταβατικό στάδιο της επιρροής του (έστω διαστρεβλωμένου) βιβλικού μονοθεϊσμού στον πολιτικό χάρτη. Όπως θα δούμε σε μελλοντικό άρθρο, όταν την εποχή του Γουτεμβέργιου η Βίβλος έγινε ευρέως διαθέσιμη στον λαό και φάνηκε καλύτερα και μαζικότερα το τι πράγματι έλεγε, αποτέλεσε καταλύτη για την αμφισβήτηση όλου του παραδοσιακού θρησκευτικο-πολιτικού κατεστημένου, την αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων και τη μετάβαση στον φιλελευθερισμό.[17]

Από ηθική άποψη

«Ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός είναι ο Θεός των θεών και ο Κύριος των κυρίων, ο μεγάλος Θεός, ο ισχυρός και ο φοβερός, που δεν μεροληπτεί για κανέναν και δεν εξαγοράζεται με δώρα. Είναι εκείνος που αποδίδει στον ορφανό και στη χήρα το δίκιο τους, που αγαπάει τον ξένο και του δίνει ψωμί και ρούχα. Να αγαπάτε, λοιπόν, τους ξένους, γιατί κι εσείς ήσασταν ξένοι στην Αίγυπτο»
(Δευτερονόμιο 10:17-19, ΝΜΒ)

Στο παγανιστικό περιβάλλον όπου αναδύθηκε και διαδόθηκε ο βιβλικός μονοθεϊσμός, χονδρικά υπήρχαν οι εξής εκδοχές (οι οποίες μπορεί και να συνδυάζονται): (1) Το (ανώτατο;) θεϊκό ον δεν αποτελεί πραγματικά αιτία ύπαρξης των πάντων αλλά όμως σχετίζεται/ταυτίζεται με την κρατική εξουσία (π.χ. θρησκείες Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, δωδεκάθεο) και η σχέση μαζί του είναι κατ’ εξοχήν σχέση υποταγής σε αυτή την εξουσία· η διαγωγή του θεϊκού όντος (όπως συχνά και του κράτους ή των αρχόντων) περιγράφεται από τη θρησκευτική (προφορική ή γραπτή) παράδοση από αλλοπρόσαλλη έως αμοραλιστική αλλά πρέπει να γίνει ανεκτή λόγω της δύναμής του (νόμος είναι το δίκιο του… ισχυρού) – μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος, ισχυρότερος θεός-άρχοντας που να φέρει την ανατροπή. (2) Με τις άλλες αμοραλιστικές, ή τουλάχιστον όχι ηθικώς αξιομίμητες, θεότητες, που δεν ταυτίζονται οπωσδήποτε με την ανώτατη κρατική εξουσία αλλά ωστόσο ελέγχουν διάφορους τομείς της φύσης, η σχέση είναι σαφώς πελατειακή, με τους ανθρώπους να τους προσφέρουν δώρα (π.χ. θυσίες) ώστε να εκπληρωθούν οι επιθυμίες τους, ανεξάρτητα από το αν αυτές υπηρετούν το δίκαιο.

Σε τέτοια συστήματα, δύσκολα θα λέγαμε πως η θρησκεία προάγει την ηθική. Οι Έλληνες φιλόσοφοι στηλίτευσαν τον παραδοσιακό παγανιστικό τρόπο περιγραφής των θεών, και αν στην αρχαία Ελλάδα γινόταν σοβαρός λόγος περί ηθικής, αυτό οφειλόταν στους φιλοσόφους (Πλάτωνας, Αριστοτέλης, στωικοί) και όχι στους ιερείς. Εντούτοις, για αυτούς τους φιλοσόφους το ανώτατο Ον είναι απρόσωπο και το σύστημα αξιών πρέπει να εφαρμόζεται κυρίως ή μόνο για την επίτευξη προσωπικής ευτυχίας ή/και την επιβίωση της πόλεως, δηλαδή της οργανωμένης τοπικής κοινωνίας.[18]

Από την άλλη πλευρά, όπως διαβάσατε και στο θεματικό εδάφιο αυτού του μεσότιτλου, στη Βίβλο η θρησκεία δεν είναι παζάρι με τον Θεό, αλλά ηθική και δικαιοσύνη: «Η λατρεία που είναι καθαρή και αμόλυντη από την άποψη του Θεού και Πατέρα μας είναι αυτή: Να φροντίζει κανείς τα ορφανά και τις χήρες στη θλίψη τους» (Ιακώβου 1:27) Στην πραγματικότητα, στον βιβλικό μονοθεϊσμό, όπως λέγεται ρητά στις Γραφές, η ηθική και το δίκαιο είχαν πάντα πολύ μεγαλύτερη σημασία από τις τελετουργίες (Παροιμίες 15:8· 21:3· Ωσηέ 6:6· Ματθαίος 12:7). Οι σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους επηρεάζουν τη σχέση με τον Θεό (1 Ιωάννη 4:20-1). Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως, αν έχουμε συνηθίσει (στη Δύση τουλάχιστον) να μετράμε τη θρησκεία με βάση την ηθική, δηλαδή να λέμε ότι ο πραγματικά ευσεβής άνθρωπος πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα ηθικός και όχι υποκριτής, αυτό σε μεγάλο βαθμό το οφείλουμε στον βιβλικό μονοθεϊσμό.

Ως προς τη σχέση του με την ηθική, ο βιβλικός μονοθεϊσμός δεν πρωτοπόρησε μόνο χρονικά αλλά και ποιοτικά. Εκ των πραγμάτων πλεονεκτεί και ως προς το εύρος της, το πώς δηλαδή περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες της προσωπικής και κοινωνικής ζωής, και ως προς το βάθος της, δηλαδή ως προς τα κίνητρα που παρέχει για την εφαρμογή της. Επί παραδείγματι, αν το προσεγγίζαμε με ψυχολογικούς όρους, ο βιβλικός μονοθεϊσμός δίδαξε στους ανθρώπους να βλέπουν την ύπαρξή τους, τον εαυτό τους, ως καρπό υψηλού σκοπού και αγάπης και όχι ως αποτέλεσμα τυφλής τύχης ή ως έκτρωμα από τη φαγωμάρα μιας «θεϊκής οικογένειας» η οποία ουδόλως ενδιαφέρεται γνήσια για τους ανθρώπινους απογόνους της. Με αφορμή αυτή τη σκέψη αξίζει να τονιστεί ότι στη Βίβλο όχι μόνο έχουμε προσκόλληση σε αξίες (όπως συμβαίνει στις φιλοσοφικές απόψεις περί ηθικής), αλλά πρωτίστως προσκόλληση στο Πρόσωπο από το οποίο πηγάζουν οι αξίες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσκόλληση του ανθρώπου στη βιβλική ηθική προσλαμβάνει χαρακτηριστικά διαπροσωπικής σχέσης και μάλιστα όχι μόνο στο επίπεδο υπηκόου-βασιλιά, αλλά και παιδιού-πατέρα, όπως ήδη επισημάνθηκε.[19] Η διαπροσωπική σχέση με τον Θεό είναι πανταχού παρούσα στη Βίβλο, αλλά σίγουρα ξεχωρίζει ιδιαίτερα στο βιβλίο των Ψαλμών. Με αυτά υπόψη, κατανοούμε καλύτερα γιατί στον Μωσαϊκό Νόμο, έναν κρατικό νόμο, υφίσταται η παγκόσμια πρωτοτυπία, ή και μοναδικότητα, να γίνεται λόγος όχι απλώς για συμμόρφωση και υπακοή στους νόμους αλλά και για ολόκαρδη αγάπη προς τον Νομοθέτη, τον Δημιουργό και Συντηρητή της ζωής (Έξοδος 20:6· Δευτερονόμιο 6:5). Ακριβώς επειδή η αγάπη είναι το ζητούμενο, ο πυρήνας του βιβλικού μονοθεϊσμού δεν σχετίζεται με εικόνες και σύμβολα αλλά με την παιδεία: το κλειδί βρίσκεται στη συνειδητή καλλιέργεια της προσωπικότητας και όχι στις βιολογικές ή τις υποσυνειδησιακές ορμές – και αυτό στην περίπτωση του αρχαίων Εβραίων σε εθνικό επίπεδο.

Δεν χρειάζεται μεγάλη τέχνη ή αξιοθαύμαστα καλλιεργημένη ευφράδεια για να αποδείξω πως οι χριστιανοί πρέπει να ανέχονται ο ένας τον άλλον. Εγώ, ωστόσο, θα πάω και παρακάτω: υποστηρίζω πως πρέπει να βλέπουμε όλους τους ανθρώπους ως αδέρφια μας. Τι; Τον Τούρκο ως αδελφό μου; Τον Κινέζο ως αδελφό μου; Τον Εβραίο; Τον Σιαμαίο; Αναμφίβολα ναι! Δεν είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου πατέρα και δημιουργήματα του ίδιου Θεού; – Βολταίρος, Πραγματεία περί ανεκτικότητας, 1763.

H αγάπη αυτή επεκτείνεται και προς τον πλησίον, προς τον μετανάστη, ακόμη και προς τον εχθρό – πράγμα που δεν το λέει για πρώτη φορά ο Ιησούς, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά η Παλαιά Διαθήκη (Έξοδος 20:6· 23:4, 5· Λευιτικό 19:18, 34· Δευτερονόμιο 6:5· Παροιμίες 25:21). Εδώ το θέμα μας δεν είναι μόνο η επιβίωση των μελών μιας κοινότητας απέναντι σε κοινούς εχθρούς, αλλά κάτι ουσιαστικότερο και σταθερότερο. Όπως αναγνώρισε και ο Βολταίρος, ακόμη κι αν δεν πίστευε στη θεοπνευστία της Βίβλου,[20] εφόσον όλοι οι άνθρωποι οφείλουν την ύπαρξή τους στον ίδιο Θεό, είναι επί της ουσίας αδέρφια. Ο βιβλικός μονοθεϊσμός, επομένως, αποτελεί ισχυρή βάση για την ενότητα της ανθρώπινης οικογένειας, για αλληλεγγύη και για σεβασμό από όλους προς όλους (Ιώβ 31:13-22). Κατ’ επέκταση, η βιβλική ηθική δεν περιορίζεται απλώς στην τοπική κοινωνία ή τις ανάγκες της πολιτείας, αλλά από τη φύση της έχει πανανθρώπινη ματιά, διαπνέεται από οικουμενικότητα. Η τεχνολογία σήμερα μας επιτρέπει να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως πολίτες ενός παγκόσμιου χωριού, ωστόσο η Βίβλος πρόβαλλε αυτή την εικόνα χιλιετίες πρωτύτερα, και πιθανώς ήταν η μόνη που το έκανε αυτό. Έτσι λοιπόν, ο βιβλικός μονοθεϊσμός εξουδετερώνει τα σωβινιστικά αφηγήματα κατά τα οποία διαφορετικοί λαοί έχουν διαφορετικούς θεϊκούς ή ημίθεους γενάρχες και διαφορετικούς πολιούχους θεούς, και ως εκ τούτου απονομιμοποιεί τον ρατσισμό και τις συγκρούσεις μεταξύ βασιλιάδων, κρατών και λαών.[21] Εξ ου, κεντρικό βιβλικό θέμα, από τη Γένεση μέχρι την Αποκάλυψη, είναι η ενότητα της ανθρώπινης οικογένειας υπό τον έναν Δημιουργό (Γένεση 18:18· 1 Βασιλέων 8:43· Ψαλμός 67:2-4· Ματθαίος 28:19· Αποκάλυψη 15:4· 21:24-22:2), ο τερματισμός των πολέμων, των κοινωνικών αδικιών και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο (Ψαλμός 46:9· 72· Ησαΐας 2:2-4· 65:21, 22). Εύλογα, όπως ευελπιστώ να δούμε σε μελλοντικά άρθρα, ο Μωσαϊκός Νόμος, μέσα στις περιοριστικές και ιδιάζουσες συνθήκες της αρχαιότητας, περιείχε ειδικές διατάξεις για την οικονομική ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την προστασία των ευάλωτων ομάδων, ενώ μεταγενέστερα, όπως ήδη λέχθηκε, οι προφήτες στηλίτευαν δριμύτατα όσους αψηφούσαν τούτες τις αρχές. Με αυτά υπόψη, ο μελετητής μπορεί να αρχίσει να καταλαβαίνει το γιατί η Παλαιά Διαθήκη είναι το υπόβαθρο των διδασκαλιών του Ιησού από τη Ναζαρέτ.

Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ

Μελετώντας τη σχέση του βιβλικού μονοθεϊσμού με το ιδεώδες της ισότητας, είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτο (και διόλου ιστορικά τυχαίο) που η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα της ιστορίας (στην ίδρυση της πρώτης σύγχρονης «δημοκρατίας»), αναφέρει βάσει της Βίβλου πως «πως όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργημένοι ίσοι, και έχουν προικιστεί από τον Δημιουργό τους με ορισμένα αναφαίρετα Δικαιώματα, μεταξύ των οποίων είναι η Ζωή, η Ελευθερία και η επιδίωξη της Ευτυχίας», τοποθετώντας (στα λόγια τουλάχιστον) το φυσικό δίκαιο (που εδώ είναι το δίκαιο του βιβλικού Δημιουργού) πάνω από το θετικό, δηλαδή το δίκαιο των ανθρώπων.[22] Σε αυτά τα λόγια βασίστηκε και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και η Χάρτα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ για τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η θετική επιρροή της Βίβλου στην εμπέδωση αυτών των εννοιών υπήρξε πολύ μεγαλύτερη από ό,τι αντιλαμβάνονται πολλοί σήμερα.

Ο γνωστός ιστορικός της αρχαιότητας και του μεσαίωνα Tom Holland παραδέχτηκε: «Μου πήρε πολύ καιρό μέχρι να συνειδητοποιήσω πως η ηθική μου δεν είναι ελληνική ή ρωμαϊκή αλλά, πέρα για πέρα και υπερήφανα, χριστιανική».—«Tom Holland: Why I was wrong about Christianity», The New Statesman, 14 Σεπτεμβρίου 2016.

Βεβαίως, μπορεί να αντιτείνει κάποιος ότι υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος, εφόσον στο όνομα του μονοθεϊσμού πολλοί «χριστιανοί» βασιλιάδες, κληρικοί και λαϊκοί υποστήριξαν σκληρούς διωγμούς και πολέμους για να επιβληθούν διά της βίας ακόμη και προς άτομα που θεωρητικά λάτρευαν τον ίδιο Θεό ή είχαν ακόμη και την ίδια θρησκεία. Εν προκειμένω επρόκειτο για άλλη μία καπήλευση της Βίβλου από την εξουσία κατά μία εντελώς αυθαίρετη και διαστρεβλωμένη μίμηση της κατάστασης του αρχαίου βασιλείου του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, η Βίβλος, αν κάποιος την κατανοήσει και την εφαρμόσει κυριολεκτικά, δεν προσφέρει ερείσματα για τέτοιου είδους ενέργειες – μόνον ο Δημιουργός της ζωής έχει δικαίωμα να κρίνει και να αφαιρέσει ζωή, κάτι που το γνώριζαν καλά ο Ιησούς και οι πρώτοι χριστιανοί (Ρωμαίους 12:17-21).[23] Ακριβώς επειδή τα πραγματικά αίτια των πολέμων είναι εντελώς άσχετα με τη Βίβλο, οι πόλεμοι και η βία προϋπήρχαν της Βίβλου και εξακολούθησαν να υπάρχουν σε κοινωνίες ανεξάρτητα από το αν αυτές ήταν πολυθεϊστικές, αθεϊστικές ή απλώς εκκοσμικευμένες.

Μιλώντας για τη σχέση του μονοθεϊσμού με την ηθική, ένα δεύτερο σημείο σχετίζεται με τον τρόπο που βλέπουμε τη φύση: η θεώρηση του φυσικού κόσμου ως έργου του Δημιουργού αποτελεί ισχυρή βάση και για μια καλά ριζωμένη οικολογική συνείδηση. Σύμφωνα με την αφήγηση της Γένεσης, στον άνθρωπο ανατέθηκε η φροντίδα της γης και των ζώων (Γένεση 1:28· 2:15, 19· Ψαλμός 8) Επομένως, ο εχθρός της δημιουργίας, της φύσης, είναι και εχθρός του Δημιουργού (Αποκάλυψη 11:18).

Από φιλοσοφική άποψη

«Η βάση της σοφίας είναι ο σεβασμός στον Κύριο,
βάση της νόησης είν’ η γνώση του Άγιου Θεού».
(Παροιμίες 9:10, ΝΜΒ)

Πρώτον, η ύπαρξη Δημιουργού (και μάλιστα πάνσοφου και πανάγαθου) σημαίνει ύπαρξη υψηλού σκοπού στη ζωή των «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» δημιουργημάτων. Αυτό βρίσκεται στον αντίποδα του μηδενισμού, κάτι που αναμφισβήτητα έχει τεράστιες ψυχολογικές, ηθικές και κοινωνικές προεκτάσεις.[24] Αυτός είναι ο απλός λόγος για τον οποίο ο Βολταίρος είπε επιτιθέμενος σε ένα αθεϊστικό έντυπο της εποχής του: «Ακόμη κι αν δεν υπήρχε Θεός, θα έπρεπε να τον επινοήσουμε».

Δεύτερον, η προΰπαρξη του Δημιουργού έναντι του υλικού σύμπαντος και η ύπαρξή του πέρα από αυτό σημαίνουν πως η δύναμη και η αλήθεια δεν βρίσκονται κυρίως στα φαινόμενα. Αυτή η κοσμοθεώρηση καλεί τον άνθρωπο να αξιοποιεί τον νου του και να μην περιορίζεται επιπόλαια από την αισθητή επιφάνεια. Οι εφαρμογές είναι σίγουρα πολλές: χρήση του νου για να αντιλαμβάνεται κάποιος τι υπάρχει στον χώρο πέρα από αυτό που βλέπουν τα μάτια του και ακούν τα αφτιά του· χρήση του νου για να αντιλαμβάνεται κάποιος τι θα συμβεί αργότερα, δηλαδή σε βάθος χρόνου· χρήση του νου για να αντιλαμβάνεται κάποιος τι πράγματι συνέβη πρωτύτερα, ποια είναι τα πραγματικά αίτια μιας συμπεριφοράς, ενός γεγονότος ή μιας ύπαρξης. Όχι τυχαία λοιπόν, η Βίβλος μιλά συχνά για τη χρήση του νου και τον κίνδυνο της επιπολαιότητας ή και της διανοητικής ή ηθικής τύφλωσης, ενώ ένα ειδικό τμήμα της για αυτό το θέμα είναι το βιβλίο των Παροιμιών. Η πνευματικότητα της Βίβλου δεν είναι μια «πνευματικότητα» αισθησιασμού ή αποχαύνωσης, όπως συχνά συμβαίνει στον παγανισμό, αλλά χρήσης του νου.[25] Η πίστη της Βίβλου δεν είναι διαίσθηση ή συναίσθημα ελλείψει αποδείξεων (όπως εσφαλμένα θεωρούν πολλοί), αλλά διανοητική αξιοποίηση των διαθέσιμων αποδείξεων οι οποίες είναι αντιληπτές μέσω των αισθήσεων, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για πράγματα που δεν είναι άμεσα αντιληπτά μέσω των αισθήσεων (Εβραίους 11:1). Η χρήση του νου (σε αντίθεση με τις εντυπώσεις των αισθήσεων) απαιτεί προσπάθεια, οπότε συνιστά άσκηση της ελεύθερης βούλησης και γίνεται στον πληρέστερο βαθμό από ανθρώπους με αγνά κίνητρα που ενδιαφέρονται γνήσια για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη (Παροιμίες 1:20-2:15· 15:28· Ματθαίος 5:8). Ως εκ τούτου, πριν από 3.000 χρόνια η Βίβλος αιτιολόγησε τον αθεϊσμό ως εξής: «Λόγω της υπεροψίας του, ο πονηρός δεν ερευνάει· όλες του οι σκέψεις είναι: “Δεν υπάρχει Θεός”» (Ψαλμός 10:4, ΜΝΚ).

Τρίτον, ο βιβλικός μονοθεϊσμός βρίσκεται στον αντίποδα των αρχαίων αντιλήψεων κατά τις οποίες υπάρχουν πολλοί θεοί με τον καθένα να έχει έναν οριοθετημένο χώρο εξουσίας σε ένα κατακερματισμένο σύμπαν (ο θεός της θάλασσας, ο θεός του αέρα, ο θεός της φωτιάς κ.λπ.). Κατά τη βιβλική θεώρηση, εφόσον ένας είναι ο Δημιουργός και Κύριος πάντων, η θεϊκή Δημιουργία πρέπει να θεωρείται ενότητα και όχι άθροισμα ανεξάρτητων, ετερογενών και απλώς ανταγωνιζόμενων όντων. Με τη βαθυστόχαστη αυτή θεώρηση φαίνεται ευκολότερα, πίσω από τη φαινομενική πολλαπλότητα και διαφορετικότητα, το βαθύτερο νόημα της (συν)ύπαρξης των φυσικών όντων, έλλογων και άλογων.[26] Ο σκεπτόμενος άνθρωπος προσπαθεί να καταλάβει πώς και γιατί αλληλεπιδρούν και συνεργάζονται τα ποικίλα όντα, παρά τις αντιθέσεις τους.[27]

Αιώνες μετά τη Γένεση, στα κείμενα των ινδουιστικών ουπανισάδων (περ. 800-600 π.Χ.) εμφανίζονται δοξασίες για μια υπέρτατη απρόσωπη πραγματικότητα, το «Βράχμαν», που περικλείει και διαποτίζει τα πάντα. Επρόκειτο για αντιλήψεις που περιορίστηκαν σε μια ελίτ μυστικιστών διανοουμένων. Λίγο αργότερα, λέγεται πως κάτι παρόμοιο συνέλαβε και ο Πυθαγόρας,[28] θεωρώντας την πολλαπλότητα ως τρόπους εκφάνσεων της Μονάδας, που ενυπάρχει παντού. Αν και πολλά πράγματα είναι αβέβαια για τον Πυθαγόρα καθαυτόν, είναι σίγουρο πως έκτοτε η υψηλή διανόηση της Ελλάδας είχε μονοθεϊστικές τάσεις στη θεωρία (αν και το Υπέρτατο ή όντως Ον το εκλάμβανε ως απρόσωπο), αν και πολυθεϊστικές λατρευτικές πρακτικές για κοινωνικοπολιτικούς, και όχι μόνο, λόγους.[29] Επίσης, ως γνωστόν, η πλατωνική παράδοση, που προέρχεται εν μέρει από τον πυθαγορισμό, έδωσε έμφαση στην αξία του νου, αλλά συχνά με τρόπο ελιτίστικο, διανοουμενίστικο, εσωστρεφή, αντικοινωνικό, αντίθετο με την αληθινή φύση του ανθρώπου, που περιλαμβάνει τη βιολογική του υπόσταση.

Από επιστημονική άποψη

«Ξέρεις τους νόμους που κυβερνούν τους ουρανούς;» (Ιώβ 38:33, ΝΜΒ)

Απεικόνιση της επικρατούσας επιστημονικής θεωρίας για την ιστορία του σύμπαντος
Απεικόνιση της επικρατούσας επιστημονικής θεωρίας για την ιστορία του σύμπαντος

Πρώτα απ’ όλα, το βιβλικό δόγμα ότι το υλικό σύμπαν έχει αρχή επιβεβαιώθηκε τον 20ό αιώνα από τη σύγχρονη επιστήμη, ύστερα από αιώνες αντιλογίας για το αν το σύμπαν είναι αιώνιο ή όχι. Οι Ίωνες θεωρούσαν πως η πρωταρχική, η αιώνια ουσία είναι υλικής φύσης (ο αέρας, η φωτιά, το νερό, η γη, ανάλογα με τον εκάστοτε φιλόσοφο). Ο τιτάνιος Αριστοτέλης θεωρούσε εσφαλμένα πως το σύμπαν ως σύστημα υπήρχε ανέκαθεν (ἡ δέ γε τοῦ κόσμου τάξις ἀΐδιος) και αυτή ήταν μια δημοφιλής επιστημονική θεωρία μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής (περί της σταθερής αύξησης της εντροπίας και της τάσης της θερμικής ενέργειας να διαχέεται εκεί όπου υπάρχει λιγότερη θερμική ενέργεια, που θα σήμαιναν πως ένα αιώνιο σύμπαν πρέπει να είναι χαοτικό και με θερμική ισορροπία, δηλαδή να είναι νεκρό) και η παρατήρηση της διαστολής του σύμπαντος κατά τον 20ό αιώνα είναι δύο βασικοί τρόποι που απέδειξαν επιστημονικά πως το σύμπαν έχει αρχή. Αυτή, σύμφωνα με τις σημερινές μετρήσεις, τοποθετείται από τους περισσότερους πριν από περίπου 14 δισεκατομμύρια χρόνια.[30] Για ορισμένους απλώς και μόνο η (προ)ύπαρξη φυσικών νόμων που καθόρισαν αυστηρά τις ιδιότητες της ύλης ήδη από τα πρώτα απειροελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου της ύπαρξής της αποδεικνύει την ύπαρξη ενός άυλου, εξωτερικού παράγοντα στον οποίο οφείλεται η αρχή και ο τρόπος επέκτασης του σύμπαντος.[31]

Δεύτερον, παρατηρώντας έκπληκτοι οι επιστήμονες ότι η διαστολή του σύμπαντος είναι επιταχυνόμενη, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν όχι μόνο την αρχή του αλλά και πως αυτό συμπεριφέρεται σαν τη μαριονέτα που κινείται από μια αιτία η οποία δεν είναι παρατηρήσιμη αλλά παντελώς άγνωστη σε εμάς. Τόσο η επιτάχυνση της διαστολής όσο και άλλα παράδοξα φαινόμενα στη δομή και την κίνηση του σύμπαντος αποδεικνύουν πως αυτός ο άγνωστος παράγοντας είναι πολύ ισχυρότερος από τη βαρυτική δύναμη της μάζας του σύμπαντος, η οποία θα έπρεπε κανονικά να προκαλεί τη συρρίκνωσή του. Τον άγνωστο παράγοντα, που εκ του αποτελέσματος αθροιστικά θεωρείται πως αποτελεί το 95% της ύπαρξης των πάντων έναντι 5% του γνωστού υλικού σύμπαντος, οι επιστήμονες τον περιγράφουν με τους όρους «σκοτεινή ύλη» και «σκοτεινή ενέργεια».[32] Ο όρος «σκοτεινή ύλη» δεν οφείλεται στο ότι όντως έχει αποδειχτεί πως πρόκειται περί ύλης, αλλά στο ότι πρέπει να είναι ύλη εφόσον και οι ίδιοι είναι υλιστές.[33] Σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να αποδεχτούν πως το φυσικό σύμπαν δεν είναι κλειστό σύστημα, αλλά υπάρχουν και οντότητες πέρα από αυτό οι οποίες επηρεάζουν την ύπαρξή του. Η παγιωμένη πλέον είσοδος της «σκοτεινής ύλης» και της «σκοτεινής ενέργειας» στα επιστημονικά εγχειρίδια αποτελεί μια αποστομωτική απάντηση σε όσους θεωρούν πως ο επιστημονικός τρόπος σκέψης πρέπει να αποκλείει δογματικά οτιδήποτε είναι μη παρατηρήσιμο.[34] Ναι, η δύναμη βρίσκεται κυρίως (όπως είπαμε, κατά 95%) σε πράγματα μη παρατηρήσιμα, και η άρνηση αυτού του γεγονότος θα ήταν απλώς εθελοτυφλία. Η επιστημονική πίστη στην ύπαρξη της «σκοτεινής ύλης» και της «σκοτεινής ενέργειας» λειτουργεί παρόμοια με τη βιβλική πίστη: δηλαδή πρόκειται για ασφαλή συμπεράσματα για πράγματα μη αισθητά με βάση τα αποτελέσματά τους στα αισθητά.

Τρίτον, η επιστήμη έχει επιβεβαιώσει την ενότητα και την κοινή καταγωγή του ανθρώπινου γένους, παρά την ποικιλία στα φυσικά χαρακτηριστικά.

Τέταρτον, οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο «οικοσύστημα» για να τονίσουν την ενότητα και την αλληλεξάρτηση των συστατικών μερών του φυσικού περιβάλλοντος παρά την τεράστια ποικιλία του («βιοποικιλότητα») και, όταν κάνουν παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον (και δεν κυριαρχούν τα οικονομικά συμφέροντα), προσπαθούν να μη διαταράσσουν τις φυσικές ισορροπίες. Προέκταση αυτής της θεώρησης στη φυσική είναι η προσπάθεια διαμόρφωσης μιας «θεωρίας των πάντων».[35]

«Καθώς προσπαθώ να διακρίνω την προέλευση αυτής της πεποίθησης, φαίνεται να τη βρίσκω σε μια βασική έννοια […] που διατυπώθηκε πρώτα στον δυτικό κόσμο από τους αρχαίους Εβραίους: δηλαδή ότι το σύμπαν κυβερνάται από έναν μόνο Θεό και δεν είναι προϊόν των καπρίτσιων πολλών θεών, που ο καθένας κυβερνά τη δική του περιοχή σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Αυτή η μονοθεϊστική άποψη φαίνεται να είναι το ιστορικό θεμέλιο της νεότερης επιστήμης».—Μέλβιν Κάλβιν, νομπελίστας βιοχημικός.[39]

Πέμπτον, η ιδέα ότι υπάρχει ένας νοήμων Δημιουργός πίσω από το φυσικό σύμπαν (και ως εκ τούτου σκοπός και όχι τυφλή τύχη) έχει ωθήσει πολλούς μελετητές της Βίβλου να ασχοληθούν σοβαρά με την επιστημονική έρευνα για να γνωρίσουν τον Δημιουργό και το έργο Του. Κλασικό παράδειγμα, με τεράστια σπουδαιότητα στην ιστορία της επιστήμης, είναι ο Ισαάκ Νεύτων.[36] Εδώ θα πρέπει να τονιστεί πως, σε αντίθεση με δημοφιλείς παρανοήσεις, η Βίβλος δεν προάγει τον μυστικισμό,[37] αλλά ήδη από τη Γένεση τονίζει πως η αξιοποίηση των ανθρώπινων (νοητικών και σωματικών) δυνατοτήτων είναι ευθύνη και προνόμιο από τον Θεό. Ως εκ τούτου, η επιστημονική έρευνα μπορεί βιβλικά να ιδωθεί ως μέρος του θελήματος του Θεού για τον άνθρωπο.

Έκτον, στην επιστημονική έρευνα συνέβαλε και η «απομάγευση» του κόσμου, δηλαδή η βιβλική θεώρηση ότι το φυσικό σύμπαν δεν είναι θεϊκό ή μαγικό αλλά λειτουργεί μηχανιστικά, ότι δηλαδή είναι όντως πρόσφορο για έρευνα και διέπεται από φυσικούς νόμους, κάτι που αναφέρεται ρητά στις Γραφές. Άμεσα σχετικές με αυτό είναι οι απαγορεύσεις της Παλαιάς Διαθήκης, που είδαμε και παραπάνω, για τη χρήση κάθε είδους μαγείας, κάτι που επί της ουσίας καθιστά τον άνθρωπο, μέσα στο φυσικό περιβάλλον, ελεύθερο και υπεύθυνο για τις επιλογές του και τον καλεί να χρησιμοποιεί τον νου και το σώμα του για να πετύχει στη ζωή του.[38]

Επίλογος

Το εδάφιο Γένεση 1:1, σίγουρα, είναι κλειδί για την κατανόηση όλης της Βίβλου. Είναι επίσης μια ιστορικά, ψυχολογικά, κοινωνιολογικά και πολιτικά ανεξήγητη ιστορική τομή, ένα τεράστιο άλμα προόδου ενάντια σε όλες τις συνθήκες της εποχής. Συνιστά θρησκευτική πρωτοπορία, αλλά όχι μόνο.  Αγγίζει κάθε πτυχή της ζωής με απαράμιλλο τρόπο. Είναι ένας ολόκληρος τρόπος αντίληψης του εαυτού μας, το περιβάλλοντός μας και του σύμπαντος που καταγράφηκε πριν από 3.500 χρόνια και επιβεβαιώνεται από τη σύγχρονη επιστήμη. Έμαθε σε εκατομμύρια ανθρώπους να σκέφτονται. Έδωσε σκοπό στη ζωή τους. Τους χαλύβδωσε ηθικά. Τους έδωσε ταυτότητα και τους έμαθε να είναι ενωμένοι, να σέβονται τον διπλανό τους, το περιβάλλον τους, να βλέπουν τον κόσμο όλο σαν μια οικογένεια σε ένα κοινό σπίτι, τη γη. Ακόμη και όταν κάποιοι ισχυροί προσπάθησαν να καπηλευτούν τη δύναμή του για ιδιοτελείς σκοπούς, για να ενώσουν τους λαούς τους κάτω από τη δική τους εξουσία, μακροπρόθεσμα τους τιμώρησε και ωφέλησε την ανθρωπότητα, όπου διαδόθηκε. Επηρέασε δραστικά τον ρου της ιστορίας, του πολιτισμού. Αφ’ ής στιγμής τα λόγια αυτά γράφτηκαν πάνω στον πάπυρο και κηρύχτηκαν πλατιά, θα ήταν αδύνατον ο κόσμος να συνεχίσει να είναι ο ίδιος.

Το πρώτο εδάφιο της Βίβλου είναι και η πρώτη απόδειξη της θεοπνευστίας της.


Βιβλιογραφικές παραπομπές

[1] Βλ. π.χ. Λ. Κουλουμπαρίτσης, Ιστορία της αρχαίας και μεσαιωνικής φιλοσοφίας, τόμ. Α΄, Εξάντας,  2008, σελ. 81-123. Στη σύγκρισή του μεταξύ των αρχαίων κοσμογονικών μύθων ο συγγραφέας παραδέχεται: «Ο πολυθεϊσμός εισάγει τερατώδεις ωμότητες, όπως η αιμομιξία και ο ευνουχισμός, στοιχεία που δεν συναντούμε στους ιουδαϊκούς μύθους» (σελ. 81).

[2] Ειδικότερα για τους προσωκρατικούς βλ. G.S. Kirk κ.ά., Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, MIET, 2006· Α.Α. Long κ.ά, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Παπαδήμας, 2007. Στους προσωκρατικούς αναμφίβολα ξεχωρίζουν οι εκπληκτικοί Λεύκιππος και Δημόκριτος, που εισάγουν την ατομική θεωρία και άλλες απόψεις οι οποίες είναι ορθές. Βλ. Θ. Παπαδόπουλος, Δημόκριτος, ο φιλόσοφος και ο φυσιοδίφης, ο θεωρητικός της δημοκρατίας, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 2018· Δημόκριτος (τόμοι 3), Εκδόσεις Ζήτρος, 2004, 2020.

[3] Σε αυτή την απόπειρα κατηγοριοποίησης πρέπει να θεωρείται αυτονόητο πως οι διάφοροι τομείς συνδέονται μεταξύ τους ή ακόμη και αλληλοεπικαλύπτονται σε έναν βαθμό. Σε σχέση με το πώς επιβεβαιώνεται επιστημονικά, σε πολλά σημεία του, το 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, σύντομη αλλά καίρια ανασκόπηση υπάρχει στο άρθρο «Τι μας λέει η Αγία Γραφή», Ξύπνα!, αρ. 3, 2021, σ. 10-3.

[4] Avraham Faust, “Israelite Temples: Where was Israelite Cult not Practiced, and Why?”, Religions 2019, 10, 106 κ.ε. Από ό,τι φαίνεται, η σπανιότητα τέτοιων αρχαιολογικών ευρημάτων μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο στις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις όπως αυτές του Ιωσία και του Εζεκία, που περιλάμβαναν καταστροφή των ιερών που είχαν χτιστεί από Εβραίους με παγανιστικές τάσεις, αλλά και σε ένα γενικό λατρευτικό μοτίβο βαθιά ποτισμένο στη συλλογική συνείδηση, ώστε να είναι μέρος της εθνικής ταυτότητας (γεγονός που εγείρει πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις της εθνογένεσης του εβραϊκού λαού) που έκανε κράτος και λαό να είναι κάπως φειδωλοί σε τέτοιου είδους αποκλίσεις. Οι κατεστραμμένοι ναοί των Εβραίων με παγανιστικές τάσεις θα μπορούσαν να εντοπιστούν έτσι όπως εντοπίζονται οι κατεστραμμένοι προϋπάρχοντες ναοί των Χαναναίων. Όπως δείχνει τόσο η Βίβλος όσο και η αρχαιολογία, η όποια παγανιστική λατρεία των Εβραίων γινόταν συνήθως είτε σε ιδιωτικούς χώρους (σπίτια, σπηλιές) είτε σε ανοιχτούς, υπαίθριους (π.χ. Υψηλοί Τόποι). Ο Avraham Faust εικάζει πως η σπανιότητα των θρησκευτικών και φιλοβασιλικών μνημείων οφείλεται σε μια κουλτούρα λιτότητας και οικονομικής ισότητας, ωστόσο θεωρώ ότι αυτά τα φαινόμενα (όπως και οι τάσεις ισότητας) αιτιολογούνται πολύ πιο ικανοποιητικά με τον βιβλικό μονοθεϊσμό, ο οποίος είναι ευδιάκριτος όχι μόνο από τη Βίβλο αλλά και από τα αρχαιολογικά ευρήματα ήδη περίπου από το 1200 π.Χ.. Για περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά την παρουσία του ανεικονικού μονοθεϊσμού ήδη κατά την πρώιμη ιστορία των Εβραίων στην Παλαιστίνη, βλ. Benjamin D. Sommer, «Monotheism and Polytheism in Ancient Israel The Bodies of God and the World of Ancient Israel, Cambridge University Press, 2009, σελ. 145 κ.ε.

[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα, Ύψιλον, 1999, σελ. 9.

[6] Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη: Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σελ. 216, 320. Το εν λόγω σύγγραμμα καταπιάνεται με το σπουδαιότατο ζήτημα της ισχυρής ταυτότητας που βασίζεται στην παιδεία ενός ολόκληρου λαού και όχι στα σύμβολα και τα μνημεία, κάτι «αδιανόητο» και «παράδοξο» (σελ. 301, 375). Για το ζήτημα της πνευματικότητας της βιβλικής θρησκείας που βασίζεται στον λόγο και όχι στην εικόνα, βλ. το άρθρο «Η βιβλική θρησκεία και ο (γραπτός) λόγος».

[7] Στο παρόν κείμενο ως «βιβλικός μονοθεϊσμός» εννοείται ο τρόπος που η Βίβλος περιγράφει τον Δημιουργό και Πηγής της ζωής των πάντων και μόνο δικαιωματικό αποδέκτη λατρείας.

[8] Τόσο η τοποθέτηση της βιβλικής θρησκείας απέναντι στην εβραϊκή κρατική εξουσία, στην οποία ασκεί αυστηρό έλεγχο, όσο και η επιβίωση της βιβλικής θρησκείας όταν η κρατική εξουσία έχει καταλυθεί από τους Βαβυλώνιους αποδεικνύει ιστορικά πως αποτελεί ένα φαινόμενο αυτόνομο που μπορεί να υφίσταται χωρίς καν το περιβάλλον της εθνικής επικράτειας. (Βλ. Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη: Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σελ. 288). Κατά τη Βίβλο, αυτή η αυτονομία οφείλεται στο ότι η βιβλική θρησκεία προέρχεται από τον Δημιουργό και όχι από το κράτος.

[9] Henri Fankfort, Kingship and the Gods: A Study of Ancient Eastern Religion as an Integration of Society and NatureThe University of Chicago Press, 1948, 1978, σελ. 343.

[10] Avraham Faust, “Israelite Temples: Where was Israelite Cult not Practiced, and Why?”, Religions 2019, 10, 106 κ.ε. Faust, A., 2013, “Early Israel: an Egalitarian Society”, Biblical Archaeology Review 39/4: 45-49, 62-63.

[11] Κλασικό δημοφιλές βιβλίο που προασπίζεται αυτή την ιδέα είναι ο υβριστικός, σχεδόν ρατσιστικός, αχταρμάς της Λιλής Ζωγράφου που τιτλοφορείται Αντιγνώση: τα δεκανίκια του καπιταλισμού, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1974.

[12] Steven Runciman, Η βυζαντινή θεοκρατία, Εκδόσεις Δόμος 1991, σελ. 11, 28-30.

[13] Ο Murat Iyigun αναφέρει στο άρθρο του μερικούς λόγους για αυτό, όπως το ανεπτυγμένο αίσθημα περί ηθικής. Προσωπικά, θα το εξηγούσα ως εξής: Η Βίβλος (1) παρέχει το πρότυπο της εθνικής εκπαίδευσης, (2) ενώνει τον λαό με ένα κοινό όραμα και με κοινές αξίες, δίνοντάς του ισχυρή συλλογική ταυτότητα, (3) απαιτεί από την εξουσία να δείχνει ανθρώπινο πρόσωπο προς τους υπηκόους/πολίτες, (4) διδάσκει τους υπηκόους/πολίτες να συμπεριφέρονται με σεβασμό αναμεταξύ τους και να είναι αλληλέγγυοι, (5) προάγει την οργανωτικότητα και την εργατικότητα. Αυτές οι τάσεις δεν παρουσιάστηκαν στον ίδιο βαθμό σε κάθε περίπτωση (μπορεί π.χ. να συγκρίνει κανείς τις περιπτώσεις του Βυζαντίου, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ), αλλά όσο προβλήθηκαν ή/και εργαλοιοποιήθηκαν (με καλό ή κακό σκοπό), συνέβαλλαν στη συνοχή των κρατών. Τα όσα αναφέρω παρακάτω στο άρθρο φωτίζουν αρκετές πτυχές από αυτά τα πέντε σημεία.

[14] Murat Iyigun, Monotheism (From a Socio-political and Economic Perspective), IZA – Institute for the Study of Labor, Discussion Paper No. 3116, October 2007, σελ. 3 κ.ε.

[15] Jan N. Bremer, ‘How Do We Explain the Quiet Demise of Graeco-Roman Religion? An Essay’, Numen 68(2-3):230-271, Brill. March 2021· Dimitris J. Kyrtatas, ‘The Significance of Leadership and Organisation in the Spread of Christinity’,  in W. V. Harris (ed.), Τhe Spread of Christianity in the First Four Centuries: Essays in explanation, Columbia Studies in the Classical Tradition, Brill, Leiden and Boston 2005, σελ. 53-68.

[16] Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο; Ελληνικά Γράμματα, 2009, σελ. 158-9. Βεβαίως, εκτενής ανάλυση υπάρχει στον Steven Runciman, Η βυζαντινή θεοκρατία, Εκδόσεις Δόμος 1991. Αυτά όσον αφορά μόνο τις απαρχές αυτής της κατάστασης, που κατέληξε να είχε διάφορες παραλλαγές σε Ανατολή και Δύση.

[17] Για τον ρόλο της Βίβλου στην Αγγλική Επανάσταση, όπου θεσμοθετήθηκε το πρώτο σύγχρονο κοινοβούλιο και η σύγχρονη συνταγματική μοναρχία, βλ. Christopher Hill, The English Bible and the Seventeenth-Century Revolution, Penguin, 1994. Για τη σχέση μεταξύ της Βίβλου, της Αμερικανικής Επανάστασης και της ίδρυσης του πρώτου σύγχρονου δημοκρατικού κράτους βλ. Abraham Katsh, “The Biblical Background of the Political System of America,” Hebrew Studies, vol. 17, National Association of Professors of Hebrew (NAPH), 1976, σελ. 30-48· Eran Shalev, ‘“A Perfect Republic”: The Mosaic Constitution in Revolutionary New England, 1775–1788’, The New England Quarterly, Vol. 82, No. 2 (June 2009), σελ. 235-263.

[18] Βλ. John Hare, «Religion and Morality», Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2006, 2019, με το άρθρο να αναλύει την κατάσταση στον δυτικό πολιτισμό και John-Stewart Gordon, «Modern Morality and Ancient Ethics», Internet Encyclopedia of Philosophy. Για την έμφαση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας στις τελετές, τις δεισιδαιμονίες, τη μαντεία αλλά όχι στην ηθική, βλ. Robert Flacelière, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, Παπαδήμας, 1985, 235-75. Θα πρόσθετα πως στην αρχαία Ελλάδα σοβαροί ηθικοί προβληματισμοί εγείρονται, βεβαίως, στα δραματικά έργα, αν και φυσικά ο κύριος σκοπός τους δεν ήταν η ηθική καλλιέργεια αλλά η τέρψη των θεατών, και ούτε και φυσικά μπορούν να παράσχουν έναν ολοκληρωμένο ηθικό τρόπο σκέψης. Στο δράμα αντανακλώνται οι παραδοσιακές αντιλήψεις για τους θεούς και ο αγώνας του ανθρώπου να σταθεί απέναντι σε δυνάμεις που δεν μπορεί να ελέγξει. Θα μπορούσε ίσως να πει κανείς πως το δράμα στέκεται, ως προς τους προβληματισμούς του, ανάμεσα στη θρησκευτική παράδοση και τη φιλοσοφία (Βλ. Βασιλική Κότσια, «Ο Ρόλος των Θεών στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία: οι περιπτώσεις των έργων “Αγαμέμνων” του Αισχύλου, “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή και “Ιφιγένεια η εν Αυλίδι” του Ευριπίδη». Μεταπτυχιακή εργασία, 2019. Maria Liatsi, Ethics in Ancient Greek Literature Aspects of Ethical Reasoning from Homer to Aristotle and Beyond, De Gruyter, 2020). Όσον αφορά τους ανατολικούς πολιτισμούς πέραν της Εγγύς Ανατολής, υπάρχει η εξαιρετικά σύνθετη και θολή περίπτωση του πανάρχαιου ινδουισμού. Πυρήνας του ινδουϊσμού είναι η ατομική προσπάθεια «απελευθέρωσης» από την επίγεια ζωή, δηλαδή η άρνηση της επίγειας ζωής. Ή όπως το θέτει ένας Ινδός ειδικός: «Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει αυτό το πνευματικό ιδεώδες [δηλ. της απελευθέρωσης] καλλιεργώντας μια ζωή διαλογισμού και σταδιακά παραιτούμενος από τον κόσμο». Και προσθέτει πως, από αυτή την άποψη, «η ηθική, που σημαίνει τον ενεργό ρόλο του ανθρώπου στον κόσμο, έχει ελάχιστη σημασία στον ινδουισμό» (S. Cromwell Crawford, Evolution of Hindu Moral Ideals, University of Hawaii, 1935, σ. 216). Ο ίδιος συγγραφέας προσπαθεί να μετριάσει στο βιβλίο του αυτή την εντύπωση, χωρίς όμως να αρνείται τον πυρήνα του ινδουισμού. Δεδομένου ότι ο ινδουισμός έχει επικριθεί για το ότι παραδοσιακά ασχολείται κυρίως με τελετές και εκστατικές εμπειρίες παρά με την ηθική, το ίδιο προσπαθεί να επιτύχει ο M.V. Nadkarni στο άρθρο “Ethics in Hinduism”, Ethics For Our Times: Essays in Gandhian Perspective, Oxford University Press, 2011. Πέρα από το βασικό ηθικό πρόβλημα του ινδουισμού, που είναι η πνευματοκρατία και η άρνηση του κόσμου στην υλική του υπόσταση, σοβαρότατο ζήτημα προκύπτει από τη θρησκευτική πίστη στο ρατσιστικό σύστημα των καστών, όπου κάποιοι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν σκουπίδια απλώς και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθούν σε πολύ φτωχές οικογένειες ή να έχουν πολύ σκούρο δέρμα – τιμωρία, υποτίθεται, μιας κακής προηγούμενης ζωής. Ο βουδισμός (5ος αι. π.Χ.) ήταν μια δυναμική, πιο φιλοσοφημένη απάντηση στη θεωρητική ανεπάρκεια του πιο πρωτόγονου ινδουισμού, αν και ο πυρήνας είναι περίπου ίδιος, εφόσον και εκεί ο βασικός στόχος του πιστού είναι ένας ατομικός αγώνας για να επιτευχθεί η προσωπική έξοδος από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων μέσω του μυστικισμού και της άρνησης της επίγειας ζωής, ακόμη και των φυσιολογικών επιθυμιών της. Επίσης, στον βουδισμό το ανώτατο ον, ή πιο σωστά η ανώτατη βαθμίδα ύπαρξης, είναι απρόσωπο, κάτι που δεν ήταν εντελώς άγνωστο στον ινδουισμό. Το απρόσωπο της ανώτατης θείας υπόστασης υποστηρίζουν επίσης ο ταοϊσμός και ο κουμφουκισμός, που αμφότεροι αναδύθηκαν από θρησκευτικούς δασκάλους/φιλοσόφους (επίσης γύρω στον 5ο αιώνα π.Χ.) ως μια γόνιμη αντίδραση, με ανεπτυγμένη αυτή τη φορά ηθική σκέψη, στη μεγάλη πολιτικο-κοινωνική κρίση της εποχής τους και στην ανεπάρκεια του παραδοσιακού κινεζικού παγανισμού, αν και υιοθέτησαν πολλά στοιχεία του, όπως είναι η προγονολατρεία, οι δεισιδαιμονίες, η μαντεία και η λατρεία κατώτερων θεοτήτων. Κηρύττοντας πως ο αυτοκράτορας είναι ο Γιος του θεού Ουρανού, ο κομφουκισμός έγινε κρατική θρησκεία/ιδεολογία και ο Κομφούκιος αντικείμενο κρατικής προγονολατρείας. Το τέλος αυτού του παγανιστικού κυβερνητικού μύθου έφερε ο κομμουνιστής ηγέτης Μάο Τσε Τουνγκ. Αντίστοιχα, στον ιαπωνικό σιντοϊσμό, έναν πατρώο εθνικό παγανισμό που δέχτηκε ισχυρές επιρροές από τον βουδισμό και τον κομφουκισμό, ο αυτοκράτορας Χιροχίτο αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως τελικά δεν είναι θεός όταν η χώρα του ηττήθηκε από τις ΗΠΑ το 1945. Βλ. τα λήμματα «Βουδισμός», «Ινδουισμός», «Κομφουκιανισμός», «Σιντοϊσμός» στο Θρησκειολογικό Λεξικό, Ελληνικά Γράμματα, 2000. Επίσης στο διαδίκτυο είναι διαθέσιμα τα κεφάλαια «Ινδουισμός: Η αναζήτηση Απελευθέρωσης», «Βουδισμός: Σε αναζήτηση της φώτισης μακριά από τον Θεό», «Ταοϊσμός και Κομφουκιανισμός: Η αναζήτηση για την οδό του Ουρανού» του βιβλίου Ο άνθρωπος σε αναζήτηση του Θεού, Watchtower Bible & Tract Society of Pennsylvania, 1990. Στο Youtube υπάρχουν οι πολύ ενδιαφέρουσες ομιλίες του καθηγητή θρησκειολογίας Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου για τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό με αφορμή τα βιβλία του μέσω των εκδόσεων Gutenberg Ινδουισμός (2015), Βουδισμός (2015) και Ανατολικές Θρησκείες (2016), τα οποία συνιστούν μάλλον ό,τι πιο επιστημονικό έχει γραφτεί στα ελληνικά επί των θρησκειών αυτών.

[19] Για την ενίσχυση της ηθικής και την κοινωνική επίδραση λόγω της σχέσης με έναν προσωπικό Θεό, βλ. Murat Iyigun, Monotheism (From a Socio-political and Economic Perspective), IZA – Institute for the Study of Labor, Discussion Paper No. 3116, October 2007, σελ. 27.

[20] «Voltaire and Religion», National Library of Russia. Ένα σύντομο βίντεο για τις απόψεις του Βολταίρου περί θρησκείας έχει φτιάξει ο καθηγητής ιστορίας Tom Richey: Voltaire on Religion. Βλ. επίσης D. Beeson, N. Cronk, «Voltaire: philosopher or philosophe?», The Cambridge Companion to Voltaire (επ. N. Cronk) , Cambridge University Press, 2007, σελ. 48-9.

[21] Η διεθνής προοπτική του χριστιανισμού αποτελεί εγγενές στοιχείο της Παλαιάς Διαθήκης, κάτι που το γνώριζε και το κήρυττε ο Ιησούς και κληροδοτήθηκε στους χριστιανούς. Αυτό το τονίζουν οι χριστιανοί ερμηνευτές του πρώτου αιώνα, ιδίως όταν αντιπαρετίθεντο με τη σωβινιστική και ελιτίστικη κουλτούρα πολλών Ιουδαίων θρησκευτικών ηγετών (Ρωμαίους 15:7-12). Για παράδειγμα, είναι παραπάνω από δηλωτικό ότι η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης δεν αρχίζει με την ίδρυση του έθνους του Ισραήλ αλλά με τη δημιουργία της ανθρωπότητας. Παρακάτω στις σελίδες της η διεθνής προοπτική παραμένει παρούσα, ακόμη και όταν σε ένα μεγάλο μέρος της η προσοχή εστιάζεται στους Εβραίους ως μέσον για την ευλογία όλων των εθνών της γης.

[22] Ειδικά για τη σημαίνουσα θέση που έχει ο βιβλικός Δημιουργός στη νεότερη αντίληψη του φυσικού δικαίου, βλ. Meirav Jones, “Natural Law as True Law”, The Cambridge Companion to Grotius (επ. R. Lesafer, J.E. Nijman), Cambridge University Press, 2021, σελ. 138-52. Για τη σημασία του Θεού στο φυσικό δίκαιο και τον ρόλο που αυτό έπαιξε στην Αμερικανική Επανάσταση, βλ. Philip A. Hamburger, “Natural Rights, Natural Law, and American Constitutions”, 102 YALE L. J. 907 (1993), ιδίως τις υποσημειώσεις, που περιέχουν αυτούσια αποσπάσματα των κειμένων της εποχής και τις σχετικές αναφορές στον Θεό (God).

[23] Geogre Kalantzis, Caesar and the Lamb: Early Christian Attitudes on War and Military Service, Eugene, OR:  Cascade Books (a Wipf & Stock imprint), 2012. Αξίζει να σημειωθεί πως, σύμφωνα με τη Βίβλο, η ειδική περίπτωση πρωτοβουλίας και εξουσιοδότησης του Θεού για σύσταση κράτους στον αρχαίο Ισραήλ –  πράγμα που εκ των πραγμάτων περιλαμβάνει βία, αφού κράτος χωρίς βία δεν υφίσταται – τεκμηριώθηκε όχι επειδή κάποιοι ιερείς βγήκαν και το υποστήριξαν, αλλά με τρομακτικού μεγέθους θαύματα (όπως οι δέκα πληγές της Αιγύπτου και πολλά άλλα), που θα ήταν αδύνατον οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση να τα επικαλεστεί ώστε να αποδείξει ότι όντως ξαναπέκτησε μια τέτοιου τύπου εξουσιοδότηση. Οποιοδήποτε κράτος, χριστιανικό ή μουσουλμανικό, που ισχυρίστηκε πως αποτελούσε τον νέο περιούσιο λαό του Θεού, το έκανε αυτό αυθαίρετα, χωρίς αντίστοιχη τεκμηρίωση, και εν καιρώ τιμωρήθηκε από την ιστορία ως μη, τελικά, προστατευόμενο από τον Θεό. Ο Ιησούς γνώριζε πως ο νέος περιούσιος λαός του Θεού θα ήταν ένα πνευματικό έθνος χωρίς κρατική υπόσταση και χωρίς καθόλου βία, πράγμα που ήδη προλεγόταν στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας 2:2-4). Ο μόνος τρόπος να αψηφήσει κανείς αυτά τα βιβλικά δεδομένα είναι είτε η άγνοια είτε η σκοπιμότητα. Σαφώς υπήρξαν και τα δύο.

[24] Βλ. Alan Pratt, “Nihilism”, The Internet Encyclopedia of Philosophy.

[25] Βλ. ενδεικτικά τα λήμματα «Γνώση», «Ικανότητα σκέψης», «Κατανόηση», «Σοφία», Ενόραση στις Γραφές, Watchtower Bible & Tract Society of Pennsylvania, 2008.

[26] Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως μείζον μέρος της Δημιουργίας, όπως την περιγράφει η Βίβλος, είναι η ελεύθερη βούληση των έλλογων δημιουργημένων όντων, και οι όποιες πραγματικές συγκρούσεις (και όχι απλώς συνθέσεις) οφείλονται στις πρωτοβουλίες αυτών των όντων.

[27] Marcel Gauchet, Η απομάγευση του κόσμου, Πατάκης, 2000, σελ. 301-3.

[28] Το αν ο Πυθαγόρας (ή οι μαθητές του) δέχτηκε επιρροές από ινδουιστές σοφούς είναι μια αρχαία φήμη της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου που δεν μπορεί να αποδειχτεί αλλά ούτε και να αποκλειστεί απόλυτα, δεδομένου ότι οι ενδείξεις για τα ταξίδια του Πυθαγόρα στην Ανατολή (τουλάχιστον στην Αίγυπτο) είναι πολύ ισχυρές. Είναι ενδιαφέρον πως εκτός από την ιδέα της Μονάδας, στην Ινδία προϋπήρχε η μετενσάρκωση και το «πυθαγόρειο» θεώρημα, το οποίο τελικά δεν είναι και τόσο «πυθαγόρειο». Μάλιστα, πρωτοεμφανίζεται τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Βαβυλώνα, για την οποία επίσης υπήρχε φήμη πως ήταν ένας από τους τόπους όπου βρέθηκε ο Πυθαγόρας (Βλ. «Η ιστορία του Πυθαγόρα και του πυθαγόρειου θεωρήματος». Εκτός από τους Ινδούς, στη λίστα των υποτιθέμενων επιρροών του αναφέρονται και οι Εβραίοι.

[29] Κατά πάσα πιθανότητα αυτό φαίνεται να στηλιτεύει με διακριτικό τρόπο και ο απόστολος Παύλος στην περίφημη ομιλία του στον Άρειο Πάγο.

[30] Michael Greshko et al., «Origins of the Universe, Explained», National Geographic, 18/1/2017. Ένα όμορφο βίντεο που εξηγεί στα ελληνικά τα ζητήματα αυτά σε όσους από εμάς δεν έχουν προχωρημένες γνώσεις φυσικής και μαθηματικών είναι το «Η ηλικία του Σύμπαντος». Εναλλακτικές εκδοχές της ηλικίας του σύμπαντος περιγράφονται από τους καθηγητές Μ. Δανέζη και Σ. Θεοδοσίου στην εκπομπή που επίσης τιτλοφορήθηκε «Η ηλικία του σύμπαντος». Βεβαίως, δημοφιλές για τα ζητήματα της δημιουργίας του σύμπαντος είναι το βιβλίο του Stephen Hawking Το χρονικό του χρόνου, Εκδόσεις Κάτοπτρο, 1988, αν και από ένα και σημείο και μετά γίνεται αρκετά δύσκολο στον μη ειδικό αναγνώστη.

[31] Dr. Gerald Schroeder, Believe in God in 5 Minutes (Scientific Proof).

[32] Nasa Science, «Dark Energy, Dark Matter».

[33] Αυτό το σημείο το θίγουν οι καθηγητές Μ. Δανέζης και Σ. Θεοδοσίου στο δεύτερο μισό της εκπομπής «Η Σκοτεινή Ύλη», που προβλήθηκε στην ΕΤ3.

[34] Η θεωρία του πολυσύμπαντος επίσης είναι μια περίπτωση μεταφυσικής που έχει εισαχθεί στα επιστημονικά εγχειρίδια, δηλαδή μια θεωρία που εκ των πραγμάτων είναι αδύνατον να τεκμηριωθεί αλλά ωστόσο συζητιέται και μάλιστα παρουσιάζεται από μερικούς και ως δήθεν απάντηση στο γιατί το σύμπαν μας έχει τις ιδανικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη ζωής επάνω στη γη. Βλ. Mark Vernon, «God or a Multiverse?», Guardian, 8/12/2008.

[35] J. L. Schellenberg, Monotheism and the Rise of Science, Cambridge University Press, 2020.

[36] Ronald L. Numbers (επ.), Ο Γαλιλαίος στη φυλακή: Μύθοι για την επιστήμη και τη θρησκεία, Λογείον, 2011, σελ. 95.

[37] Εδώ αξίζει να ξεκαθαριστεί πως είναι άλλο πράγμα η βιβλική θεία αποκάλυψη και άλλο ο μυστικισμός. Κατά τον μυστικισμό, όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν μαγικές δυνάμεις τις οποίες, όταν πάρουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία, μπορούν να τις ανακαλύψουν και να τις εξασκήσουν σε ατομικό επίπεδο για να «μάθουν» ή να «αισθανθούν» πράγματα συνήθως αμφίβολης ή και μηδαμινής χρησιμότητας για τους ίδιους και το κοινωνικό σύνολο. Ως εκ τούτου, ο μυστικισμός αποτελεί μια μορφή πνευματισμού με εκδηλώσεις παρόμοιες με εκείνες της χρήσης ναρκωτικών, αφού πολλές φορές οδηγεί στην εσωστρέφεια, την αποχαύνωση, την παθητικότητα, την αδράνεια, την κατάθλιψη και άλλων ειδών σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, για να μην αναφέρουμε στους κινδύνους της δαιμονικής επιρροής. Από την άλλη, η βιβλική θεία αποκάλυψη αποτελεί πηγή γνώσης (1) με θεία πρωτοβουλία (2) σε σπάνιες αλλά κρίσιμες στιγμές της ιστορίας (3) για πράγματα που δεν μπορούν οι άνθρωποι να ανακαλύψουν από μόνοι τους αλλά είναι ζωτικά για την ευημερία και την επιβίωσή τους, (4) προς συγκεκριμένους άμεσους αποδέκτες (π.χ. προφήτες), (5) με σκοπό ύστερα αυτή η γνώση να γίνει προσιτή στους υπόλοιπους μέσω του λόγου, ώστε τελικά (6) όλοι να κάνουν τις απαιτούμενες ενέργειες αξιοποιώντας τούτη τη γνώση. Γι’ αυτό κιόλας το καταστάλαγμα της θείας αποκάλυψης κατέληξε να πάρει γραπτή μορφή (Βίβλος). Ως εκ τούτου, η Βίβλος προτρέπει τον άνθρωπο να αναζητεί τη γνώση με όσες δυνάμεις διαθέτει για όσα πράγματα δεν του αποκαλύπτει ο Θεός άμεσα.

[38] Εδώ πρέπει να επισημανθεί, στο ίδιο πνεύμα με όσα γράφονται στην προηγούμενη υποσημείωση, πως τα «θαύματα» των Γραφών (1) οφείλονται στον Θεό (ή, σπανιότερα, σε πονηρά πνεύματα) και όχι σε δήθεν μαγικές ικανότητες που διαθέτουν οι άνθρωποι ή η ύλη (δηλαδή δεν παρουσιάζονται ως κάτι το φυσικό) και (2) είναι σπάνια εν συγκρίσει με τον χρόνο της αφήγησης. Αν η Βίβλος καλύπτει μια περίοδο αφήγησης τουλάχιστον 1600 ετών, τα πολλά θαύματα λαμβάνουν χώρα κυρίως στην εποχή του Μωυσή, στην εποχή του Ηλία και στην εποχή του Ιησού και εξυπηρετούν πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Ενίοτε μεσολαβούν τεράστια διαστήματα, ακόμη και αιώνες, χωρίς να καταγραφεί κανένα θαύμα.

[39] Calvin, M., Chemical Evolution: Molecular evolution towards the origin of living systems on the earth and elsewhere, Oxford University Press, Oxford, 1969, σελ. 258.

Τα γλωσσικά δάνεια επιβεβαιώνουν την αρχαιότητα των εβραϊκών βιβλικών κειμένων

Με αυτή τη δημοσίευση ξεκινάει μια καινούργια κατηγορία στο παρόν ιστολόγιο με τίτλο «Η αξία της Αγίας Γραφής». Σε αυτή την κατηγορία θα δημοσιεύονται άρθρα σχετικά με την αξία της Αγίας Γραφής ως προς την ιστορία, τη λογοτεχνία, την ηθική κ.ο.κ.

Το σημερινό άρθρο αναφέρεται ακροθιγώς στο ζήτημα των γλωσσικών δανείων στην εβραϊκή βιβλική γλώσσα. Αυτό το γλωσσικό φαινόμενο είναι πολύ σημαντικό για τη χρονολόγηση των βιβλικών κειμένων και, κατ’ επέκταση, για την αξιοπιστία τους.

Μερικοί έχουν ισχυριστεί ότι τα διάφορα βιβλία της Αγίας Γραφής δεν γράφτηκαν την εποχή που τα ίδια αναφέρουν, αλλά αιώνες αργότερα, κυρίως μετά την απελευθέρωση των Εβραίων από τη Βαβυλώνα το 537 π.Χ. Το γλωσσικό επιχείρημα που στήριζε αυτή την άποψη είναι η μεγάλη γλωσσική ομοιομορφία του βιβλικού κειμένου, γεγονός το οποίο είναι παράδοξο αν δεχτεί κανείς ότι αυτά τα κείμενα γράφτηκαν σε μια περίοδο χιλίων ετών. Όπως τα Ελληνικά έχουν αλλάξει σε έναν βαθμό τα τελευταία χίλια έτη, και μάλιστα το γλωσσικό ιδίωμα μπορεί να βοηθήσει στη χρονολόγηση ενός ελληνικού κειμένου, παρομοίως θα ανέμενε κανείς να συμβαίνει και με τα Εβραϊκά της Βίβλου.

Η εβραϊκή γλώσσα δέχτηκε επιρροές από ισχυρούς πολιτισμούς οι οποίες εξυπηρετούν τη χρονολόγηση των βιβλικών κειμένων.

Βέβαια, αυτό το φαινόμενο δεν εξηγείται μόνο με την ακραία εικασία ότι όλα τα βιβλικά κείμενα γράφτηκαν την ίδια περίοδο, κάτι που δεν ήταν αποδεκτό ούτε από τον Βελχάουζεν, τον πρωτεργάτη της αρνητικής κριτικής της Βίβλου, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον άλλες δύο φιλολογικές λύσεις αυτής της παραδοξότητας: (α) οι συγγραφείς των βιβλικών κειμένων ήταν προσκολλημένοι στο αρχικό γλωσσικό ιδίωμα από μεγάλο σεβασμό για το ύφος του, όπως π.χ. συνέβαινε με τους αττικιστές του Βυζαντίου ή συμβαίνει σήμερα με τους κληρικούς που χρησιμοποιούν απαρχαιωμένη γλώσσα· (β) οι αντιγραφείς των βιβλικών κειμένων εκσυγχρόνιζαν μορφολογικά ορισμένες εκφράσεις όταν θεωρούσαν ότι αυτό θα ήταν απαραίτητο για την κατανόηση των συγχρόνων τους ακροατών ή, πολύ σπανιότερα, αναγνωστών, όπως ακριβώς θα μπορούσε κανείς σήμερα να μεταγλωττίσει ένα κείμενο από την καθαρεύουσα στη δημοτική (χαρακτηριστικό παράδειγμα η βιβλική μετάφραση του Σπύρου Φίλου), χωρίς όμως να αλλάξει ουσιαστικά τη φρασεολογία ή τα νοήματα του κειμένου.

Από αυτές τις δύο εκδοχές είναι σίγουρα πολύ πιο πιθανή η δεύτερη, αφενός επειδή είναι τεκμηριωμένο ότι υφίστατο αυτή η πολιτική στους επαγγελματίες αντιγραφείς της Εγγύς Ανατολής και αφετέρου διότι το ίδιο το βιβλικό κείμενο—δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι μεγάλο μέρος του προοριζόταν για δημόσια ανάγνωση—περιέχει ενδείξεις σχετικά με την ύπαρξη ενδιαφέροντος για την κατανόηση των ακροατών.—Ενδεικτικά βλ. Νεεμίας 8:8.

Η φιλολογία, όμως, έμελλε να στηρίξει και με έναν ακόμη τρόπο, και μάλιστα αναντίρρητο, την πατρότητα των βιβλικών κειμένων: τα γλωσσικά δάνεια. Στα χίλια και πλέον χρόνια της βιβλικής ιστορίας, οι συγγραφείς έζησαν σε πολύ διαφορετικές πολιτισμικές συνθήκες, όπου κυριαρχούσαν διαφορετικές αυτοκρατορίες και γλώσσες. Η Πεντάτευχος περιέχει ιστορίες που ξεκινούν από τη Μεσοποταμία, καθώς και τις περιπέτειες της Εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο. Τα επόμενα βιβλία περιέχουν αφηγήσεις με τις δοσοληψίες που είχαν οι Ισραηλίτες με τους λαούς της Παλαιστίνης, καθώς και τα μεταγενέστερα γεγονότα, όταν εκείνοι βρέθηκαν στη σφαίρα επιρροής της Ασσυρίας, της Βαβυλώνας και, τέλος, της Περσίας, με την Εβραϊκή Βίβλο να ολοκληρώνεται προτού οι Έλληνες κατακτήσουν την Ανατολή και διαδώσουν τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους. Αν όντως τα βιβλικά κείμενα γράφτηκαν στη διάρκεια αυτής της μεγάλης περιόδου, θα πρέπει γλωσσικά να αντανακλούν την πολιτισμική ποικιλία μέσω των δανείων[1]. Και αν πράγματι αυτό συμβαίνει, πρόκειται για γλωσσικό φαινόμενο που θα ήταν παντελώς αδύνατον να πλάσσουν άνθρωποι που έζησαν αιώνες αργότερα.

Αυτό το σημείο θίγει ο Robert Dick Wilson, Καθηγητής Σημιτικής Φιλολογίας, στο βιβλίο Μια επιστημονική έρευνα της Παλαιάς Διαθήκης (Από την αναθεώρηση του Edward J. Joung, 1959), σελ. 44-5, σε μετάφραση του Ευάγγελου Προκοπίου.

Eπιπρόσθετα, τα είδη των ξένων λέξεων οι οποίες είναι ενσωματωμένες στα διάφορα έγγραφα της Παλαιάς Διαθήκης, συνιστούν μια δυναμική υπεράσπιση της γνησιότητας και της ακριβούς μετάδοσης αυτού του πρωτότυπου κειμένου.

Για να εκτιμηθεί πλήρως η δύναμη των αποδείξεων αυτού του είδους, επιτρέψτε μου εδώ να πω ότι ο χρόνος συγγραφής οποιουδήποτε μακροσκελούς, και συχνά ακόμη και μικρότερης έκτασης, χειρογράφου μπορεί να εκτιμηθεί γενικά από το χαρακτήρα του λεξιλογίου του και ειδικότερα από τις ξένες λέξεις οι οποίες είναι ενσωματωμένες μέσα του. Πάρτε για παράδειγμα τα διάφορα αραμαϊκά χειρόγραφα. Oι επιγραφές από τη βόρεια Συρία, έχοντας γραφτεί σε ασσυριακή περίοδο, φέρουν εμφανή σημάδια ασσυριακών, φοινικικών, ακόμη και εβραϊκών λέξεων. Oι αιγυπτιακοί πάπυροι της περσικής περιόδου περιέχουν πολυάριθμες λέξεις αιγυπτιακής, βαβυλωνιακής και περσικής προέλευσης, κάτι το οποίο επίσης συμβαίνει με τα αραμαϊκά τμήματα των βιβλίων Έσδρας και Δανιήλ. Τα Ναβαταιϊκά Αραμαϊκά, έχοντας πιθανότατα γραφτεί από Άραβες, είναι σημαδεμένα έντονα, ιδίως όσον αφορά στα κύρια ονόματα, από αραβικές λέξεις. Τα Παλμυρικά, τα Συριακά και τα Ραβινικά Αραμαϊκά, της εποχής της ελληνορωμαϊκής κυριαρχίας, περιέχουν εκατοντάδες όρους ελληνικής και λατινικής προέλευσης. Τα χρονικά του Bar Hebraeus, καθώς επίσης και άλλα συγγράμματα μετά τη μωαμεθανική κατάκτηση, περιέχουν πολυάριθμες αραβικές εκφράσεις, και τα μοντέρνα Συριακά της Ouroumiah περιέχουν πολλές λέξεις περσικής, κουρδικής και τουρκικής προέλευσης.

Tώρα, εάν η βιβλική ιστορία είναι αληθινή, αναμένουμε να βρούμε βαβυλωνιακές λέξεις στα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης και αιγυπτιακές στα επόμενα· και με παρόμοιο τρόπο, μια μονίμως μεταβαλλόμενη εισροή νέων λέξεων από τις γλώσσες των μονίμως μεταβαλλόμενων κυρίαρχων δυνάμεων. Και πράγματι, αυτό ακριβώς διαπιστώνουμε. Έτσι λοιπόν, τα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης περιέχουν κύρια και κοινά ονόματα σουμεριακής ή βαβυλωνιακής προέλευσης,[2] και η Πεντάτευχος περιέχει πολλές αιγυπτιακές λέξεις.[3] Την εποχή του Σολομώντα, του οποίου η μητέρα υπήρξε σύζυγος του Oυρία του Χετταίου και του οποίου το εμπόριο περιελάμβανε προϊόντα από όλες τις χώρες, και του οποίου η αυτοκρατορία εκτεινόταν από τον Eυφράτη ως τα όρια της Aιγύπτου, στην αφήγηση συναντούμε λέξεις χεττιτικής, ινδικής και ασσυριακής προέλευσης.[4] Στα χειρόγραφα από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα συναντούμε δεσπόζουσες ξένες λέξεις συριακού, ασσυριακού και βαβυλωνιακού χαρακτήρα.[5] Και στα χειρόγραφα από τον 6ο αιώνα έως το τέλος, βρίσκουμε βαβυλωνιακές, περσικές και λίγες ελληνικές λέξεις.[6]

Υποσημειώσεις (1 δική μου, 2-6 του παραθέματος)


[1] Φυσικά, ένας άλλος τρόπος που αποδεικνύει την αξιόπιστη χρονολόγηση των βιβλικών κειμένων είναι οι έγκυρες ιστορικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να γνωρίζουν μόνο αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων και όχι μυθοπλάστες ή πλαστογράφοι μεταγενέστερων εποχών. Αυτή όμως η πτυχή της βιβλικής αξιοπιστίας θα εξεταστεί σε άλλα άρθρα.

[2] Π.χ., Αδάμ, Άβελ, Αβραάμ, Αριώχ· και בהו, תהום, ברא (= Σουμεριακά ba-ru[?],אד בנה την έννοια της «μορφής».

[3] Π.χ., Ραμεσσή, Πιθώμ, Ων, Πετεφρή, Ασενέθ· סין, גמא, תבה, ןךת, סוף. Είναι γνωστό ότι η λέξη abrēείναι αιγυπτιακή και σημαίνει «δίνω προσοχή». Αποτελείται από δύο αιγυπτιακές λέξεις, συγκεκριμένα τη λέξη ab (καρδιά) και rek (σε εσένα).

[4] Έτσι, οι λέξεις פררם και פתגם έχουν την πλησιέστερη αναλογία τους στους Αρμενίους, τους πλησιέστερους από τους Ινδοευρωπαίους στους αρχαίους Χετταίους (δες τον Meyer στην Εγκυκλοπαίδεια Britannica, λήμμα «Περσία»). Τα ονόματα για τους πιθήκους και τους ελέφαντες (1 Βασιλέων 10:22) είναι ινδικής προέλευσης הב = iba (Burnouf Sanskrit Dictσελ. 89), קפי = Kapi(όπ. π. σελ. 140) Και οι λέξεις היכל , פחת, סגן, היבל προήλθαν από τα Ασσυρο-Βαβυλωνιακά (ή από τα Σουμερικά μέσω των Βαβυλωνιακών).

[5] Π.χ., Αζαήλ, Βεν-αδάδ, Θεγλάθ-φελασάρ, Μερωδά-βαλαδάν, Βηλ, Νεβώ, Ταρτάν, Ραβσάκης.

[6] Π.χ., Ζοροβάβελ, Σασαβασσάρ, Σαναβαλλάτ και πολλά ονόματα αξιωματούχων, αξιωμάτων και πραγμάτων είναι βαβυλωνιακά, και τα ονόματα των μουσικών οργάνων στο αραμαϊκό τμήμα του Δανιήλ είναι ελληνικά. (Δες το άρθρο μου στις Βιβλικές και Θεολογικές Σπουδές από το Σωματείο Καθηγητών του Princeton Theological Seminary, σελ. 261, 1912). Όσον αφορά στις Περσικές λέξεις δες το The Book of Daniel; Some Linguistic Evidence Regarding Its Date του Tisdale.

5.2 Απαντήσεις στα επιχειρήματα υπέρ του δυισμού στην Παλαιά Διαθήκη

«Επομένως, σωστά λέει ο Μωυσής ότι το μεν σώμα πλάστηκε από τη γη,
το οποίο ο Πλάτων αποκαλεί “γήινο σκήνος”,
η δε λογική ψυχή εμφυσήθηκε από τον Θεό άνωθεν στο πρόσωπο του Αδάμ».
—Κλήμης ο Αλεξανδρεύς.

Πιστεύετε ότι ο Μωυσής δίδαξε πως ο άνθρωπος αποτελείται από γήινο σώμα και πνευματική ψυχή και ότι, επομένως, συμφωνεί με τον Πλάτωνα; Ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός το πίστευε αυτό, ευρισκόμενος στην αρχή μιας μακράς παράδοσης που θα επικρατούσε μέχρι περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα.

Στον 20ό αιώνα τα πράγματα άλλαξαν. Όπως απέδειξε και το προηγούμενο κεφάλαιο της σειράς, το 5.1, η ευρεία πλειονότητα των ειδικών της εβραϊκής γλώσσας και θρησκείας  σήμερα απορρίπτουν την άποψη ότι η Παλαιά Διαθήκη διδάσκει τον παραδοσιακό δυισμό άυλης ψυχής-υλικού σώματος και επισημαίνουν ότι η εξεζητημένη θεωρία του δυισμού άρχισε να εισέρχεται στους Ιουδαίους παρά μόνο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν οι τελευταίοι ήρθαν σε επαφή με τον πλατωνισμό. Τα ντοκουμέντα επ’ αυτού είναι πολύ ισχυρά και σαφή και, επομένως, οι σημερινοί αναγνώστες δεν θα πρέπει να κάνουν το μεγάλο σφάλμα να διαβάζουν τους όρους και τις εκφράσεις των Εβραϊκών Γραφών με πλατωνικό τρόπο, όπως δυστυχώς έκαναν οι περισσότεροι περιώνυμοι θεολόγοι του παρελθόντος, μεταξύ των οποίων, φυσικά, και ο Κλήμης.

Έχουν μείνει, ωστόσο, και λίγοι λόγιοι (συνήθως όχι παλαιοδιαθηκολόγοι) που εξακολουθούν να υπερασπίζονται τον δυισμό στην Παλαιά Διαθήκη, αν και έχουν κάνει πίσω σε ορισμένα θέματα: έχουν αναγνωρίσει αρκετά ερμηνευτικά σφάλματα που έκαναν πολλοί Πατέρες και άλλοι σημαίνοντες θεολόγοι σε ανθρωπολογικά χωρία της Βίβλου (όπως π.χ. το Γένεση 2:7), και έχουν πάψει να παρουσιάζουν το σώμα ως φυλακή της ψυχής. Συνεπώς, ο δυισμός τους είναι κάπως εκσυγχρονισμένος, ηπιότερος ή, όπως τον αποκαλούν, «ολιστικός». Για κάποιον που θέλει να μελετήσει τα τελευταία εναπομείναντα επιχειρήματα υπέρ του «ενημερωμένου» δυισμού στα Αγγλικά, μπορεί να διαβάσει το βιβλίο του Robert H. Gundry Soma in Biblical Theology: With Emphasis on Pauline Anthropology (Cambridge University Press, 1974) και το πιο πρόσφατο Body, Soul & Life Everlasting: Biblical Anthropology and the MonismDualism Debate (Eerdmans, 1989) του John W. Cooper.

Αν και λαμβάνονται υπόψη αυτά τα δύο έργα καθώς και άλλα, η ανάπτυξη του παρόντος άρθρου έχει δομηθεί με βάση αντίστοιχα ελληνικά έργα. Έτσι λοιπόν, θα ασχοληθούμε με τα επιχειρήματα που απαντούν στην Ηθική και θρησκευτική εγκυκλοπαιδεία, και κυρίως στο άρθρο «Ανθρωπολογία» του καθηγητή θεολογίας Παναγιώτη Δημητρόπουλου (τόμ. 2, στ. 816-9), που έχουμε ήδη αναφέρει στο Κεφάλαιο 5.1 και που αποτελεί αναδημοσίευση του εισαγωγικού μέρους της διδακτορικής του διατριβής σχετικά με την ανθρωπολογία του Αθανασίου Αλεξανδρείας. Επίσης, θα ήταν μεγάλη παράληψή μας αν δεν εξετάζαμε την Ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης του καθηγητή της βιβλικής ιστορίας και θρησκείας Νικόλαου Μπρατσιώτη, την πιο αναλυτική και συστηματική υπεράσπιση του δυισμού στη γλώσσα μας.

Μέσω αυτής της ενδελεχούς κριτικής θα δοθούν απαντήσεις στα επιχειρήματα υπέρ του δυισμού και θα καταδειχτούν οι μεγάλες αδυναμίες τους. Αναμφίβολα, για να μπορέσει ο αναγνώστης του παρόντος άρθρου να ωφεληθεί τα μέγιστα από τις πληροφορίες και τη συλλογιστική, θα πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζει τα όσα εκτέθηκαν στα Κεφάλαια 2, 3 και 5.1.

 Το εσφαλμένο πλαίσιο της συλλογιστικής του Δημητρόπουλου

Ο Δημητρόπουλος προσπαθεί να εισηγηθεί έναν «ενημερωμένο» δυισμό. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 5.1, αποδέχεται ότι στα πρώτα βιβλία της Γραφής κανένας από τους όρους  νέφες, νεσαμάχ και ρούαχ δεν σημαίνει μια πνευματική και αθάνατη ψυχή ως μέρος του δισύνθετου ανθρώπου. Θεωρεί ότι αυτή τη σημασία την απέκτησαν σταδιακά μέχρι την ολοκλήρωση της Παλαιάς Διαθήκης. Μάλιστα λέει:

«Η περί ψυχής αυτή διδασκαλία της Π. Διαθήκης ομοιάζει εν πολλοίς προς τα περί ψυχής αντιλήψεις της ελληνικης φιλοσοφίας, αλλά δεν είναι δάνειον εξ αυτής. Έχει τας ρίζας της εις την περί ανθρώπου διήγησιν της Γενέσεως και είναι βαθμιαία ανάπτυξις ιδέας εκεί εν πρώτη καταβολή υπαρχούσης».

Βέβαια, όταν ο Δημητρόπουλος μιλάει για «Παλαιά Διαθήκη», περιλαμβάνει και τα λεγόμενα «δευτεροκανονικά ή απόκρυφα», ακόμη και βιβλία εκτός του κανόνα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που γράφτηκαν κατά την ελληνιστική περίοδο. Και είναι αλήθεια ότι βιβλία όπως η Σοφία Σολομώντος και το 4 Μακκαβαίων μαρτυρούν μια ανθρωπολογία που ομοιάζει της πλατωνικής. Αλλά μπορεί να λεχθεί ότι αυτά τα βιβλία δεν δανείζονται ιδέες από τον πλατωνισμό και ότι τα προγενέστερα ιουδαϊκά βιβλία παρέχουν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή διαμόρφωση μιας φιλοσοφικού τύπου ανθρωπολογίας;

Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Όπως είναι γενικά αποδεκτό από τους ειδικούς, το ότι τα ανωτέρω δύο βιβλία έχουν επιρροές από τον πλατωνισμό αποδεικνύεται από το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν και, προπαντός, από τις ιδέες τους. Η ανθρωπολογία και η σωτηριολογία των εν λόγω βιβλίων δεν αποτελεί προέκταση των προϋπαρχουσών πεποιθήσεων του ιουδαϊσμού αλλά ακύρωσή τους. Αμφότερα τα έργα μεταθέτουν τον χώρο της θείας δίκης, με τις επακόλουθες ευλογίες και τιμωρίες, από τη γη στον ουρανό, λησμονούν τον μεσσιανισμό και επίσης δεν κάνουν κανέναν λόγο περί αναστάσεως.[1]

Το σφάλμα του αναχρονισμού

Οι απόψεις του εξελληνισμένου ιουδαϊσμού δεν αποτελούν βάση για την ερμηνεία των Εβραϊκών Γραφών

Έτσι λοιπόν, σε αυτό το σημείο συναντούμε το πρώτο καθοριστικό σφάλμα του Δημητρόπουλου: άκριτος συσχετισμός και συνδυασμός βιβλίων που ολοφάνερα μαρτυρούν πλατωνικές επιρροές με προγενέστερα βιβλία του ιουδαϊσμού. Όταν, για παράδειγμα, ο Δημητρόπουλος υποστηρίζει ότι η αφήγηση της δημιουργίας του ανθρώπου στη Γένεση αποτελεί το υπόβαθρο του δυισμού άυλης ψυχής και υλικού σώματος, το κάνει αυτό, όπως ο ίδιος ανοιχτά λέει στο κείμενό του, με βάση τα ερμηνευτικά σχόλια της Σοφίας Σολομώντος: «Ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας αϊδιότητος εποίησεν αυτόν» (2:23) και «Ότι ηγνόησε τον πλάσαντα αυτόν και τον εμπνεύσαντα αυτώ ψυχήν ενεργούσαν και εμφυσήσαντα πνεύμα ζωτικόν» (15:11). Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, το «κατ’ εικόνα» περιλαμβάνει την ιδέα της αθανασίας της ψυχής, αλλά μια τέτοια σκέψη είναι εντελώς αντίθετη και με το πνεύμα και με το γράμμα της αφήγησης της Γένεσης, η οποία με τον πλέον σαφή τρόπο διδάσκει πως η διατήρηση της ζωής του ανθρώπου εξαρτάται απόλυτα από τη σχέση του με τον Δημιουργό του. Στο δεύτερο εδάφιο αναφέρεται η είσοδος της ψυχής στο σώμα, σκέψη που πάλι είναι ανύπαρκτη στην αφήγηση της Γένεσης. Αντί λοιπόν η Σοφία Σολομώντος να ρίχνει φως στα λεγόμενα της Γένεσης, όπως θεωρεί ο Δημητρόπουλος, το μόνο που κάνει είναι να αποδεικνύει τις μεταλλάξεις που υπέστη η πίστη ορισμένων Ιουδαίων από την πλατωνική επιρροή.

Ο Δημητρόπουλος αναπτύσσει, παράλληλα, ακόμη μία σκέψη σχετική με το «κατ’ εικόνα». Λέει ότι, εφόσον η αφήγηση της δημιουργίας παρουσιάζει τον άνθρωπο ως έχοντα νόηση και ελεύθερη βούληση, αυτό εμπεριέχει την ιδέα ότι ο άνθρωπος έχει άυλη ψυχή. Για άλλη μια φορά ο Δημητρόπουλος πέφτει θύμα μιας αναχρονιστικής συλλογιστικής. Το ότι ο ανθρώπινος νους προϋποθέτει την ύπαρξη μιας άυλης ψυχής είναι καθαρός πλατωνισμός, και ως εκ τούτου το ότι θέτει μια πλατωνική ιδέα ως ερμηνευτική προϋπόθεση για τη Γένεση είναι εντελώς απαράδεκτο.

Ανεπαρκής προσέγγιση του ιστορικού πλαισίου
και των γλωσσικών δεδομένων

Απαράδεκτο είναι επίσης το γεγονός ότι ο Δημητρακόπουλος υποστηρίζει τη σταδιακή διαμόρφωση μιας ανθρωπολογίας «αλά Πλάτωνα» στις Γραφές όταν δεν υπάρχει το απαραίτητο ιστορικό πλαίσιο. Αν ορισμένοι Έλληνες του 400 π.Χ. έφτασαν στο σημείο να διδάσκουν ότι υπάρχει μια άυλη και αθάνατη ψυχή που κυβερνά το σώμα και φεύγει από αυτό μετά θάνατον, αυτό συνέβη λόγω της ανάπτυξης μιας συστηματικής ανθρωπολογίας που έχει πίσω της μια μακρά θρησκευτική και φιλοσοφική παράδοση, η οποία εύγλωττα μαρτυρείται από τα διαθέσιμα κείμενα. Μαρτυρείται όμως και κάτι αντίστοιχο στις Εβραϊκές Γραφές; Και ο Παναγιώτης και ο Νικόλαος Μπρατσιώτης παραδέχονται ότι στις Εβραϊκές Γραφές δεν υφίσταται συστηματική ανθρωπολογία.[2] Δηλαδή δεν υπάρχουν αναλύσεις για την ανθρώπινη φύση, όπως αυτές που έκαναν οι Έλληνες (και οι οποίες, φυσικά, διαψεύστηκαν από τη σύγχρονη επιστήμη). Άρα οποιαδήποτε θεωρία περί δήθεν ανάπτυξης μιας ανθρωπολογίας ομοιάζουσας της ελληνικής δεν μπορεί παρά να είναι ατεκμηρίωτη. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι οι Εβραϊκές Γραφές δηλώνουν σαφώς την εξολοκλήρου χωμάτινη φύση του ανθρώπου, τον άρρηκτο δεσμό του με τη γη, την αγεφύρωτη διαφορά του με τα ουράνια έλλογα όντα αλλά και την απόλυτη εξάρτηση της ζωής του από τον Δημιουργό του, οι συνθήκες για την ανάπτυξη μιας ανθρωπολογίας συγκεκριμένα «αλά Πλάτωνα», με μια άυλη, αθάνατη ψυχή και τα παρελκόμενα, είναι απαγορευτικές.

Εχόντων έτσι των πραγμάτων, δεν υφίστανται οι ιστορικές προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν την πρόσληψη «αλά Πλάτωνα» σημασιών στους βασικούς ανθρωπολογικούς όρους νέφες, ρούαχ και νεσαμάχ. Αν η ελληνική ιστορία εξηγεί το γιατί η «ψυχή» από «πνοή» έφτασε να σημαίνει, σε ορισμένους θρησκευτικο-φιλοσοφικούς κύκλους, μια «άυλη ουσία», σίγουρα δεν συμβαίνει το ίδιο με την ιστορία των Εβραϊκών Γραφών. Μόνον όταν οι Εβραίοι αναμείχθηκαν με τους Έλληνες υπήρξαν τέτοιες προϋποθέσεις, και το αποτέλεσμα αυτών των προϋποθέσεων εύκολα τεκμηριώνεται από τα απόκρυφα και διάφορα άλλα ιουδαϊκά κείμενα της ελληνιστικής περιόδου.

Η συγκριτική γλωσσολογία απέδειξε ότι οι σημασίες της «νέφες» είναι πανάρχαιες

Ο Δημητρόπουλος επιπλέον δεν ανέλυσε τα γλωσσικά δεδομένα επαρκώς, ώστε να αντιληφθεί ότι αυτά τον διαψεύδουν πέρα για πέρα. Τούτο ισχύει διότι ακόμη και οι θεωρούμενες μεταγενέστερες σημασίες των όρων νέφες και ρούαχ ήδη απαντούν στα αρχαιότερα κείμενα της Βίβλου.[3] (π.χ. Γένεση 41:8· Έξοδος 23:9· Αριθμοί 14:24) Ως εκ τούτου, πίσω από την ήδη συντελεσθείσα ανάπτυξη του σημασιολογικού περιεχομένου των εν λόγω όρων δεν υφίσταται καμία περίπλοκη, φιλοσοφική ανθρωπολογία, έστω «κρυμμένη από τα φώτα της δημοσιότητας», αλλά υφίστανται απλά και βασικά γλωσσικά φαινόμενα που μπορούν να συμβαίνουν σε έναν πανάρχαιο ποιμενικό λαό, όπως ήταν οι Εβραίοι.[4] Το γεγονός αυτό επισφραγίζεται από τα πορίσματα της συγκριτικής γλωσσολογίας, κατά τα οποία οι ομόρριζες λέξεις της νέφες στα Ακκαδικά και τα Ουγκαριτικά, επίσης πανάρχαιες γλώσσες, έχουν ολοφάνερες ομοιότητες στο σημασιολογικό περιεχόμενο και στον τρόπο σύνταξης.[5] Συνεπώς, το να ερμηνεύσει κανείς τους ανθρωπολογικούς όρους των Εβραϊκών Γραφών με προϋποθέσεις φιλοσοφικής ανθρωπολογίας πρέπει να θεωρείται ιστορικά και γλωσσικά εσφαλμένο.

Κακοποίηση της σημασίας του ρούαχ

Εφόσον εκτέθηκαν μερικά γενικά σφάλματα της συλλογιστικής του Δημητρόπουλου, μπορούμε να εξετάσουμε συγκεκριμένα τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί για να στηρίξει αυτή τη συλλογιστική.

Όπως είπαμε, ο Δημητρόπουλος παραδέχεται ότι το ρούαχ στα πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης «ουδέποτε […] απαντά εν τη έννοια της ψυχής». Τι θα πούμε, όμως, για τα μεταγενέστερα βιβλία; Ο Δημητρόπουλος επικαλείται τα εδάφια Ιεζεκιήλ 18:31·36:26· Ψαλμός 31:5· 34:19·50:12, 19· Ιώβ 34:8, 14· Ησαΐας 42:5· 45:5· Εκκλησιαστής 12:7· Ζαχαρίας 12:1· Σοφία Σολομώντος 2:3 (αυτό το αναφέρει εσφαλμένα ως Σοφία Σειράχ)· 16:14, για να δείξει ότι το ρούαχ πλέον νοείται ως μια πνευματική οντότητα μέσα στον άνθρωπο που είναι έδρα των νοητικών λειτουργιών του.

Ο συσχετισμός των ανωτέρω εδαφίων προς απόδειξη της θέσης του είναι αβάσιμος. Κατ’ αρχάς, η χρήση της Σοφίας Σολομώντος είναι εντελώς εσφαλμένη για τους γνωστούς λόγους. Χονδροειδέστατο λάθος είναι επιπλέον, όπως δείξαμε αναλυτικά στο 5.1, και η χρήση των εδαφίων Ιώβ 34:8, 14, Ψαλμός 31:5, Εκκλησιαστής 12:7, Ησαΐας 42:5 (αν δεν πρόκειται περί του αγίου πνεύματος) αλλά και Ζαχαρίας 12:1, εφόσον εκεί το ρούαχ σημαίνει απλώς τη θεόθεν χορηγηθείσα δύναμη της ζωής σε ανθρώπους και ζώα.[6] Τα υπόλοιπα εδάφια περιέχουν τη λέξη ρούαχ με τη σημασία της συναισθηματικής ή διανοητικής διάθεσης ή στάσης που έχει μέσα του ο άνθρωπος. Αυτή η σημασία του ρούαχ δεν έχει καμία σχέση με την αντίληψη μιας εσωτερικής αυτόνομης πνευματικής οντότητας, διότι τίποτα στις Εβραϊκές Γραφές δεν αποδεικνύει την ανάπτυξη μιας τέτοιας εξεζητημένης δοξασίας σαν αυτήν που είχαν οι πλατωνιστές, αλλά αποτελεί απλώς προέκταση της βασικής σημασίας της λέξης, όπως εξηγείται στην υποσημείωση 73 του Κεφαλαίου 5.1. Το ότι, για παράδειγμα, ο Χάλεβ «έχει εν εαυτώ άλλο πνεύμα» (Αριθμοί 14:24, ΒΑΜ), δεν σημαίνει ότι έχει διαφορετικού τύπου «ενσαρκωμένη ψυχή», αλλά φυσικά ότι έχει «άλλο φρόνημα» (ΝΜΒ). Επίσης, «ο εξουσιάζων το πνεύμα αυτού» δεν είναι παρά ο μακρόθυμος, αυτός που εξουσιάζει τις διαθέσεις του. (Παροιμίες 16:32) Και για να αναφερθούμε σε ένα από τα εδάφια που επικαλείται ο Δημητρόπουλος, όταν ο Θεός υπόσχεται στον λαό του: «Θέλω δώσει εις αυτούς καρδίαν μίαν και πνεύμα νέον θέλω βάλει εν υμίν· και αποσπάσας την λιθίνην καρδίαν από της σαρκός αυτών θέλω δώσει εις αυτούς καρδίαν σαρκίνην» (Ιεζεκιήλ 11:19, ΒΑΜ), σίγουρα δεν αναφέρεται στην ενσάρκωση νέων «ψυχών» μέσα στα προϋπάρχοντα σώματα που θα αντικαταστήσουν τις προηγούμενες αλλά στην αλλαγή της νοοτροπίας. Γι’ αυτό και ο Θεός καλεί τον λαό Του: «Ανανεώστε την καρδιά σας και το φρόνημά [ρούαχ] σας» (Ιεζεκιήλ 38:31, ΝΜΒ), δηλαδή τη διανοητική σας στάση.[7]

Κακοποίηση της περιστασιακής συνωνυμίας νέφες και ρούαχ
και επιχειρηματολογία «φαύλου κύκλου»

Κατά την ανάπτυξη του άρθρου του, ο Δημητρόπουλος, πάλι ορμώμενος από την ορολογία της Σοφίας Σολομώντος, υποστηρίζει ότι, επειδή οι όροι νέφες και ρούαχ χρησιμοποιούνται ως συνώνυμες, η νέφες σημαίνει μια πνευματική οντότητα που κατοικεί μέσα στο σώμα. Ο Δημητρόπουλος, εκτός από το χωρίο της Σοφίας Σολομώντος, αναφέρει και διάφορα άλλα εδάφια από τα λεγόμενα «δευτεροκανονικά» ή «απόκρυφα» που προστέθηκαν στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα κατά τους δύο προ Χριστού αιώνες.—Σοφία Σειράχ 9:9· Δανιήλ 3:39 (ο συγγραφέας γράφει εσφαλμένα τον στίχο 33), Ιουδίθ 12:16.

Βέβαια, είναι αλήθεια ότι στις Εβραϊκές Γραφές, σε μόλις τρία εδάφια (Ιώβ 7:11· 12:10· Ησαΐας 26:9), η νέφες και το ρούαχ χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι όροι. Αλλά για να κατανοήσουμε αυτή την περιστασιακή συνωνυμία, το να πάρουμε παραδείγματα χρήσης από ελληνικά κείμενα της ελληνιστικής περιόδου, αν και βολεύει ενίοτε τη δογματική θέση του Δημητρόπουλου, μεθοδολογικά είναι τουλάχιστον αδόκιμο. Στην πραγματικότητα, ο Δημητρόπουλος, εκτός από αναχρονιστικός, πέφτει και στη λογική πλάνη του «φαύλου κύκλου», εφόσον το τελικό συμπέρασμά του εξάγεται από επιχειρήματα που βασίζονται a priori σε αυτό: δηλαδή, για να αποδείξει ότι η ορολογία της Εβραϊκής Βίβλου απέκτησε φιλοσοφική σημασία, επικαλείται όρους μεταγενέστερων εξωβιβλικών χωρίων, που όντως την έχουν, ισχυριζόμενος ταυτόχρονα ότι δεν την απέκτησαν από τους Έλληνες επειδή τάχα την είχαν ήδη τα προγενέστερα βιβλικά χωρία!

Ταυτόχρονα, είναι ενδιαφέρον ότι το μεγάλο σφάλμα αυτού του επιχειρήματος του Δημητρόπουλου μπορεί να καταδειχτεί και από τα ίδια τα εδάφια που επικαλείται. Προσέξτε πώς συμβαίνει αυτό με μια σύγκριση μεταξύ της Σοφίας Σολομώντος και της Σοφίας Σειράχ.

Αμφότερα τα έργα γράφτηκαν κατά την ελληνιστική περίοδο από Ιουδαίους της διασποράς που ζούσαν μέσα σε ένα περιβάλλον όπου επικρατούσαν πολυποίκιλες απόψεις για τη φύση του ανθρώπου και την κατάληξή του. Συνεπώς, ένας σύγχρονος μελετητής αυτών των έργων θα λάβει υπόψη του τις θέσεις των συγγραφέων με μια «διαχρονική» οπτική, ως εκπροσώπων μιας παράδοσης, αλλά και με μια «συγχρονική», δηλαδή μέσα στο περιβάλλον τους· πάνω από όλα, όμως, θα λάβει υπόψη του τις ανθρωπολογικές απόψεις των ίδιων των συγγραφέων και τον τρόπο που αυτοί χρησιμοποιούν τους υπό εξέταση όρους.

Έτσι λοιπόν, εφόσον η Σοφία Σολομώντος, παρά τις ιουδαϊκές της καταβολές, μαρτυρεί στο λεξιλόγιο και στις ιδέες της την επίδραση του πλατωνισμού, είναι εύλογο να συμπεράνει κάποιος πως στο εδάφιο 15:11 («ηγνόησε τον πλάσαντα αυτόν και τον εμπνεύσαντα αυτώ ψυχήν ενεργούσαν και εμφυσήσαντα πνεύμα ζωτικόν») η συνωνυμία «ψυχής» και «πνεύματος» δείχνει ότι η ψυχή είναι μια πνευματική οντότητα, και μάλιστα αθάνατη, που εισέρχεται στο σώμα.

Από την άλλη μεριά, η συνωνυμία «ψυχής» και «πνεύματος» στο εδάφιο Σοφία Σειράχ 9:9 («μετά υπάνδρου γυναικός μη κάθου το σύνολον και μη συμβολοκοπήσης μετ’ αυτής εν οίνω μήπωτε εκκλίνη η ψυχή σου επ’ αυτήν και τω πνεύματί σου ολίσθης εις απώλειαν») σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει την ύπαρξη μιας άυλης και αθάνατης ψυχής που συναποτελεί με το σώμα τον άνθρωπο. Βλέπετε, όπως αποδείχτηκε στο Κεφάλαιο 3, η Σοφία Σειράχ αφενός αναφέρει επανειλημμένα ότι ο άνθρωπος είναι εξολοκλήρου χωμάτινος και αφετέρου με αδιαμφισβήτητη σαφήνεια δηλώνει ότι ο θάνατος σημαίνει, όπως κατά λέξη λέει, την ανυπαρξία του προσώπου. Είναι χαρακτηριστικό κιόλας ότι σε τουλάχιστον τέσσερα εδάφια, η «ψυχή» παρουσιάζεται ως θνητή. (20:22· 21:2· 51:3, 6) Αν κανείς, μάλιστα, εξετάσει όλες τις περιπτώσεις όπου απαντά η λέξη «ψυχή», θα διαπιστώσει ότι πάντα οι σημασίες ακολουθούν τον εβραϊκό και όχι τον πλατωνικό τρόπο. Επομένως, και η συνωνυμία μεταξύ «ψυχής» και «πνεύματος» πρέπει επίσης να κατανοηθεί με τον εβραϊκό τρόπο και όχι με τον πλατωνικό.[8]

Ποιος είναι λοιπόν ο εβραϊκός τρόπος και πώς πρέπει να κατανοηθεί η περιστασιακή συνωνυμία «ψυχής» και «πνεύματος» τόσο στη Σοφία Σειράχ όσο και στα τρία εδάφια των Εβραϊκών Γραφών; Όταν έγραφα στο Κεφάλαιο 5.1 ότι για τη νέφες και το ρούαχ θα προσθέσω ορισμένες λεπτομέρειες, αναφερόμουν ακριβώς σε αυτό το ζήτημα. Πρόκειται για ένα ζήτημα που αξίζει ιδιαίτερη προσοχή, καθώς αφορά ένα από τα βασικά σφάλματα που επαναλαμβάνουν όσοι επικαλούνται χωρία των Εβραϊκών Γραφών υπέρ του δυισμού.

Αν θέλουμε, λοιπόν, να κατανοήσουμε τον εβραϊκό τρόπο χρήσης των όρων, το απλούστερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ανοίξουμε ένα καλό λεξικό της βιβλικής εβραϊκής γλώσσας και να εξετάσουμε τις σημασίες που μας δίνονται καθώς και τα παραδείγματά τους. Στα μεγαλύτερα λεξικά, καθώς και σε ειδικά βιβλία και άρθρα, παρέχεται η δυνατότητα ακόμη μεγαλύτερης εμβάθυνσης, καθώς εξετάζονται επιπρόσθετα τα ποσοστά των διαφόρων σημασιών που χρησιμοποιούνται, ο τρόπος σύνταξης και η σχέση των όρων με συγκεκριμένα θεματικά περιβάλλοντα, δηλαδή εξετάζονται τα φαινόμενα της συμφρασιμότητας και της σημασιολογικής προσωδίας, όπως τα αποκαλεί η γλωσσολογία. Επιπλέον, διαφωτιστικές είναι και οι εισηγήσεις για τον τρόπο ανάπτυξης των σημασιολογικών περιεχομένων των λέξεων νέφες και ρούαχ, οι οποίες και αναφέρονται περιληπτικά στις υποσημειώσεις 59 και 73 του Κεφαλαίου 5.1. Η εξέταση αυτών των δεδομένων μάς οδηγεί σε δύο πολύτιμα συμπεράσματα.

Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι οι λέξεις νέφες και ρούαχ χρησιμοποιούνται πολύ διαφορετικά. Η λέξη νέφες τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι απτό και ορατό,[9] ενώ η λέξη ρούαχ πάντα κάτι αόρατο. Η νέφες περίπου στο 30% των περιπτώσεων, όπου απαντά, σημαίνει τον άνθρωπο καθαυτόν, ενώ το ρούαχ ποτέ δεν χρησιμοποιείται έτσι, δηλαδή ποτέ δεν λέγεται ότι ο άνθρωπος είναι ρούαχ.[10] Από την άλλη μεριά, ο όρος ρούαχ κατά 35% των χρήσεων σχετίζεται με τον Θεό, ενώ ο όρος νέφες μόνο κατά 3%.[11] Με δυο λόγια, όπως εξηγεί και ο Wolff, ο όρος νέφες φέρει ένα σημασιολογικό φορτίο ανάγκης και εξάρτησης, ενώ ο όρος ρούαχ φέρει ένα σημασιολογικό φορτίο δράσης και δύναμης.

Το δεύτερο συμπέρασμα που προκύπτει από τη γλωσσική ανάλυση είναι ότι, παρά τις σαφώς διαφορετικές πορείες των όρων, υπάρχουν δύο σημεία που οι όροι έρχονται κοντά από σημασιολογική άποψη. Αυτά τα δύο σημεία αντιπροσωπεύονται από τις ελάχιστες περιπτώσεις στις οποίες οι όροι χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι.[12] Το πρώτο σημείο αφορά τη λειτουργία της αναπνοής, «πνοή» ή «ζωή» από τη μεριά της νέφες και «φύσημα» ή «δύναμη της ζωής» από τη μεριά του ρούαχ. Το δεύτερο σημείο προσέγγισης αφορά την «εσωτερική υποκινούσα διάθεση». Η λέξη νέφες, συγκεκριμένα, με αφετηρία τη σημασία του στόματος και του λαιμού ως οργάνου αναπνοής και βρώσης (εξού και η αφετηρία του σημασιολογικού φορτίου της ανάγκης), εύκολα μεταπήδησε στη σημασία της «επιθυμίας». (Ψαλμός 35:25) Αν κανείς, επί παραδείγματι, εξετάσει τα εδάφια Δευτερονόμιο 23:24, 1 Σαμουήλ 2:16, Παροιμίες 12:10, Ησαΐας 29:8 και Ωσηέ 9:4, θα διαπιστώσει ότι η νέφες εν προκειμένω μπορεί να μεταφραστεί «όρεξη» ή «πείνα». Η σημασία της επιθυμίας με τη σειρά της επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε την έννοια των ορμών, των διαθέσεων (για ζώα: Ησαΐας 56:11· Ιερεμίας 2:24· για ανθρώπους Ιεζεκιήλ 16:27) και της θέλησης του ανθρώπου (Δευτερονόμιο 21:14· Παροιμίες 16:26), ή ακόμη και τη συναισθηματική του κατάσταση με την ευρεία έννοια (Έξοδος 23:9), αν και η τελευταία περίπτωση, όπως επισημαίνει και ο Wolff και ο Seebass, δεν απαντά συχνά.[13] Όσο για το ρούαχ, καθώς εμπεριέχει την ιδέα της «ζωτικότητας», σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιείται, όπως αναφέρω στην υποσημείωση 73 του Κεφαλαίου 5.1, για να δηλώσει τις εσωτερικές διαθέσεις ενός ατόμου οι οποίες, σαν φύσημα, τον ωθούν σε ενέργειες. (Αριθμοί 5:14, 30· Ψαλμός 32:2· Ιερεμίας 51:11 κ.ά.) Να λοιπόν γιατί σε τρία μόλις εδάφια των Εβραϊκών Γραφών η «ψυχή» και το «πνεύμα» χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι όροι, χωρίς αυτό ουδόλως να αφορά τη δήθεν ανάπτυξη μιας φιλοσοφικής ανθρωπολογίας με μια άυλη και αθάνατη ψυχή: στο εδάφιο Ιώβ 12:10 παραλληλίζεται η «ζωή» (νέφες) με τη «δύναμη της ζωής» (ρούαχ), που εξαρτώνται απολύτως από τον Θεό, ενώ στα εδάφια Ιώβ 7:11 και Ησαΐας 26:9 γίνεται λόγος για τη «συναισθηματική κατάσταση». Πρόκειται για ένα φαινόμενο αμιγώς γλωσσικό και συνάμα συμβατό με το ιστορικό πλαίσιο.[14] Ή, όπως τονίζει το Theological Dictionary of the New Testament, η όποια σύμπτωση μεταξύ των όρων ρούαχ και νέφες «δεν περιλαμβάνει το ότι η ανθρωπολογία προσανατολίζεται προς την πνευματοποίηση ή τον δυισμό».[15]

Αφού τα είδαμε όλα αυτά, αξίζει να επιστρέψουμε στο εδάφιο Σοφία Σειράχ 9:9, με το οποίο ξεκινήσαμε αυτό το θέμα. Τώρα μπορούμε πραγματικά να κατανοήσουμε γιατί οι μεταφραστές της Νέας Μετάφρασης της Βίβλου κατέληξαν στην εξής απόδοση: «Μην κάθεσαι να φας με μια γυναίκα παντρεμένη και μη γλεντάς μαζί της πίνοντας κρασί, μην τύχει κι η καρδιά σου υποκύψει μπρος της, και μες στο πάθος σου γλιστρήσεις στην καταστροφή».

Ναι, τα πράγματα μπαίνουν μια χαρά στη θέση τους όταν εξετάσουμε το ιστορικό και γλωσσικό περικείμενο.[16] Αυτό είναι απολύτως ζωτικό, και, όπως θα δούμε στο μέλλον, είναι το κλειδί και για την ανθρωπολογία της Καινής Διαθήκης. Ωστόσο, για την ώρα έχουμε αρκετή δουλειά ακόμη με την Παλαιά.

Η θέση και το πλαίσιο
της Ανθρωπολογίας της Παλαιάς Διαθήκης
του Νικόλαου Μπρατσιώτη

Τα όσα είδαμε μέχρι τώρα για τα ιστορικά και γλωσσικά δεδομένα που σχετίζονται με τους ανθρωπολογικούς όρους θα μας χρησιμεύσουν πάρα πολύ και στη συνέχεια αυτού του άρθρου, όπου θα εξετάσουμε τη συλλογιστική και τα επιχειρήματα της συστηματικότερης μέχρι σήμερα απόπειρας στα Ελληνικά να υποστηριχθεί ο παραδοσιακός δυισμός, δηλαδή το βιβλίο Ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης του ομότιμου πλέον καθηγητή της βιβλικής ιστορίας και θεολογίας Νικόλαου Μπρατσιώτη, το οποίο εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί διδακτέα ύλη στις θεολογικές σχολές.[17]

Η θέση του Μπρατσιώτη είναι ότι ο αδάμ (άνθρωπος) αποτελείται από δύο ετερογενή συστατικά, από την υλική και θνητή μπασάρ (σάρκα) και την πνευματική και αθάνατη νέφες (ψυχή)· και ότι το ρούαχ (πνεύμα) του Θεού καθιστά αθάνατη τη νέφες, και η νέφες με τη σειρά της ζωογονεί την μπασάρ (σελ. 53, 134 κ.ά.). Εν αντιθέσει με τον Δημητρόπουλο, που υποστήριξε πως αυτή η δοξασία διαμορφώθηκε σταδιακά στις Γραφές, ο Μπρατσιώτης διατρανώνει έντονα πως αυτή υπήρχε εξαρχής, ήδη από την αφήγηση της δημιουργίας στη Γένεση (σελ. 52). Μάλιστα, δηλώνει επανειλημμένα τη σιγουριά των πορισμάτων του. Αρνείται σφόδρα ότι το συμπέρασμά του είναι βεβιασμένο «ως νομίζεται υπό πολλών» (σελ. 61), αλλά το θεωρεί «αβίαστον» (σελ. 56), καθώς η θέση του «υπομαρτυρείται υπό μακράς σειράς ανθρωπολογικών χωρίων» (σελ. 53), είναι «πολλαχώς μαρτυρουμένη» (σελ. 61) και στηρίζεται «επί τη βάσει του πλήθους, […] αδιαφιλονικήτου σαφηνείας των σχετικών μαρτυριών» (σελ. 56).

Όποτε η Π. Διαθήκη μιλάει συγκεκριμένα για την κατασκευή του ανθρώπου, τον περιγράφει ως εξολοκλήρου χωμάτινο.

Αν υποθέσουμε, όμως, ότι τάχα είναι τόσο «σαφής» και «πολλαχώς μαρτυρουμένη» στη Βίβλο η θέση του περί μπασάρ, νέφες και ρούαχ, τότε γιατί μέσα σε 150 σελίδες επιχειρημάτων δεν παρουσιάζει κανένα συγκεκριμένο σημείο των Εβραϊκών Γραφών που από μόνο του να υποστηρίζει τον κορμό της σκέψης του, έστω με συνοπτικό τρόπο; Πώς μπορεί να εξηγηθεί το ότι πουθενά στη Γραφή δεν αναφέρεται πως ο αδάμ κατασκευάστηκε από νέφες και μπασάρ; Επίσης, γιατί στη Γραφή πάντα ταυτίζεται οντολογικά ο αδάμ με το χώμα; Γιατί στα εδάφια περί θανάτου και κατάληξης του ανθρώπου ουδέποτε πάλι αναφέρεται η υποτιθέμενη διάσπαση του δεσμού της νέφες και της μπασάρ; Γιατί δεν υπάρχει ούτε ένα εδάφιο που να λέει ότι η νέφες είναι αθάνατη αλλά σε εκατοντάδες περιπτώσεις συμβαίνει το αντίθετο; Γιατί τα εδάφια που αναφέρονται συγκεκριμένα στην κατασκευή και στη φύση του ανθρώπου πάντα δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που υιοθετεί ο Μπρατσιώτης και οι υπέρμαχοι του δυισμού; Αυτά είναι πολύ σοβαρά ερωτήματα, και σε καμία περίπτωση δεν είναι σημερινά ή δικά μου. Ο ίδιος ο Μπρατσιώτης αναφέρει στο βιβλίο του πως οι περισσότεροι μελετητές, μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας καινοδιαθηκολόγος Ιωάννης Καραβιδόπουλος, είχαν ήδη τότε απορρίψει ως αναχρονιστική την παραδοσιακή θέση που ο ίδιος επιχειρεί να στηρίξει (σελ. 53, 61, 88, 169).[18] Ωστόσο, όσο και αν ψάξει κανείς στο βιβλίο του, δεν θα δει καμία απόπειρα να απαντηθούν αυτά τα εύλογα ερωτήματα.

Αν η άποψη του Μπρατσιώτη ήταν σωστή, κανονικά θα έπρεπε να διαβάσουμε κάτι τέτοιο στην αφήγηση της δημιουργίας του ανθρώπου: «Και έπλασεν ο Θεός το σώμα [μπασάρ] από χώματος γης και ενεφύσησεν ο Θεός ψυχήν [νέφες] εις τους μυκτήρας αυτού, και ούτως εγένετο ο άνθρωπος [αδάμ]». Όμως, αυτός ο τρόπος διατύπωσης είναι ανύπαρκτος—τόσο στο Γένεση 2:7 όσο και σε όλα τα εδάφια που αναφέρονται συγκεκριμένα στην κατασκευή του ανθρώπου. Ναι, το εδάφιο λέει ότι ο αδάμ πλάστηκε από χώμα και ότι, με τη ζωογόνηση της νεσαμάχ του Θεού, έγινε ζωντανή νέφες. Με απλά λόγια, ο χωματένιος αδάμ είναι η νέφες! Στην προσπάθειά του να ξεπεράσει αυτόν τον σκόπελο που έρχεται σε αντίθεση με τον Ορθόδοξο δυισμό, ο Μπρατσιώτης αναπτύσσει στο πολυσέλιδο έργο του αλληλουχίες  συνεπαγωγών και τις συνθέτει. Δεν πρέπει, επομένως, να εκπλήσσεται ο προσεκτικός αναγνώστης που, ενώ στην αρχή ο Μπρατσιώτης διακήρυσσε την «αδιαφιλονίκητη σαφήνεια» των βιβλικών χωρίων όσον αφορά τον δυισμό, και μάλιστα ήδη από τη Γένεση, κατά την ανάπτυξη της θέσης του λέει ότι τελικά τα δύο συστατικά του δυισμού «δεν είναι […] τοσούτον ευδιάκριτα» (σελ. 169) και μιλάει πλέον για «δυσχερή έρευνα» και «ακανθώδη προβλήματα» που συναντά στην ανάλυσή του, και συγκεκριμένα όσον αφορά τη νέφες (σελ. 88).

Στην πραγματικότητα, αυτό που είναι «ακανθώδες» είναι το πλαίσιο της συλλογιστικής που εφαρμόζει για να καταδείξει την «αδιαφιλονίκητη σαφήνεια» του δυισμού στο Γένεση 2:7. Ποιο είναι αυτό το πλαίσιο; (1) ότι ο αδάμ ναι μεν αποκαλείται χωματένιος, αλλά αυτό συμβαίνει απλώς και μόνο επειδή ένα μέρος του, η μπασάρ, είναι χωματένιο (σελ. 28, 29, 49, 53, 68-9)· (2) ότι ναι μεν η νέφες σημαίνει τον αδάμ ως ολότητα, αλλά αυτό συμβαίνει απλώς και μόνο από συνεκδοχή, καθότι η νέφες αποτελεί μέρος του αδάμ (σελ. 32, 52, 79, 98, 112-3)· ότι (3) η νεσαμάχ ναι μεν είναι η από του Θεού χορηγηθείσα ζωογόνος πνοή, αλλά υποδηλώνει και τη νέφες, επειδή η νεσαμάχ σε ορισμένες περιπτώσεις είναι συνώνυμη του ρούαχ, και το ρούαχ σε ορισμένες περιπτώσεις είναι συνώνυμο της νέφες, και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η νέφες ήδη αναφέρεται στη δημιουργία του ανθρώπου ως κάτι διαφορετικό από τη νεσαμάχ (σελ. 31, 35, 45, 136-7, 152-8, 162-7)! Επομένως, αντί για «αδιαφιλονίκητη σαφήνεια» συναντούμε πολυσύνθετα επιχειρήματα που προσπαθούν να μας πείσουν, στην ουσία, ότι η Γένεση άλλα λέει και άλλα εννοεί. Ω ναι, η «αδιαφιλονίκητη σαφήνεια» της δισύνθετης φύσης του ανθρώπου στο εδάφιο Γένεση 2:7 μετατρέπεται παρακάτω στο βιβλίο σε «βαθύτερο θεολογικό νόημα» που «διαλάμπει» κάτω από το «περικάλυμμα» των όρων της αφήγησης (σελ. 163). Εύλογα μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι μια τέτοια στάση που προσπερνά τις ευθείες δηλώσεις της Γραφής, και μάλιστα πολυάριθμες, προς χάριν μιας δαιδαλώδους και έωλης επιχειρηματολογίας χαρακτηρίζεται εγγενώς από μεγάλη μεθοδολογική αδυναμία, καθότι αυτό που γίνεται, στην πραγματικότητα, είναι να επιλέγονται λίγες, αποκομμένες από το γλωσσικό και ιστορικό περικείμενό τους φράσεις, προκειμένου να συσχετιστούν μεταξύ τους πάνω σε έναν νοηματικό σκελετό Πατερικού τύπου, ο οποίος όμως είναι ανύπαρκτος καθαυτόν στη Γραφή. Συνεπώς, αν και ο Μπρατσιώτης κατηγορεί όσους υποστηρίζουν τον μονισμό ως «περιορισθέντες σε σπανίας και αμφιβόλους ταύτας περιπτώσεις» (σελ. 169), στην πραγματικότητα εκείνος είναι που ακολουθεί αυτή την οδό.

Αν όμως το πλαίσιο και η μεθοδολογία της συλλογιστικής του Μπρατσιώτη είναι εσφαλμένα, δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν και μεμονωμένα εσφαλμένα σημεία, εκ των οποίων θα επισημάνω τα πιο σημαντικά, ιδίως τα επιχειρήματα και τα εδάφια που συχνά επαναλαμβάνουν οι υπέρμαχοι του δυισμού.

Κατ’ αρχάς, σαν τον Δημητρόπουλο, ο Μπρατσιώτης εμπλέκει επανειλημμένα τα χωρία των Εβραϊκών Γραφών με χωρία της Σοφίας Σολομώντος.[19]

Επίσης σαν τον Δημητρόπουλο, κακομεταχειρίζεται τη λέξη ρούαχ, επικαλούμενος τα εδάφια Γένεση 6:3, Ιώβ 27:3· 32:8, 18[20]· Ψαλμός 31:5(30:6)· 78:39· 104:30· Εκκλησιαστής 12:7· Ησαΐας 31:3 και Ιεζεκιήλ 37:6-14 ως ερείσματα για την ύπαρξη μιας πνευματικής ψυχής που είναι πυρήνας του εγώ και μιας «οντολογικής διχοτόμησης» στη σύσταση του ανθρώπου, ενώ σε αυτά τα εδάφια το ρούαχ είτε αναφέρεται σε μια απρόσωπη δύναμη που χορηγεί ο Θεός είτε δηλώνει την οντολογική διαφορά της ανθρώπινης φύσης από την πνευματική, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που προσπαθούν να αποδείξουν οι υπέρμαχοι του δυισμού (σελ. 55, 58-9, 157)! Ναι, αν μπορούμε να εντοπίσουμε βιβλικές αναφορές σε κάποιου είδους «οντολογική διχοτόμηση», αυτή δεν αφορά τα συστατικά του ανθρώπου, αλλά την αντίθεση του όλου ανθρώπου με τον Θεό και εν γένει με τον κόσμο των πνευμάτων.[21]

Εξαιρετικά προβληματική—ο Μπρατσιώτης, όπως είπα, χρησιμοποιεί το επίθετο «ακανθώδες»—είναι παράλληλα η προσπάθειά του να εξηγήσει το γιατί η νέφες, αφού τάχα σημαίνει ένα πνευματικό μέρος του ανθρώπου σε αντιδιαστολή με το σώμα, πολύ συχνά χρησιμοποιείται ως κάτι σωματικό. Την απάντηση επιχειρεί να τη δώσει αναφερόμενος σε ένα αναπόδεικτο σενάριο για το σημασιολογικό περιεχόμενο της λέξης. Εισηγείται, εν αντιθέσει με τις επικρατούσες απόψεις, ότι η νέφες, με αφετηρία τη σημασία της «αναπνοής», έχει δύο κύριες και παράλληλες μεν αλλά διαφορετικές κατευθύνσεις, η μία όσον αφορά την υλική φύση του ανθρώπου και η άλλη όσον αφορά την πνευματική. Ο ίδιος, όμως, αναγνωρίζει ότι αυτές οι θεωρούμενες δύο κατευθύνσεις «συναντώνται πολλάκις και δη και συμπλέκονται εις τρόπον, ώστε είναι δυνατόν ενίοτε να εγερθούν αμφιβολίαι ως προς την υπαγωγήν μιας των σημασιολογικών παραλλαγών εις την πρώτην, δηλ. την βιολογικήν και σωματικήν ή την δευτέραν, τ.έ. την ψυχολογικήν και πνευματικήν κατεύθυνσην του περί ου ο λόγος όρου» (σελ. 93· βλ. επίσης σελ. 112). Αυτή η παραδοχή του, ουσιαστικά, εγείρει αμφιβολίες για τη γενική ιδέα περί των δύο σημασιολογικών κατευθύνσεων που εισηγείται. Αν μάλιστα, συνυπολογίσουμε ότι (1) δεν κάνει απολύτως καμία απόπειρα να εξηγήσει πώς από τη σημασία της «αναπνοής» προέκυψαν αυτές οι δύο δήθεν παράλληλες αλλά τόσο διαφορετικές κατευθύνσεις, ότι αποφεύγει να κάνει οποιαδήποτε αναφορά (2) στο ιστορικό πλαίσιο, δηλαδή στο αν υπάρχουν οι ιστορικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας δυιστικής ανθρωπολογίας, (3) στη διαφωτιστική χρήση των ομόρριζων λέξεων στις συγγενείς με τα Εβραϊκά γλώσσες (Ουγκαριτικά, Ακκαδικά, Αραβικά) και (4) στις επικρατούσες γλωσσολογικές απόψεις που διαφωνούν μαζί του ώστε να τις αναιρέσει,[22] πράγματα που όφειλε να κάνει λόγω της ιδιότητάς του και λόγω του εγχειρήματος που ανάλαβε να περατώσει, τότε αναπόδραστα καταλήγουμε στο ότι η εισήγηση του Μπρατσιώτη είναι αβάσιμη. Εκ των πραγμάτων, συμπαρασύρεται και όλο το θεωρητικό οικοδόμημα του βιβλίου του, εφόσον η νέφες ως όρος είναι πυλώνας της ανθρωπολογίας.

Συναφές ζήτημα και, παράλληλα, μείζονος σπουδαιότητας είναι το γιατί η νέφες μπορεί να σημαίνει τον άνθρωπο ως ολότητα. Ο Μπρατσιώτης υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει επειδή η νέφες, ως «συστατικό» του ανθρώπου, συμπεριλαμβάνει συνεκδοχικά και το σώμα (σελ. 98). Ωστόσο, αν αυτό αληθεύει, τότε πώς εξηγείται το ότι και τα ζώα αποκαλούνται επίσης νέφες; (Γένεση 1:20-21, 24· 2:19· 9:10, 12, 15, 16· Αριθμοί 31:28· Ιεζεκιήλ 47:9)  Μήπως και πάλι θα πούμε ότι η νέφες είναι «συστατικό» της διφυούς υπόστασής τους; Φυσικά, μια τέτοια άποψη θα ήταν απαράδεκτη. Τη λύση στο ζήτημα προφανώς δίνει η συγκριτική γλωσσολογία, με τις αντίστοιχες περιπτώσεις που δείχνουν ότι δεν υφίστατο κάποιου τύπου δυισμός πίσω από την ανάπτυξη των σημασιολογικών περιεχομένων, αλλά και το ίδιο το βιβλικό κείμενο, που παίζει μεταξύ των σημασιών της «ζωής» και του «φορέα της ζωής», υποδεικνύοντας έτσι την πραγματική διαδρομή της μετωνυμίας. (1:21, 30· 2:27· 9:4, 5· Λευιτικό 17:10-12). Συνεπώς, αν ο άνθρωπος είναι νέφες, αυτό συμβαίνει επειδή είναι «φορέας της ζωής» που συντηρείται με την αναπνοή και όχι επειδή αποτελείται από δύο συστατικά, τη πνευματική νέφες και την υλική μπασάρ. Παρόμοια περίπτωση ισχύει και με τη νεσαμάχ, η οποία, αν και βασικά σημαίνει «πνοή», μετωνυμικά σημαίνει «αυτό(ν) που αναπνέει».—Ψαλμός 150:6.

Ωστόσο, παραπάνω διαβάσαμε ότι ο Μπρατσιώτης έχει στη διάθεσή του «πλήθος» χωρίων που μαρτυρούν τη σύσταση του ανθρώπου από μπασάρ και νέφες. Νομίζω πως είναι πολύ ενδιαφέρον να εξετάσουμε όλο αυτό το «πλήθος». Για πρακτικούς λόγους θα χωρίσουμε αυτά τα χωρία στις εξής κατηγορίες: (1) εδάφια στα οποία υποτίθεται ότι η μπασάρ επικαλύπτει τη νέφες· (2) εδάφια στα οποία η νέφες λέγεται ότι είναι «εντός» του ανθρώπου· (3) εδάφια στα οποία η νέφες και η μπασάρ εμφανίζονται μαζί.

Επικαλύπτει η μπασάρ τη νέφες;

Η πρώτη κατηγορία εδαφίων που χρησιμοποιεί ο Μπρατσιώτης σκοπό έχει να αποδείξει ότι η μπασάρ παρουσιάζεται απλώς ως επικάλυμμα του όντως άνθρωπου, δηλαδή της πνευματικής νέφες. Ο Μπρατσιώτης, φυσικά, παραδέχεται ότι η μπασάρ σε διάφορες περιπτώσεις σημαίνει συνεκδοχικά όλο τον άνθρωπο (σελ. 79). Όμως, θεωρεί ότι άλλα εδάφια παρουσιάζουν τη «σάρκα» ως το «επικάλυμμα» του όντως ανθρώπου, της πνευματικής «ψυχής», υποδηλώνοντας έτσι τον δυισμό. Τη θέση του σίγουρα μπορεί να τη στηρίξει στη Σοφία Σολομώντος («φθαρτό γαρ σώμα βαρύνει ψυχήν, και βρίθει το γεώδες σκήνος νουν πολυφρόντιδα», 9:15). Η μεταφορική δήλωση του σώματος ως «σκήνους» που επικαλύπτει την ψυχή εμφανίζεται στην ελληνική γραμματεία,[23] αλλά ο Μπρατσιώτης δεν δέχεται ότι η Σοφία Σολομώντος υιοθέτησε αυτόν τον τρόπο διατύπωσης λόγω της ελληνικής επιρροής· υποστηρίζει ότι και προγενέστερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρουν την ίδια ιδέα. Ισχύει αυτό;

Κατ’ αρχάς ο Μπρατσιώτης αναφέρει το εδάφιο Ιερεμίας 4:20 (σελ. 77), στο οποίο όμως οι «σκηνές» και τα «παραπετάσματα» (ΝΜΒ) δεν έχουν καμιά σχέση με «σώματα» αλλά με την ερήμωση της γης και των κατοικιών των Ιουδαίων. Δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται κανείς γιατί ανέφερε αυτό το εδάφιο.

Η επιχειρηματολογία συνεχίζεται με το δύσκολο εδάφιο Ησαΐας 38:12 του επιθανάτιου λόγου του Εζεκία (σελ. 77): 

«Η κατοικία μου απεσπάσθη και μετετοπίσθη ως σκηνή ποιμένος· ετύληξε την ζωήν μου ως υφαντής, με κόπτει με το στημόνιον». (Χαστούπης)

Η λέξη που αποδίδεται «κατοικία» στην πρώτη πρόταση, όπως παραδέχεται και ο Μπρατσιώτης, είναι άπαξ λεγομένη στις Εβραϊκές Γραφές και επομένως αβέβαιης σημασίας. [24] Στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα αποδίδεται με τη λέξη «συγγένεια», απόδοση που ουσιαστικά συνδέει την εν λόγω πρόταση με το προηγούμενο εδάφιο και που θέλει να δείξει ότι ο Εζεκίας χάνει τους δικούς του ανθρώπους. Σε κάθε περίπτωση, τίποτα στην παρομοίωση δεν στοχεύει στο να δείξει ότι ο Εζεκίας αποτελείται από σώμα και ψυχή, αλλά στο ότι ο βίος του αλλάζει δραματικά και γρήγορα, όπως γρήγορα λύνεται και μεταφέρεται η μικρή σκηνή του ποιμένα. Ο Εζεκίας τίποτα αθάνατο δεν έχει μέσα του, αλλά η ζωή του θα κοπεί όπως τα νήματα του υφάσματος στον αργαλειό. Το νόημα του εδαφίου λέει τα αντίθετα από αυτά που υποστηρίζει ο Μπρατσιώτης. Προσέξετε πώς το αποδίδει η Νέα Μετάφραση της Βίβλου:

«Κόπηκε απ’ το στήριγμά της η ζωή μου, μακριά μου έφυγε καθώς σκηνή βοσκού· είν’ η ζωή μου σαν το υφαντό που στου αργαλειού τυλίχτηκε τον κύλινδρο κι ο υφαντής του κόβει τα στημόνια» (ΝΜΒ)

Στις σελίδες 76-8, ο Μπρατσιώτης αναφέρεται σε μια σειρά εδαφίων από το βιβλίο του Ιώβ. Καταρχάς, στην περικοπή Ιώβ 4:19-21, που λέει:

«Αυτός δεν εμπιστεύεται τους δούλους του και τους αγγέλους του αυτού ελέγχει δι’ ελαττώματα. Πόσον μάλλον τους κατοικούντας εις πήλινας οικίας, των οποίων το θεμέλιον στηρίζεται εις το χώμα, και αφανίζονται ενώπιον του σκώρου! Αφανίζονται μεταξύ πρωίας και εσπέρας, χάνονται διά παντός, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς. Εάν το σχοινίον της σκηνής των εκριζωθή εντός των, δεν αποθνήσκουν, και μάλιστα χωρίς σοφίαν;» (Χαστούπης)

Το «κατοικούν σε σπίτια από πηλό» ο Μπρατσιώτης το εκλαμβάνει ως υπονοούμενο για την ύπαρξη μιας αθάνατης πνευματικής ψυχής μέσα σε χωμάτινα σώματα. Ωστόσο, αυτή η ερμηνευτική εικασία συγκρούεται με τον σκοπό των μεταφορών, που είναι η έμφαση στη θνητότητα του ανθρώπου, το πόσο εύκολο είναι να τερματιστεί η ζωή του. Ο ίδιος ο Ιώβ περιγράφει τον θάνατο ως εξής αναφερόμενος στον Θεό: «Αφού σε λίγο θα πλαγιάζω μες στο χώμα, κι αν με γυρεύεις, δε θα υπάρχω πια»! (7:21, ΝΜΒ) Εξάλλου, στο βιβλίο του Ιώβ επανειλημμένα λέγεται πως όλος ο άνθρωπος είναι χωμάτινος, όχι μόνο ένα μέρος του. (10:2· 34:15) Καθώς το λαμβάνουμε υπόψη αυτό, αποκτά περισσότερο νόημα η αντιπαραβολή της φύσης που κάνει το κείμενο ανάμεσα στους «αγγέλους» και τους ανθρώπους.[25] Στο εδάφιο 21 εμφανίζεται πάλι μια λέξη αβέβαιης σημασίας (γετερ).[26] Ενδεχομένως αυτός ο όρος να σημαίνει εδώ τα κορδόνια της σκηνής που, αν αφαιρεθούν, η σκηνή εύκολα καταρρέει. Ο Μπρατσιώτης εικάζει ότι αυτό υποδηλώνει την αθάνατη ψυχή. Ωστόσο, και αυτό το σχήμα λόγου δεν στοχεύει στο να δείξει πως ένα μέρος του ανθρώπου είναι αθάνατο, αλλά το αντίθετο, πως όλος ο άνθρωπος υπόκειται σε αφανισμό. Το Ταργκούμ και οι Εβδομήκοντα δεν ρίχνουν φως καθότι κατανοούν τη λέξη με πολύ διαφορετικό τρόπο. Έχει ενδιαφέρον όμως να δούμε ξανά όλη αυτή την ποιητική περικοπή κατά τη Νέα Μετάφραση της Βίβλου:

«Αφού ο Θεός δεν εμπιστύεται ούτε και τους αγγέλους και βρίσκει σφάλματα ακόμα και σ’ εκείνους, πόσο μάλλον σ’ αυτά τα χωματένια πλάσματα, που προέρχονται από τη γη και που μπορούν να πατηθούν σαν τα σκουλήκια, που μέσα σε μια μέρα μπορούν ν’ αφανιστούν, για πάντα να χαθούν, χωρίς κανείς να το προσέξει. Ο Θεός δίνει τέλος στη ζωή τους· πεθαίνουν και δεν ξέρουνε το πώς».

Ο Μπρατσιώτης, για να ενισχύσει τη θεωρία του, επικαλείται και την περικοπή Ιώβ 10:8-11, που αποδίδεται σύμφωνα με τη Νέα Μετάφραση της Βίβλου:

«Τα χέρια τα δικά σου με σχημάτισαν και μ’ έπλασαν· και τώρα αυτά τα ίδια σου τα χέρια ζητάνε να με καταστρέψουν; Θυμήσου, σε παρακαλώ, πως από χώμα μ’ έπλασες· και τώρα θέλεις πάλι να με κάνεις χώμα; Καθώς το γάλα μ’ έχυσες, και με σχημάτισες έτσι όπως πήζουν το τυρί. Με ύφανες με κόκαλα και τένοντες και μ’ έντυσες με σάρκα και με δέρμα». (Ιώβ 10:8-11, ΝΜΒ)

Το σημείο που επικαλείται ο Μπρατσιώτης είναι η φράση «με έντυσες με σάρκα (μπασάρ)», θεωρώντας ότι υπονοεί πως το υλικό σώμα καλύπτει τον όντως άνθρωπο, που έχει τάχα πνευματική φύση. Ωστόσο, το εδάφιο, αντί να αποδεικνύει τον δυισμό υλικού σώματος και πνευματικής ψυχής, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Κατ’ αρχάς η λέξη μπασάρ εδώ, εφόσον αναφέρεται ξεχωριστά από τα κόκκαλα, δεν σημαίνει το «σώμα», όπως εσφαλμένα λέει ο Μπρατσιώτης, αλλά μόνο τους μύες, δηλαδή χρησιμοποιείται με τη βασική της σημασία. Επιπλέον, αν το «ντύσιμο» σημαίνει μεταφορικά την «επικάλυψη», τι σημαίνει η «ύφανση»; Προφανώς η δεύτερη μεταφορά αναφέρεται στη βασική δομή της υπόστασης του ανθρώπου, που διαμορφώνεται, όπως λέει το εδάφιο, από κόκκαλα και τένοντες, που φυσικά «ντύνονται», ή «επενδύονται», με σάρκα. Στην πραγματικότητα, μπροστά μας έχουμε ακόμη ένα εδάφιο που αναφέρεται συγκεκριμένα στην κατασκευή του ανθρώπου, και μάλιστα με πλούσιο ποιητικό λόγο, αλλά η «πνευματική» ψυχή απουσιάζει από την περιγραφή, όπως συμβαίνει πάντοτε στη Γραφή. Αντιθέτως, η περικοπή αναφέρει ότι ολόκληρος ο άνθρωπος—όχι απλώς το σώμα του—είναι φτιαγμένος—όχι ντυμένος—από πηλό, και ολόκληρος ο άνθρωπος θα καταλήξει στο χώμα. Σίγουρα μπορούμε να πούμε πως η περικοπή λέει τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που υποστηρίζει ο Μπρατσιώτης.

Στη συνέχεια ο Μπρατσιώτης συνδέει το «έντυσες» του Ιώβ με τα «ιμάτια» της Σοφίας Σειράχ. Και επειδή έχω μπει ήδη στη διαδικασία να αναφερθώ και στη Σοφία Σειράχ, επιθυμώ να επισημάνω—και το λέω αυτό μετά λύπης μου—την προκλητικά παραπλανητική ερμηνεία του εδαφίου 14:17: «Πάσα σαρξ ως ιμάτιον παλαιούται». Υποτίθεται ότι το «ιμάτιο» που παλαιούται είναι η σάρκα που ντύνει την αθάνατη και πνευματική ψυχή (σελ. 76). Ωστόσο, ο Μπρατσιώτης αναφέρει στη σελίδα 64 ότι η φράση «πάσα σαρξ» σχετίζεται με τον εβραϊσμό κολ μπασάρ, που είδαμε και στο Κεφάλαιο 5.1, και σημαίνει «κάθε άνθρωπος», και όχι «κάθε σώμα». Σκοπός της μεταφοράς, όπως εύγλωττα καταδεικνύουν τα συμφραζόμενα, δεν είναι να δειχτεί πως ο άνθρωπος αποτελείται από υλικό σώμα και πνευματική ψυχή, αλλά ότι ολόκληρος ο άνθρωπος είναι φθαρτός και θνητός:

«Δώσε και πάρε, γέμισε την ψυχή σου από χαρά, γιατί δε θα ’ναι δυνατό στον άδη να ζητήσεις. Κάθε άνθρωπος γερνάει, παλιώνει σαν το ρούχο· ο αιώνιος νόμος είναι να πεθάνεις. Σ’ ένα δέντρο πυκνόφυλλο βλασταίνουν φύλλα, άλλα πέφτουν κι άλλα ξαναφυτρώνουν· έτσι συμβαίνει και με των ανθρώπων τις γενιές· η μια πεθαίνει, γεννιέται η άλλη. Κάθε έργο αφού σαπίσει χάνεται· κι εκείνος που το εργάζεται, μαζί μ’ αυτό θα φύγει». (εδ. 16-19, ΝΜΒ

Για άλλη μια φορά, η περικοπή λέει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχυρίζεται ο Μπρατσιώτης. Ούτε δυισμός υπάρχει ούτε επιβίωση της ψυχής μετά θάνατον.

Έχοντας λοιπόν εξετάσει την πρώτη κατηγορία εδαφίων, διαπιστώσαμε ότι αυτό που υποστηρίζει ο Μπρατσιώτης, ότι τάχα στις Εβραϊκές Γραφές η μπασάρ περιγράφεται ως κατοικία ή κάλυμμα της νέφες, είναι πέρα για πέρα ατεκμηρίωτο. Η πραγματικότητα είναι ακριβώς η αντίθετη, σε αρκετές περιπτώσεις η μπασάρ δηλώνει τον όλο άνθρωπο, και σταθερά οι Εβραϊκές Γραφές, από τη Γένεση μέχρι τον Μαλαχία, αλλά και η Σοφία Σειράχ, όταν αναφέρονται στην κατασκευή του ανθρώπου, τον παρουσιάζουν ως εξολοκλήρου υλικό και τη ζωή του υποκείμενη σε αφανισμό. Δυστυχώς, σε αυτή την κατηγορία εδαφίων ο Μπρατσιώτης δεν περιορίστηκε σε εικασίες ή σε εναλλακτικές ερμηνείες, αλλά υπερασπίστηκε θέσεις που έρχονται σε σύγκρουση με το λεξιλόγιο και τα συμφραζόμενα των σχετικών περικοπών. Ας εξετάσουμε τώρα την επόμενη κατηγορία εδαφίων.

Πώς και πότε μπορεί να λεχθεί ότι η νέφες είναι «εντός» του ανθρώπου;

Σύμφωνα με όσα είδαμε παραπάνω για την ανάπτυξη του σημασιολογικού περιεχομένου της νέφες, υπάρχουν δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες θα ήταν δόκιμο να λεχθεί ότι η νέφες είναι «εντός» του ανθρώπου, χωρίς αυτό να υπονοεί δυισμό ή την ύπαρξη μιας φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Όπως προειδοποιεί και το New International Dictionary of the Old Testament Theology and Exegesis ασχολούμενο με αυτή την πτυχή της νέφες, «πρέπει να προσέξει κανείς να μην εισαγάγει στη [νέφες] ένα ελληνικό πρότυπο ψυχολογίας».[27] Ποιες είναι λοιπόν αυτές οι δύο περιπτώσεις; Η μία περίπτωση αφορά τη «ζωή», που συντηρείται με την αναπνοή, και η άλλη είναι η «εσωτερική ψυχική διάθεση», είτε με τη γενική έννοια, που απαντά σπάνια, είτε με την πιο συγκεκριμένη της «επιθυμίας», που είναι πιο συχνή.

Τη σημασία της «ζωής»—που, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 5.1, απαντά πάνω από 200 φορές στο εβραϊκό κείμενο—τη συναντούμε σε δύο κλασικές περιπτώσεις τις οποίες επικαλούνται οι υπέρμαχοι του δυισμού αλλά και ο Μπρατσιώτης στο πόνημά του (σελ. 53, 55, 58, 78, 115, 117, 119, 121):

«Και καθώς έβγαινε η ψυχή της (επειδή πέθανε) κάλεσε το όνομά του Βεν-ονί· ο πατέρας του, όμως, τον ονόμασε Βενιαμίν». (Γένεση 35:18, ΜΝΚ)

«Έπειτα ξάπλωσε πάνω στο παιδί τρεις φορές και κάλεσε τον Ιεχωβά και είπε: “Ιεχωβά Θεέ μου, σε παρακαλώ, κάνε να επανέλθει η ψυχή αυτού του παιδιού μέσα του”. Τελικά ο Ιεχωβά άκουσε τη φωνή του Ηλία, και η ψυχή του παιδιού επανήλθε μέσα του και αυτό ήρθε στη ζωή». (1 Βασιλέων 17:21-2, ΜΝΚ)

Η έξοδος της «νέφες» σημαίνει απλώς την παύση της αναπνοής

Σε πείσμα των υπέρμαχων του δυισμού, η πλειονότητα των ειδικών έχει διαφορετική άποψη για τα εν λόγω χωρία. Οι συγκεκριμένες δύο περιπτώσεις δεν είναι εξαιρέσεις της ανθρωπολογίας της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα σε τόσο αρχαία βιβλία, αλλά απολύτως συμβατές με τα γενικά γλωσσικά δεδομένα. Έτσι, στην International Standard Bible Encyclopedia, παρά το ότι ο επιμελητής είναι υπέρμαχος του δυισμού, είναι παραδεκτό ότι η «έξοδος της νέφες» σημαίνει απλώς το «σταμάτημα της αναπνοής».[28] Στο προτεσταντικό βιβλικό υπόμνημα The KJV Bible Commentary υπογραμμίζεται για το Γένεση 35:18: «Η φράση “η ψυχή της έφυγε” δεν σημαίνει ότι η ψυχή θεωρούνταν ξεχωριστή οντότητα από το σώμα, με αυθύπαρκτη υπόσταση, άλλα απλώς ότι η ζωή της έφυγε».[29]  Παρομοίως, το New Bible Dictionary σχολιάζει αυτό το εδάφιο παραδεχόμενο ότι «η λέξη [νέφες] ποτέ δεν χρησιμοποιείται για το πνεύμα του νεκρού».[30] Ο παλαιοδιαθηκολόγος Η.W. Wolff, αναλύοντας διεξοδικά την ανάπτυξη του σημασιολογικού περιεχομένου της νέφες και εν προκειμένω την πληθώρα των περιπτώσεων όπου σημαίνει «ζωή», δηλώνει χαρακτηριστικά:

«Δεν πρέπει να παραλείψουμε να παρατηρήσουμε ότι η [νέφες] ποτέ δεν αποκτά τη σημασία ενός ακατάστρεπτου πυρήνα ύπαρξης, σε αντιδιαστολή με τη φυσική ζωή, ο οποίος να μπορεί μάλιστα να ζήσει αποκομμένος από αυτή τη ζωή. Όταν γίνεται λόγος για “έξοδο” (Γέν. 53:18) της [νέφες] από τον άνθρωπο ή για “επιστροφή” (Θρήν. 1:11), η βασική ιδέα είναι, όπως είδαμε στη σελ. 13 παραπάνω, η συγκεκριμένη έννοια της παύσης και της αποκατάστασης της αναπνοής».[31]

Παρόμοια, και για τα δύο εδάφια που εξετάζουμε το λεξικό της Βιβλικής Εβραϊκής των L. Köehler και W. Baumgartner ορίζει τη σημασία της νέφες ως «πνοή (ζωή)».[32] Στο δε Theological Dictionary of the Old Τestament δηλώνεται ότι η συγκεκριμένη χρήση είναι μεταφορική και δείχνει τη σχέση ανάμεσα στην πνοή και τη ζωή του ατόμου.[33] Πλήθος ακαδημαϊκών—Προτεσταντών, Ρωμαιοκαθολικών και Ιουδαίων—έχουν την ίδια άποψη, όπως αποδεικνύεται από τις γνωστότερες αγγλικές μεταφράσεις της Γραφής σε αυτά τα εδάφια, όπου για το εδάφιο Γένεση 35:18 βρίσκουμε τις αποδόσεις: «Η ζωή της έφυγε απ’ αυτήν» (ΒΒΕ) ή «η τελευταία της πνοή» (CSB, NAB, NET, NJB, NIV, NLT, Tanakh), ενώ για το εδάφιο 1 Βασιλέων 17:22 διαβάζουμε τις αποδόσεις: «Η ζωή του αγοριού επέστρεψε σε αυτό» (CSB, ESV, GW, NASB, NIV, NLT, Tanakh) ή, εναλλακτικά, «η πνοή του αγοριού επέστρεψε» (NET, NAB).

Σε αρμονία με τα ανωτέρω, το εδάφιο 2 Σαμουήλ 1:9 («όλη η ψυχή [νέφες] μου είναι ακόμη μέσα μου», ΜΝΚ) μπορεί να μεταφραστεί «η ζωή μου είναι έτι όλη εν εμοί» (ΒΑΜ) ή «η ζωή δε λέει να φύγει από μέσα μου» (ΝΜΒ). Επίσης στο εδάφιο Ψαλμός 107(106):5 («Ήταν πεινασμένοι και διψασμένοι· Η ψυχή [νέφες] τους μέσα τους είχε αρχίσει να σβήνει», ΜΝΚ) η νέφες, που φυσικά συντηρείται με το φαγητό και το νερό, κάλλιστα μπορεί να μεταφραστεί «ζωή» (ΝΜΒ). Σε παρόμοιο πλαίσιο, στα εδάφια Ρουθ 4:15· Ψαλμός 19(18):7(8)· 23(22):3· Θρήνοι 1:16, η «επιστροφή» της νέφες, όπως κατά λέξη λέει το εβραϊκό κείμενο, σημαίνει απλώς την «αναζωογόνηση» ή «ανανέωση της ζωής» (ΝΜΒ) και, φυσικά, όχι κάποια «επανενσάρκωση» της ψυχής.[34]

Ένα άλλο εδάφιο που επικαλείται ο Μπρατσιώτης, επίσης, είναι το Ιώβ 11:20 (σελ. 117), για να δείξει ότι η ψυχή είναι μια αθάνατη οντότητα που εξακολουθεί να υφίσταται μετά τον θάνατο σώματος. Στην τυπικής ισοδυναμίας απόδοση της Μετάφρασης Νέου Κόσμου διαβάζουμε:

«Τα μάτια των πονηρών θα σβήσουν· το καταφύγιο θα λείψει από αυτούς και η ελπίδα τους θα είναι εκπνοή της ψυχής».

Η τελευταία πρόταση έχει κατανοηθεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι «η ελπίς αυτών θέλει είσθαι να εκπνεύσωσι» (ΒΑΜ) ή «να αφήσουν την τελευταία τους πνοή» (ΒΒΕ, ESV,NAS, NET, NJB, NRS, RSV, TNK) ή «να πεθάνουν» (CSB, NAB, NLT). Επομένως η «έξοδος της ψυχής» είναι το σταμάτημα της αναπνοής, η παύση της ζωής, όχι η επιβίωση κάποιου μέρους του ανθρώπου κατά τον θάνατο. Επιπλέον, μπορεί να σημειωθεί ότι η σαρκαστική δήλωση πως ο θάνατος είναι η «ελπίδα» των πονηρών αποτελεί άλλον έναν τρόπο με τον οποίο αποκλείεται κάθε ανιμιστική αντίληψη περί επιβίωσης του πνεύματος του νεκρού σε έναν θλιβερό κάτω κόσμο, διότι υποδηλώνει αφενός ότι ο θάνατος είναι καλύτερος από τα βάσανα της ζωής και αφετέρου διότι ταυτίζει την κλιμάκωση της αποτυχίας με τη στιγμή του θανάτου.

Η δεύτερη προσέγγιση φαίνεται από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα: «η γαρ ελπίς αυτών απώλεια», δηλαδή «θάνατος, αφανισμός». Το ίδιο νόημα έχει και η μετάφραση του Χαστούπη: «Η ελπίς των θα είναι ως εξαντλούμενη πνοή», δηλαδή η ελπίδα τους είναι φρούδα. (βλέπε επίσης CSB, NIV). Και πάλι η «εξαντλούμενη πνοή» δείχνει τη σημασία της «εκπνοής της ψυχής»: δεν σημαίνει κάτι αθάνατο που επιβιώνει αλλά το ακριβώς αντίθετο, κάτι που χάνεται.

Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, ότι τόσο αυτό το εδάφιο όσο και τα αμέσως προηγούμενα επιβεβαιώνουν πως οι δύο παρόμοιες περιπτώσεις των εδαφίων Γένεσης 35:18 και 1 Βασιλέων 17:22 όντως αναφέρονται στο τέλος της ζωής και την παύση της αναπνοής και όχι στην επιβίωση μετά θάνατον μιας ασώματης οντότητας.

Ο Μπρατσιώτης επανειλημμένα επικαλείται και το εδάφιο Ψαλμός 64:1(63:2) σύμφωνα με την απόδοση των Εβδομήκοντα, «Εἰσάκουσον͵ ὁ θεός͵ τῆς φωνῆς μου ἐν τῷ δέεσθαί με͵ ἀπὸ φόβου ἐχθροῦ ἐξελοῦ τὴν ψυχήν μου», για να δείξει ότι η νέφες είναι το πνευματικό στοιχείο του δήθεν διφυούς ανθρώπου (σελ. 53, 58, 64, 85, 106, 272). Ωστόσο, σε αυτό το εδάφιο δεν απαντά η λέξη νέφες στο εβραϊκό κείμενο, αλλά η χαϊ, που εδώ σημαίνει «ζωή». Το εβραϊκό ρήμα νασαρ, που αποδίδεται «εξαίρω» («απελευθερώνω») στους Εβδομήκοντα, σημαίνει «φυλάσσω». Με άλλα λόγια, κατά το εβραϊκό κείμενο, ο Δαβίδ ζητάει από τον Θεό να φυλάξει τη ζωή του από τους εχθρούς του, ενώ κατά το ελληνικό να τον απελευθερώσει από το να φοβάται τους εχθρούς του, δηλαδή να πάψει να τους φοβάται. Για να είμαι ειλικρινής, δεν κατανοώ γιατί αναφέρεται σε αυτό το εδάφιο ο Μπρατσιώτης.

Εκτός από τις λίγες περιπτώσεις όπου το βιβλικό κείμενο μιλάει κατά λέξη για μια νέφες που είναι μέσα στον άνθρωπο, υπάρχουν πολλά εδάφια όπου η νέφες μπορεί να είναι υποκείμενο ρήματος σχετιζόμενου με αισθήματα ή σκέψεις ή σε κάποιο άλλο συντακτικό σχήμα που να τη συσχετίζει με αισθήματα ή σκέψεις. Σε μερικές από αυτές τις περιπτώσεις, η νέφες μπορεί να έχει τη σημασία της «εσωτερικής ψυχικής διάθεσης», συνήθως με τη στενή έννοια της «επιθυμίας», όπως είδαμε παραπάνω στα ελάχιστα εδάφια όπου χρησιμοποιείται ως συνώνυμη του ρούαχ. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο να εκληφθούν έτσι όλες οι περιπτώσεις. Μάλιστα, παραδέχεται ο Μπρατσιώτης:

«Προφανώς οι ανωτέρω παρατεθείσαι περιπτώσεις [δηλ. τα εδάφια με τη νέφες σχετιζόμενη με αισθήματα και σκέψεις] αποτελούν χαρακτηριστικά ερείσματα των ευλόγων αμφιβολιών, αίτινες, ως και εν τοις πρόσθεν υπεδηλώθη, εγείρονται ενίοτε ως προς τον ακριβή καθορισμόν της σημασιολογικής κατευθύνσεως, εις την οποίαν ανήκουν, δεδομένου ότι η έννοια της [νέφες] εν τοις σχετικοίς χωρίοις δεν είναι σαφής και μόνον εικασίαι είναι δυνατόν να εκφρασθούν μήπως πρόκειται περί της [νέφες] ως έδρας και φορέως της ζωής ή άρα γε ενταύθα ο όρος [νέφες] τίθεται αντί αντωνυμίας; Ουδεμία όμως των υποθέσεων τούτων είναι δυνατόν, νομίζομεν, να αποκλεισθή ή πάλιν και να θεωρηθή βεβαία. Άξιον δ’ ιδιαιτέρας μνείας είναι εν προκειμένω και το γεγονός ότι ουχί σπανίως εν τη Π.Διαθήκη ο ανθρωπολογικός όρος [νέφες], προς τοις άλλοις, επέχει σαφώς θέσιν αντωνυμίας. Ενταύθα μάλιστα υπενθυμίζομεν ότι η [νέφες] εύρηται, έστιν ότε, ως ανθρωπολογικός τεχνικός όρος συνώνυμος του “άνθρωπος”, εμφαίνον το επί μέρους “άτομον”». (σελ. 112-3)

Τι σημαίνουν αυτά στο ζήτημα που αναλύουμε; Εφόσον η νέφες πολλάκις «επέχει σαφώς θέσιν αντωνυμίας», λόγου χάρη η έκφραση «η νέφες μου» σημαίνει «εγώ» (π.χ. Γένεση 27:4), όπως είδαμε και στον υπότιτλο της νέφες, και εφόσον είναι συνώνυμη του «άνθρωπος» (π.χ. Λευιτικό 4:2), δεν είναι διόλου παράξενο να λέγεται ότι συναισθάνεται ή ότι συλλογίζεται.[35] Επομένως, η χρήση τέτοιων εδαφίων για την υπεράσπιση του δυισμού είναι επίσης αβάσιμη.

Η νέφες (ψυχή) και η λεβ (καρδιά)

Εφόσον η νέφες μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να σημαίνει την «επιθυμία» ή ακόμη, αν και σπανιότερα, την «ψυχική κατάσταση» ενός ανθρώπου, είναι δυνατόν να συνταχθεί παράλληλα με τη λεβ, την «καρδιά», ως συνώνυμο, αν και αυτό δεν είναι απόλυτο.[36]

Όμως, το σημαντικό σημείο για το θέμα που εξετάζουμε είναι άλλο: ότι η σημασία της λεβ στο βιβλικό κείμενο ουσιαστικά ακυρώνει τον δυισμό. Πώς συμβαίνει αυτό;

Σύμφωνα με τον δυισμό, η νέφες είναι η ασώματη έδρα της προσωπικότητας του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος σκέφτεται ή συναισθάνεται, αυτό κυριολεκτικά το κάνει η νέφες του, που είναι μέσα του. Επομένως, σύμφωνα με τον δυισμό η νέφες είναι ο «εσωτερικός άνθρωπος». Με βάση αυτή την προσέγγιση, ο Μπρατσιώτης ισχυρίζεται ότι η λεβ «καταντά να εκφράζη εν μέρει, έτι δε και εν όλω τας ήδη γνωστάς θεμελιώδεις ιδιότητας και λειτουργίας της נפש («ψυχής»), ως επίσης και τας ποικίλλας αυτής καταστάσεις» (σελ. 178). Δηλαδή, για να το πούμε διαφορετικά, η λεβ μερικές φορές υποκαθιστά τη νέφες σε μερικές πτυχές της και σπανιότερα εξολοκλήρου. Είναι αλήθεια αυτό;

Αν ψάχνετε μια εβραϊκή λέξη που να σημαίνει τον «εσωτερικό άνθρωπο», αυτή είναι η «λεβ», όχι η «νέφες».

Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αν η λέξη νέφες είναι ο κατεξοχήν όρος για την ατομικότητα του ανθρώπου (γι’ αυτό χρησιμοποιείται και σε απαριθμήσεις, π.χ. Γένεση 46:15), [37] η λεβ είναι ο κατεξοχήν όρος για τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. [38] Λάβετε υπόψη ότι η λεβ απαντά 850 φορές περίπου στις Γραφές, εκατό περισσότερες από τη νέφες, και οι περιπτώσεις που σημαίνει το σωματικό όργανο της καρδιάς είναι ελάχιστες. Από την άλλη μεριά, η νέφες λίγες φορές έχει τη σημασία της «ψυχικής κατάστασης», ενώ τις περισσότερες φορές που σχετίζεται συγκεκριμένα με αισθήματα δεν σημαίνει τον «εσωτερικό άνθρωπο» με τη γενική έννοια αλλά περιορίζεται στη σημασία της «επιθυμίας», και ως εκ τούτου δεν «τοπογραφείται» ως κάτι που υπάρχει κυριολεκτικά μέσα στο σώμα αλλά ως ενέργεια που εκδηλώνεται σε συγκεκριμένες περιστάσεις.[39] Για να το πούμε διαφορετικά, σπανίως η νέφες αποκτά τη σημασία που καθιερωμένα έχει η λεβ, δηλαδή τη σημασία του «εσωτερικού ανθρώπου» με όλες τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα κίνητρά του.[40] Και αυτό θα ήταν αδύνατο αν η νέφες ήταν αυτό που υποστηρίζει ο δυισμός, δηλαδή ο νους του ανθρώπου. Ναι, αν ίσχυε ο δυισμός που υποστηρίζει ο Μπρατσιώτης, τότε ο όρος λεβ θα ήταν άχρηστος, θα χρησιμοποιούνταν σε ελάχιστες περιπτώσεις για να καλύψει λογοτεχνικές ανάγκες, και έπρεπε στην περίοπτη θέση του για τον εσωτερικό άνθρωπο να βλέπαμε τη νέφες.

Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα αυτά, ποια συμπεράσματα βγάζουμε από τη δεύτερη κατηγορία εδαφίων που επικαλείται ο Μπρατσιώτης; Κατ’ αρχάς είναι λάθος να υποστηρίζουμε πως, κάθε φορά που βρίσκουμε τη νέφες να σχετίζεται με σκέψεις ή αισθήματα, σημαίνει κάτι που είναι «εντός» του ανθρώπου. Πολλές φορές, όπως παραδέχεται και ο Μπρατσιώτης, αυτές οι περιπτώσεις υπάγονται στην αντωνυμική χρήση της νέφες. Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις που η νέφες σαφώς σημαίνει κάτι που είναι «εντός» του ανθρώπου, όπως δείχνουν σπανίως και οι σχετικές προθέσεις του εβραϊκού κειμένου. Και πάλι όμως, εδώ η νέφες δεν δηλώνει κάποια ασώματη οντότητα που μαζί με το σώμα συναποτελεί τον άνθρωπο, αλλά, όπως αποδεικνύουν πολυάριθμα παραδείγματα, είτε σημαίνει τη «ζωή» που συντηρείται με τη λειτουργία της αναπνοής είτε την «επιθυμία», μια θεμελιώδη έκφανση της δημιουργημένης και εξαρτώμενης ζωής, ή σπανιότερα, την «ψυχική κατάσταση» του ανθρώπου. Το εν λόγω ζήτημα ίσως είναι κάπως δύσκολο για τον σύγχρονο ομιλητή μιας μη σημιτικής γλώσσας, αλλά μπορεί να διευκρινιστεί με μια φιλότιμη γλωσσική προσέγγιση της νέφες. Για δε τους υποστηρικτές του δυισμού, είναι και θα είναι «ακανθώδες». Και όταν λαμβάνουμε υπόψη την περίοπτη θέση της λεβ για τον «εσωτερικό άνθρωπο», τότε γίνεται και αδιέξοδο.

Τι σημαίνει η παράλληλη σύνταξη νέφες και μπασάρ;

Φτάσαμε πλέον και στην τρίτη κατηγορία εδαφίων του Μπρατσιώτη, τις περιπτώσεις όπου απαντούν μαζί οι όροι μπασάρ και νέφες. Για τον Μπρατσιώτη η συνύπαρξη των όρων αποτελεί ισχυρή απόδειξη ότι αυτά θεωρούνται ως τα δύο διαφορετικά μέρη του ανθρώπου που τον συναποτελούν. Σε αυτή την προσέγγιση, η νέφες υποτίθεται ότι είναι το πνευματικό μέρος, η έδρα των πνευματικών λειτουργιών, ενώ η μπασάρ το σώμα του, η έδρα των σωματικών λειτουργιών.

Ευσταθεί όμως αυτή προσέγγιση; Θα πρέπει κατ’ αρχάς να θυμίσω στους αναγνώστες πως, όταν η νέφες και το ρούαχ συντάσσονταν παράλληλα, γεμάτοι προθυμία οι υποστηρικτές του δυισμού εκλάμβαναν την παράλληλη σύνταξη ως απόδειξη συνωνυμίας. Από την άλλη μεριά, την παράλληλη σύνταξη μπασάρ και νέφες την εκλαμβάνουν αυτόματα ως απόδειξη αντωνυμίας. Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι έτσι, και θα δούμε παρακάτω γιατί. Επίσης, δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι η κατανόηση των όρων πρέπει να γίνεται με βάση τις ανθρωπολογικές απόψεις, και τίποτα στις Εβραϊκές Γραφές δεν μαρτυρεί την ανάπτυξη μιας δυιστικής ανθρωπολογικής θεωρίας σαν αυτές των ορφικών και των πλατωνιστών. Σε αρμονία με αυτό, παρατηρούμε ότι τέτοιου τύπου εκφράσεις, όπου νέφες χρησιμοποιείται παράλληλα με την μπασάρ, είναι σπανιότατες, πάντα μέσα σε λογοτεχνικό λόγο, και ουδέποτε σχετιζόμενες συγκεκριμένα με το ζήτημα της κατασκευής του ανθρώπου. Ας δούμε όμως καλύτερα τα ίδια τα εδάφια.

«Θεέ, συ είσαι ο Θεός μου· από πρωΐας σε ζητώ· σε διψά η ψυχή [νέφες] μου, σε ποθεί η σαρξ [μπασάρ] μου, εν γη ερήμω, ξηρά και ανύδρω». (Ψαλμός 63[62]:2, ΒΑΜ)

Αποδεικνύει αυτό το εδάφιο ότι η «ψυχή» και η «σάρκα» είναι τα δύο διαφορετικά μέρη του ανθρώπου; Το αντίθετο ισχύει. Με βάση την τεχνοτροπία της εβραϊκής ποίησης, η συγκεκριμένη σύνταξη κάλλιστα κατανοείται ως παράλληλη τοποθέτηση συνώνυμων και όχι αντίθετων όρων, με στόχο ο ψαλμωδός να δηλώσει με λογοτεχνικό τρόπο τι ο ίδιος λαχταράει.[41] Τόσο η «ψυχή» όσο και «σάρκα» αναφέρονται παράλληλα ως έδρες της βαθιάς πνευματικότητας που κάνει έναν άνθρωπο να επιζητεί τον Θεό με ζήλο («σε ποθεί… σε ζητά»), γεγονός ασύμβατο με κάθε πτυχή του δυισμού: ούτε η «ψυχή» παρουσιάζεται ως κυβερνήτης του σώματος αλλά ούτε ως η έδρα της πνευματικότητας σε αντιδιαστολή με τη σάρκα. Η χρήση του όρου «ψυχή» στα υπόλοιπα εδάφια του ίδιου Ψαλμού (5, 8, 9) επιβεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται για όρο μιας δυιστικής ανθρωπολογίας. Εύλογα, λοιπόν, έχει λεχθεί για το επίμαχο σημείο: «Η ψυχή μου εν προκειμένω είναι η λέξη νέφες, που σημαίνει ολόκληρο το άτομο».[42]

Μια παρόμοια περίπτωση που επικαλείται ο Μπρατσιώτης είναι το Ψαλμός 84(83):2(3):

«Επιποθεί και μάλιστα λιποθυμεί η ψυχή [νέφες] μου διά τας αυλάς του Κυρίου· η καρδία μου και η σαρξ [μπασάρ] μου αγαλλιώνται διά τον Θεόν τον ζώντα».

Εν προκειμένω προστίθεται και η «καρδιά» (λεβ). Μήπως άραγε τώρα θα καταλήξουμε στο ότι τελικά ο άνθρωπος αποτελείται από τρία συστατικά; Αυτή η προσέγγιση θα ήταν αστεία και θα παρέβλεπε όχι μόνο το ιστορικό πλαίσιο αλλά και τα χαρακτηριστικά της εβραϊκής γλώσσας και λογοτεχνίας. Η New English Translation επιλέγει να διασαφηνίσει κάπως αυτά τα χαρακτηριστικά αποδίδοντας ως εξής το εδάφιο:

«Απελπισμένα επιθυμώ να είμαι στις αυλές του ναού του ΚΥΡΙΟΥ. Η καρδιά μου και όλη μου η ύπαρξη κραυγάζουν από χαρά για τον ζωντανό Θεό».

Ένα άλλο εδάφιο αυτής της κατηγορίας λέει:

«Γιατί βαστώ τη σάρκα [μπασάρ] μου με τα δόντια μου και βάζω την ψυχή [νέφες] μου στην παλάμη μου;» (Ιώβ 13:14, ΜΝΚ)

Και σε αυτό το εδάφιο ο Μπρατσιώτης παραβλέπει τα γλωσσικά δεδομένα. Εν προκειμένω η «ψυχή» σημαίνει τη «ζωή», όπως και το αποδίδουν οι περισσότερες μεταφράσεις, και μπορούμε εύλογα να πούμε ότι η έκφραση «βάζω την ψυχή στην παλάμη» σημαίνει «εκθέτω τη ζωή μου».[43] (Κριτές 12:3· 1 Σαμουήλ 19:5· 28:21) Η δε πρώτη έκφραση, «βαστώ τη σάρκα μου με τα δόντια μου», επειδή εμφανίζεται μόνο εδώ στη Γραφή, δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί με σιγουριά, αλλά η παράλληλη ποιητική σύνταξή δείχνει ότι έχει παρόμοιο νόημα με την επόμενη. Η Νέα Μετάφραση της Βίβλου αποδίδει το εδάφιο ως εξής:

«Ας γίνει ό,τι θέλει. Πρόθυμος είμ’ εγώ να παίξω τη ζωή μου».

Σε πείσμα των όσων υπερασπίζεται ο Μπρατσιώτης, αυτό είναι ένα από τα πολλά εδάφια που παρουσιάζουν τη νέφες ως πραγματικά ευάλωτη στον θάνατο. Το εδάφιο εν γένει ουδόλως μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς υπεράσπιση του δυισμού.

Στο εδάφιο Παροιμίες 11:17 (ΒΑΜ) επίσης αναφέρεται:

«Ο ελεήμων άνθρωπος αγαθοποιεί την ψυχήν [νέφες] αυτού· ο δε ανελεήμων θλίβει την σάρκα [μπασάρ] αυτού».

Νομίζω πως είναι ολοφάνερο ότι η νέφες και η μπασάρ χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι όροι, όχι ως αντίθετοι. Η φράση «ψυχή του» μπορεί αβίαστα να εννοηθεί ως αντωνυμική και να μεταφραστεί «στον εαυτό του» (ΝΜΒ). Η μπαράρ είναι ένας διαφορετικός τρόπος που επιστρατεύεται για τις λογοτεχνικές ανάγκες του κειμένου ώστε να δηλωθεί ο «εαυτός», όπως και παραδέχεται ο υπέρμαχος του δυισμού Robert H. Gundry,[44] και προσθέτω ότι αυτό δεν είναι διόλου παράξενο καθότι ο «εαυτός» του ανθρώπου, δηλαδή η νέφες, είναι από σάρκα, από μπασάρ.

Ένα άλλο εδάφιο που επικαλείται ο Μπρατσιώτης για τη διχοτόμηση του ανθρώπου είναι το Ησαΐας 10:18 (Χαστούπης):

«Και την δόξαν του δάσους αυτού και του κήπου αυτού θα αφανίση, αμφότερα σώμα [μπασάρ] και ψυχήν [νέφες], όπως όταν ασθενής φθίνη ολίγον κατ’ όλίγον».

Εδώ ο προφήτης περιγράφει μεταφορικά τους Ασσυρίους ως δάσος που θα κατακαεί από τον Θεό. Αντί να υποστηρίζει η φρασεολογία του εδαφίου τη συλλογιστική του Μπρατσιώτη, κάνει το αντίθετο. Γιατί; Ο Μπρατσιώτης σε άλλο σημείο υποστήριξε πως, όταν διαβάζουμε για τον θάνατο της νέφες, πάντα αυτό αναφέρεται όχι συγκεκριμένα στο πνευματικό μέρος του ανθρώπου, το οποίο είναι δήθεν αθάνατο, αλλά στον όλο άνθρωπο, όπως κατά συνεκδοχή σημαίνει τότε η νέφες κατά την άποψή του (σελ. 116). Η αντίφαση είναι ολοφάνερη, διότι εν προκειμένω ο Μπρατσιώτης χρησιμοποιεί το εδάφιο για να δείξει ότι η νέφες ξεχωρίζει οντολογικά από την μπασάρ, οπότε δεν υπάρχει η συνεκδοχή του όλου ανθρώπου. Ναι, η νέφες, ακόμη και διαφοροποιούμενη από την μπασάρ, υπόκειται σε αφανισμό. Όμως, πέρα από την αποδόμηση της συλλογιστικής του Μπρατσιώτη, οφείλουμε να αναζητήσουμε τη σωστή ερμηνεία της επίμαχης φράσης «αμφότερα σώμα και ψυχή». Ο υπέρμαχος του δυισμού Robert H. Gundry δεν βρίσκει εντελώς απίθανη την ολιστική απόπειρα ερμηνείας που έχει δοθεί ότι η νέφες και η μπασάρ θα μπορούσαν εν προκειμένω να σημαίνουν «λαιμός» και «γεννητικό όργανο» αντίστοιχα, όπως ισχύει σε ελάχιστες περιπτώσεις.[45] Ωστόσο, υπάρχει μια πιο στρωτή ερμηνεία, αν λάβουμε υπόψη, όπως επισημαίνει και ο Aubrey R. Johnson, μία γνωστή περίπτωση όπου η νέφες και η μπασάρ αναφέρονται μαζί:

«Διότι η ψυχή [νέφες] της σάρκας [μπασάρ] είναι στο αίμα». (Λευιτικό 17:11, ΜΝΚ· Δευτερονόμιο 12:23)[46] 

Είναι ομόφωνα αποδεκτό ότι εδώ η νέφες σημαίνει τη βιολογική «ζωή», κάτι στο οποίο συμφωνεί και ο Μπρατσιώτης (σελ. 96). Τη σημασία της «ζωής» έχει σαφώς η νέφες και στο εδάφιο Ιερεμίας 45:5 (ΒΑΜ), όπου επίσης εμφανίζεται μαζί η μπασάρ, και φυσικά όχι ως αντίθετη λέξη:

«Εγώ θέλω φέρει κακά επί πάσαν σάρκα [κολ μπασάρ· «κάθε άνθρωπο», ΝΜΒ] λέγει Κύριος, αλλά την ζωήν [νέφες] σου θέλω δώσει εις σε ως λάφυρον». (ΒΑΜ)

Είναι επίσης ευρέως αποδεκτό ότι τη σημασία της «ζωής» έχει η «ψυχή» στο 2 Μακκαβαίων 7:37 συντασσόμενη μαζί με το «σώμα» (NETS[47]):

«Παραδίδω σώμα και ζωή [«και σώμα και ψυχήν»] για τους πατρώους νόμους».

Αν και η ανθρώπινη ζωή υφίσταται μέσω του σώματος, και επομένως η θανάτωση του σώματος εκ των πραγμάτων σημαίνει το τέλος της ανθρώπινης ζωής, η φράση «και σώμα και ψυχή» τονίζει εμφατικά την αυτοθυσία, τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα της μαρτυρικής προσφοράς. Παρομοίως, η παράλληλη σύνταξη νέφες και μπασάρ στο εδάφιο του Ησαΐα τονίζει λογοτεχνικά τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του αφανισμού.[48]  Σε αρμονία με αυτή τη σκέψη, η Νέα Μετάφραση της Βίβλου αποδίδει την επίμαχη φράση: «Θα καταστρέψει ολότελα», κάτι που κάνει και η New International Version και η Holman Christian Standard Bible. Ο Wolff παρατηρεί ότι αυτή η χρήση, εφόσον η φράση εφαρμόζεται στο δάσος (και όχι σε άνθρωπο), πιθανότατα έχει σκοπό είναι να καταδείξει, μέσα στο σχήμα λόγου, πως όχι μόνο η χλωρίδα που έχει ζωή αλλά και τα ξερά ξύλα επίσης θα αφανιστούν.[49]

Ένα άλλο εδάφιο που η μπασάρ και η νέφες απαντούν μαζί είναι το Ιώβ 14:22:

«Μόνο η σάρκα του, όσο είναι πάνω του, πονάει και η ψυχή του, όσο είναι μέσα του, πενθεί». (ΜΝΚ)

Για αυτό το εδάφιο έχουν γραφτεί πολλά σχόλια ως προς το λεξιλόγιο, τη σύνταξη και το νόημά του. Μερικοί υπέρμαχοι του δυισμού, λόγου χάρη, υποστήριξαν ότι αναφέρεται σε μετά θάνατον βάσανα. Ωστόσο, το Word Bible Commentary σχολιάζει: «Εν προκειμένω δεν έχουμε να κάνουμε με πεποιθήσεις σχετικά με τη φύση της ύπαρξης στον Σεόλ».[50] Εκτός του ότι είναι παράλογη η σκέψη ότι το σώμα βασανίζεται μετά θάνατον,[51] γενικά η ιδέα τού μετά θάνατον πόνου είναι ασύμβατη με το εδάφιο 13 του ίδιου κεφαλαίου, όπου ο Ιώβ εκφράζει την επιθυμία του να πεθάνει, καθώς θεωρεί τον «σεόλ», ή «τάφο», καταφύγιο από τα προβλήματα της ζωής του. Επιπλέον, ο Westermann παρατηρεί ότι η μπασάρ ποτέ δεν χρησιμοποιείται με τη σημασία του «πτώματος».[52] Το εδάφιο, αναμφίβολα, αναφέρεται στη μεγάλη αγωνία και τον πόνο που έχει ο γεμάτος προβλήματα άνθρωπος μέχρι να πεθάνει.

Ο διακεκριμένος εβραϊστής Ν.Η. Tur Sinai θεωρεί ότι η φράση με τη νέφες πρέπει να κατανοηθεί ως «όσο είναι ζωντανός», δηλαδή ότι η νέφες εδώ σημαίνει «ζωή». Ο Walter Michael, αν και συμφωνεί με τη χρήση της χρονικής πρότασης στη μετάφραση, θεωρεί πιο πιθανή είτε την επιλογή του καθηγητή σημιτικής φιλολογίας G.R. Driver, όπου η νέφες κατανοείται ως «λαιμός», είτε τη σημασία της εσωτερικής ψυχικής διάθεσης.[53] Την τελευταία σημασία για τη νέφες υιοθετεί και το Word Biblical Commentary με το επιχείρημα ότι η πρόθεση που σχετίζεται με τη νέφες κατά κυριολεξία σημαίνει «επί» (όχι «εντός» ή «μέσα») και συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει επίδραση. Επίσης, προσθέτει σοφά:

«Δεν πρέπει να δοθεί υπερβολική έμφαση στους όρους “σάρκα” (בשׂר) και “ζωή, ζωτικότητα, ψυχή” (נפשׁ, “εαυτός”). Οι όροι μπορεί να αντιπαραβληθούν (Γε 9:4), αλλά κάλλιστα μπορούν αμφότεροι να δηλώσουν ολόκληρο το άτομο (πβ. 12:10· Ψλ 63:2[1]· 84:3[2])».

Όπως εξηγεί και ο Aubrey R. Johnson, αντίστοιχα με άλλες περιπτώσεις παράλληλης σύνταξης της μπασάρ με τη νέφες, έτσι και στο εν λόγω εδάφιο αμφότεροι οι όροι χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι για να δηλώσουν με διαφορετικό τρόπο το «εγώ» και όχι τα δήθεν ετερογενή συστατικά του ανθρώπου.[54] Σε αρμονία με αυτή τη σκέψη, η φράση «η ψυχή του θρηνεί για αυτόν» σε πολλές σύγχρονες μεταφράσεις αποδίδεται απλώς «αυτός θρηνεί για τον εαυτό του».[55] Μάλιστα, στη μετάφραση του Α.Π. Χαστούπη ολόκληρο το εδάφιο αποδίδεται ως εξής:

«Αισθάνεται μόνον τον ιδικόν του πόνον, και πενθεί μόνον δι’ εαυτόν».

Έτσι λοιπόν, τα ελάχιστα εδάφια που αναφέρουν παράλληλα τη νέφες και την μπασάρ συνήθως χρησιμοποιούν τους όρους ως συνώνυμους, όχι ως αντίθετους, ή αναφέρονται στη ζωή, που συντηρείται με την αναπνοή, και στο σώμα. Η θέση του Μπρατσιώτη περί αναφορών σε δυισμό έρχεται σε αντίθεση με τα ιστορικά και τα γλωσσικά δεδομένα και ενίοτε βασίζεται σε εικασίες επί δύσκολων και σπάνιων εβραϊσμών.

Τελικά συμπεράσματα

Η Παλαιά Διαθήκη, όποτε μιλάει συγκεκριμένα για την κατασκευή του ανθρώπου, πάντα τον περιγράφει ως εξολοκλήρου υλικό. Ο ανθρωπολογικός δυισμός είναι ανύπαρκτος. Ο Δημητρόπουλος προσπάθησε να υποστηρίξει ότι στην Παλαιά Διαθήκη συναντούμε μια βαθμηδόν αναπτυσσόμενη ανθρωπολογία που ομοιάζει της ελληνικής, έχοντας ουσιαστικά μόνο ως βάση των ισχυρισμών του τη Σοφία Σολομώντος και το 4 Μακκαβαίων, έργα επηρεασμένα από τον πλατωνισμό. Ο αναχρονισμός, ο φαύλος κύκλος, η πλημμελής μελέτη των ιστορικών και γλωσσικών δεδομένων καταδίκασαν τη θέση του.

Ο Μπρατσιώτης, μέσα από μια πολύπλοκη συλλογιστική, προσπάθησε να αποδείξει ότι ήδη από την αφήγηση της Γένεσης διδάσκεται ο δυισμός. Ωστόσο, η προσέγγιση που κάνει για τη νέφες, το ρούαχ και τη νεσαμάχ δεν αποδεικνύουν τις απόψεις του. Τα δήθεν πολυάριθμα εδάφια που με μεγάλη σαφήνεια διδάσκουν πως ο άνθρωπος αποτελείται από νέφες και μπασάρ αποδεικνύονται ελάχιστα και χονδροειδώς παρερμηνευμένα. Τέτοιες παρερμηνείες τις επισήμανε η συστηματική μελέτη της γλώσσας και της ιστορίας της βιβλικής θρησκείας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα,[56] και σήμερα η θέση υπέρ του μονισμού είναι πιο συγκροτημένη και πιο ευρέως αποδεκτή από ποτέ.

«Οι παραδοσιακοί ερμηνευτές έχουν δει την εικόνα της ανθρώπινης φύσης στην Παλαιά Διαθήκη μέσα από τα γυαλιά του χριστιανικού πλατωνισμού».—J.W. Cooper

Αυτό το γνώριζε καλά ο John W. Cooper, καθηγητής της φιλοσοφικής θεολογίας, όταν έγραφε, όπως αναφέρω στον πρόλογο, το βιβλίο του περί της αντιλογίας μονισμού-δυισμού, βιβλίο που θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη υπεράσπιση του ανθρωπολογικού δυισμού της Βίβλου. Ο Cooper συνέκρινε τις παραδοσιακές ερμηνείες με τα δεδομένα των σύγχρονων βιβλικών σπουδών και παραδέχτηκε ότι «οι παραδοσιακοί ερμηνευτές έχουν δει την εικόνα της ανθρώπινης φύσης στην Παλαιά Διαθήκη μέσα από τα γυαλιά του χριστιανικού πλατωνισμού» (σελ. 33). Για τον όρο νέφες ο Cooper συμπεραίνει ότι «είναι πολύ διαφορετικός από την πλατωνική έννοια της “ψυχής”» (σελ. 39). Για το ρούαχ γράφει ότι «χρησιμοποιείται με ποικίλους τρόπους στην Παλαιά Διαθήκη, και μερικοί από αυτούς συμπίπτουν με τη νέφες. Αλλά κανείς από αυτούς δεν δηλώνει καθαρά το εγώ ως άυλη οντότητα» (σελ. 40). Όσον αφορά την μπασάρ, σχολιάζει ότι «ποτέ η μπασάρ δεν χρησιμοποιείται με τρόπο που θα υποδήλωνε μια μεταφυσική διαφοροποίηση ανάμεσα στη ζωντανή σωματική ύλη και στην ασώματη πνευματική οντότητα» (σελ. 41). Με δυο λόγια, ο Cooper, αναγνωρίζοντας ανοιχτά τα στοιχεία που έχει φέρει στο φως η συστηματική έρευνα των ειδικών της εβραϊκής γλώσσας και ιστορίας, βγάζει περίπου τα ίδια περίπου συμπεράσματα στα οποία κατέληξε και η παρούσα μελέτη.

Τότε όμως γιατί εξακολουθεί να υπερασπίζεται τον δυισμό στην Παλαιά Διαθήκη; Όπως δείχνει στη συνέχεια η μελέτη του, το κάνει αυτό επειδή πιστεύει πως η Παλαιά Διαθήκη διδάσκει ένα είδος μετά θάνατον ζωής ή μέσης κατάστασης των ψυχών στον Σεόλ (σελ. 52-72).

Βέβαια, εδώ ο Cooper, πάνω στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τα κλασικά προτεσταντικά δόγματα, κάνει δυο σφάλματα. Το πρώτο είναι ιστορικό: η μετά θάνατον ζωή δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τον δυισμό. Για παράδειγμα, το ότι στον Όμηρο συναντούμε πεποιθήσεις για τη μετά θάνατον ζωή στον Άδη, αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι εκεί ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως σύνθεση άυλης ψυχής και υλικού σώματος· αυτή ήταν καθαρά πλατωνική πατέντα.[57] Το δεύτερο σφάλμα είναι βιβλικό: η Παλαιά Διαθήκη δεν μιλάει για ενσυνείδητη κατάσταση των νεκρών ή για μέση κατάσταση των ψυχών.

Πώς συμβαίνει αυτό; Ποια είναι η μοίρα των νεκρών; Τι σημαίνουν οι όροι σεόλ και ρεφαΐμ; Πώς η νέφες πηγαίνει στον σεόλ; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις της αιώνιας ζωής; Πώς ανταμείβει και τιμωρεί ο Θεός τους ανθρώπους;

Αυτά και άλλα ερωτήματα θα τα εξετάσουμε στο επόμενο μέρος της σειράς.

Σημειώσεις και βιβλιογραφικές αναφορές:


[1] Για λεπτομέρειες βλέπε Κεφάλαιο 3: «Η πλατωνική ψυχολογία παρεισφρέει στον ιουδαϊσμό».

[2] Παναγιώτης Μπρατσιώτης, «Ψυχή», Ηθική και θρησκευτική εγκυκλοπαιδεία, 1968, τόμ. 12, στ. 496· Νικόλαος Π. Μπρατσιώτης, Η υπό των Ο΄ απόδοσις του נפש διά του «ψυχή», Αθήνα 1968, σελ. 5, υπόσ. 6.

[3] S. Tengström, «רוּחַ ruah», Theological Dictionary of the Old Testament (Επ. G.J. Botterwech κ.ά.), 2004 (c1990-1992), τόμ. 13, σελ. 377· Hans Walter Wolff, Anthropology of the Old Testament, Fortress Press, 1974 (c1973), σελ. 232.

[4] Για παράδειγμα, ο Ν. Μπρατσιώτης εξηγεί πώς η λεβ («καρδιά») από φυσικό όργανό έφτασε να σημαίνει τα «συναισθήματα» λόγω του συσχετισμού του καρδιακού παλμού με τη συναισθηματική ένταση.—Ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης, Αθήνα 1996, σελ. 177.

[5] Βλέπε υποσημείωση 61 στο Κεφάλαιο 5.1: «Η φύση της κατασκευής το ανθρώπου στην Παλαιά Διαθήκη».

[6] Στη Γραφή χρησιμοποιούνται διάφορες εκφράσεις που δείχνουν τη χορήγηση της δύναμης της ζωής στον άνθρωπο. Για παράδειγμα,  στο εδάφιο Ησαΐας 42:5 διαβάζουμε ότι ο Θεός «έδωσε» πνεύμα στον άνθρωπο (για να μπορεί να ζει), στο εδάφιο Ζαχαρίας 12:1 λέει ότι έφερε σε ύπαρξη «πνεύμα» στον άνθρωπο, δηλαδή έφερε σε ύπαρξη τη δυνατότητα να μπορεί να ζει ο άνθρωπος.

[7] Μια παρόμοια περίπτωση απαντά στο εδάφιο Ησαΐας 37:7: «Εγώ θέλω βάλει εις αυτόν τοιούτον πνεύμα, ώστε ακούσας θόρυβον θέλει επιστρέψει εις την γην αυτού». (ΒΑΜ) Η φράση «θέλω βάλει εις αυτόν τοιούτον πνεύμα» μπορεί να αποδοθεί κατάλληλα: «Θα του εμπνεύσω τέτοια διάθεση».—ΝΜΒ.

[8] Alexander A. Di Lella, «The Wisdom of Ben Sirah», Anchor Bible Dictionary (Επ. D.N. Freedman), Doubleday, 1992, τόμ. 6, σελ.  942-3. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, σε μεταγενέστερες μεταφράσεις της Σοφίας Σειράχ προστέθηκαν νύξεις για μια μετά θάνατον ζωή.

[9] Edmond Jacob, «Ψυχή: The Anthropology of the Old Testament», Theological Dictionary of the New Testament (Επ. G. Friedrich), 1974 (c1973), τόμ. 9, σελ. 620.

[10] Νικόλαος Π. Μπρατσιώτης, Ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης, Αθήνα 1996, σελ. 135· S. Tengström, «רוּחַ ruah», Theological Dictionary of the Old Testament (Επ. G.J. Botterwech κ.ά.), 2004 (c1990-1992), τόμ. 13, σελ. 379.

[11] Hans Walter Wolff, Anthropology of the Old Testament, Fortress Press, 1974 (c1973), σελ. 32.

[12] Hans Walter Wolff, Anthropology of the Old Testament, Fortress Press, 1974 (c1973), σελ. 37. Tengström, «רוּחַ ruah», Theological Dictionary of the Old Testament (Επ. G.J. Botterwech κ.ά.), 2004 (c1990-1992), τόμ. 13, σελ. 375-6.

[13] Hans Walter Wolff, Anthropology of the Old Testament, Fortress Press, 1974 (c1973), σελ. 10· Η. Seebas, «נפש nepes», Theological Dictionary of the Old Testament (Επ. G.J. Botterweck κ.ά.), Eerdmans, 1998 (c1984-86), τόμ. 9, σελ.  508-9.

[14] Είναι ενδιαφέρον, μάλιστα, που ο Δημητρόπουλος παραδέχεται στη στήλη 816 ότι η σημασία της «επιθυμίας» για την ψυχή δεν έχει σχέση με τη δογματική έννοια της ψυχής ως οντότητας που συνυπάρχει με το σώμα.

[15] Edmond Jacob, «Ψυχή: The anthropology of the Old Testament», Theological Dictionary of the New Testament (Επ. G. Friedrich), 1974, c1973, τόμ. 9,  σελ. 629.

[16] «Περικείμενο» (context) είναι το περιβάλλον μιας λέξης ή ενός κειμένου από κάθε άποψη: από τα άμεσα συμφραζόμενα μέχρι το ιστορικό πλαίσιο. Για κάποιον περίεργο λόγο που δεν έχω κατανοήσει, στη θεολογική σχολή το αποκαλούν «συνάφεια». Πρόκειται για εξαιρετικά άστοχο όρο.

[18] «Εντεύθεν πάσα τυχόν διατύπωσις επόψεώς τινος διαφόρου των κρατουσών σήμερον εν τη βιβλική επιστήμη, έστω και αν ερείδηται επί της ερεύνης αυτών των πηγών, ενέχει, νομίζομεν, τον κίνδυνον να εκληφθή ως παρωχημένη και αυτό τούτο οπισθοδρομική. Εξ άλλου, ασπαζόμενος τις ανεπιφυλάκτως τα κύρια συμπεράσματα της εν προκειμένω ερεύνης και υφιστάμενος την βαθυτέραν επίδρασιν των ανωτέρων εκτεθεισών τάσεων, είναι ως να συμφωνή και προς τα αναγκαία επακόλουθα των συμπερασμάτων τούτων, οία είναι τα εξής: α) Η άρνησις του ότι κατά την Π.Διαθήκην διακρίνονται εν τω ανθρώπω δύο συστατικά, ήτοι το ήδη εξετασθέν («σώμα», «σαρξ») και το πνευματικόν («ψυχή»), τ.έ, ή κατ’ ουσίαν απόρριψις της περί του διφυούς του ανθρώπου αυθεντικής, ως διεπιστώσαμεν, διδασκαλίας της Π.Διαθήκης· β) η αποδοχή των εναντίον των Ο΄ και των συγγραφέων των δευτεροκανονικών της Π.Διαθήκης βιβλίων στρεφομένων κατηγοριών και γ) η άρνησις της υπάρξεως εν τη Π.Διαθήκη της εννοίας της “ψυχής” και η κατ’ ουσίαν ταύτισις της נפש [νέφες] προς το “σώμα” ου μόνον εν τη Παλαιά, αλλά και εν τη Καινή Διαθήκη».—Σελ. 88, η πλάγια γραφή δική μου.

[19] Βλέπε σελ. 326 για πλήρη αναφορά περιπτώσεων.

[20] Τα εδάφια Ιώβ 32:8, 18 διαφέρουν από τα υπόλοιπα ως προς το ότι αναφέρονται σε θεοπνευστία και όχι στη χορήγηση της δύναμης της ζωής. Ωστόσο, και πάλι το «πνεύμα» ή «πνοή» δεν ανήκει στον άνθρωπο αλλά στον Θεό, αποτελεί εξωτερική επίδραση, όχι συστατικό της ανθρώπινης φύσης. Γι’ αυτό και δεν το έχουν, όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα, όλοι οι άνθρωποι: «Έλεγα μέσα μου θα μιλούσε η ηλικία και πως σοφία θα δίδασκαν τα χρόνια τα πολλά. Μα ό,τι κάνει συνετό τον άνθρωπο είναι το πνεύμα, είν’ η πνοή που εμφύσησε ο Παντοδύναμος. Οι ηλικιωμένοι δεν είναι πάντα και σοφοί ούτε οι γέροντες ξέρουνε πάντα το σωστό ποιο είναι. […] Το Πνεύμα εντός μου, του Θεού, με βιάζει να μιλήσω» (ΝΜΒ).

[21] Edmond Jacob, «Ψυχή: The Anthropology of the Old Testament», Theological Dictionary of the New Testament (Επ. G. Friedrich), Eerdmans, 1974 (c1973), τόμ. 9, σελ. 630.

[22] Ο Μπρατσιώτης περιορίζεται μόνο στην υπεράσπιση της θέσης ότι η θεμελιώδης σημασία της νέφες είναι «αναπνοή» και όχι «λάρυγγας». Ωστόσο, αυτό αφορά μόνο την αφετηρία του εκτενούς ζητήματος.—Σελ. 93-4.

[23] Εν αντιθέσει με τη «σκηνή», η λέξη «σκήνος» απαντά σε ορισμένες περιπτώσεις με τη σημασία του σώματος ως κατοικίας της ψυχής. (G.H. Liddell Scott κ.ά, A Greek English Lexicon, Oxford University Press, 1996, σελ. 1608) Μεταξύ αυτών των περιπτώσεων είναι και ένα απόσπασμα που αποδίδεται στον Πλάτωνα, αν και σήμερα θεωρείται νόθο: «ἡμεῖς μὲν γάρ ἐσμεν ψυχή͵ ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ· τὸ δὲ σκῆνος τουτὶ πρὸς κακοῦ περιήρμοσεν ἡ φύσις». (Αξίοχος 365e-366a) Προφανώς με βάση αυτό το χωρίο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς θεωρούσε ότι η θέση του Πλάτωνα συμφωνεί με την αφήγηση της δημιουργίας του ανθρώπου όπως περιγράφεται στη Γένεση, καθότι έγραψε: «Εἰκότως ἄρα ἐκ γῆς μὲν τὸ σῶμα διαπλάττεσθαι λέγει ὁ Μωυσῆς͵ ὃ γήινόν φησιν ὁ Πλάτων σκῆνος͵ ψυχὴν δὲ τὴν λογικὴν ἄνωθεν ἐμπνευσθῆναι ὑπὸ τοῦ θεοῦ εἰς πρόσωπον».—Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς 5,14.

[24] John D.W. Watts, Word Biblical Commentary: Isaiah 34-66, (Επ. Bruce M. Metzger et al.), Word Books, τόμ. 25, σελ. 59.

[25] David J.A. Clines, Word Biblical Commentary: Job 1-10, (Επ. Bruce M. Metzger et al.), Word Books, τόμ. 17, σελ. 134.

[26] «The word יֶתֶר (yeter, here with the suffix, יִתְרָם [yitram]) can mean “what remains” or “rope.” Of the variety of translations, the most frequently used idea seems to be “their rope,” meaning their tent cord. This would indicate that their life was compared to a tent – perfectly reasonable in a passage that has already used the image “houses of clay.” The difficulty is that the verb נָסַע (nasa’) means more properly “to tear up; to uproot.” and not “to cut off.” A similar idea is found in Isa 38:12, but there the image is explicitly that of cutting the life off from the loom. Some have posited that the original must have said their tent peg was pulled up” as in Isa 33:20 (A. B. Davidson, Job, 34; cf. NAB). But perhaps the idea of “what remains” would be easier to defend here. Besides, it is used in 22:20. The wealth of an individual is what has been acquired and usually is left over when he dies. Here it would mean that the superfluous wealth would be snatched away. The preposition בּ (bet) would carry the meaning “from” with this verb».—Σχόλιο 73 του βιβλίου του Ιώβ στη New English Translation.

[27] D.C. Frederics, «nepesh», New International Dictionary of Old Testament Theology and Exegesis (Επ. W.A. VanGemeren) , Zondervan, 1989-2001. Ηλεκτρονική έκδοση.

[28] C.M. Robeck Jr, «Soul», The International Standard Bible Encyclopedia (Επ. G.W. Bromiley), Eerdmans, 1988, τόμ. 4, σελ. 587.

[29] Edward E. Hindson, Woodrow Michael Kroll, Tomas Nelson, c1994, 1997, σελ. 88.

[30] «Soul», New Bible Dictionary, Inter-Varsity Press, 1996 (3η έκδ.), σελ. 1124.

[31] Hans Walter Wolff, Anthropology of the Old Testament, Fortress Press, 1974 (c1973), σελ. 20.

[32] Ludwig Koehler, W. Baumgartner, «נפש», Hebrew & Aramaic Lexicon of the Old Testament, University of Chicago Press, 1994-2000. Ηλεκτρονική έκδοση.

[33] Η. Seebas, «נפש nepes», Theological Dictionary of the Old Testament (Επ. G.J. Botterweck κ.ά.), Eerdmans, 1998 (c1984-86), τόμ. 9, σελ. 505. Βλέπε επίσης C. Westermann, «נפש nepes soul», Theological Lexicon of the Old Testament, Hendrickson, 1997, c1971, τόμ. 2, σελ. 751.

[34] Aubrey R. Johnson, The Vitality of the Individual in the Thought of Ancient Israel, University of Wales Press, 1964, σελ. 8-12.

[35] Aubrey R. Johnson, The Vitality of the Individual in the Thought of Ancient Israel, University of Wales Press, 1964, σελ. 15· Η. Seebas, «נפש nepes», Theological Dictionary of the Old Testament (Επ. G.J. Botterweck κ.ά.), Eerdmans, 1998 (c1984-86), τόμ. 9, σελ.  509.

[36] Όλοι οι μελετητές της Γραφής γνωρίζουν ότι η σημαντικότερη βιβλική εντολή είναι «ν’ αγαπάς, λοιπόν, τον Κύριο, το Θεό σου, μ’ όλη την καρδιά [λεβάβ] σου, μ’ όλη την ψυχή [νέφες] σου και μ’ όλη τη δύναμή σου». (Δευτερονόμιο 6:5, ΝΜΒ) Αυτή είναι μία από τις 19 περιπτώσεις της φράσης «με όλη τη λεβ και όλη τη νέφες», οι οποίες συνήθως εμφανίζονται σε εκφράσεις αφοσίωσης προς τον Θεό. (Δευτερονόμιο 4:29· 10:12· 11:13, 18· 13:3· 26:16· 30:2, 6, 10· Ιησούς του Ναυή 22:5· 1 Σαμουήλ 2:35· 1 Βασιλέων 2:4· 8:48· 2 Βασιλέων 23:3, 25· 2 Χρονικών 6:38· 15:12· 34:31· Ιερεμίας 32:41) Τι σημαίνει η νέφες σε αυτή τη φράση; Στο Theological Wordbook of the Old Testament υπάρχει η εξής απάντηση: «Τα τρία μέρη του εδαφίου Δευτερονόμιο 6:5, λεβάβ (καρδιά), νέφες (ψυχή ή ζωή) και μεοντ (πληθώρα), αντί να σημαίνουν διαφορετικούς τομείς της βιβλικής ψυχολογίας, μοιάζουν να είναι σημασιολογικώς ομόκεντρα. Επιλέχτηκαν για να ενισχύσουν την απόλυτη μοναδικότητα της προσωπικής αφοσίωσης στον Θεό. Επομένως, η λεβάβ σημαίνει την πρόθεση ή τη θέληση του όλου ανθρώπου· η νέφες σημαίνει τον όλο εαυτό, μια ενότητα από σάρκα, θέληση και ζωτικότητα· και η μεοντ  τονίζει τον υπέρτατο βαθμό της πλήρους αφοσίωσης στον Γιαχβέ». (Bruce Waltke, «נפש», Theological Wordbook of the Old Testament [Επ. R. Laird Harris], Moody Press, 1980, σελ. 588) Παρόμοια, και ο Seebass κατατάσσει τη φράση «με όλη τη νέφες μου» στην αντωνυμική χρήση, δηλαδή ότι σημαίνει «με όλο μου τον εαυτό». (Η. Seebas, «נפש nepes», Theological Dictionary of the Old Testament [Επ. G.J. Botterweck κ.ά.], Eerdmans, 1998 [c1984-86], τόμ. 9, σελ. 511) Στο εδάφιο Παροιμίες 19:8 η διάκριση μεταξύ λεβ και νέφες είναι σαφέστατη: «Αυτός που αποκτάει καρδιά [λεβ] αγαπάει την ψυχή [νέφες] του» (ΜΝΚ). Οι Εβδομήκοντα αποδίδουν πολύ επιτυχημένα αυτό το εδάφιο ως εξής: «Ο κτώμενος φρόνησιν αγαπά εαυτόν», αναγνωρίζοντας τη μετωνυμική σημασία της λεβ και την αντωνυμική της νέφες. Ο Wolff υιοθετεί μια κάπως διαφορετική προσέγγιση, θεωρώντας ότι η λεβ σημαίνει την «ενσυνείδητη αφοσίωση της θέλησης» και η νέφες τη «γνήσια λαχτάρα και επιθυμία», δηλαδή βλέπει στη λεβ περισσότερο το διανοητικό στοιχείο και στη νέφες το συναισθηματικό.—Hans Walter Wolff, Anthropology of the Old Testament, Fortress Press, 1974 (c1973), σελ. 53. Βλ. επίσης Aubrey R. Johnson, The Vitality of the Individual in the Thought of Ancient Israel, University of Wales Press, 1964, σελ. 83.

[37] Η. Seebas, «נפש nepes», Theological Dictionary of the Old Testament (Επ. G.J. Botterweck κ.ά.), Eerdmans, 1998 (c1984-86), τόμ. 9, σελ. 515.

[38] Aubrey R. Johnson, The Vitality of the Individual in the Thought of Ancient Israel, University of Wales Press, 1964, σελ. 75-6.

[39] Claus Westerman, «נפש nepes soul», Theological Lexicon of the Old Testament, Hendrickson 1997, (c1971-76), τόμ. 2, σελ. 748-750.

[40] Το ίδιο συμβαίνει και με τον δυναμικό όρο ρούαχ. Συνήθως δηλώνει τις έντονες διαθέσεις μιας ειδικής περίστασης (όπως ένα συναισθηματικό ξέσπασμα), και σπάνια τον νου ή την καρδιά.

[41] Για την παράλληλη σύνταξη βλέπε Denis Bratcher, «Parallelism in Hebrew Writing», 2009.

[42] G.A.F. Knight, Psalms: Volume 1. The Daily Study Bible series, Westminster John Knox Press, 2001, c1982, σελ. 288.

[43] Η. Seebas, «נפש nepes», Theological Dictionary of the Old Testament (Επ. G.J. Botterweck κ.ά.), Eerdmans, 1998 (c1984-86), τόμ. 9, σελ. 512.

[44] Robert H. Gundry, Soma in Biblical Theology: With Emphasis on Pauline Anthropology, Cambridge University Press, 1976, σελ. 124.

[45] Robert H. Gundry, Soma in Biblical Theology: With Emphasis on Pauline Anthropology, Cambridge University Press, 1976, σελ. 123. Μια παρόμοια περίπτωση υφίσταται στο εδάφιο Ψαλμός 105:8, όπου η νέφες φαίνεται να σημαίνει συγκεκριμένα τον λαιμό σε αντιδιαστολή με τα πόδια.

[46] Aubrey R. Johson, The Vitality of the Individual in the Thought of Ancient Israel, University of Wales Press, 1964, σελ. 9.

[47] Ως «ζωή» αποδίδουν την «ψυχή» η Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου, η μετάφραση του Darby, οι ρωμαιοκαθολικές New American Bible και New Jerusalem Bible, η Revised Standard Version και η αναθεώρησή της New Revised Standard Version. Τόσο η φρασεολογία του εν λόγω εδαφίου, όπου η «ψυχή» και το «σώμα» προσφέρονται ως μαρτυρική θυσία λόγω του διωγμού, όσο και οι αντιλήψεις όλου του βιβλίου επιβεβαιώνουν τούτη την απόδοση.

[48] Claus Westerman, «נפש nepes soul», Theological Lexicon of the Old Testament, Hendrickson, 1997 (c1971-76), τόμ. 2, σελ. 752.

[49] Hans Walter Wolff, Anthropology of the Old Testament, Fortress Press, 1974 (c1973), σελ. 233.

[50] David J.A. Clines, Word Biblical Commentary: Job 1-10, (Επ. Bruce M. Metzger et al.), Word Books, τόμ. 17, σελ. 336.

[51] Μια τέτοια αντίληψη υποστηρίζει το εδάφιο Ιουδίθ 16:17[21], γραμμένο φυσικά περίπου μια χιλιετία μετά τον Ιώβ, καθώς και ορισμένοι ραβίνοι της εποχής του Ταλμούδ και του μεσαίωνα.—Shlomo Pines, «Immortality of Soul», Encyclopaedia Judaica, Thomson Gale, 2005, τόμ. 19, σελ. 35-6.

[52] Claus Westermann, «בשׂר basar flesh», Theological Lexicon of the Old Testament, Hendrickson, 1997, c1971, τόμ. 1, σελ. 284.

[53] Walter L. Michael, Job in the Light of Northwest Semitic, Biblical Institute Press, 1987, σελ. 333.

[54] Aubrey R. Johnson, The Vitality of the Individual in the Thought of Ancient Israel, University of Wales Press, 1964, σελ. 38.

[55] CJB, CSB, ESV, NAS, NIV, NJB, NRS, RSV.

[56] «Αν τα πορίσματα αυτής της επαγωγικής μελέτης είναι σωστά, είναι φανερό ότι μερικές από τις τρέχουσες δηλώσεις της βιβλικής ψυχολογίας είναι εσφαλμένες. Οι αναγνώστες της Βίβλου θα πρέπει να είναι πάρα πολύ προσεκτικοί ώστε να μην ξεφύγουν από τη βιβλική χρήση όταν διαβάζουν τις συνήθεις αποδόσεις της נפש [νέφες] στις αγγλικές μεταφράσεις της Βίβλου. Η σημερινή χρήση της λέξης soul στα Αγγλικά μεταδίδει συνήθως ένα πολύ διαφορετικό νόημα από αυτό της λέξης נפש [νέφες] στα Εβραϊκά, και είναι εύκολο ο απρόσεκτος αναγνώστης να την παρερμηνεύσει».—Charles A. Briggs, «The Use of נפש  in the Old Testament», Journal of Biblical Literature, τόμ. 16, αρ. 1/2 (1897), σελ. 30.

[57]  «[Στα ομηρικά κείμενα] όσο ο άνθρωπος ήταν ζωντανός, η ψυχή του, σαν ένα ζωτικό υγρό, διέτρεχε όλα τα σημεία του σώματος και τα καθιστούσε ζωντανά. Η ψυχὴ ήταν μεν αναγκαία για την ύπαρξη συνειδητής ανθρώπινης ζωής αλλά δεν αποτελούσε και ικανή συνθήκη για την παρουσία σκέψης, συναισθημάτων και συνειδητών επιθυμιών στο ανθρώπινο σώμα. Με άλλα λόγια, η ομηρική ψυχὴ δεν αποτελούσε το κέντρο της διανοητικής ή συναισθηματικής διαβούλευσης του ατόμου. Για τις λειτουργίες αυτές χρησιμοποιούνταν οι άλλες διαθέσιμες λέξεις του ομηρικού λεξιλογίου. […] Θα πρέπει να φτάσουμε στον Πλάτωνα (427-347 π.Χ.) για να βρούμε την ψυχὴν να χρησιμοποιείται με τρόπο που δείχνει ότι αυτή αποτελεί τώρα την έδρα των ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου. Μάλιστα, στους ώριμους διαλόγους του Πλάτωνα, και ιδίως στους εσχατολογικούς μύθους που περιλαμβάνονται σε ορισμένους από αυτούς (όπως στον Φαίδωνα, το δέκατο βιβλίο της Πολιτείας και τον Φαίδρο), η ψυχὴ δηλώνει την ατομική ουσία κάθε ανθρώπου, την έδρα της συνείδησης, των συναισθημάτων, των επιθυμιών και του λόγου. Η χρήση του όρου από τον πλατωνικό Σωκράτη δείχνει ότι η ψυχὴ δεν θεωρείται μόνο ως λογικά διακριτή από το σώμα του αλλά και ως ουσιαστικά χωριστή από αυτό, και μάλιστα (σε προφανή αντίθεση με εκείνο) ως εγγενώς αθάνατη».—Σπύρος Ράγκος, «Μεταμορφώσεις της ελληνικής ψυχής από τον Όμηρο έως τον Πλάτωνα», Αρχαιολογία, τεύχ. 118 (Δεκέμβριος 2010), σελ. 16-7.