Το πρώτο εδάφιο της Βίβλου: η ριζοσπαστική πρωτοπορία του και η τεράστια σημασία του

«Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»: πολλοί γνωρίζουν το πρώτο εδάφιο της Βίβλου, ελάχιστοι όμως το βάθος και τη σημασία του. Τόσο το ίδιο το εδάφιο όσο και τα άμεσα συμφραζόμενά του, δηλαδή η βιβλική αφήγηση της δημιουργίας του κόσμου, συνήθως υποβιβάζονται από τον μέσο σύγχρονο αναγνώστη στο επίπεδο ενός απλοϊκού λαϊκού παραμυθιού (ενός απολίτιστου λαού). Από την άλλη, ο ειδικός της αρχαίας ιστορίας θα συγκρίνει φιλολογικά τη Γένεση με άλλα κείμενα της εποχής που έχουν παρόμοια θεματολογία, όπως τους κοσμογονικούς μύθους των Βαβυλωνίων, του Ησιόδου κ.ο.κ., και θα αναγνωρίσει την ανωτερότητά της τουλάχιστον στο ότι δεν αποδίδει τη δημιουργία του κόσμου σε μια αλληλοσφαγή των θεών αλλά, ως κείμενο, χαρακτηρίζεται από μια μοντέρνα απλότητα.[1] Συνήθως η Γένεση δεν συγκρίνεται με τις απόψεις των (πολύ μεταγενέστερων) Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, καθότι αυτοί δεν κάνουν αναφορά σε θεία δημιουργία αλλά μόνο σε φυσικές ιδιότητες της ύλης (κάτι που σίγουρα αρέσει στους άθεους διανοητές, ακόμη και αν οι θέσεις των Ιώνων, παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους για την ιστορία της επιστήμης, έχουν σε μεγάλο βαθμό διαψευστεί επιστημονικά).[2] Εντούτοις, η πραγματικότητα είναι πως η προσεκτική εξέταση της βιβλικής αφήγησης της δημιουργίας αναδεικνύει πολλές δηλώσεις που όχι μόνο έχουν επιβεβαιωθεί επιστημονικά αλλά και αγγίζουν πολλούς τομείς της ανθρώπινης ζωής, παίζοντας μάλιστα μείζονα θετικό ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Παρακάτω θα δούμε τη ριζοσπαστική πρωτοπορία και τη βαθύτατη σημασία του εδαφίου Γένεση 1:1 από θρησκευτική, πολιτική, ηθική, φιλοσοφική και επιστημονική άποψη – αν θα μπορούσαμε να τις διαχωρίσουμε κάπως.[3]

Από λατρευτική/θρησκευτική άποψη

«Δε θα βρεθεί κανείς ανάμεσά σας που να προσφέρει το γιο του ή την κόρη του να καούν θυσία ή που ν’ ασκεί  μαντεία ή οιωνοσκοπία ή απόκρυφες τέχνες ή μαγεία· κανείς δεν πρέπει να γίνει μάγος ή εξορκιστής πνευμάτων, μάντης ή νεκρομάντης. Όποιος τα κάνει αυτά είναι μισητός στον Κύριο». (Δευτερονόμιο 18:10-12, ΝΜΒ)

Αν περιγράφαμε με δυο λέξεις το βασικό θέμα της Βίβλου, θα λέγαμε πως μιλά για την επανασύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό με σκοπό την αποκατάσταση των πάντων (Πράξεις 3:21· 2 Κορινθίους 5:19). Με βάση λοιπόν αυτό το βασικό θέμα, η ξεκάθαρη, κοφτή δήλωση του πρώτου εδαφίου αποτελεί την προϋπόθεση, το θεμέλιο για όλα όσα θα ειπωθούν παρακάτω. Είναι σαν να λέει: «Για να μπουν τα πράγματα στη σωστή τους θέση και να υπάρξει πραγματική συμφιλίωση, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αρχής εξαρχής πως τα πάντα οφείλουν την ύπαρξή τους στον έναν Θεό. Ό,τι βλέπετε και δεν βλέπετε, όσο μεγάλο, όσο θαυμαστό, όσο ένδοξο κι αν είναι κάτι, οφείλει την ύπαρξή του σε Αυτόν».

Τα πάντα; Ναι, τα πάντα. Αυτό εξηγεί την επαναλαμβανόμενη και θεμελιώδη απαίτηση του Μωσαϊκού Νόμου, που συναντούμε λίγο παρακάτω στο κείμενο, ότι μόνο ο Δημιουργός αξίζει λατρεία, δηλαδή την αγάπη, την αφοσίωση, την πίστη, τον σεβασμό, την υποταγή στον υπέρτατο βαθμό (Δευτερονόμιο 6:4-5· 10:12· 11:13). Επίσης εξηγεί το γιατί είναι όχι απλώς θρησκευτικά αλλά και ηθικά απαράδεκτο τα δημιουργήματα να μπαίνουν στη θέση του Δημιουργού ως αντικείμενα λατρείας (Ρωμαίους 1:15).

Στα δημιουργήματα, όπως αναλύει παρακάτω το 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, περιλαμβάνονται τα στοιχεία της φύσης, όπως τα άστρα, οι ωκεανοί, τα ζώα κ.λπ., οπότε αυτά δεν πρέπει να θεωρούνται θεοί και να λατρεύονται (Έξοδος 20:2-6). Παρ’ ότι αυτό σήμερα, στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, θεωρείται αυτονόητο, τη 2η χιλιετία προ Χριστού ήταν εξόχως επαναστατικό: δεν υπήρχε κανένας λαός μέχρι τότε που να μη λάτρευε τα στοιχεία της φύσης. Η απόλυτη επικράτηση του παγανισμού οφειλόταν σε έναν συνδυασμό διαφόρων παραγόντων, όπως ήταν λόγου χάρη η κυβερνητική προπαγάνδα (βλ. παρακάτω τον μεσότιτλο «Από πολιτική άποψη»), η άγνοια (βλ. παρακάτω τον μεσότιτλο «Από φιλοσοφική άποψη») και στο ότι η καθημερινή ζωή των ανθρώπων, η ίδια τους η επιβίωση, εξαρτιόταν άμεσα από τη φύση, από το αν δηλαδή ο ήλιος, οι βροχές, τα ποτάμια, η γη κ.ο.κ. θα τους δώσουν τον επιούσιο άρτο. Ακόμη και χιλιετίες αργότερα πολλοί λαοί, όπως λόγου χάριν οι φιλοσοφημένοι και τεχνολογικά προηγμένοι αρχαίοι Ρωμαίοι, λάτρευαν τον Ήλιο και ένα ολόκληρο πάνθεον. Στην πραγματικότητα, πολλές παγανιστικές πρακτικές επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας ακόμη και στους λαούς της Δύσης, που γνώρισαν τον διαφωτισμό και τον επιστημονισμό. Η αστρολογία, μια γεωκεντρική ψευδοεπιστήμη που αποδίδει θεϊκές ιδιότητες στους πλανήτες και στην ουσία λέει ότι δεν έχουμε τον έλεγχο και την ευθύνη της ζωής μας, αποτελεί ένα τρανταχτό σύγχρονο παράδειγμα, το οποίο ωστόσο κατακεραυνώνεται από τη Βίβλο ήδη από τότε (Ησαΐας 47:13-14).

O αιγυπτιακός θεός του ουρανού Ώρος με κεφάλι γερακιού

Ένα δεύτερο σημείο θρησκευτικής, και όχι μόνο, σημασίας: δεδομένου ότι ο Θεός είναι πριν, έξω και πάνω από το φυσικό σύμπαν, το πρώτο εδάφιο της Γένεσης εξηγεί επίσης το γιατί στην Πεντάτευχο απαγορεύεται η απεικόνιση του Θεού με βάση τα στοιχεία του φυσικού σύμπαντος. Μια τέτοια προσπάθεια απεικόνισης του Θεού, και μάλιστα για λατρευτική χρήση, αποτελεί υποτίμηση της δόξας Του και απαγορεύεται από τη Βίβλο (Δευτερονόμιο 5:8· Ησαΐας 40:18· 42:8· 44:14-20· Ιερεμίας 10:14· Πράξεις 17:29· Ρωμαίους 1:20-23). Ιδιαζόντως εξευτελιστικές ήταν οι αιγυπτιακές απεικονίσεις των θεών με πρόσωπα ζώων, εφόσον τα ζώα χαρακτηρίζονται από την επικράτηση των ορμών και την απουσία αρχών και λογικής (Ψαλμός 32:9· 2 Πέτρου 2:12). Η βιβλική λατρεία όμως είναι πνευματική, γίνεται με όλη τη διάνοια, με όλη την καρδιά (Δευτερονόμιο 4:29). Έτσι, ο βιβλικός ιουδαϊσμός απαγορεύει την απεικόνιση του Θεού και την ύπαρξη άλλων ναών πλην της Ιερουσαλήμ. Παρά το γεγονός ότι οι Εβραίοι πολλές φορές παραβίασαν τις επιταγές του Μωσαϊκού Νόμου κατά την προαιχμαλωσιακή περίοδο (πράγμα για το οποίο υπήρχαν σφοδρές διαμαρτυρίες και εσωτερικές συγκρούσεις), τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν πως με την επικράτηση των Εβραίων στην Παλαιστίνη, η περιοχή αλλάζει ριζικά θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική φυσιογνωμία. Λόγου χάρη, χαρακτηριστική είναι η ανεικονική αγγειοπλαστική των Εβραίων. Επίσης, ενώ οι Χαναναίοι και οι γύρω λαοί φαίνεται πως είχαν τουλάχιστον από έναν ναό σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό, για την περίοδο όπου επικρατεί η εβραϊκή μοναρχία οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει μόνο δύο ή τρία κτίρια που λειτούργησαν ως ναοί (εκτός της Ιερουσαλήμ)! Αυτό είναι σίγουρα εντυπωσιακό φαινόμενο, όπως λέει και ο αρχαιολόγος Avraham Faust, και πρέπει να εντυπωσιάζει κάθε αντικειμενικό ερευνητή.[4] Ακόμη και πριν εξεταστούν λεπτομερώς αυτά τα ζητήματα, ο φημισμένος άθεος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Κορνήλιος Καστοριάδης έγραψε πως δεν μπορούν να βρεθούν «αναγκαίες και ικανές συνθήκες» για να αιτιολογήσουν την εμφάνιση του εβραϊκού μονοθεϊσμού στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ., πράγμα που πρέπει να οδηγήσει σε μια «αυθεντική αιτιακή εξήγηση», δηλαδή να το αποδεχτούμε ως ένα φαινόμενο γνήσια καινοτόμο και αυτοτροφοδοτούμενο.[5]

Φιλισταίοι, Εδωμίτες, Μωαβίτες, Αμμωνίτες, Φοίνικες, Αραμαίοι, Ασσύριοι και Εβραίοι συνυπήρχαν τον 8ο αιώνα π.Χ. Ακολούθησε η ασσυριακή, η βαβυλωνιακή, η περσική και η ελληνική εισβολή. Όταν ήρθαν οι Ρωμαίοι, ο μόνος λαός που απέμενε με σαφή εθνική ταυτότητα ήταν οι Εβραίοι. Πώς εξηγείται αυτό;

Αν και η άρνηση της ειδωλολατρίας και της κατασκευής πολλών ναών αποτελεί καθαυτή μια ριζοσπαστική καινοτομία στον τομέα της θρησκείας, έχει και άλλες διαστάσεις δεδομένης της στενής σχέσης που ανέκαθεν είχε και έχει η θρησκεία με την κρατική εξουσία και τη συλλογική ταυτότητα ενός λαού. Η χρήση ειδικών κτιρίων, συμβόλων και εικόνων ανέκαθεν πρωταγωνιστούσε σε κάθε είδους προπαγάνδα, κυβερνητική, εμπορική ή θρησκευτική, διότι οι εντυπώσεις των αισθήσεων, και ειδικά της όρασης, είναι άμεσες και ισχυρές. Επομένως, οι ιστορικοί, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, οι πολιτικοί επιστήμονες μαζί με κάθε σκεπτόμενο ερευνητή οφείλουν να προβληματιστούν σοβαρά για το πώς οι συγκριτικά υπανάπτυκτοι αρχαίοι Εβραίοι κατάφεραν να διαθέτουν μια τόσο βαθιά και ισχυρή ατομική και συλλογική ταυτότητα (που εξασφάλισε την επιβίωσή τους μέσα σε έναν μανιασμένο ωκεανό σύγκρουσης υπερδυνάμεων, όπως η Αιγυπτιακή, η Βαβυλωνιακή, η Ασσυριακή κ.ο.κ. οι οποίες εν τω μεταξύ εκμηδενίστηκαν θρησκευτικά και «εθνικά») χωρίς τη συστηματική χρήση ορατών συμβόλων, και να διερωτηθούν για το αν υπάρχει έστω μία δεύτερη ανάλογη περίπτωση στην ανθρώπινη ιστορία. Ο διαπρεπής αιγυπτιολόγος Jan Assman γράφει, με αυστηρά επιστημονικούς όρους, πως αυτό που συντελέστηκε στους αρχαίους Εβραίους ήταν «δίχως παράλληλο στην ιστορία της ανθρωπότητας»: δίχως παράλληλο και ως προς το αποτέλεσμα, δηλαδή την επιβίωση μέσα σε μια πολιτική και πολιτισμική κινούμενη άμμο, και ως προς το μέσον, δηλαδή την εγγράμματη βιβλική παιδεία, και ως προς τον πυρήνα του, δηλαδή την ολόκαρδη προσκόλληση στον Θεό και όχι στο κράτος ή σε κάποιον ανθρώπινο άρχοντα.[6] Επομένως, από μόνη της η εμφάνιση, η επικράτηση σε εθνικό επίπεδο (και όχι απλώς σε μια κλειστή ελίτ διανοουμένων) και η επιβίωση του βιβλικού μονοθεϊσμού[7] στην αρχαία Παλαιστίνη είναι ισχυρή ένδειξη, αν όχι και απόδειξη, της αυθεντικότητάς της, ότι δηλαδή όντως συνιστά παρέμβαση του Δημιουργού στην ιστορία.





Από πολιτική άποψη

«Μην εμπιστεύεστε στους άρχοντες,
είναι μονάχα άνθρωποι και δεν μπορούν να σώσουν».
(Ψαλμός 146:3, ΝΜΒ)

Παραπάνω διαβάσαμε ότι το Γένεσις 1:1 εξηγεί γιατί ο Θεός δεν μοιράζεται τη λατρεία του με κανένα δημιούργημα. Στα δημιουργήματα όμως περιλαμβάνονται και οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Η λατρεία προς ανθρώπους είναι χονδροειδής παραβίαση του θείου νόμου, ακόμη και αν πρόκειται για βασιλιάδες. Επομένως, ο βιβλικός μονοθεϊσμός αποτελεί, επιπλέον, μια από τις πιο ριζοσπαστικές πολιτικές τοποθετήσεις στην αρχαιότητα, εφόσον ο θεσμός της μοναρχίας είχε ανέκαθεν θρησκευτικές διαστάσεις και πολλοί βασιλιάδες αυτοσυστήνονταν ως ενσαρκωμένοι θεοί ή γιοι θεών, απαιτώντας απόλυτη υποταγή από τους υπηκόους τους.

Ο Ιάπωνας αυτοκράτορας Χιροχίτο κάθεται ήσυχα δίπλα στον Νίξον, αφού μερικά χρόνια πριν παραδέχτηκε δημόσια πως τελικά δεν είναι θεός, όπως εσφαλμένα δίδασκε επί χιλιετίες ο σιντοϊσμός (βλ. υποσ. 18).

Όταν αντιλαμβανόμαστε τη βαθύτερη σημασία του εδαφίου Γένεση 1:1, δεν εκπλησσόμαστε τόσο που στη Βίβλο ο θεσμός της μοναρχίας συγκρίνεται με την ειδωλολατρία (1 Σαμουήλ 8:6-8) και παρουσιάζεται ως επιζήμιος για τα συμφέροντα του λαού (1 Σαμουήλ 8:9-18). Επίσης, κατά τη Βίβλο, όταν τελικά θεσπίστηκε η μοναρχία, αυτό έγινε υπό την προϋπόθεση ότι ο ηθικο-θρησκευτικός Νόμος (ο οποίος μάλιστα είναι φιλολαϊκός, προνοεί υπέρ των αδυνάτων και απαγορεύει τη συσσώρευση μεγάλης ακίνητης περιουσίας, που ήταν τότε η βάση της οικονομίας και της κοινωνικής οργάνωσης), δηλαδή η Τορά, ως απόρροια του ενός Θεού, έχει αυτόνομη ύπαρξη και μάλιστα ανώτερη εξουσία από τον εκάστοτε βασιλιά, ο δε βασιλιάς οφείλει να υποτάσσεται σε αυτόν, ενώ χάνει τη νομιμοποίησή του ενώπιον του λαού όταν τον παραβιάζει. Επί παραδείγματι, λέει ο προφήτης Σαμουήλ στους συμπατριώτες του που ζητούσαν να έχουν βασιλιά: «Αν κάνετε κατάφωρα το κακό, θα σαρωθείτε, τόσο εσείς όσο και ο βασιλιάς σας» (1 Σαμουήλ 12:25). Με την αναφορά στον προφήτη Σαμουήλ, αξίζει να επισημανθεί ο γενικός ρόλος της τάξης των προφητών, οι οποίοι αποκτούν μείζονα δημόσιο καταγγελτικό ρόλο όταν ο βασιλιάς ή το ιερατείο, δηλαδή οι επίσημοι θεσμοί, αποτυγχάνουν στην αποστολή τους και παραβιάζουν τον θεϊκό Νόμο. Είναι εντυπωσιακό πως ο λόγος των προφητών, που πολλές φορές στηλιτεύει την άρχουσα τάξη, αποτελεί τουλάχιστον το ⅓ της Παλαιάς Διαθήκης. Αντίστοιχα, τα βιβλικά χρονικά των βασιλιάδων (1 & 2 Σαμουήλ, 1 & 2 Βασιλέων, 1 & 2 Χρονικών) δεν εξωραΐζουν τα γεγονότα, αλλά παρουσιάζουν ωμά και αφτιασίδωτα την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, περιέχοντας και αφηγήσεις για βίαιες εκθρονίσεις των βασιλιάδων που καταπατούσαν κατάφωρα τους ηθικούς κανόνες και καταδυνάστευαν τον λαό.[8] Επομένως, η μοναρχία των Εβραίων (π.χ. με τον Δαβίδ, τον Σολομώντα κ.λπ.), όπως περιγράφεται στη Βίβλο, ήταν υπό μία έννοια «συνταγματική», θεσμός που στην Ευρώπη άρχισε να ωριμάζει μετά από 2.500 χρόνια και πλέον και, μάλιστα, λόγω της επίδρασης και της Βίβλου, όπως θα δούμε σε λίγο.

Εκατοντάδες τέτοια σπίτια έχουν ανακαλυφτεί στην Παλαιστίνη και χρονολογούνται από το 1200 π.Χ. μέχρι τη βαβυλωνιακή εξορία. Θεωρούνται ως τα τυπικά ισραηλιτικά σπίτια.

Αναλύοντας λοιπόν, από τη δική του οπτική, αρκετά από αυτά που αναφέρθηκαν ακροθιγώς παραπάνω, ο αιγυπτιολόγος Henri Fankfort λέει εύστοχα πως «η υπερβατικότητα της εβραϊκής θρησκείας εμπόδιζε τη βασιλική εξουσία από το να αποκτήσει τη μεγάλη σπουδαιότητα που κατείχε στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία».[9] Και αυτό δεν είναι απλώς θεωρία των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά κάτι που αντανακλάται στα αρχαιολογικά ευρήματα της Παλαιστίνης. Οι βασιλικές επιγραφές (δηλαδή το προμοτάρισμα του άρχοντα) είναι ελάχιστες και διακριτικές, τα ταφικά έθιμα από λιτά έως ανύπαρκτα, το οικιστικό μοντέλο τυποποιημένο, με το κλασικό εβραϊκό σπίτι να έχει τέσσερις κύριους χώρους στο ισόγειο και πρώτο όροφο (ώστε να στεγάζει αξιοπρεπώς για τα δεδομένα της εποχής μια πυρηνική οικογένεια) ενώ απουσιάζουν οι επαύλεις: αν και όλα αυτά δεν ενθουσιάζουν όσους αναζητούν εντυπωσιακά τεχνουργήματα (που συνήθως φτιάχνονταν με κλεμμένα λεφτά και ξένο ιδρώτα), μαρτυρούν την ύπαρξη μιας κοινωνίας χωρίς, ευδιάκριτη τουλάχιστον, αριστοκρατία αλλά με αξιοσημείωτη οικονομική ισότητα.[10] Και αυτό ισχύει ενώ γνωρίζουμε από την ίδια τη Βίβλο, όπως και από την αρχαιολογία, πως η τήρηση του Μωσαϊκού Νόμου δεν ήταν ούτε πλήρης ούτε αδιάλειπτη· πού να τηρούνταν και αυστηρά!

Ως εκ τούτου, η δημοφιλής άποψη ότι ο βιβλικός μονοθεϊσμός εξέθρεψε στην Ευρώπη την πλουτοκρατία, την εξουσιομανία και την απολυταρχία αποτελεί μύθο.[11] Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχει αυτή η μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στις διδασκαλίες και τις πρακτικές του Ιησού και των πρώτων μαθητών του και στις πρακτικές του χριστιανισμού που διαμορφώθηκε αργότερα. Οι μελετητές, λοιπόν, οφείλουν με σοφία να διαχωρίζουν τα λεγόμενα της Βίβλου από τα όσα προπαγάνδιζαν και έπρατταν οι κρατικές θρησκείες και οι αυτοκράτορες – ακριβώς όπως πρέπει να κάνουν σε κάθε περίπτωση όπου μια θεωρία ή ιδεολογία εργαλειοποιείται από την εξουσία.

Έτσι λοιπόν, η ιστορική πραγματικότητα είναι πως οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες καπηλεύτηκαν τον βιβλικό μονοθεϊσμό ενσωματώνοντάς τον, με μια ερμηνευτική κοπτοραπτική, στην αυτοκρατορική προπαγάνδα για τις δικές τους επιδιώξεις, δίνοντας νέα μορφή στον προϋπάρχοντα παγανιστικό μύθο τους ότι εκπροσωπούσαν μια θεϊκή εξουσία.[12] Αυτή η αφύσικη ενσωμάτωση φαίνεται ότι είχε τουλάχιστον δύο ενδιαφέρουσες συνέπειες. Από τη μια, οι (ας πούμε) «μονοθεϊστικές» ή, καλύτερα, μονοθεΐζουσες αυτοκρατορίες επικράτησαν στο διεθνές πολιτικό σκηνικό και κέρδισαν αιώνες ζωής, πιθανότατα επειδή οι βιβλικές αρχές συμβάλλουν όντως στην κοινωνική συνοχή (όπως θα φανεί και λίγο παρακάτω)·[13] στατιστικά είναι αξιοσημείωτο πως οι μονοθεΐζουσες μοναρχίες είχαν κατά μέσον όρο 50-80% μεγαλύτερη διάρκεια ύπαρξης από τις αμιγώς παγανιστικές.[14] (Αυτό μακροπρόθεσμα εξυπηρέτησε τη διάδοση της Βίβλου σε όλο τον πλανήτη, παρότι οι θρησκευτικοί και κρατικοί άρχοντες συνήθως εμπόδιζαν τη λαϊκή διάδοση ολόκληρης της Βίβλου, γιατί έτσι θα αποκαλυπτόταν η «κοπτοραπτική» ερμηνευτική.) Από την άλλη, η καπήλευση του βιβλικού μονοθεϊσμού εκ των πραγμάτων σήμανε ένα υψηλό τίμημα για τον θεσμό της μοναρχίας, εφόσον η αυτοκρατορική εξουσία αναγκάστηκε να συνυπάρχει (κατά μία αυθαίρετη και διαστρεβλωμένη μίμηση της πολιτείας του αρχαίου Ισραήλ) με τη θρησκευτική εξουσία. Η θρησκευτική εξουσία, έχοντας κληρονομήσει από τους «χωριάτες», όπως θα τους έλεγε ο Κέλσος, πρώτους χριστιανούς μια πρωτοφανή συμπαγή παράδοση αλληλεγγύης, καλής οργάνωσης και δικτύωσης διεθνούς εμβέλειας, της οποίας ουδόλως θα μπορούσε να βρεθεί το όμοιό της στις παγανιστικές θρησκείες,[15] αποτελούσε έναν αυτόνομο, παράλληλο θεσμό, αρκετά ευμεγέθη και ισχυρό ώστε να μπορεί εκ των πραγμάτων να οριοθετεί, να ανταγωνίζεται ή και να καπελώνει (το τελευταίο ιδίως στη Δύση) την κρατική εξουσία.[16] Και αυτό ήταν απλώς το μεταβατικό στάδιο της επιρροής του (έστω διαστρεβλωμένου) βιβλικού μονοθεϊσμού στον πολιτικό χάρτη. Όπως θα δούμε σε μελλοντικό άρθρο, όταν την εποχή του Γουτεμβέργιου η Βίβλος έγινε ευρέως διαθέσιμη στον λαό και φάνηκε καλύτερα και μαζικότερα το τι πράγματι έλεγε, αποτέλεσε καταλύτη για την αμφισβήτηση όλου του παραδοσιακού θρησκευτικο-πολιτικού κατεστημένου, την αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων και τη μετάβαση στον φιλελευθερισμό.[17]

Από ηθική άποψη

«Ο Κύριος, ο Θεός σας, αυτός είναι ο Θεός των θεών και ο Κύριος των κυρίων, ο μεγάλος Θεός, ο ισχυρός και ο φοβερός, που δεν μεροληπτεί για κανέναν και δεν εξαγοράζεται με δώρα. Είναι εκείνος που αποδίδει στον ορφανό και στη χήρα το δίκιο τους, που αγαπάει τον ξένο και του δίνει ψωμί και ρούχα. Να αγαπάτε, λοιπόν, τους ξένους, γιατί κι εσείς ήσασταν ξένοι στην Αίγυπτο»
(Δευτερονόμιο 10:17-19, ΝΜΒ)

Στο παγανιστικό περιβάλλον όπου αναδύθηκε και διαδόθηκε ο βιβλικός μονοθεϊσμός, χονδρικά υπήρχαν οι εξής εκδοχές (οι οποίες μπορεί και να συνδυάζονται): (1) Το (ανώτατο;) θεϊκό ον δεν αποτελεί πραγματικά αιτία ύπαρξης των πάντων αλλά όμως σχετίζεται/ταυτίζεται με την κρατική εξουσία (π.χ. θρησκείες Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, δωδεκάθεο) και η σχέση μαζί του είναι κατ’ εξοχήν σχέση υποταγής σε αυτή την εξουσία· η διαγωγή του θεϊκού όντος (όπως συχνά και του κράτους ή των αρχόντων) περιγράφεται από τη θρησκευτική (προφορική ή γραπτή) παράδοση από αλλοπρόσαλλη έως αμοραλιστική αλλά πρέπει να γίνει ανεκτή λόγω της δύναμής του (νόμος είναι το δίκιο του… ισχυρού) – μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος, ισχυρότερος θεός-άρχοντας που να φέρει την ανατροπή. (2) Με τις άλλες αμοραλιστικές, ή τουλάχιστον όχι ηθικώς αξιομίμητες, θεότητες, που δεν ταυτίζονται οπωσδήποτε με την ανώτατη κρατική εξουσία αλλά ωστόσο ελέγχουν διάφορους τομείς της φύσης, η σχέση είναι σαφώς πελατειακή, με τους ανθρώπους να τους προσφέρουν δώρα (π.χ. θυσίες) ώστε να εκπληρωθούν οι επιθυμίες τους, ανεξάρτητα από το αν αυτές υπηρετούν το δίκαιο.

Σε τέτοια συστήματα, δύσκολα θα λέγαμε πως η θρησκεία προάγει την ηθική. Οι Έλληνες φιλόσοφοι στηλίτευσαν τον παραδοσιακό παγανιστικό τρόπο περιγραφής των θεών, και αν στην αρχαία Ελλάδα γινόταν σοβαρός λόγος περί ηθικής, αυτό οφειλόταν στους φιλοσόφους (Πλάτωνας, Αριστοτέλης, στωικοί) και όχι στους ιερείς. Εντούτοις, για αυτούς τους φιλοσόφους το ανώτατο Ον είναι απρόσωπο και το σύστημα αξιών πρέπει να εφαρμόζεται κυρίως ή μόνο για την επίτευξη προσωπικής ευτυχίας ή/και την επιβίωση της πόλεως, δηλαδή της οργανωμένης τοπικής κοινωνίας.[18]

Από την άλλη πλευρά, όπως διαβάσατε και στο θεματικό εδάφιο αυτού του μεσότιτλου, στη Βίβλο η θρησκεία δεν είναι παζάρι με τον Θεό, αλλά ηθική και δικαιοσύνη: «Η λατρεία που είναι καθαρή και αμόλυντη από την άποψη του Θεού και Πατέρα μας είναι αυτή: Να φροντίζει κανείς τα ορφανά και τις χήρες στη θλίψη τους» (Ιακώβου 1:27) Στην πραγματικότητα, στον βιβλικό μονοθεϊσμό, όπως λέγεται ρητά στις Γραφές, η ηθική και το δίκαιο είχαν πάντα πολύ μεγαλύτερη σημασία από τις τελετουργίες (Παροιμίες 15:8· 21:3· Ωσηέ 6:6· Ματθαίος 12:7). Οι σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους επηρεάζουν τη σχέση με τον Θεό (1 Ιωάννη 4:20-1). Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως, αν έχουμε συνηθίσει (στη Δύση τουλάχιστον) να μετράμε τη θρησκεία με βάση την ηθική, δηλαδή να λέμε ότι ο πραγματικά ευσεβής άνθρωπος πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα ηθικός και όχι υποκριτής, αυτό σε μεγάλο βαθμό το οφείλουμε στον βιβλικό μονοθεϊσμό.

Ως προς τη σχέση του με την ηθική, ο βιβλικός μονοθεϊσμός δεν πρωτοπόρησε μόνο χρονικά αλλά και ποιοτικά. Εκ των πραγμάτων πλεονεκτεί και ως προς το εύρος της, το πώς δηλαδή περιλαμβάνει όλες τις δραστηριότητες της προσωπικής και κοινωνικής ζωής, και ως προς το βάθος της, δηλαδή ως προς τα κίνητρα που παρέχει για την εφαρμογή της. Επί παραδείγματι, αν το προσεγγίζαμε με ψυχολογικούς όρους, ο βιβλικός μονοθεϊσμός δίδαξε στους ανθρώπους να βλέπουν την ύπαρξή τους, τον εαυτό τους, ως καρπό υψηλού σκοπού και αγάπης και όχι ως αποτέλεσμα τυφλής τύχης ή ως έκτρωμα από τη φαγωμάρα μιας «θεϊκής οικογένειας» η οποία ουδόλως ενδιαφέρεται γνήσια για τους ανθρώπινους απογόνους της. Με αφορμή αυτή τη σκέψη αξίζει να τονιστεί ότι στη Βίβλο όχι μόνο έχουμε προσκόλληση σε αξίες (όπως συμβαίνει στις φιλοσοφικές απόψεις περί ηθικής), αλλά πρωτίστως προσκόλληση στο Πρόσωπο από το οποίο πηγάζουν οι αξίες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσκόλληση του ανθρώπου στη βιβλική ηθική προσλαμβάνει χαρακτηριστικά διαπροσωπικής σχέσης και μάλιστα όχι μόνο στο επίπεδο υπηκόου-βασιλιά, αλλά και παιδιού-πατέρα, όπως ήδη επισημάνθηκε.[19] Η διαπροσωπική σχέση με τον Θεό είναι πανταχού παρούσα στη Βίβλο, αλλά σίγουρα ξεχωρίζει ιδιαίτερα στο βιβλίο των Ψαλμών. Με αυτά υπόψη, κατανοούμε καλύτερα γιατί στον Μωσαϊκό Νόμο, έναν κρατικό νόμο, υφίσταται η παγκόσμια πρωτοτυπία, ή και μοναδικότητα, να γίνεται λόγος όχι απλώς για συμμόρφωση και υπακοή στους νόμους αλλά και για ολόκαρδη αγάπη προς τον Νομοθέτη, τον Δημιουργό και Συντηρητή της ζωής (Έξοδος 20:6· Δευτερονόμιο 6:5). Ακριβώς επειδή η αγάπη είναι το ζητούμενο, ο πυρήνας του βιβλικού μονοθεϊσμού δεν σχετίζεται με εικόνες και σύμβολα αλλά με την παιδεία: το κλειδί βρίσκεται στη συνειδητή καλλιέργεια της προσωπικότητας και όχι στις βιολογικές ή τις υποσυνειδησιακές ορμές – και αυτό στην περίπτωση του αρχαίων Εβραίων σε εθνικό επίπεδο.

Δεν χρειάζεται μεγάλη τέχνη ή αξιοθαύμαστα καλλιεργημένη ευφράδεια για να αποδείξω πως οι χριστιανοί πρέπει να ανέχονται ο ένας τον άλλον. Εγώ, ωστόσο, θα πάω και παρακάτω: υποστηρίζω πως πρέπει να βλέπουμε όλους τους ανθρώπους ως αδέρφια μας. Τι; Τον Τούρκο ως αδελφό μου; Τον Κινέζο ως αδελφό μου; Τον Εβραίο; Τον Σιαμαίο; Αναμφίβολα ναι! Δεν είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου πατέρα και δημιουργήματα του ίδιου Θεού; – Βολταίρος, Πραγματεία περί ανεκτικότητας, 1763.

H αγάπη αυτή επεκτείνεται και προς τον πλησίον, προς τον μετανάστη, ακόμη και προς τον εχθρό – πράγμα που δεν το λέει για πρώτη φορά ο Ιησούς, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά η Παλαιά Διαθήκη (Έξοδος 20:6· 23:4, 5· Λευιτικό 19:18, 34· Δευτερονόμιο 6:5· Παροιμίες 25:21). Εδώ το θέμα μας δεν είναι μόνο η επιβίωση των μελών μιας κοινότητας απέναντι σε κοινούς εχθρούς, αλλά κάτι ουσιαστικότερο και σταθερότερο. Όπως αναγνώρισε και ο Βολταίρος, ακόμη κι αν δεν πίστευε στη θεοπνευστία της Βίβλου,[20] εφόσον όλοι οι άνθρωποι οφείλουν την ύπαρξή τους στον ίδιο Θεό, είναι επί της ουσίας αδέρφια. Ο βιβλικός μονοθεϊσμός, επομένως, αποτελεί ισχυρή βάση για την ενότητα της ανθρώπινης οικογένειας, για αλληλεγγύη και για σεβασμό από όλους προς όλους (Ιώβ 31:13-22). Κατ’ επέκταση, η βιβλική ηθική δεν περιορίζεται απλώς στην τοπική κοινωνία ή τις ανάγκες της πολιτείας, αλλά από τη φύση της έχει πανανθρώπινη ματιά, διαπνέεται από οικουμενικότητα. Η τεχνολογία σήμερα μας επιτρέπει να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως πολίτες ενός παγκόσμιου χωριού, ωστόσο η Βίβλος πρόβαλλε αυτή την εικόνα χιλιετίες πρωτύτερα, και πιθανώς ήταν η μόνη που το έκανε αυτό. Έτσι λοιπόν, ο βιβλικός μονοθεϊσμός εξουδετερώνει τα σωβινιστικά αφηγήματα κατά τα οποία διαφορετικοί λαοί έχουν διαφορετικούς θεϊκούς ή ημίθεους γενάρχες και διαφορετικούς πολιούχους θεούς, και ως εκ τούτου απονομιμοποιεί τον ρατσισμό και τις συγκρούσεις μεταξύ βασιλιάδων, κρατών και λαών.[21] Εξ ου, κεντρικό βιβλικό θέμα, από τη Γένεση μέχρι την Αποκάλυψη, είναι η ενότητα της ανθρώπινης οικογένειας υπό τον έναν Δημιουργό (Γένεση 18:18· 1 Βασιλέων 8:43· Ψαλμός 67:2-4· Ματθαίος 28:19· Αποκάλυψη 15:4· 21:24-22:2), ο τερματισμός των πολέμων, των κοινωνικών αδικιών και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο (Ψαλμός 46:9· 72· Ησαΐας 2:2-4· 65:21, 22). Εύλογα, όπως ευελπιστώ να δούμε σε μελλοντικά άρθρα, ο Μωσαϊκός Νόμος, μέσα στις περιοριστικές και ιδιάζουσες συνθήκες της αρχαιότητας, περιείχε ειδικές διατάξεις για την οικονομική ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και την προστασία των ευάλωτων ομάδων, ενώ μεταγενέστερα, όπως ήδη λέχθηκε, οι προφήτες στηλίτευαν δριμύτατα όσους αψηφούσαν τούτες τις αρχές. Με αυτά υπόψη, ο μελετητής μπορεί να αρχίσει να καταλαβαίνει το γιατί η Παλαιά Διαθήκη είναι το υπόβαθρο των διδασκαλιών του Ιησού από τη Ναζαρέτ.

Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ

Μελετώντας τη σχέση του βιβλικού μονοθεϊσμού με το ιδεώδες της ισότητας, είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτο (και διόλου ιστορικά τυχαίο) που η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά κείμενα της ιστορίας (στην ίδρυση της πρώτης σύγχρονης «δημοκρατίας»), αναφέρει βάσει της Βίβλου πως «πως όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργημένοι ίσοι, και έχουν προικιστεί από τον Δημιουργό τους με ορισμένα αναφαίρετα Δικαιώματα, μεταξύ των οποίων είναι η Ζωή, η Ελευθερία και η επιδίωξη της Ευτυχίας», τοποθετώντας (στα λόγια τουλάχιστον) το φυσικό δίκαιο (που εδώ είναι το δίκαιο του βιβλικού Δημιουργού) πάνω από το θετικό, δηλαδή το δίκαιο των ανθρώπων.[22] Σε αυτά τα λόγια βασίστηκε και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και η Χάρτα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ για τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η θετική επιρροή της Βίβλου στην εμπέδωση αυτών των εννοιών υπήρξε πολύ μεγαλύτερη από ό,τι αντιλαμβάνονται πολλοί σήμερα.

Ο γνωστός ιστορικός της αρχαιότητας και του μεσαίωνα Tom Holland παραδέχτηκε: «Μου πήρε πολύ καιρό μέχρι να συνειδητοποιήσω πως η ηθική μου δεν είναι ελληνική ή ρωμαϊκή αλλά, πέρα για πέρα και υπερήφανα, χριστιανική».—«Tom Holland: Why I was wrong about Christianity», The New Statesman, 14 Σεπτεμβρίου 2016.

Βεβαίως, μπορεί να αντιτείνει κάποιος ότι υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος, εφόσον στο όνομα του μονοθεϊσμού πολλοί «χριστιανοί» βασιλιάδες, κληρικοί και λαϊκοί υποστήριξαν σκληρούς διωγμούς και πολέμους για να επιβληθούν διά της βίας ακόμη και προς άτομα που θεωρητικά λάτρευαν τον ίδιο Θεό ή είχαν ακόμη και την ίδια θρησκεία. Εν προκειμένω επρόκειτο για άλλη μία καπήλευση της Βίβλου από την εξουσία κατά μία εντελώς αυθαίρετη και διαστρεβλωμένη μίμηση της κατάστασης του αρχαίου βασιλείου του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, η Βίβλος, αν κάποιος την κατανοήσει και την εφαρμόσει κυριολεκτικά, δεν προσφέρει ερείσματα για τέτοιου είδους ενέργειες – μόνον ο Δημιουργός της ζωής έχει δικαίωμα να κρίνει και να αφαιρέσει ζωή, κάτι που το γνώριζαν καλά ο Ιησούς και οι πρώτοι χριστιανοί (Ρωμαίους 12:17-21).[23] Ακριβώς επειδή τα πραγματικά αίτια των πολέμων είναι εντελώς άσχετα με τη Βίβλο, οι πόλεμοι και η βία προϋπήρχαν της Βίβλου και εξακολούθησαν να υπάρχουν σε κοινωνίες ανεξάρτητα από το αν αυτές ήταν πολυθεϊστικές, αθεϊστικές ή απλώς εκκοσμικευμένες.

Μιλώντας για τη σχέση του μονοθεϊσμού με την ηθική, ένα δεύτερο σημείο σχετίζεται με τον τρόπο που βλέπουμε τη φύση: η θεώρηση του φυσικού κόσμου ως έργου του Δημιουργού αποτελεί ισχυρή βάση και για μια καλά ριζωμένη οικολογική συνείδηση. Σύμφωνα με την αφήγηση της Γένεσης, στον άνθρωπο ανατέθηκε η φροντίδα της γης και των ζώων (Γένεση 1:28· 2:15, 19· Ψαλμός 8) Επομένως, ο εχθρός της δημιουργίας, της φύσης, είναι και εχθρός του Δημιουργού (Αποκάλυψη 11:18).

Από φιλοσοφική άποψη

«Η βάση της σοφίας είναι ο σεβασμός στον Κύριο,
βάση της νόησης είν’ η γνώση του Άγιου Θεού».
(Παροιμίες 9:10, ΝΜΒ)

Πρώτον, η ύπαρξη Δημιουργού (και μάλιστα πάνσοφου και πανάγαθου) σημαίνει ύπαρξη υψηλού σκοπού στη ζωή των «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» δημιουργημάτων. Αυτό βρίσκεται στον αντίποδα του μηδενισμού, κάτι που αναμφισβήτητα έχει τεράστιες ψυχολογικές, ηθικές και κοινωνικές προεκτάσεις.[24] Αυτός είναι ο απλός λόγος για τον οποίο ο Βολταίρος είπε επιτιθέμενος σε ένα αθεϊστικό έντυπο της εποχής του: «Ακόμη κι αν δεν υπήρχε Θεός, θα έπρεπε να τον επινοήσουμε».

Δεύτερον, η προΰπαρξη του Δημιουργού έναντι του υλικού σύμπαντος και η ύπαρξή του πέρα από αυτό σημαίνουν πως η δύναμη και η αλήθεια δεν βρίσκονται κυρίως στα φαινόμενα. Αυτή η κοσμοθεώρηση καλεί τον άνθρωπο να αξιοποιεί τον νου του και να μην περιορίζεται επιπόλαια από την αισθητή επιφάνεια. Οι εφαρμογές είναι σίγουρα πολλές: χρήση του νου για να αντιλαμβάνεται κάποιος τι υπάρχει στον χώρο πέρα από αυτό που βλέπουν τα μάτια του και ακούν τα αφτιά του· χρήση του νου για να αντιλαμβάνεται κάποιος τι θα συμβεί αργότερα, δηλαδή σε βάθος χρόνου· χρήση του νου για να αντιλαμβάνεται κάποιος τι πράγματι συνέβη πρωτύτερα, ποια είναι τα πραγματικά αίτια μιας συμπεριφοράς, ενός γεγονότος ή μιας ύπαρξης. Όχι τυχαία λοιπόν, η Βίβλος μιλά συχνά για τη χρήση του νου και τον κίνδυνο της επιπολαιότητας ή και της διανοητικής ή ηθικής τύφλωσης, ενώ ένα ειδικό τμήμα της για αυτό το θέμα είναι το βιβλίο των Παροιμιών. Η πνευματικότητα της Βίβλου δεν είναι μια «πνευματικότητα» αισθησιασμού ή αποχαύνωσης, όπως συχνά συμβαίνει στον παγανισμό, αλλά χρήσης του νου.[25] Η πίστη της Βίβλου δεν είναι διαίσθηση ή συναίσθημα ελλείψει αποδείξεων (όπως εσφαλμένα θεωρούν πολλοί), αλλά διανοητική αξιοποίηση των διαθέσιμων αποδείξεων οι οποίες είναι αντιληπτές μέσω των αισθήσεων, ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για πράγματα που δεν είναι άμεσα αντιληπτά μέσω των αισθήσεων (Εβραίους 11:1). Η χρήση του νου (σε αντίθεση με τις εντυπώσεις των αισθήσεων) απαιτεί προσπάθεια, οπότε συνιστά άσκηση της ελεύθερης βούλησης και γίνεται στον πληρέστερο βαθμό από ανθρώπους με αγνά κίνητρα που ενδιαφέρονται γνήσια για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη (Παροιμίες 1:20-2:15· 15:28· Ματθαίος 5:8). Ως εκ τούτου, πριν από 3.000 χρόνια η Βίβλος αιτιολόγησε τον αθεϊσμό ως εξής: «Λόγω της υπεροψίας του, ο πονηρός δεν ερευνάει· όλες του οι σκέψεις είναι: “Δεν υπάρχει Θεός”» (Ψαλμός 10:4, ΜΝΚ).

Τρίτον, ο βιβλικός μονοθεϊσμός βρίσκεται στον αντίποδα των αρχαίων αντιλήψεων κατά τις οποίες υπάρχουν πολλοί θεοί με τον καθένα να έχει έναν οριοθετημένο χώρο εξουσίας σε ένα κατακερματισμένο σύμπαν (ο θεός της θάλασσας, ο θεός του αέρα, ο θεός της φωτιάς κ.λπ.). Κατά τη βιβλική θεώρηση, εφόσον ένας είναι ο Δημιουργός και Κύριος πάντων, η θεϊκή Δημιουργία πρέπει να θεωρείται ενότητα και όχι άθροισμα ανεξάρτητων, ετερογενών και απλώς ανταγωνιζόμενων όντων. Με τη βαθυστόχαστη αυτή θεώρηση φαίνεται ευκολότερα, πίσω από τη φαινομενική πολλαπλότητα και διαφορετικότητα, το βαθύτερο νόημα της (συν)ύπαρξης των φυσικών όντων, έλλογων και άλογων.[26] Ο σκεπτόμενος άνθρωπος προσπαθεί να καταλάβει πώς και γιατί αλληλεπιδρούν και συνεργάζονται τα ποικίλα όντα, παρά τις αντιθέσεις τους.[27]

Αιώνες μετά τη Γένεση, στα κείμενα των ινδουιστικών ουπανισάδων (περ. 800-600 π.Χ.) εμφανίζονται δοξασίες για μια υπέρτατη απρόσωπη πραγματικότητα, το «Βράχμαν», που περικλείει και διαποτίζει τα πάντα. Επρόκειτο για αντιλήψεις που περιορίστηκαν σε μια ελίτ μυστικιστών διανοουμένων. Λίγο αργότερα, λέγεται πως κάτι παρόμοιο συνέλαβε και ο Πυθαγόρας,[28] θεωρώντας την πολλαπλότητα ως τρόπους εκφάνσεων της Μονάδας, που ενυπάρχει παντού. Αν και πολλά πράγματα είναι αβέβαια για τον Πυθαγόρα καθαυτόν, είναι σίγουρο πως έκτοτε η υψηλή διανόηση της Ελλάδας είχε μονοθεϊστικές τάσεις στη θεωρία (αν και το Υπέρτατο ή όντως Ον το εκλάμβανε ως απρόσωπο), αν και πολυθεϊστικές λατρευτικές πρακτικές για κοινωνικοπολιτικούς, και όχι μόνο, λόγους.[29] Επίσης, ως γνωστόν, η πλατωνική παράδοση, που προέρχεται εν μέρει από τον πυθαγορισμό, έδωσε έμφαση στην αξία του νου, αλλά συχνά με τρόπο ελιτίστικο, διανοουμενίστικο, εσωστρεφή, αντικοινωνικό, αντίθετο με την αληθινή φύση του ανθρώπου, που περιλαμβάνει τη βιολογική του υπόσταση.

Από επιστημονική άποψη

«Ξέρεις τους νόμους που κυβερνούν τους ουρανούς;» (Ιώβ 38:33, ΝΜΒ)

Απεικόνιση της επικρατούσας επιστημονικής θεωρίας για την ιστορία του σύμπαντος
Απεικόνιση της επικρατούσας επιστημονικής θεωρίας για την ιστορία του σύμπαντος

Πρώτα απ’ όλα, το βιβλικό δόγμα ότι το υλικό σύμπαν έχει αρχή επιβεβαιώθηκε τον 20ό αιώνα από τη σύγχρονη επιστήμη, ύστερα από αιώνες αντιλογίας για το αν το σύμπαν είναι αιώνιο ή όχι. Οι Ίωνες θεωρούσαν πως η πρωταρχική, η αιώνια ουσία είναι υλικής φύσης (ο αέρας, η φωτιά, το νερό, η γη, ανάλογα με τον εκάστοτε φιλόσοφο). Ο τιτάνιος Αριστοτέλης θεωρούσε εσφαλμένα πως το σύμπαν ως σύστημα υπήρχε ανέκαθεν (ἡ δέ γε τοῦ κόσμου τάξις ἀΐδιος) και αυτή ήταν μια δημοφιλής επιστημονική θεωρία μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής (περί της σταθερής αύξησης της εντροπίας και της τάσης της θερμικής ενέργειας να διαχέεται εκεί όπου υπάρχει λιγότερη θερμική ενέργεια, που θα σήμαιναν πως ένα αιώνιο σύμπαν πρέπει να είναι χαοτικό και με θερμική ισορροπία, δηλαδή να είναι νεκρό) και η παρατήρηση της διαστολής του σύμπαντος κατά τον 20ό αιώνα είναι δύο βασικοί τρόποι που απέδειξαν επιστημονικά πως το σύμπαν έχει αρχή. Αυτή, σύμφωνα με τις σημερινές μετρήσεις, τοποθετείται από τους περισσότερους πριν από περίπου 14 δισεκατομμύρια χρόνια.[30] Για ορισμένους απλώς και μόνο η (προ)ύπαρξη φυσικών νόμων που καθόρισαν αυστηρά τις ιδιότητες της ύλης ήδη από τα πρώτα απειροελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου της ύπαρξής της αποδεικνύει την ύπαρξη ενός άυλου, εξωτερικού παράγοντα στον οποίο οφείλεται η αρχή και ο τρόπος επέκτασης του σύμπαντος.[31]

Δεύτερον, παρατηρώντας έκπληκτοι οι επιστήμονες ότι η διαστολή του σύμπαντος είναι επιταχυνόμενη, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν όχι μόνο την αρχή του αλλά και πως αυτό συμπεριφέρεται σαν τη μαριονέτα που κινείται από μια αιτία η οποία δεν είναι παρατηρήσιμη αλλά παντελώς άγνωστη σε εμάς. Τόσο η επιτάχυνση της διαστολής όσο και άλλα παράδοξα φαινόμενα στη δομή και την κίνηση του σύμπαντος αποδεικνύουν πως αυτός ο άγνωστος παράγοντας είναι πολύ ισχυρότερος από τη βαρυτική δύναμη της μάζας του σύμπαντος, η οποία θα έπρεπε κανονικά να προκαλεί τη συρρίκνωσή του. Τον άγνωστο παράγοντα, που εκ του αποτελέσματος αθροιστικά θεωρείται πως αποτελεί το 95% της ύπαρξης των πάντων έναντι 5% του γνωστού υλικού σύμπαντος, οι επιστήμονες τον περιγράφουν με τους όρους «σκοτεινή ύλη» και «σκοτεινή ενέργεια».[32] Ο όρος «σκοτεινή ύλη» δεν οφείλεται στο ότι όντως έχει αποδειχτεί πως πρόκειται περί ύλης, αλλά στο ότι πρέπει να είναι ύλη εφόσον και οι ίδιοι είναι υλιστές.[33] Σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε να αποδεχτούν πως το φυσικό σύμπαν δεν είναι κλειστό σύστημα, αλλά υπάρχουν και οντότητες πέρα από αυτό οι οποίες επηρεάζουν την ύπαρξή του. Η παγιωμένη πλέον είσοδος της «σκοτεινής ύλης» και της «σκοτεινής ενέργειας» στα επιστημονικά εγχειρίδια αποτελεί μια αποστομωτική απάντηση σε όσους θεωρούν πως ο επιστημονικός τρόπος σκέψης πρέπει να αποκλείει δογματικά οτιδήποτε είναι μη παρατηρήσιμο.[34] Ναι, η δύναμη βρίσκεται κυρίως (όπως είπαμε, κατά 95%) σε πράγματα μη παρατηρήσιμα, και η άρνηση αυτού του γεγονότος θα ήταν απλώς εθελοτυφλία. Η επιστημονική πίστη στην ύπαρξη της «σκοτεινής ύλης» και της «σκοτεινής ενέργειας» λειτουργεί παρόμοια με τη βιβλική πίστη: δηλαδή πρόκειται για ασφαλή συμπεράσματα για πράγματα μη αισθητά με βάση τα αποτελέσματά τους στα αισθητά.

Τρίτον, η επιστήμη έχει επιβεβαιώσει την ενότητα και την κοινή καταγωγή του ανθρώπινου γένους, παρά την ποικιλία στα φυσικά χαρακτηριστικά.

Τέταρτον, οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο «οικοσύστημα» για να τονίσουν την ενότητα και την αλληλεξάρτηση των συστατικών μερών του φυσικού περιβάλλοντος παρά την τεράστια ποικιλία του («βιοποικιλότητα») και, όταν κάνουν παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον (και δεν κυριαρχούν τα οικονομικά συμφέροντα), προσπαθούν να μη διαταράσσουν τις φυσικές ισορροπίες. Προέκταση αυτής της θεώρησης στη φυσική είναι η προσπάθεια διαμόρφωσης μιας «θεωρίας των πάντων».[35]

«Καθώς προσπαθώ να διακρίνω την προέλευση αυτής της πεποίθησης, φαίνεται να τη βρίσκω σε μια βασική έννοια […] που διατυπώθηκε πρώτα στον δυτικό κόσμο από τους αρχαίους Εβραίους: δηλαδή ότι το σύμπαν κυβερνάται από έναν μόνο Θεό και δεν είναι προϊόν των καπρίτσιων πολλών θεών, που ο καθένας κυβερνά τη δική του περιοχή σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Αυτή η μονοθεϊστική άποψη φαίνεται να είναι το ιστορικό θεμέλιο της νεότερης επιστήμης».—Μέλβιν Κάλβιν, νομπελίστας βιοχημικός.[39]

Πέμπτον, η ιδέα ότι υπάρχει ένας νοήμων Δημιουργός πίσω από το φυσικό σύμπαν (και ως εκ τούτου σκοπός και όχι τυφλή τύχη) έχει ωθήσει πολλούς μελετητές της Βίβλου να ασχοληθούν σοβαρά με την επιστημονική έρευνα για να γνωρίσουν τον Δημιουργό και το έργο Του. Κλασικό παράδειγμα, με τεράστια σπουδαιότητα στην ιστορία της επιστήμης, είναι ο Ισαάκ Νεύτων.[36] Εδώ θα πρέπει να τονιστεί πως, σε αντίθεση με δημοφιλείς παρανοήσεις, η Βίβλος δεν προάγει τον μυστικισμό,[37] αλλά ήδη από τη Γένεση τονίζει πως η αξιοποίηση των ανθρώπινων (νοητικών και σωματικών) δυνατοτήτων είναι ευθύνη και προνόμιο από τον Θεό. Ως εκ τούτου, η επιστημονική έρευνα μπορεί βιβλικά να ιδωθεί ως μέρος του θελήματος του Θεού για τον άνθρωπο.

Έκτον, στην επιστημονική έρευνα συνέβαλε και η «απομάγευση» του κόσμου, δηλαδή η βιβλική θεώρηση ότι το φυσικό σύμπαν δεν είναι θεϊκό ή μαγικό αλλά λειτουργεί μηχανιστικά, ότι δηλαδή είναι όντως πρόσφορο για έρευνα και διέπεται από φυσικούς νόμους, κάτι που αναφέρεται ρητά στις Γραφές. Άμεσα σχετικές με αυτό είναι οι απαγορεύσεις της Παλαιάς Διαθήκης, που είδαμε και παραπάνω, για τη χρήση κάθε είδους μαγείας, κάτι που επί της ουσίας καθιστά τον άνθρωπο, μέσα στο φυσικό περιβάλλον, ελεύθερο και υπεύθυνο για τις επιλογές του και τον καλεί να χρησιμοποιεί τον νου και το σώμα του για να πετύχει στη ζωή του.[38]

Επίλογος

Το εδάφιο Γένεση 1:1, σίγουρα, είναι κλειδί για την κατανόηση όλης της Βίβλου. Είναι επίσης μια ιστορικά, ψυχολογικά, κοινωνιολογικά και πολιτικά ανεξήγητη ιστορική τομή, ένα τεράστιο άλμα προόδου ενάντια σε όλες τις συνθήκες της εποχής. Συνιστά θρησκευτική πρωτοπορία, αλλά όχι μόνο.  Αγγίζει κάθε πτυχή της ζωής με απαράμιλλο τρόπο. Είναι ένας ολόκληρος τρόπος αντίληψης του εαυτού μας, το περιβάλλοντός μας και του σύμπαντος που καταγράφηκε πριν από 3.500 χρόνια και επιβεβαιώνεται από τη σύγχρονη επιστήμη. Έμαθε σε εκατομμύρια ανθρώπους να σκέφτονται. Έδωσε σκοπό στη ζωή τους. Τους χαλύβδωσε ηθικά. Τους έδωσε ταυτότητα και τους έμαθε να είναι ενωμένοι, να σέβονται τον διπλανό τους, το περιβάλλον τους, να βλέπουν τον κόσμο όλο σαν μια οικογένεια σε ένα κοινό σπίτι, τη γη. Ακόμη και όταν κάποιοι ισχυροί προσπάθησαν να καπηλευτούν τη δύναμή του για ιδιοτελείς σκοπούς, για να ενώσουν τους λαούς τους κάτω από τη δική τους εξουσία, μακροπρόθεσμα τους τιμώρησε και ωφέλησε την ανθρωπότητα, όπου διαδόθηκε. Επηρέασε δραστικά τον ρου της ιστορίας, του πολιτισμού. Αφ’ ής στιγμής τα λόγια αυτά γράφτηκαν πάνω στον πάπυρο και κηρύχτηκαν πλατιά, θα ήταν αδύνατον ο κόσμος να συνεχίσει να είναι ο ίδιος.

Το πρώτο εδάφιο της Βίβλου είναι και η πρώτη απόδειξη της θεοπνευστίας της.


Βιβλιογραφικές παραπομπές

[1] Βλ. π.χ. Λ. Κουλουμπαρίτσης, Ιστορία της αρχαίας και μεσαιωνικής φιλοσοφίας, τόμ. Α΄, Εξάντας,  2008, σελ. 81-123. Στη σύγκρισή του μεταξύ των αρχαίων κοσμογονικών μύθων ο συγγραφέας παραδέχεται: «Ο πολυθεϊσμός εισάγει τερατώδεις ωμότητες, όπως η αιμομιξία και ο ευνουχισμός, στοιχεία που δεν συναντούμε στους ιουδαϊκούς μύθους» (σελ. 81).

[2] Ειδικότερα για τους προσωκρατικούς βλ. G.S. Kirk κ.ά., Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, MIET, 2006· Α.Α. Long κ.ά, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, Παπαδήμας, 2007. Στους προσωκρατικούς αναμφίβολα ξεχωρίζουν οι εκπληκτικοί Λεύκιππος και Δημόκριτος, που εισάγουν την ατομική θεωρία και άλλες απόψεις οι οποίες είναι ορθές. Βλ. Θ. Παπαδόπουλος, Δημόκριτος, ο φιλόσοφος και ο φυσιοδίφης, ο θεωρητικός της δημοκρατίας, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, 2018· Δημόκριτος (τόμοι 3), Εκδόσεις Ζήτρος, 2004, 2020.

[3] Σε αυτή την απόπειρα κατηγοριοποίησης πρέπει να θεωρείται αυτονόητο πως οι διάφοροι τομείς συνδέονται μεταξύ τους ή ακόμη και αλληλοεπικαλύπτονται σε έναν βαθμό. Σε σχέση με το πώς επιβεβαιώνεται επιστημονικά, σε πολλά σημεία του, το 1ο κεφάλαιο της Γένεσης, σύντομη αλλά καίρια ανασκόπηση υπάρχει στο άρθρο «Τι μας λέει η Αγία Γραφή», Ξύπνα!, αρ. 3, 2021, σ. 10-3.

[4] Avraham Faust, “Israelite Temples: Where was Israelite Cult not Practiced, and Why?”, Religions 2019, 10, 106 κ.ε. Από ό,τι φαίνεται, η σπανιότητα τέτοιων αρχαιολογικών ευρημάτων μπορεί να αποδοθεί όχι μόνο στις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις όπως αυτές του Ιωσία και του Εζεκία, που περιλάμβαναν καταστροφή των ιερών που είχαν χτιστεί από Εβραίους με παγανιστικές τάσεις, αλλά και σε ένα γενικό λατρευτικό μοτίβο βαθιά ποτισμένο στη συλλογική συνείδηση, ώστε να είναι μέρος της εθνικής ταυτότητας (γεγονός που εγείρει πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις της εθνογένεσης του εβραϊκού λαού) που έκανε κράτος και λαό να είναι κάπως φειδωλοί σε τέτοιου είδους αποκλίσεις. Οι κατεστραμμένοι ναοί των Εβραίων με παγανιστικές τάσεις θα μπορούσαν να εντοπιστούν έτσι όπως εντοπίζονται οι κατεστραμμένοι προϋπάρχοντες ναοί των Χαναναίων. Όπως δείχνει τόσο η Βίβλος όσο και η αρχαιολογία, η όποια παγανιστική λατρεία των Εβραίων γινόταν συνήθως είτε σε ιδιωτικούς χώρους (σπίτια, σπηλιές) είτε σε ανοιχτούς, υπαίθριους (π.χ. Υψηλοί Τόποι). Ο Avraham Faust εικάζει πως η σπανιότητα των θρησκευτικών και φιλοβασιλικών μνημείων οφείλεται σε μια κουλτούρα λιτότητας και οικονομικής ισότητας, ωστόσο θεωρώ ότι αυτά τα φαινόμενα (όπως και οι τάσεις ισότητας) αιτιολογούνται πολύ πιο ικανοποιητικά με τον βιβλικό μονοθεϊσμό, ο οποίος είναι ευδιάκριτος όχι μόνο από τη Βίβλο αλλά και από τα αρχαιολογικά ευρήματα ήδη περίπου από το 1200 π.Χ.. Για περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά την παρουσία του ανεικονικού μονοθεϊσμού ήδη κατά την πρώιμη ιστορία των Εβραίων στην Παλαιστίνη, βλ. Benjamin D. Sommer, «Monotheism and Polytheism in Ancient Israel The Bodies of God and the World of Ancient Israel, Cambridge University Press, 2009, σελ. 145 κ.ε.

[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα, Ύψιλον, 1999, σελ. 9.

[6] Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη: Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σελ. 216, 320. Το εν λόγω σύγγραμμα καταπιάνεται με το σπουδαιότατο ζήτημα της ισχυρής ταυτότητας που βασίζεται στην παιδεία ενός ολόκληρου λαού και όχι στα σύμβολα και τα μνημεία, κάτι «αδιανόητο» και «παράδοξο» (σελ. 301, 375). Για το ζήτημα της πνευματικότητας της βιβλικής θρησκείας που βασίζεται στον λόγο και όχι στην εικόνα, βλ. το άρθρο «Η βιβλική θρησκεία και ο (γραπτός) λόγος».

[7] Στο παρόν κείμενο ως «βιβλικός μονοθεϊσμός» εννοείται ο τρόπος που η Βίβλος περιγράφει τον Δημιουργό και Πηγής της ζωής των πάντων και μόνο δικαιωματικό αποδέκτη λατρείας.

[8] Τόσο η τοποθέτηση της βιβλικής θρησκείας απέναντι στην εβραϊκή κρατική εξουσία, στην οποία ασκεί αυστηρό έλεγχο, όσο και η επιβίωση της βιβλικής θρησκείας όταν η κρατική εξουσία έχει καταλυθεί από τους Βαβυλώνιους αποδεικνύει ιστορικά πως αποτελεί ένα φαινόμενο αυτόνομο που μπορεί να υφίσταται χωρίς καν το περιβάλλον της εθνικής επικράτειας. (Βλ. Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη: Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017, σελ. 288). Κατά τη Βίβλο, αυτή η αυτονομία οφείλεται στο ότι η βιβλική θρησκεία προέρχεται από τον Δημιουργό και όχι από το κράτος.

[9] Henri Fankfort, Kingship and the Gods: A Study of Ancient Eastern Religion as an Integration of Society and NatureThe University of Chicago Press, 1948, 1978, σελ. 343.

[10] Avraham Faust, “Israelite Temples: Where was Israelite Cult not Practiced, and Why?”, Religions 2019, 10, 106 κ.ε. Faust, A., 2013, “Early Israel: an Egalitarian Society”, Biblical Archaeology Review 39/4: 45-49, 62-63.

[11] Κλασικό δημοφιλές βιβλίο που προασπίζεται αυτή την ιδέα είναι ο υβριστικός, σχεδόν ρατσιστικός, αχταρμάς της Λιλής Ζωγράφου που τιτλοφορείται Αντιγνώση: τα δεκανίκια του καπιταλισμού, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1974.

[12] Steven Runciman, Η βυζαντινή θεοκρατία, Εκδόσεις Δόμος 1991, σελ. 11, 28-30.

[13] Ο Murat Iyigun αναφέρει στο άρθρο του μερικούς λόγους για αυτό, όπως το ανεπτυγμένο αίσθημα περί ηθικής. Προσωπικά, θα το εξηγούσα ως εξής: Η Βίβλος (1) παρέχει το πρότυπο της εθνικής εκπαίδευσης, (2) ενώνει τον λαό με ένα κοινό όραμα και με κοινές αξίες, δίνοντάς του ισχυρή συλλογική ταυτότητα, (3) απαιτεί από την εξουσία να δείχνει ανθρώπινο πρόσωπο προς τους υπηκόους/πολίτες, (4) διδάσκει τους υπηκόους/πολίτες να συμπεριφέρονται με σεβασμό αναμεταξύ τους και να είναι αλληλέγγυοι, (5) προάγει την οργανωτικότητα και την εργατικότητα. Αυτές οι τάσεις δεν παρουσιάστηκαν στον ίδιο βαθμό σε κάθε περίπτωση (μπορεί π.χ. να συγκρίνει κανείς τις περιπτώσεις του Βυζαντίου, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ), αλλά όσο προβλήθηκαν ή/και εργαλοιοποιήθηκαν (με καλό ή κακό σκοπό), συνέβαλλαν στη συνοχή των κρατών. Τα όσα αναφέρω παρακάτω στο άρθρο φωτίζουν αρκετές πτυχές από αυτά τα πέντε σημεία.

[14] Murat Iyigun, Monotheism (From a Socio-political and Economic Perspective), IZA – Institute for the Study of Labor, Discussion Paper No. 3116, October 2007, σελ. 3 κ.ε.

[15] Jan N. Bremer, ‘How Do We Explain the Quiet Demise of Graeco-Roman Religion? An Essay’, Numen 68(2-3):230-271, Brill. March 2021· Dimitris J. Kyrtatas, ‘The Significance of Leadership and Organisation in the Spread of Christinity’,  in W. V. Harris (ed.), Τhe Spread of Christianity in the First Four Centuries: Essays in explanation, Columbia Studies in the Classical Tradition, Brill, Leiden and Boston 2005, σελ. 53-68.

[16] Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο; Ελληνικά Γράμματα, 2009, σελ. 158-9. Βεβαίως, εκτενής ανάλυση υπάρχει στον Steven Runciman, Η βυζαντινή θεοκρατία, Εκδόσεις Δόμος 1991. Αυτά όσον αφορά μόνο τις απαρχές αυτής της κατάστασης, που κατέληξε να είχε διάφορες παραλλαγές σε Ανατολή και Δύση.

[17] Για τον ρόλο της Βίβλου στην Αγγλική Επανάσταση, όπου θεσμοθετήθηκε το πρώτο σύγχρονο κοινοβούλιο και η σύγχρονη συνταγματική μοναρχία, βλ. Christopher Hill, The English Bible and the Seventeenth-Century Revolution, Penguin, 1994. Για τη σχέση μεταξύ της Βίβλου, της Αμερικανικής Επανάστασης και της ίδρυσης του πρώτου σύγχρονου δημοκρατικού κράτους βλ. Abraham Katsh, “The Biblical Background of the Political System of America,” Hebrew Studies, vol. 17, National Association of Professors of Hebrew (NAPH), 1976, σελ. 30-48· Eran Shalev, ‘“A Perfect Republic”: The Mosaic Constitution in Revolutionary New England, 1775–1788’, The New England Quarterly, Vol. 82, No. 2 (June 2009), σελ. 235-263.

[18] Βλ. John Hare, «Religion and Morality», Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2006, 2019, με το άρθρο να αναλύει την κατάσταση στον δυτικό πολιτισμό και John-Stewart Gordon, «Modern Morality and Ancient Ethics», Internet Encyclopedia of Philosophy. Για την έμφαση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας στις τελετές, τις δεισιδαιμονίες, τη μαντεία αλλά όχι στην ηθική, βλ. Robert Flacelière, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, Παπαδήμας, 1985, 235-75. Θα πρόσθετα πως στην αρχαία Ελλάδα σοβαροί ηθικοί προβληματισμοί εγείρονται, βεβαίως, στα δραματικά έργα, αν και φυσικά ο κύριος σκοπός τους δεν ήταν η ηθική καλλιέργεια αλλά η τέρψη των θεατών, και ούτε και φυσικά μπορούν να παράσχουν έναν ολοκληρωμένο ηθικό τρόπο σκέψης. Στο δράμα αντανακλώνται οι παραδοσιακές αντιλήψεις για τους θεούς και ο αγώνας του ανθρώπου να σταθεί απέναντι σε δυνάμεις που δεν μπορεί να ελέγξει. Θα μπορούσε ίσως να πει κανείς πως το δράμα στέκεται, ως προς τους προβληματισμούς του, ανάμεσα στη θρησκευτική παράδοση και τη φιλοσοφία (Βλ. Βασιλική Κότσια, «Ο Ρόλος των Θεών στην Αρχαία Ελληνική Τραγωδία: οι περιπτώσεις των έργων “Αγαμέμνων” του Αισχύλου, “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή και “Ιφιγένεια η εν Αυλίδι” του Ευριπίδη». Μεταπτυχιακή εργασία, 2019. Maria Liatsi, Ethics in Ancient Greek Literature Aspects of Ethical Reasoning from Homer to Aristotle and Beyond, De Gruyter, 2020). Όσον αφορά τους ανατολικούς πολιτισμούς πέραν της Εγγύς Ανατολής, υπάρχει η εξαιρετικά σύνθετη και θολή περίπτωση του πανάρχαιου ινδουισμού. Πυρήνας του ινδουϊσμού είναι η ατομική προσπάθεια «απελευθέρωσης» από την επίγεια ζωή, δηλαδή η άρνηση της επίγειας ζωής. Ή όπως το θέτει ένας Ινδός ειδικός: «Ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει αυτό το πνευματικό ιδεώδες [δηλ. της απελευθέρωσης] καλλιεργώντας μια ζωή διαλογισμού και σταδιακά παραιτούμενος από τον κόσμο». Και προσθέτει πως, από αυτή την άποψη, «η ηθική, που σημαίνει τον ενεργό ρόλο του ανθρώπου στον κόσμο, έχει ελάχιστη σημασία στον ινδουισμό» (S. Cromwell Crawford, Evolution of Hindu Moral Ideals, University of Hawaii, 1935, σ. 216). Ο ίδιος συγγραφέας προσπαθεί να μετριάσει στο βιβλίο του αυτή την εντύπωση, χωρίς όμως να αρνείται τον πυρήνα του ινδουισμού. Δεδομένου ότι ο ινδουισμός έχει επικριθεί για το ότι παραδοσιακά ασχολείται κυρίως με τελετές και εκστατικές εμπειρίες παρά με την ηθική, το ίδιο προσπαθεί να επιτύχει ο M.V. Nadkarni στο άρθρο “Ethics in Hinduism”, Ethics For Our Times: Essays in Gandhian Perspective, Oxford University Press, 2011. Πέρα από το βασικό ηθικό πρόβλημα του ινδουισμού, που είναι η πνευματοκρατία και η άρνηση του κόσμου στην υλική του υπόσταση, σοβαρότατο ζήτημα προκύπτει από τη θρησκευτική πίστη στο ρατσιστικό σύστημα των καστών, όπου κάποιοι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν σκουπίδια απλώς και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθούν σε πολύ φτωχές οικογένειες ή να έχουν πολύ σκούρο δέρμα – τιμωρία, υποτίθεται, μιας κακής προηγούμενης ζωής. Ο βουδισμός (5ος αι. π.Χ.) ήταν μια δυναμική, πιο φιλοσοφημένη απάντηση στη θεωρητική ανεπάρκεια του πιο πρωτόγονου ινδουισμού, αν και ο πυρήνας είναι περίπου ίδιος, εφόσον και εκεί ο βασικός στόχος του πιστού είναι ένας ατομικός αγώνας για να επιτευχθεί η προσωπική έξοδος από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων μέσω του μυστικισμού και της άρνησης της επίγειας ζωής, ακόμη και των φυσιολογικών επιθυμιών της. Επίσης, στον βουδισμό το ανώτατο ον, ή πιο σωστά η ανώτατη βαθμίδα ύπαρξης, είναι απρόσωπο, κάτι που δεν ήταν εντελώς άγνωστο στον ινδουισμό. Το απρόσωπο της ανώτατης θείας υπόστασης υποστηρίζουν επίσης ο ταοϊσμός και ο κουμφουκισμός, που αμφότεροι αναδύθηκαν από θρησκευτικούς δασκάλους/φιλοσόφους (επίσης γύρω στον 5ο αιώνα π.Χ.) ως μια γόνιμη αντίδραση, με ανεπτυγμένη αυτή τη φορά ηθική σκέψη, στη μεγάλη πολιτικο-κοινωνική κρίση της εποχής τους και στην ανεπάρκεια του παραδοσιακού κινεζικού παγανισμού, αν και υιοθέτησαν πολλά στοιχεία του, όπως είναι η προγονολατρεία, οι δεισιδαιμονίες, η μαντεία και η λατρεία κατώτερων θεοτήτων. Κηρύττοντας πως ο αυτοκράτορας είναι ο Γιος του θεού Ουρανού, ο κομφουκισμός έγινε κρατική θρησκεία/ιδεολογία και ο Κομφούκιος αντικείμενο κρατικής προγονολατρείας. Το τέλος αυτού του παγανιστικού κυβερνητικού μύθου έφερε ο κομμουνιστής ηγέτης Μάο Τσε Τουνγκ. Αντίστοιχα, στον ιαπωνικό σιντοϊσμό, έναν πατρώο εθνικό παγανισμό που δέχτηκε ισχυρές επιρροές από τον βουδισμό και τον κομφουκισμό, ο αυτοκράτορας Χιροχίτο αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως τελικά δεν είναι θεός όταν η χώρα του ηττήθηκε από τις ΗΠΑ το 1945. Βλ. τα λήμματα «Βουδισμός», «Ινδουισμός», «Κομφουκιανισμός», «Σιντοϊσμός» στο Θρησκειολογικό Λεξικό, Ελληνικά Γράμματα, 2000. Επίσης στο διαδίκτυο είναι διαθέσιμα τα κεφάλαια «Ινδουισμός: Η αναζήτηση Απελευθέρωσης», «Βουδισμός: Σε αναζήτηση της φώτισης μακριά από τον Θεό», «Ταοϊσμός και Κομφουκιανισμός: Η αναζήτηση για την οδό του Ουρανού» του βιβλίου Ο άνθρωπος σε αναζήτηση του Θεού, Watchtower Bible & Tract Society of Pennsylvania, 1990. Στο Youtube υπάρχουν οι πολύ ενδιαφέρουσες ομιλίες του καθηγητή θρησκειολογίας Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου για τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό με αφορμή τα βιβλία του μέσω των εκδόσεων Gutenberg Ινδουισμός (2015), Βουδισμός (2015) και Ανατολικές Θρησκείες (2016), τα οποία συνιστούν μάλλον ό,τι πιο επιστημονικό έχει γραφτεί στα ελληνικά επί των θρησκειών αυτών.

[19] Για την ενίσχυση της ηθικής και την κοινωνική επίδραση λόγω της σχέσης με έναν προσωπικό Θεό, βλ. Murat Iyigun, Monotheism (From a Socio-political and Economic Perspective), IZA – Institute for the Study of Labor, Discussion Paper No. 3116, October 2007, σελ. 27.

[20] «Voltaire and Religion», National Library of Russia. Ένα σύντομο βίντεο για τις απόψεις του Βολταίρου περί θρησκείας έχει φτιάξει ο καθηγητής ιστορίας Tom Richey: Voltaire on Religion. Βλ. επίσης D. Beeson, N. Cronk, «Voltaire: philosopher or philosophe?», The Cambridge Companion to Voltaire (επ. N. Cronk) , Cambridge University Press, 2007, σελ. 48-9.

[21] Η διεθνής προοπτική του χριστιανισμού αποτελεί εγγενές στοιχείο της Παλαιάς Διαθήκης, κάτι που το γνώριζε και το κήρυττε ο Ιησούς και κληροδοτήθηκε στους χριστιανούς. Αυτό το τονίζουν οι χριστιανοί ερμηνευτές του πρώτου αιώνα, ιδίως όταν αντιπαρετίθεντο με τη σωβινιστική και ελιτίστικη κουλτούρα πολλών Ιουδαίων θρησκευτικών ηγετών (Ρωμαίους 15:7-12). Για παράδειγμα, είναι παραπάνω από δηλωτικό ότι η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης δεν αρχίζει με την ίδρυση του έθνους του Ισραήλ αλλά με τη δημιουργία της ανθρωπότητας. Παρακάτω στις σελίδες της η διεθνής προοπτική παραμένει παρούσα, ακόμη και όταν σε ένα μεγάλο μέρος της η προσοχή εστιάζεται στους Εβραίους ως μέσον για την ευλογία όλων των εθνών της γης.

[22] Ειδικά για τη σημαίνουσα θέση που έχει ο βιβλικός Δημιουργός στη νεότερη αντίληψη του φυσικού δικαίου, βλ. Meirav Jones, “Natural Law as True Law”, The Cambridge Companion to Grotius (επ. R. Lesafer, J.E. Nijman), Cambridge University Press, 2021, σελ. 138-52. Για τη σημασία του Θεού στο φυσικό δίκαιο και τον ρόλο που αυτό έπαιξε στην Αμερικανική Επανάσταση, βλ. Philip A. Hamburger, “Natural Rights, Natural Law, and American Constitutions”, 102 YALE L. J. 907 (1993), ιδίως τις υποσημειώσεις, που περιέχουν αυτούσια αποσπάσματα των κειμένων της εποχής και τις σχετικές αναφορές στον Θεό (God).

[23] Geogre Kalantzis, Caesar and the Lamb: Early Christian Attitudes on War and Military Service, Eugene, OR:  Cascade Books (a Wipf & Stock imprint), 2012. Αξίζει να σημειωθεί πως, σύμφωνα με τη Βίβλο, η ειδική περίπτωση πρωτοβουλίας και εξουσιοδότησης του Θεού για σύσταση κράτους στον αρχαίο Ισραήλ –  πράγμα που εκ των πραγμάτων περιλαμβάνει βία, αφού κράτος χωρίς βία δεν υφίσταται – τεκμηριώθηκε όχι επειδή κάποιοι ιερείς βγήκαν και το υποστήριξαν, αλλά με τρομακτικού μεγέθους θαύματα (όπως οι δέκα πληγές της Αιγύπτου και πολλά άλλα), που θα ήταν αδύνατον οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση να τα επικαλεστεί ώστε να αποδείξει ότι όντως ξαναπέκτησε μια τέτοιου τύπου εξουσιοδότηση. Οποιοδήποτε κράτος, χριστιανικό ή μουσουλμανικό, που ισχυρίστηκε πως αποτελούσε τον νέο περιούσιο λαό του Θεού, το έκανε αυτό αυθαίρετα, χωρίς αντίστοιχη τεκμηρίωση, και εν καιρώ τιμωρήθηκε από την ιστορία ως μη, τελικά, προστατευόμενο από τον Θεό. Ο Ιησούς γνώριζε πως ο νέος περιούσιος λαός του Θεού θα ήταν ένα πνευματικό έθνος χωρίς κρατική υπόσταση και χωρίς καθόλου βία, πράγμα που ήδη προλεγόταν στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαΐας 2:2-4). Ο μόνος τρόπος να αψηφήσει κανείς αυτά τα βιβλικά δεδομένα είναι είτε η άγνοια είτε η σκοπιμότητα. Σαφώς υπήρξαν και τα δύο.

[24] Βλ. Alan Pratt, “Nihilism”, The Internet Encyclopedia of Philosophy.

[25] Βλ. ενδεικτικά τα λήμματα «Γνώση», «Ικανότητα σκέψης», «Κατανόηση», «Σοφία», Ενόραση στις Γραφές, Watchtower Bible & Tract Society of Pennsylvania, 2008.

[26] Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως μείζον μέρος της Δημιουργίας, όπως την περιγράφει η Βίβλος, είναι η ελεύθερη βούληση των έλλογων δημιουργημένων όντων, και οι όποιες πραγματικές συγκρούσεις (και όχι απλώς συνθέσεις) οφείλονται στις πρωτοβουλίες αυτών των όντων.

[27] Marcel Gauchet, Η απομάγευση του κόσμου, Πατάκης, 2000, σελ. 301-3.

[28] Το αν ο Πυθαγόρας (ή οι μαθητές του) δέχτηκε επιρροές από ινδουιστές σοφούς είναι μια αρχαία φήμη της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου που δεν μπορεί να αποδειχτεί αλλά ούτε και να αποκλειστεί απόλυτα, δεδομένου ότι οι ενδείξεις για τα ταξίδια του Πυθαγόρα στην Ανατολή (τουλάχιστον στην Αίγυπτο) είναι πολύ ισχυρές. Είναι ενδιαφέρον πως εκτός από την ιδέα της Μονάδας, στην Ινδία προϋπήρχε η μετενσάρκωση και το «πυθαγόρειο» θεώρημα, το οποίο τελικά δεν είναι και τόσο «πυθαγόρειο». Μάλιστα, πρωτοεμφανίζεται τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Βαβυλώνα, για την οποία επίσης υπήρχε φήμη πως ήταν ένας από τους τόπους όπου βρέθηκε ο Πυθαγόρας (Βλ. «Η ιστορία του Πυθαγόρα και του πυθαγόρειου θεωρήματος». Εκτός από τους Ινδούς, στη λίστα των υποτιθέμενων επιρροών του αναφέρονται και οι Εβραίοι.

[29] Κατά πάσα πιθανότητα αυτό φαίνεται να στηλιτεύει με διακριτικό τρόπο και ο απόστολος Παύλος στην περίφημη ομιλία του στον Άρειο Πάγο.

[30] Michael Greshko et al., «Origins of the Universe, Explained», National Geographic, 18/1/2017. Ένα όμορφο βίντεο που εξηγεί στα ελληνικά τα ζητήματα αυτά σε όσους από εμάς δεν έχουν προχωρημένες γνώσεις φυσικής και μαθηματικών είναι το «Η ηλικία του Σύμπαντος». Εναλλακτικές εκδοχές της ηλικίας του σύμπαντος περιγράφονται από τους καθηγητές Μ. Δανέζη και Σ. Θεοδοσίου στην εκπομπή που επίσης τιτλοφορήθηκε «Η ηλικία του σύμπαντος». Βεβαίως, δημοφιλές για τα ζητήματα της δημιουργίας του σύμπαντος είναι το βιβλίο του Stephen Hawking Το χρονικό του χρόνου, Εκδόσεις Κάτοπτρο, 1988, αν και από ένα και σημείο και μετά γίνεται αρκετά δύσκολο στον μη ειδικό αναγνώστη.

[31] Dr. Gerald Schroeder, Believe in God in 5 Minutes (Scientific Proof).

[32] Nasa Science, «Dark Energy, Dark Matter».

[33] Αυτό το σημείο το θίγουν οι καθηγητές Μ. Δανέζης και Σ. Θεοδοσίου στο δεύτερο μισό της εκπομπής «Η Σκοτεινή Ύλη», που προβλήθηκε στην ΕΤ3.

[34] Η θεωρία του πολυσύμπαντος επίσης είναι μια περίπτωση μεταφυσικής που έχει εισαχθεί στα επιστημονικά εγχειρίδια, δηλαδή μια θεωρία που εκ των πραγμάτων είναι αδύνατον να τεκμηριωθεί αλλά ωστόσο συζητιέται και μάλιστα παρουσιάζεται από μερικούς και ως δήθεν απάντηση στο γιατί το σύμπαν μας έχει τις ιδανικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη ζωής επάνω στη γη. Βλ. Mark Vernon, «God or a Multiverse?», Guardian, 8/12/2008.

[35] J. L. Schellenberg, Monotheism and the Rise of Science, Cambridge University Press, 2020.

[36] Ronald L. Numbers (επ.), Ο Γαλιλαίος στη φυλακή: Μύθοι για την επιστήμη και τη θρησκεία, Λογείον, 2011, σελ. 95.

[37] Εδώ αξίζει να ξεκαθαριστεί πως είναι άλλο πράγμα η βιβλική θεία αποκάλυψη και άλλο ο μυστικισμός. Κατά τον μυστικισμό, όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν μαγικές δυνάμεις τις οποίες, όταν πάρουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία, μπορούν να τις ανακαλύψουν και να τις εξασκήσουν σε ατομικό επίπεδο για να «μάθουν» ή να «αισθανθούν» πράγματα συνήθως αμφίβολης ή και μηδαμινής χρησιμότητας για τους ίδιους και το κοινωνικό σύνολο. Ως εκ τούτου, ο μυστικισμός αποτελεί μια μορφή πνευματισμού με εκδηλώσεις παρόμοιες με εκείνες της χρήσης ναρκωτικών, αφού πολλές φορές οδηγεί στην εσωστρέφεια, την αποχαύνωση, την παθητικότητα, την αδράνεια, την κατάθλιψη και άλλων ειδών σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, για να μην αναφέρουμε στους κινδύνους της δαιμονικής επιρροής. Από την άλλη, η βιβλική θεία αποκάλυψη αποτελεί πηγή γνώσης (1) με θεία πρωτοβουλία (2) σε σπάνιες αλλά κρίσιμες στιγμές της ιστορίας (3) για πράγματα που δεν μπορούν οι άνθρωποι να ανακαλύψουν από μόνοι τους αλλά είναι ζωτικά για την ευημερία και την επιβίωσή τους, (4) προς συγκεκριμένους άμεσους αποδέκτες (π.χ. προφήτες), (5) με σκοπό ύστερα αυτή η γνώση να γίνει προσιτή στους υπόλοιπους μέσω του λόγου, ώστε τελικά (6) όλοι να κάνουν τις απαιτούμενες ενέργειες αξιοποιώντας τούτη τη γνώση. Γι’ αυτό κιόλας το καταστάλαγμα της θείας αποκάλυψης κατέληξε να πάρει γραπτή μορφή (Βίβλος). Ως εκ τούτου, η Βίβλος προτρέπει τον άνθρωπο να αναζητεί τη γνώση με όσες δυνάμεις διαθέτει για όσα πράγματα δεν του αποκαλύπτει ο Θεός άμεσα.

[38] Εδώ πρέπει να επισημανθεί, στο ίδιο πνεύμα με όσα γράφονται στην προηγούμενη υποσημείωση, πως τα «θαύματα» των Γραφών (1) οφείλονται στον Θεό (ή, σπανιότερα, σε πονηρά πνεύματα) και όχι σε δήθεν μαγικές ικανότητες που διαθέτουν οι άνθρωποι ή η ύλη (δηλαδή δεν παρουσιάζονται ως κάτι το φυσικό) και (2) είναι σπάνια εν συγκρίσει με τον χρόνο της αφήγησης. Αν η Βίβλος καλύπτει μια περίοδο αφήγησης τουλάχιστον 1600 ετών, τα πολλά θαύματα λαμβάνουν χώρα κυρίως στην εποχή του Μωυσή, στην εποχή του Ηλία και στην εποχή του Ιησού και εξυπηρετούν πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Ενίοτε μεσολαβούν τεράστια διαστήματα, ακόμη και αιώνες, χωρίς να καταγραφεί κανένα θαύμα.

[39] Calvin, M., Chemical Evolution: Molecular evolution towards the origin of living systems on the earth and elsewhere, Oxford University Press, Oxford, 1969, σελ. 258.

Οι ρίζες της αρειανικής διαμάχης κατά τον Justo L. González

Ο καθηγητής εκκλησιαστικής ιστορίας Justo L. González εξηγεί με συνοπτικό και ανεπιτήδευτο τρόπο τις συνθήκες που προκάλεσαν την αρειανική διαμάχη, με το γνωστό φιλοσοφικό ερώτημα αν ο Υιός του Θεού είναι γέννημα ή κτίσμα. Και επρόκειτο για φιλοσοφικό—και όχι βιβλικό—ερώτημα διότι βασιζόταν σε ορισμένες προϋποθέσεις καθαρά φιλοσοφικές.

Οι «άγιοι» Πλάτων και Αριστοτέλης

«Οι ρίζες της αρειανικής διαμάχης πρέπει να βρεθούν στις θεολογικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα πολύ πριν από τον καιρό του Κωνσταντίνου. Πράγματι, η διαμάχη ήταν άμεσο αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο οι χριστιανοί είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τη φύση του Θεού εξαιτίας του Ιουστίνου, του Κλήμεντος Αλεξανδρείας, του Ωριγένη και άλλων. Όταν οι πρώτοι χριστιανοί ξεκίνησαν να κηρύττουν το άγγελμά τους απ’ άκρη σ’ άκρη της αυτοκρατορίας, θεωρούνταν ότι ήταν άθεοι με άγνοια, διότι δεν είχαν ορατούς θεούς. Για να απαντήσουν, μερικοί μορφωμένοι χριστιανοί επικαλέστηκαν την αυθεντία εκείνων που θεωρούνταν στην αρχαιότητα εξόχως σοφοί, τους κλασικούς φιλοσόφους. Οι καλύτεροι παγανιστές φιλόσοφοι είχαν διδάξει ότι πάνω από ολόκληρο τον κόσμο υπάρχει ένα υπέρτατο ον, και μερικοί είχαν μάλιστα διατρανώσει ότι οι παγανιστικοί θεοί είναι ανθρωποποίητοι. Eπικαλούμενοι τέτοιες αξιοσέβαστες αυθεντίες, οι χριστιανοί υποστήριξαν ότι πίστευαν στο υπέρτατο ον των φιλοσόφων, και ότι αυτό εννοούσαν όταν μιλούσαν περί Θεού. Τούτο το επιχείρημα ήταν πολύ πειστικό και αναμφίβολα συνέβαλε στο να γίνει αποδεκτός ο χριστιανισμός στο περιβάλλον των διανοουμένων.

»Συνάμα όμως ήταν και επικίνδυνο επιχείρημα. Οι Χριστιανοί θα μπορούσαν, πάνω στον ζήλο τους να δείξουν τη συγγένεια μεταξύ της πίστης τους και της κλασικής φιλοσοφίας, να φτάσουν να πιστεύουν ότι ο καλύτερος τρόπος να μιλούν για τον Θεό δεν ήταν αυτός των προφητών ή των άλλων βιβλικών συγγραφέων, αλλά απεναντίας αυτός του Πλάτωνα, του Πλωτίνου και των υπολοίπων. Εφόσον εκείνοι οι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονταν την τελειότητα ως άτρεπτη, απαθή, στατική, πολλοί χριστιανοί έφτασαν στο συμπέρασμα ότι τέτοιος είναι και ο Θεός της Βίβλου.

»Δύο μέσα βρέθηκαν για να συμφιλιώσουν όσα λέει η Βίβλος για τον Θεό με την κλασική ιδέα του υπέρτατου όντος που είναι απαθές και στατικό. Αυτά τα δύο μέσα ήταν οι αλληγορικές ερμηνείες των βιβλικών περικοπών και το δόγμα του Λόγου¹. Η αλληγορική ερμηνεία ήταν αρκετά απλή στην εφαρμογή της. Όποτε η Γραφή έλεγε κάτι “ευτελές” για τον Θεό—δηλαδή κάτι που δεν ήταν αντάξιο της τελειότητας του υπέρτατου όντος—τούτες οι λέξεις δεν έπρεπε να εκληφθούν κυριολεκτικά. Έτσι, για παράδειγμα, αν η Βίβλος έλεγε ότι ο Θεός περπάτησε στον κήπο ή ότι ο Θεός μίλησε, όφειλε κάποιος θα θυμηθεί ότι ένα άτρεπτο ον ούτε περπατάει ούτε μιλάει στ’ αλήθεια. Από την σκοπιά της διανόησης, αυτό ικανοποίησε πολλά μυαλά. Αλλά από συναισθηματική σκοπιά, άφηνε ανεκπλήρωτες πολλές επιθυμίες, διότι η ζωή της εκκλησίας βασιζόταν στην πίστη ότι ήταν εφικτό να έχει κάποιος άμεση σχέση με έναν προσωπικό Θεό, και το υπέρτατο ον των φιλοσόφων δεν ήταν σε καμιά περίπτωση προσωπικό.

»Υπήρχε ένας άλλος τρόπος να λυθεί η αντίφαση ανάμεσα στην ιδέα του υπέρτατου όντος και στη μαρτυρία της Γραφής. Αυτό ήταν το δόγμα του Λόγου, όπως αναπτύχθηκε από τον Ιουστίνο, τον Κλήμεντα, τον Ωριγένη και άλλους. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, αν και αλήθευε πως το υπέρτατο ον—ο “Πατέρας”—είναι άτρεπτο, απαθές και τα λοιπά, υπάρχει επίσης και ο Λόγος, η Ομιλία ή η Λογική του Θεού, και αυτός είναι προσωπικός, ικανός να έχει άμεσες σχέσεις με τον κόσμο και τους ανθρώπους. Έτσι, κατά τον Ιουστίνο, όταν η Βίβλο λέει ότι ο Θεός μίλησε στον Μωυσή, αυτό σημαίνει ότι ο Λόγος του Θεού μίλησε σε αυτόν.

»Εξαιτίας της επιρροής του Ωριγένη και των μαθητών του, αυτές οι απόψεις εξαπλώθηκαν στην ανατολική πτέρυγα της Εκκλησίας—δηλαδή το τμήμα της εκκλησίας όπου μιλιόταν η Ελληνική παρά η Λατινική. Η ευρέως αποδεκτή άποψη ήταν ότι, ανάμεσα στο άτρεπτο Εν και τον τρεπτό κόσμο, υπήρχε ο Λόγος του Θεού. Αυτό ήταν το πλαίσιο όπου έλαβε χώρα η αρειανική διαμάχη».—The Story of Christianity: The Early Church to the Present Day, Prince Press, 2007/1984, σελ. 189.

*

Υποσημειώσεις

1. Το ζήτημα της αλληγορικής ερμηνείας θίγεται στο άρθρο Βιβλική και πλατωνική ανθρωπολογία: δύο διαφορετικοί δρόμοι συναντιούνται, όπου αναφέρεται: «Ως αλληγορική ερμηνεία εννοείται εδώ ο συστηματικός αποσυμβολισμός των μύθων με σκοπό την αποκάλυψη και ανάδειξη μεγάλων, απόκρυφων αληθειών. Αυτή η μέθοδος ερμηνείας καθιερώθηκε από τους Έλληνες φιλοσόφους, κυρίως τους στωικούς, σε μια προσπάθεια να συμβαδίσουν οι αρχαίοι μύθοι, π.χ. του Ομήρου και του Ησίοδου, με τα τότε σύγχρονα πορίσματα της διανόησης. Διαθέτοντας αυτό το απατηλό διανοητικό εργαλείο, ο Φίλων υποστήριξε ότι οι Εβραϊκές Γραφές, δηλαδή η καθ’ ημάς «Παλαιά Διαθήκη», είναι συγγενείς με τον Πλατωνισμό. Ως εκ τούτου, ενώ ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από τις ελληνικές φιλοσοφικές απόψεις, διατηρούσε την ψευδαίσθηση πως έμενε πιστός στη Βίβλο. (David Winston, “Philo Judaeus”, The Encyclopedia of Religion [2η έκδ.], Thomson Gale, 2005, τόμ. 10, σελ. 7105-7108· Μεθόδιος Φούγιας, Το ελληνικό υπόβαθρο του Χριστιανισμού, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1992, σελ. 99-101») Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς επίσης είναι γνωστό ότι είχε εφαρμόσει τα πλατωνικά αξιώματα στη θεολογία του, διατρανώνοντας το οντολογικό χάσμα μεταξύ κτίστη και κτίσης (δηλαδή του πλατωνικού είναι και γίγνεσθαι) καθώς  και τον ενδιάμεσο ρόλο του Λόγου. Αμφότερες τις αντιλήψεις υιοθέτησαν οι χριστιανοί πλατωνιστές, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη διαμάχη περί του αν ο Λόγος τελικά ανήκει στη μία ή την άλλη μεριά αυτού του οντολογικού χάσματος. Στο μέλλον θα υπάρξουν αναλυτικά άρθρα για αυτά τα θέματα.

2. Αναδρομή στην αρχαιοελληνική ψυχολογία

«Πόσο πλατιά και βαθιά έχει εμφιλοχωρήσει το λάθος
να αποδίδεται στον πρώιμο Χριστιανισμό
η Ελληνική πίστη στην αθανασία της ψυχής»!

Αυτά έγραψε μεταξύ άλλων ο καθηγητής θεολογίας Oscar Cullmann εξηγώντας το γιατί αντιμετώπισε «επιθετική εχθρότητα» από πιστούς πολλών χριστιανικών ομολογιών όταν δημοσίευσε την πραγματεία του Αθανασία της ψυχής ή ανάσταση εκ των νεκρών, η οποία μάλιστα έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά από τον αρχιμανδρίτη Α.Π. Κουμάντο.

Ο Οδυσσέας συναντά στον Άδη τον μάντη Τειρεσία

Οι απόψεις του Cullmann φάνηκαν αιρετικές στα μάτια πολλών αναγνωστών του, ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: «Το 15ο κεφ. της Πρώτης προς Κορινθίους Επιστολής [που μιλά για την ανάσταση] θυσιάστηκε προς χάριν του Φαίδωνος [του κατ’ εξοχήν πλατωνικού κειμένου για την αθανασία της ψυχής]», λέει χαρακτηριστικά ο Cullmann (σελ. 18, 20). Είναι πραγματικά διαστροφικό το πώς οι πλατωνικές θέσεις επενδύθηκαν με βιβλικό μανδύα ενώ οι βιβλικές τέθηκαν στο περιθώριο και ηχούν παράξενες στα αφτιά πολλών ευσεβών. Ποια είναι, όμως, συγκεκριμένα αυτά τα πλατωνικά δάνεια που προκάλεσαν ρήξη με τη βιβλική ανθρωπολογία;

Για να πάρει κανείς πειστικές απαντήσεις σε αυτό, είναι απαραίτητο να έχει υπόψη του το ιστορικό των αντιλήψεων περί ψυχής. Διότι, όπως λέει η Stanford Encyclopedia of Philosophy, οι απόψεις των νεοπλατωνιστών και των Πατέρων της Εκκλησίας «μελετώνται καλύτερα με φόντο τις θεωρίες του κλασικού ελληνισμού, από τις οποίες κατά μεγάλο μέρος προέρχονται».[1]

Αυτό λοιπόν θα επιχειρήσουμε να κάνουμε στο παρόν άρθρο: μια αναδρομή στην ελληνική ψυχολογία, η οποία απέχει παρασάγγας από το να γίνει εξαντλητική, αλλά ωστόσο αναδεικνύει συνοπτικά—και, ελπίζω, με σαφήνεια—τις πληροφορίες που θα μας χρειαστούν ώστε να κατανοήσουμε τις εξελίξεις στη διαμόρφωση της ιουδαϊκής και της χριστιανικής ανθρωπολογίας.

Πρώτα απ’ όλα, όμως, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως, όταν μιλούμε για «ψυχή», δεν αναφερόμαστε στην καθημερινή, λαϊκή χρήση της εν λόγω λέξης, αλλά στη χρήση της ως τεχνικού όρου στις αναλύσεις σχετικά με τη φύση του ανθρώπου.[2] Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, διότι ως τεχνικός όρος η λέξη «ψυχή» περιλαμβάνει έναν ολόκληρο τρόπο σκέψης. Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.

Η λέξη «ψυχή» παράγεται από το ρήμα «ψύχω» («πνέω») και, επομένως, ετυμολογικά σημαίνει «πνοή».[3] Η ιστορία της λέξης σίγουρα είναι πολύ αρχαιότερη των διαθέσιμων ελληνικών κειμένων, δεδομένου μάλιστα ότι φαίνεται να είναι ομόρριζη σανσκριτικής λέξης με συναφή σημασία.[4] Έτσι, κατά το Μέγα λεξικό της ελληνικής γλώσσας, η αρχική σημασία της «ψυχής» ήταν «ζωτική δύναμη κάθε έμβιου όντος, ζωτική πνοή», καθότι η «πνοή», όπως εν γένει η λειτουργία της αναπνοής, αποτελεί την ένδειξη της ζωής στο σώμα και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ίδιο το φαινόμενο της ζωής.[5]

Πρώτος ο Θαλής όρισε την ψυχή ως αρχή της κίνησης και της ζωής του σώματος

Η λέξη «ψυχή» εμφανίζεται στα ομηρικά κείμενα αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο: σημαίνει τη ζωή που κινδυνεύει να χάσει ο πολεμιστής την ώρα της μάχης και, αν δυστυχώς τη χάσει, σημαίνει την τελευταία του πνοή που μεταβαίνει στον Κάτω Κόσμο, δηλαδή τον Άδη. Αυτή η πνοή αποτελεί μια σκιώδη ύπαρξη που διατηρεί τη μορφή του νεκρού (γι’ αυτό και αποκαλείται επίσης «είδωλον») και αποκτά συνειδητότητα μόνον όταν τραφεί με αίμα.[6] Οι ψυχές, όμως, μερικών ηρώων έχουν την ευτυχία να καταλήξουν μετά θάνατον στα Ηλύσια Πεδία ή, κατά τον Ησίοδο, στις νήσους των Μακάρων.[7]

Σημαντική εξέλιξη της λέξης «ψυχή» αποτελεί το ότι άρχισε να χρησιμοποιείται επιπλέον και ως τεχνικός όρος σε μια προσπάθεια, μεταξύ μυθολογίας και επιστήμης, να αναλυθεί το φαινόμενο της ζωής σε επίπεδο ατομικό αλλά πρωτίστως κοσμικό. Ο Θαλής ο Μιλήσιος, λοιπόν, «απεφήνατο πρώτος την ψυχή φύσιν αεικίνητον ή αυτοκίνητον», μας λέει ο Αέτιος.[8] Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι «ψυχή» ονομάστηκε μια υποτιθέμενη δύναμη που διαθέτει αυτονομία κίνησης και, κατ’ επέκταση, είναι η αιτία της κίνησης στη φύση. Με αυτόν τον συλλογισμό, ο Θαλής συμπεραίνει ότι και οι μαγνήτες έχουν ψυχή.[9] Έτσι, σταδιακά παγιώνεται η χρήση του όρου «ψυχή» ως της αρχής της κίνησης, αλλά κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή η κίνηση θεωρείται σημείο ζωής. Παρόμοιες απόψεις απαντούν στον Δημόκριτο, τον Διογένη, τον Αναξαγόρα και άλλους.[10]

Την ίδια περίοδο, ο όρος «ψυχή» χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος και από δύο γνωστές θρησκευτικές ομάδες: τους ορφικούς και τους πυθαγορείους. Εν αντιθέσει με την ομηρική θρησκεία, όπου υφίσταται βαθύ χάσμα μεταξύ ανθρώπων και θεών, αυτοί τονίζουν τη μεταξύ τους συγγένεια. Έτσι, περιληπτικά μπορούμε να πούμε ότι οι πιστοί αυτών των ομάδων χρησιμοποιούν τον όρο «ψυχή» για να δηλώσουν την υποτιθέμενη προσωπική οντότητα η οποία έχει θεϊκή προέλευση και αθάνατη φύση, αλλά λόγω ενός «προπατορικού αμαρτήματος» εγκλωβίζεται σε κάποιο σώμα και κάνει διαδοχικές μετενσαρκώσεις μέχρι να επιτύχει την κάθαρση και να επιστρέψει στην ουράνια μακαριότητα ή, στη δυσάρεστη περίπτωση, να καταλήξει σε αιώνια βάσανα. Ως εκ τούτου, επισημαίνει ο φημισμένος κλασικιστής Βέρνερ Γέγκερ: «Σε τέτοιους κύκλους βρίσκουμε για πρώτη φορά την πίστη ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι κάτι διαφορετικό και ξεχωριστό από το σώμα». Μάλιστα, το σώμα αποκαλείται «σήμα», δηλαδή «τάφος» της ψυχής, από το οποίο αυτή πρέπει να ξεφύγει.[11]

Οι ανωτέρω απόψεις αποτέλεσαν τη μαγιά των θεωριών του Πλάτωνα. Κατ’ αρχάς, ο Πλάτων υιοθετεί την έννοια της ψυχής ως αρχής της κίνησης και της ζωής του σώματος. Ωστόσο, η ψυχή επιτελεί κάτι πολύ σπουδαιότερο: είναι η έδρα του εγώ και, έτσι, ο Πλάτων διαιρεί τριμερώς τις λειτουργίες που αφορούν την προσωπικότητα: σε λογιστικό (νους), θυμοειδές (συναίσθημα) και επιθυμητικό (επιθυμία), με το πρώτο να υπάρχει στο κεφάλι, το δεύτερο στο στήθος και το τρίτο στην κοιλιά.

Επιπλέον, σαν τους ορφικούς και τους πυθαγορείους, ξεχωρίζει την αθάνατη ψυχή από το θνητό σώμα και επαναλαμβάνει το σκεπτικό της μετενσάρκωσης, το οποίο περιλαμβάνει την πτώση της ψυχής από τη σφαίρα του θείου και την πορεία της επιστροφής της εκεί μέσω των κύκλων της μετενσάρκωσης.

Οι λάτρεις του Διόνυσου, οι Ορφικοί, οι Πυθαγόριοι και ο Πλάτωνας πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και τη μετενσάρκωση

Αυτό σημαίνει εκ των πραγμάτων ότι προβάλλει ως ανώτερη την ψυχή και υποβιβάζει το σώμα, εφόσον η ψυχή είναι το αιώνιο στοιχείο του ανθρώπου, ο πυρήνας της υπόστασής του, ενώ το σώμα αποτελεί απλώς ένα προσωρινό ένδυμα, το οποίο μάλιστα κρατά φυλακισμένη την ψυχή και μέσω των αισθήσεων υποβαθμίζει την αντιληπτική της ικανότητα—οι δε ορέξεις του σώματος, αν δεν τιθασευτούν, μπορεί να τη στείλουν στον Τάρταρο για αιώνια βάσανα!

Ο Πλάτωνας, όμως, πάει πέρα από τους πνευματικούς κληροδότες του. Όπως τονίζει η New Catholic Encyclopedia, όλοι οι προγενέστεροι στοχαστές, «σε όλες τους τις περιγραφές, περιγράφουν την ψυχή ως κάτι το υλικό». Ο Αναξιμένης τη θεωρεί αέρινη, ο Ηράκλειτος πύρινη, ο Δημόκριτος αποτελούμενη από άτομα και ούτω καθ’ εξής. Ακόμα και οι απόψεις των ορφικών και των πυθαγορείων περί της θείας φύσεως της ψυχής δεν ξεφεύγουν από το υλικό στοιχείο. «Παρά μόνο με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα η ελληνική σκέψη γέννησε την ιδέα του άυλου». Αυτή είναι για τον Πλάτωνα, λοιπόν, μια βασική ιδιότητα της ψυχής που σχετίζεται και με την αθανασία της.[12]

Ο μαθητής του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης είχε ως αφετηρία τις απόψεις του δασκάλου του, αλλά η φημισμένη λογική του τον έφερε τελικά αντιμέτωπο σε πολλά θέματα. Αν και ο Αριστοτέλης κράτησε το άυλο της ψυχής, υποστήριξε πως είναι απόλυτα εξαρτημένη από το σώμα και, ως εκ τούτου, φαίνεται να αρνείται την επιβίωσή της μετά τον θάνατο του σώματος.[13] Οι απόψεις του Αριστοτέλη έχουν σημασία για την ιστορία του δόγματος επειδή η αναβίωσή τους στον Μεσαίωνα είχαν αντίκτυπο στη διαμόρφωση της ψυχολογίας των Ιουδαίων, των χριστιανών και των μουσουλμάνων θεολόγων.[14]

Και οι επικούρειοι, με τη σειρά τους, ονόμαζαν «ψυχή» την υποτιθέμενη δύναμη που δίνει κίνηση, ζωή και κάθε λογής λειτουργίες στο σώμα, μεταξύ των οποίων και οι νοητικές. Οι στωικοί, από την άλλη μεριά, φαίνεται ότι αποκαλούσαν «ψυχή» μόνο τη δύναμη επί της οποίας βασίζονται οι νοητικές λειτουργίες, ενώ «πνεύμα» αποκαλούσαν τη ζωτική δύναμη που προκαλεί τις υπόλοιπες λειτουργίες του σώματος. Αμφότερες οι σχολές θεωρούσαν αυτές τις δυνάμεις υλικής φύσης και αρνούνταν την αθανασία της ψυχής.[15] Μάλιστα, οι επικούρειοι καθώς και πολλοί στωικοί πίστευαν ότι η ψυχή διαλύεται αμέσως με τον θάνατο του σώματος. Μερικοί ωστόσο στωικοί είχαν την πεποίθηση ότι η ψυχή συνεχίζει να ζει μέχρι να αναλωθεί κι αυτή από τη μέλλουσα καύση του σύμπαντος.

Οι Επικούρειοι και οι Στωικοί αρνούνταν την αθανασία της ψυχής

Ανασκοπώντας λοιπόν όσα ελέχθησαν μέχρι τώρα, αξίζει να επισημάνουμε ότι, από τον Θαλή τον Μιλήσιο μέχρι τους επικούρειους, αποτελούσε κοινό τόπο για τους Έλληνες στοχαστές το ότι υπάρχει μια δύναμη που δίνει ζωή και κίνηση στα σώματα και την αποκάλεσαν «ψυχή». Επίσης, οι ορφικοί και οι πυθαγόρειοι αποκαλούσαν «ψυχή» την αθάνατη θεϊκή οντότητα που προϋπάρχει του σώματος, φυλακίζεται σε αυτό και κάνει κύκλους μετενσαρκώσεων μέχρι να καταφέρει να επιστρέψει στο θείο. Ο Πλάτωνας ανάπλασε αυτές τις δοξασίες, επινόησε την ιδέα του άυλου και ανέλυσε τη λειτουργία της ψυχής ως έδρας της προσωπικότητας. Ο Αριστοτέλης κράτησε το άυλο της ψυχής, όντας μαζί με τον Πλάτωνα η εξαίρεση ως προς αυτή τη θέση, αλλά απέρριψε την ιδέα ότι η ψυχή υφίσταται χωρίς το σώμα. Παρομοίως, οι στωικοί και οι επικούρειοι αρνούνταν την αθανασία της ψυχής.

Η επέκταση του ελληνισμού—αρχικά μέσω του Αλεξάνδρου και κατόπιν μέσω των Ρωμαίων—έφερε σε επαφή τους λαούς της ανατολικής Μεσογείου με αυτές τις ιδέες. Αρκετοί Εβραίοι υιοθέτησαν πλατωνικές ιδέες σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όπως μεταξύ αυτών την αθανασία της ψυχής και τη μετενσάρκωση.[16] Μάλιστα από την ασυγκράτητη σύνθεση ιουδαϊσμού, πλατωνισμού και άλλων θρησκευτικών στοιχείων θα προκύψει το ισχυρό κίνημα του γνωστικισμού, στο οποίο θα προσχωρήσουν και αρκετοί χριστιανοί.[17] Αυτά τα γεγονότα έχουν ως πυρήνα την Αλεξάνδρεια, όπου παράλληλα υφίσταται η σύνθεση πλατωνισμού και αιγυπτιακής θρησκείας, κλασικό παράδειγμα της οποίας είναι τα κείμενα του Ερμή του Τρισμέγιστου[18]. Εκεί επίσης, στα τέλη του 2ου αιώνα, διαμορφώνεται ο νεοπλατωνισμός, ο οποίος, σαν τον γνωστικισμό, θα προβάλει την ανωτερότητα της άυλης και αθάνατης ψυχής και θα υποβιβάσει το σώμα, παρουσιάζοντας τον ασκητικό τρόπο ζωής ως προετοιμασία για την ένωση με τον Θεό.[19]

Διαμέσου πολλών οδών, οι περί ψυχής πλατωνικές αντιλήψεις ενσωματώθηκαν στην εβραϊκή και τη χριστιανική θρησκεία, συνδυάστηκαν ανώμαλα με τη βιβλική δοξασία της ανάστασης και υφίστανται μέχρι σήμερα. Ποιες αντιλήψεις είναι αυτές; Αυτό θα το δούμε στο επόμενο άρθρο.

Βιβλιογραφικές αναφορές και υποσημειώσεις

[1] Hendrik Lorenz, «Ancient Theories of Soul», Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2009 .

[2] Η καθημερινή χρήση του όρου θα εξεταστεί συνοπτικά σε μελλοντικό άρθρο που θα εξηγεί για ποιον λόγο οι Εβδομήκοντα επέλεξαν την «ψυχή» ως απόδοση της εβραϊκής λέξης νέφες. Προς το παρόν βλέπε λήμμα LSJ.

[3] Παρομοίως, οι αντίστοιχες της «ψυχής» λατινικές λέξεις anima και animus συγγενεύουν με τον ελληνικό «άνεμο».

[4] J.B. Hofmann, Ετυμολογικό λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής, 1974, σελ. 509· Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2002 (2η έκδ.), σελ. 1993.

[5] «Ψυχή», Μέγα λεξικό της ελληνικής γλώσσας, Πάπυρος Γραφικαί Τέχναι, ψηφιακή έκδοση 2005.

[6] Werner Jaeger, «The Greek Ideas of Immortality», Harvard Theological Review, τόμ. LIII, αρ. 3 (Ιούλιος 1958), σελ. 137· Andrew [Seth] Pringle-Pattison, The Idea of Immortality, Clarendon Press, 1922· Hendrik Lorenz, «Ancient Theories of Soul», Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2009 .

[7] Jan N. Bremmer, «Soul», Encyclopedia of Religion, Thomson Gale, 2005 (2η έκδ.), τόμ. 12, σελ. 8543.

[8] Περί αρχών και στοιχείων 386.

[9] Κ.Δ. Γεωργούλης, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, Εκδόσεις Παπαδήμα, 2008 (6η έκδ.), σελ. 45.

[10] J. Borick, «Soul», New Catholic Encyclopedia, Thomson Gale, 2003 (2η έκδ.), τόμ. 13, σελ. 332-3.

[11] Werner Jaeger, «The Greek Ideas of Immortality»,  Harvard Theological Review, τόμ. LIII, αρ. 3 (Ιούλιος 1958), σελ. 140-142.  Ο Γέγκερ συμπεριλαμβάνει στους πιστούς της μετενσάρκωσης και τους μετέχοντες των μυστηριακών λατρειών, όπως των Διονυσιακών Μυστηρίων. Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε: Παναγής Λεκατσάς, Η ψυχή: η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000, σελ. 436-449.

[12] I.C. Brady, «Human Soul», New Catholic Encyclopedia, Thomson Gale, 2003 (2η έκδ.), τόμ. 13, σελ. 338. Ο Πλάτωνας ενέταξε την ψυχή στη σφαίρα του άυλου, ή αλλιώς του νοητού. Η ιδέα του άυλου, εξέλιξη της αριθμολογίας του Πυθαγόρα, αποτελεί βασικό στοιχείο της γενικής οντολογίας του Πλάτωνα, κατά την οποία υπάρχουν δύο κόσμοι, ο νοητός και ο αισθητός. Ο νοητός, ο κόσμος δηλαδή που αντιλαμβάνεται ο νους μας και που συνήθως στη βιβλιογραφία αποκαλείται «Κόσμος των Ιδεών», είναι άυλος, αμετάβλητος, άφθαρτος («είναι»). Ο αισθητός κόσμος, δηλαδή αυτός που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας, είναι υλικός, μεταβλητός, φθαρτός («γίγνεσθαι»).—Κ.Δ. Γεωργούλης, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, Εκδόσεις Παπαδήμας, 2008 (6η έκδ.), σελ. 177-219.

[13] Hendrik Lorenz, «Ancient Theories of Soul», Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2009.

[14] Μάλιστα, ο καθηγητής θεολογίας Μάριος Μπέγζος διατρανώνει: «Παρά τα συνήθως υποστηριζόμενα περί του δήθεν “πλατωνισμού” του Ελλήνων Πατέρων (Ιβάνκα), η έρευνα έδειξε ότι η βυζαντινή θεολογία στηρίχθηκε κυρίως στον Αριστοτέλη (Φλωρόφσκυ) παρά στον Πλάτωνα, αρνούμενη την εκ φύσεως αθανασία και επιμένοντας στην ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου». (Ψυχολογία της θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, 1996 [6η έκδ.], σελ. 99) Όπως και ο ίδιος ο Μπέγζος αναγνωρίζει, η άποψή του δεν αντιπροσωπεύει την πλειονότητα, και θεωρώ ότι τα επιχειρήματά του σε αυτό το θέμα δεν είναι πειστικά. Ο γνωστός καθηγητής φιλοσοφίας των αβρααμικών θρησκειών Harry Austryn Wolfson, αν και τονίζει το ότι τα δόγματα της δημιουργίας και της ανάστασης διαφοροποιούν την πατερική ψυχολογία από την πλατωνική, λέει: «Η περί ψυχής αντίληψη που έχουν από κοινού όλοι οι Πατέρες είναι κατ’ ουσίαν πλατωνική. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πλατωνικής αντίληψης για την ψυχή είναι η δυνατότητά της να υφίσταται χωρίς το σώμα». (Harry Austryn Wolfson, «Immortality and Resurrection in the Philosophy of the Church Fathers», Religious Philosophy: A Group of Essays, Harvard University Press – Atheneum, 1961,  σελ. 89) Αντιθέτως, οι απόψεις του Αριστοτέλη δεν άφηναν περιθώρια για τη μετά θάνατον επιβίωση ενός ενσυνείδητου μέρους του ανθρώπου, ώστε αυτό να μπορεί να μετάσχει σε βραβεύσεις ή τιμωρίες. Ωστόσο, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το υβριδικό μόρφωμα που διαμορφώθηκε από τον συνδυασμό της πλατωνικής ψυχής με τη βιβλική ανάσταση υπέστη ένα αριστοτελικό φινίρισμα.

[15] Hendrik Lorenz, «Ancient Theories of Soul», Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2009· Émile Bréhier, Ιστορία της φιλοσοφίας, Αφοί Συρόπουλοι, 1970, τόμ. 1, σελ. 232-3.

[16] Gilles Quispel, «Gnosticism», Encyclopedia of Religion, Thomson Gale, 2005 (2η έκδ.), τόμ. 5, σελ. 3508.

[17] Ιώσηπος, Πόλεμοι των Ιουδαίων, Βιβλίο II, κεφ. VIII, παρ. 14.

[18] «Hermetic writings», Encyclopædia Britannica. Ηλεκτρονική έκδοση 2006.

[19] Γουίλ Ντουράντ, Παγκόσμιος ιστορία του πολιτισμού, Εκδοσεις Αφοί Συρόπουλοι Ο.Ε., 1969, τόμ. 3, σελ. 702, 703.

Τελευταία ενημέρωση: 3 Αυγούστου 2010