Περί σώματος, ψυχής και παθών: Κριτική στο νέο βιβλίο του Κάλλιστου Ware

kallistos

kallistos4Συγγραφέας: Κάλλιστος Ware
Τίτλος: Εχθροί ή φίλοι; Το σώμα, η ψυχή και τα πάθη του ανθρώπου
Σελ.: 161

Εκδόσεις: Εν Πλω
Χρον. έκδ.: Νοέμβριος 2014

Ο Κάλλιστος Ware είναι ιδιαίτερα προσφιλής στους Ορθοδόξους τόσο για την επιστημονική του κατάρτιση – δίδαξε επί 35 χρόνια θεολογία και εκκλησιαστική ιστορία στο περιώνυμο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης – όσο και για το ότι αποτελεί παραδειγματική περίπτωση προτεστάντη (αν αποδεχθούμε τη σύμβαση ότι οι αγγλικανοί είναι προτεστάντες) ο οποίος ασπάστηκε την Ορθοδοξία και σταδιοδρόμησε στους κόλπους της. Μάλιστα, έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους «κορυφαίους Ορθοδόξους θεολόγους της εποχής μας».

Δεδομένου του ενδιαφέροντός μου για την εξέλιξη της ανθρωπολογίας στον αρχέγονο χριστιανισμό, δεν θα μπορούσα να παραβλέψω το νέο του βιβλίο στα Ελληνικά ή να μη το συγκρίνω με όσα έχω κατά καιρούς καταθέσει σε αυτό το ιστολόγιο. Στην πραγματικότητα, η ελληνική έκδοση συρράφει τέσσερα συναφή αλλά αυτοτελή δοκίμια που είχαν δημοσιευτεί ξεχωριστά σε επιστημονικές αγγλικές εκδόσεις και που στο σύνολό τους παρέχουν μια ημιτελή εικόνα τής όχι πάντα συνεπούς Ορθόδοξης ανθρωπολογίας. Η πραγμάτευση του Ware περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ιστορικές αναφορές και δηλώσεις για τη διαδρομή των ανθρωπολογικών απόψεων, τις οποίες υποστηρίζει με παραθέσεις στα πρωτότυπα κείμενα και σε κάποιες μελέτες που φτάνουν μέχρι περίπου το 1990. Η δε μετάφραση, της Πολυξένης Τσαλίκη-Κιοσόγλου, είναι στρωτή, ενώ γενικά η έκδοση είναι υψηλής ποιότητας.

Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Το μυστήριο του ανθρώπινου προσώπου». Επικεντρώνεται στη σημασία του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση», δηλαδή τους τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος γίνεται «θεοφάνεια» ή, για να το πούμε διαφορετικά, ο Θεός εμφανίζεται μέσα από το ανθρώπινο πρόσωπο. Εν προκειμένω ο Ware πλησιάζει πολύ ουσιαστικότερα τη βιβλική οπτική, η οποία ούτε αρνείται την ανθρώπινη φύση μας ούτε αποζητά το θείο κυρίως σε εκστατικές εμπειρίες. Οι σημαντικότερες ιδιότητες του Θεού μπορούν πραγματικά να εκφραστούν μέσα από την υλική του δημιουργία και από το καθημερινό ανθρώπινο βίωμα (Βλ. Ρωμαίους 1:20).

Ο Ware ξεχωρίζει τέσσερις ιδιότητες που θεωρεί κατ’ εξοχήν εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης: την ελευθερία, την ευχαριστία, την κοινωνία και την ωρίμανση. Για την ελευθερία δηλώνει ότι:

Ως άνθρωποι, επηρεαζόμαστε και από το περιβάλλον μας και από τα υποσυνείδητα κίνητρά μας, ποτέ όμως δεν υποδουλωνόμαστε σε αυτά. Παραμένουμε ελεύθεροι (σελ. 15).

Η ελευθερία της βούλησης, για την οποία γίνεται λόγος, είναι ένα μοναδικό θείο δώρο αλλά και ένα «κοφτερό σπαθί» που μερικοί, εσφαλμένα, θα επέλεγαν ποτέ να μην βαστάξουν, λέει ο Ware δανειζόμενος τη διατύπωση του Ντοστογέφκσι (σελ. 14). Τον Ντοστογέφκσι πάλι επαναλαμβάνει όταν λέει πως:

Ο καλύτερος ορισμός του ανθρώπου είναι ο εξής: ένα δημιούργημα με δύο πόδια και καθόλου αίσθηση ευγνωμοσύνης (σελ. 18).

Φυσικά η αναφορά του Ware είναι σαρκαστική, αφού η αγνωμοσύνη συνιστά άρνηση της πραγματικής ανθρώπινης φύσης. Παρουσιάζει τη μητέρα του Ιησού, τη Μαρία, ως πρότυπο έκφρασης ευγνωμοσύνης στον Θεό, και συμπληρώνει άλλα παραδείγματα από την Αγία Γραφή, την Παράδοση και το ορθόδοξο λατρευτικό τυπικό (σελ. 19-20).

Την έννοια της «κοινωνίας», δηλαδή των διαπροσωπικών σχέσεων, την εδράζει στην Ορθόδοξη κατανόηση του «ο Θεός αγάπη εστί», δηλαδή στις λεγόμενες ενδοτριαδικές σχέσεις αγάπης (σελ. 23). Το κείμενο του Ware δεν ασχολείται σοβαρά με την τριαδολογία, οπότε παραβλέπουμε καλόπιστα την αναχρονιστική, καίτοι κλασική, ερμηνεία του περίφημου ιωάννειου χωρίου. Μεταξύ άλλων σκέψεων, τονίζει την ύψιστη σημασία της χριστιανικής αγάπης μέσα από την κορυφαία παραβολή του χωρισμού των προβάτων από τα ερίφια (σελ. 24).

Με την «ωρίμανση» o Ware επιστρέφει στην εναρκτήρια αναφορά του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση», ασπαζόμενος την άποψη ότι:

Ο συγγραφέας του βιβλίου της Γενέσεως […] προφανώς δεν είχε την πρόθεση να δηλώσει κάποια αντίθεση μεταξύ των δύο όρων, αλλά τους παρέθεσε ως παράλληλους (σελ. 27).

polls_creation_of_adam_0635_836655_answer_1_xlarge
Τι σημαίνει το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση;

Ως εκ τούτου, οι ερμηνευτές (Ωριγένης, Μάξιμος ο Ομολογητής, Ιωάννης Δαμασκηνός κ.ά.) που ταύτισαν το «κατ΄ εικόνα» με αυτό που ο άνθρωπος κατέχει από τη δημιουργία του και το «καθ’ ομοίωση» με αυτό που ο άνθρωπος πρέπει να γίνει παρερμήνευσαν τις προθέσεις του βιβλικού συγγραφέα, τις οποίες η σύγχρονη βιβλική φιλολογία – προσθέτω εγώ – διακρίνει πολύ ευκρινέστερα. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, έχουμε την πρώτη νύξη του βιβλίου σε ζητήματα ιστορίας των δογμάτων. Ο Ware θεωρεί ότι το «ταξίδι» του ανθρώπου από την «εικόνα» στην «ομοίωση» απηχούν ο Θεόφιλος Αντιοχείας και, ιδιαίτερα, ο Ειρηναίος με το σχήμα του περί «ωριμάνσεως» του νηπιώδους ανθρώπου που δημιουργήθηκε στον Κήπο της Εδέμ (σελ. 29). Επαυξάνει αυτή τη θεώρηση της προοδευτικής ανθρώπινης ιστορίας με τη θέση του Γρηγορίου Νύσσης ότι η «επέκταση» του ανθρώπου δεν θα πάψει ποτέ, η γνώση του Θεού δεν θα εξαντληθεί ποτέ (σελ. 31). Τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιεί ή επικαλείται ο Ware είναι αναμφίβολα καλαίσθητα, όπως και η γενική ιδέα της αιώνιας προόδου του ανθρώπου είναι ευθυγραμμισμένη με τη βιβλική άποψη (Πβ. Εκκλησιαστής 3:11). Ωστόσο, οι τηλεγραφικές τοποθετήσεις του Ware δεν δίνουν πάντα ολοκληρωμένες απαντήσεις στα εύλογα – και κατ’ ουσίαν υπαρξιακά – ερωτήματα που προκύπτουν. Συγκεκριμένα, αν ο Αδάμ εξαρχής είχε μπροστά του μια ανοδική πορεία «ομοιώσεως» , γιατί εμείς, οι μεταγενέστεροι, βρισκόμαστε σε υποδεέστερη θέση από εκείνον; Ο Ware έμμεσα απαντά σε αυτό λέγοντας ότι ο άνθρωπος, παρά την αρχική του πτώση, στο τέλος θα φτάσει σε μια κατάσταση που θα ξεπερνά την ευλογημένη κατάσταση του Αδάμ. Το σχήμα της «ωριμάνσεως» εγείρει, παράλληλα, ένα ακόμη βαθύτερο ερώτημα: ήταν απαραίτητη η «πτώση» για να καταλήξουμε στην «ομοίωση»; Ειδικά ο Ειρηναίος αυτό μοιάζει να υπαινίσσεται, αλλά η Γραφή έχει μια διαφορετική άποψη: η αμαρτία δεν ήταν στο σχέδιο του Θεού, αλλά η αντιμετώπισή της εκ μέρους του Θεού δημιούργησε νέες δυνατότητες για τους ανθρώπους. Ο δε Ware σιωπά επ’ αυτού. Όπως επίσης αποφεύγει να εξηγήσει τι πραγματικά σήμαινε η «ομοίωση» για τον Ωριγένη, τον Νύσσης και γενικότερα τη σχολή της Αλεξάνδρειας. Για αυτούς η ομοίωση με τον Θεό σήμαινε απομάκρυνση από το να είσαι άνθρωπος, ενώ αντιθέτως για τον Ware η ομοίωση με τον Θεό σημαίνει να «γινόμαστε όλο και περισσότερο άνθρωποι» (σελ. 32). Ναι, οι καιροί έχουν αλλάξει.

Αυτό φαίνεται και στο επόμενο κεφάλαιο του Ware: «Η ψυχή κατά τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας». Εδώ ο Ware αρχίζει ασπαζόμενος το «γνώθι σαυτόν» ως προϋπόθεση της γνώσης του Θεού. Αυτή η άποψη που ξεκινά από τον Όφι, περνάει στον Πλάτωνα, μεταδίδεται στον χριστιανούς πλατωνιστές και καταλήγει στον Ware είναι αντίθετη από τη βιβλική: η θεογνωσία δεν απορρέει από την αυτογνωσία, αλλά η αυτογνωσία από τη θεογνωσία. Η Βίβλος είναι θεοκεντρική και όχι ανθρωποκεντρική, αν και ο θεοκεντρισμός εξασφαλίζει τα μέγιστα οφέλη για τον άνθρωπο. Ας μην σκέφτεται κανείς, λοιπόν, για τον εαυτό του παραπάνω από όσο πρέπει (Ρωμαίους 12:3).

Το «γνώθι σαυτόν» στην αρχαιότητα σήμαινε τη συνειδητοποίηση του ανθρώπου ότι μέσα του έχει θεϊκή φύση, μια αθάνατη και άυλη ψυχή. Αυτή η ψυχή είναι ακατάληπτη, όπως ο Θεός είναι ακατάληπτος (σελ. 36). Ο δρόμος για το γνώθι σαυτόν περνάει μέσα από την «άσκηση», δηλαδή ειδικές πνευματικές και σωματικές τεχνικές (νοερά ή καρδιακή προσευχή) που επιτρέπουν, κατά τον Ware, την ουσιαστική ενδοσκόπηση (σελ. 36-8). Σε αυτές θα επιστρέψει ο συγγραφέας παρακάτω στο βιβλίο. Προς το παρόν καταπιάνεται με το αμφιλεγόμενο ζήτημα αν μόνον η ψυχή είναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» ή αν είναι ο σύνολος άνθρωπος.

Οι περισσότεροι Έλληνες χριστιανοί συγγραφείς, πράγματι συνδέουν τη θεία εικόνα με την ψυχή και αποκλείουν τη μετοχή του σώματος σ’ αυτήν (σελ. 41).

irenc3a6us_af_lyon_frederikskirken
Ο Ware επικαλείται κατά κόρον τον χιλιαστή και θνητοψυχίτη Ειρηναίο για να γεφυρώσει τη βιβλική με την πατερική ανθρωπολογία

Ο Ware δεν επεξηγεί εδώ γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά παρακάτω δείχνει πως πρόκειται για εκδοχή της πλατωνίζουσας ανθρωπολογίας: το σώμα είναι πολύ «ταπεινό» για να θεωρείται εικόνα του Θεού. Επειδή ο Ware δεν δέχεται την άποψη αυτής της πλειονότητας, δίνει έμφαση σε όσους Πατέρες είχαν μια πιο ολιστική θεώρηση του ανθρώπου. Κατ’ αρχάς επικαλείται τον Ειρηναίο, έναν από τους «σημαντικούς υποστηρικτές» της ολιστικής άποψης. Και πώς να μην είναι αφού στην ανθρωπολογία του απείχε παρασάγγας από τους πλατωνιστές της Αλεξάνδρειας: ήταν χιλιαστής και πίστευε στη θνητότητα της ψυχής. Αν ζούσε την εποχή της Αυτοκρατορικής Εκκλησίας, θα είχε κάλλιστα καταλήξει σε κάποιο μπουντρούμι. Το κείμενό του επέζησε σαν από θαύμα μέσω λατινικής μετάφρασης. Αυτά δεν τα αναφέρει ο Ware, άλλα είναι καλό να τα θυμόμαστε. Αφού λοιπόν ο Ware αναπτύσσει λίγο αυτό το ζήτημα, επικαλείται την καταδίκη του ωριγενισμού στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο και την αρχαία δοξασία της ανάστασης των νεκρών ως θέσεις που τονίζουν την αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ σώματος και ψυχής. Ωστόσο, ένα ύπουλο ζήτημα που υπεισέρχεται εδώ είναι για τι είδους σώμα μιλούμε. Ο Ware υποστηρίζει:

Αφού η ανάσταση του Χριστού συνιστά τη βάση και το παράδειγμα και της δικής μας μελλοντικής αναστάσεως, προκύπτει ότι και εμείς, κατά τη δική μας ανάσταση κατά την εσχάτη ημέρα, θα έχουμε σώμα το οποίο σε σημαντικό βαθμό θα είναι το ίδιο με το σημερινό μας. Θα υπάρχει γνήσια συνέχεια (σελ. 45).

Θα μπορούσα να σχολιάσω πάρα πολλά πάνω σε αυτά, αλλά προς το παρόν θα περιοριστώ σε μερικές επισημάνσεις. Πρώτον: Αν το ανθρώπινο σώμα θα είναι περίπου το ίδιο, τότε γιατί ο Παύλος κάνει τη διάκριση μεταξύ «ψυχικού» και «πνευματικού» σώματος; O Ware υποστηρίζει πως το πνευματικό δεν σημαίνει «μη υλικό». Για να αιτιολογήσει αυτή την ερμηνεία, επικαλείται μεταξύ άλλων τον Γρηγόριο Νύσσης:

Ο Γρηγόριος Νύσσης φαίνεται να θεωρεί ότι κατά την τελική ανάσταση η ψυχή θα συμμαζέψει από όλη την ύλη εκείνα ακριβώς τα ολόιδια φυσικά σωματίδια που συνέθεταν προηγουμένως το σώμα της. Υπό το φως των σύγχρονων επιστημονικών θεωριών που αφορούν τη φύση της ύλης, ένας τέτοιος ισχυρισμός δύσκολα θα έβγαζε νόημα.

Πράγματι, η επιστήμη γνωρίζει ότι τα μόρια ενός ανθρώπινου σώματος αντικαθίστανται εξολοκλήρου ανά περίπου επτά έτη. Δεν είναι το άθροισμα κάποιων συγκεκριμένων μορίων αυτό που καθορίζει την ταυτότητα ενός προσώπου και επομένως οποιαδήποτε συζήτηση περί ταύτισης των συστατικών του νεκρού σώματος είναι άνευ ουσίας. Η ορθόδοξη ανθρωπολογία αντιμετωπίζει άλυτα προβλήματα και αντιφάσεις, γιατί δεν βασίζεται αποκλειστικά στην Αγία Γραφή αλλά και στις ξεπερασμένες αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων. Μάλιστα ο Ware, ως πτυχιούχος των κλασικών σπουδών, μπορεί να πει όσον αφορά την ανθρωπολογία των Ελλήνων Πατέρων:

Τα περισσότερα από τα σχήματα που υιοθετούν δεν είναι πρωτότυπα, αλλά απορρέουν από την αρχαία ελληνική κλασική φιλοσοφία (σελ. 49).

Μεταξύ αυτών των σχημάτων είναι η «αντίθεση μεταξύ σώματος και ψυχής» (σελ. 49). Άλλοι Πατέρες υιοθετούν το τριμερές σχήμα «πνεύματος-ψυχής-σώματος». Μάλιστα ο Ωριγένης έχει την εσφαλμένη πεποίθηση ότι για το τριμερές μπορεί να βρει έρεισμα στη Γραφή (σελ. 50). Ωστόσο ο Ware δεν διστάζει να πει:

Παρά τα όσα λέει ο Ωριγένης, θα μπορούσε να αμφισβητηθεί ότι τόσο το τριπλό όσο και το διπλό σχήμα έχουν τη βάση τους στις Γραφές. Η εβραϊκή έννοια του προσώπου, όπως τη συναντούμε στην Παλαιά Διαθήκη, είναι σωματική και φυσική: σπανίως θα βρει κανείς την πλατωνική αντίθεση μεταξύ σώματος και ψυχής, αλλά το πρόσωπο θεωρείται ως μια μονάδα-ενότητα «εμψυχωμένης σάρκα». Στην Καινή Διαθήκη, ο Παύλος πουθενά δεν διαχωρίζει κατά άμεσο τρόπο το σώμα από την ψυχή. […] Πολλοί μεταβιβλικοί συγγραφείς της ελληνικής χριστιανοσύνης αντίθετα με τον Παύλο, αντλούν πολλά στοιχεία από την πλατωνική αντίθεση μεταξύ σώματος και ψυχής, αλλά κανένας ή ελάχιστοι από αυτούς προχωρούν τόσο βαθιά όσο ο πλατωνισμός, αντιμετωπίζοντας τα δύο αυτά ως διακριτές οντότητες που προορισμό τους έχουν να διαχωριστούν (σελ. 50-1).

Όχι, διότι θεωρείται πως αυτά θα επανενωθούν στην ανάσταση. Ωστόσο, υπάρχει ένα επίμονο και βασανιστικό ερώτημα: θα είναι η ζωή της ανάστασης πραγματικά ανθρώπινη, κατά την Ορθόδοξη προσέγγιση; Ο Ware, αν και επικαλείται τον Γρηγόριο Νύσσης για τη σωματικότητα του ανθρώπου στην ανάσταση, δεν αναφέρει τις λειτουργίες που ο Γρηγόριος αποδίδει σε αυτό το σώμα, το οποίο ελάχιστα θυμίζει άνθρωπο. Ένα άλλο ερώτημα είναι: οι Ορθόδοξοι πιστοί αποβλέπουν πραγματικά στην ανάσταση ή άθελά τους πλατωνίζουν, με τις προσδοκίες τους να περιορίζονται στη μετάβαση της ψυχής σε έναν ουράνιο παράδεισο; Εδώ σίγουρα δεν χρειάζεται κάποια δική μου απάντηση.

Ο Ware συνεχίζει αναφερόμενος στις ενέργειες της ψυχής:

Πιο συχνά οι Έλληνες Πατέρες υιοθετούν την τριμερή υποδιαίρεση της ψυχής, όπως την ανέπτυξε ο Πλάτων: Λογιστικόν, η λογική· θυμικόν, το συναίσθημα· επιθυμητικόν, η επιθυμία (σελ. 52).

Άλλες πατερικές περιγραφές βασίστηκαν στον Αριστοτέλη ή στους Στωικούς, αν και τον όρο «ψυχή» δεν τον χρησιμοποίησαν με τη γενική σημασία της ζωής, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλες μορφές ζωής πλην του ανθρώπου (σελ. 52-3).

Κατόπιν ο Ware πραγματεύεται τον όρο της «καρδιάς», ο οποίος στην πραγματικότητα είναι ο βιβλικός όρος που αναφέρεται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και, ως εκ τούτου, πλησιάζει ορισμένες πτυχές της ελληνικής «ψυχής» ως νου. Αυτό δεν το αναφέρει ξεκάθαρα, αν και αποπειράται να εξηγήσει τη συνύπαρξη των δύο όρων στην πατερική ορολογία και την ιδιαίτερη χρήση τους. Ο Ware εξηγεί ότι η «καρδιά» περιλαμβάνει και το συνειδητό και το ασυνείδητο και ότι δεν αναφέρεται απλώς στα συναισθήματα του ανθρώπου. Επίσης τονίζει ότι ως όρος δηλώνει το ενοποιητικό κέντρο του όλου ανθρώπου και έτσι τον συσχετίζει με την «ψυχοσωματική» μέθοδο του ησυχασμού, κατά την οποία οι ασκητές πρέπει να έχουν «το βλέμμα καρφωμένο στον ομφαλό» και να συνδέσουν τις λέξεις της προσευχής τους «με τον ρυθμό της αναπνοής τους». Πολλοί τούς περιέπαιζαν αποκαλώντας τους «ομφαλοσκόπους» (σελ. 58-9).

Εν συνεχεία ο Ware εστιάζει στα «πάθη» της ψυχής. Χωρίζει τους Πατέρες σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που υποστηρίζουν την «απάθεια» (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Ευάγριος Ποντικός), δηλαδή τη νέκρωση των παθών, και σε εκείνους που υποστηρίζουν τον «αναπροσανατολισμό» των παθών, δηλαδή την ένθεη εκδήλωσή τους (Θεοδώρητος Κύρου, Αββάς Ησαΐας, ψευδο-Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ψευδο-Μάξιμος Ομολογητής, Γρηγόριος Παλαμάς) . Για τους πρώτους λέει ότι διέπονται από τον στωικισμό, ενώ για τους δεύτερους από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.

Ως αποτέλεσμα τέτοιων επιρροών, ο Ware καταπιάνεται ύστερα με το ερώτημα αν το ζώα έχουν ψυχή. Έχοντας πρώτα παρουσιάσει διάφορες αντιφατικές απόψεις, καταλήγει λέγοντας πως οι Έλληνες Πατέρες…

Πίστευαν πως στον μέλλοντα αιώνα θα μπορούσαν να υπάρχουν ζώα, αλλά δεν περίμεναν να είναι τα ίδια ακριβώς με αυτά που υπάρχουν σήμερα. […] Φαίνεται ότι στον μέλλοντα αιώνα, θεωρούμενα το καθένα ξεχωριστά, θα έχουν μια νέα μορφή.

Και καταλήγει:

Δικαιολογεί η ελληνική χριστιανοσύνη να αρνείται την αθανασία στα ζώα; […] Ο Χριστός δεν λέει ότι τα σπουργίτια έχουν αθάνατη ζωή, αλλά δεν αρνείται το ενδεχόμενο (σελ. 73).

Αν και ίσως ο εν λόγω στοχασμός να μοιάζει φιλοζωικός, στην πραγματικότητα είναι το αντίθετο: είναι άρνηση της πραγματικής φύσης των έμβιων όντων, σύμφωνα με τα διδάγματα και της Αγίας Γραφής και της επιστήμης.

Το επόμενο κεφάλαιο, με τίτλο «Τα πάθη: Εχθροί ή φιλοι;», επανέρχεται στον ορισμό της «καρδιάς» και στη λειτουργία των «παθών», σε μια προσπάθεια να καταγραφεί η σχέση των διιστάμενων πατερικών απόψεων με τους Στωικούς, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Ο Ware διαφωνεί με όσους υποστηρίζουν ότι η «απάθεια» είναι αρετή, αλλά πλησιάζοντας την Αγία Γραφή, ασπάζεται τη θέση πως τα έντονα συναισθήματα έχουν θέση στην καρδιά ενός πνευματικού ανθρώπου, υπό την προϋπόθεση πως αυτά χρησιμοποιούνται σωστά (σελ. 101).

Το τελευταίο κεφάλαιο, «“Συνεργός και πολέμιος”. Το σώμα στην ελληνική και χριστιανική παράδοση», είναι το εκτενέστερο. Για άλλη μια φορά, ο Ware δείχνει ότι αντιλαμβάνεται πως υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ της βιβλικής και της πατερικής παράδοσης επειδή η δεύτερη έχει φιλοσοφικές επιρροές:

Η ελληνική χριστιανοσύνη είναι αποδέκτης μιας διπλής κληρονομιάς: της εβραϊκής-αγιογραφικής παραδόσεως, η οποία εκλαμβάνει το σώμα με έντονα ολιστικό τρόπο, και την ελληνική-πλατωνική προσέγγιση, η οποία – χωρίς να είναι αυστηρά δυιστική, εκτός σπανίων περιπτώσεων – διαφοροποιεί σαφώς την ψυχή και το σώμα (σελ. 108-9).

Και εξηγεί περαιτέρω:

Η Παλαιά Διαθήκη θεωρεί το ανθρώπινο πρόσωπο όχι ως συνδυασμό δύο ξεχωριστών οντοτήτων, του σώματος και της ψυχής, αλλά μία και μόνη αδιαίρετη ενότητα. Η εβραϊκή παράδοση θέλει το πρόσωπο ένσαρκο, υλικό: Δεν έχω σώμα, είμαι το σώμα μου […] Όταν […] τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης αρχίζουν […] να αναφέρονται σε ζωή μετά τον θάνατο, δεν εννοούν την αθανασία της ψυχής, αλλά την ανάσταση του σώματος. […] Όταν τέτοιες ιδέες [όπως η προΰπαρξη της ψυχής και η μετενσάρκωση] εμφανίζονται σ’ ένα κατοπινό κείμενο, όπως η Σοφία Σολομώντος (8:20), θα πρέπει να τις αποδώσουμε σε άμεσες ελληνικές επιρροές (σελ. 109).

Εν συνεχεία αναφέρει ο Ware ότι οι πλατωνικές αντιλήψεις στον Πλωτίνο και τον Φίλωνα τους έκαναν να έχουν αρνητική στάση απέναντι στο σώμα, αλλά:

Η ολιστική θεώρηση των εβραϊκών Γραφών συνεχίζει να επικρατεί και στην Καινή Διαθήκη […]. Οπωσδήποτε, όσον αφορά την ανθρωπολογία του, ο Παύλος […] πουθενά δεν κάνει άμεση αντιδιαστολή μεταξύ ψυχής και σώματος (σελ. 111-2).

Τι θα πούμε όμως για το χωρίο Α΄ Θεσσαλονικείς 5:23; Ο Ware απαντά:

Ακόμη και εδώ, η πρόθεσή του δεν είναι να αριθμήσει κατά τρόπο συστηματικό τρία «μέρη» ή «συστατικά» του ανθρώπινου προσώπου, αλλά απλώς να επιμείνει στο ότι ολόκληρο το πρόσωπο πρέπει να διαφυλαχθεί από τον Θεό (σελ. 114).

Ο Ware εξαίρει την ολιστική ανθρωπολογία της Βίβλου και συμπαρατάσσεται με τους Πατέρες που πλησιάζουν περισσότερο σε αυτή την ανθρωπολογία για να τονίσει την αξία του σώματος, ακόμη και αν αυτή του η θέση τον φέρνει σε αντιπαράθεση με άλλους Πατέρες. Η αξία του σώματος έχει άμεση σχέση με τις απόψεις για τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου. Ο Ware αναφέρει πως λόγω των έξωθεν επιρροών υπήρξαν τάσεις άρνησης της σεξουαλικότητας. Οι Εγκρατείς και οι Γνωστικοί εκφράζουν απλώς την πιο ακραία εκδοχή αυτής της άρνησης.

Ο Μέγας Αθανάσιος και ο Γρηγόριος Νύσσης κατά τον 4ο αιώνα και ο Μάξιμος ο Ομολογητής, κατά τον 7ο, φθάνουν ακόμη να διατυπώσουν την άποψη ότι ο γάμος δόθηκε από τον Θεό μόνο εξ αιτίας της πτώσεως […]. Εξαιρώντας λοιπόν τον γνωστικισμό, αυτό που βρίσκουμε στην ελληνική χριστιανοσύνη δεν είναι η απόλυτη απόρριψη του σώματος αλλά κυρίως μια αμφιθυμία, μια άλυτη κατάσταση. Παρ’ ότι υποστηρίζεται πάντοτε ότι το σώμα είναι θεμελιωδώς καλό, στην πραγματικότητα συχνά αντιμετωπίζεται αρνητικά (σελ. 125, 127).

Και αν το σώμα αντιμετωπίζεται αρνητικά, το γυναικείο σώμα ακόμη περισσότερο (σελ. 129). Η δε κατάσταση με τις ανθρωπολογικές απόψεις είναι σίγουρα άλυτη όταν ταυτόχρονα συμβουλεύεσαι και χιλιαστές και πλατωνιστές. Ωστόσο, ο Ware επιμένει στον Ειρηναίο, που είναι ίσως η πιο βασική πηγή του σε αυτά τα δοκίμια. Θεωρεί πως ο Συμεών ο Στουδίτης είναι συνεχιστής του Ειρηναίου, καθώς αντιμετωπίζει το σώμα ως έκφανση του Χριστού, ακόμη και όταν πρόκειται συγκεκριμένα για τη «βάλανόν» του. Η περίπτωση, ωστόσο, του Συμεών αποτελεί «πρωτοφανή εξαίρεση στην ελληνική χριστιανική γραμματεία» (σελ. 132).

kyrie_ihsou_xriste_eleison_meΚατόπιν, για πολλοστή φορά ο Ware επιστρέφει στον ορισμό της «καρδιάς», που βασίζεται στις Εβραϊκές Γραφές, για να προβάλλει την «καρδιακή προσευχή» ως πτυχή μιας ολιστικής ανθρωπολογίας, μια μορφή λατρείας στην οποία συμμετέχει ενεργά και το σώμα. Πρόκειται για μια ειδική προσευχή σε συγκεκριμένη στάση, με συγκεκριμένο ρυθμό αναπνοής και συγκεκριμένα λόγια, που πρωτοεμφανίζεται με σαφήνεια τον 13ο αιώνα μ.Χ. Ο Ware ομολογεί:

«Παρόμοιες τεχνικές υπάρχουν τόσο στη γιόγκα όσο και στον σουφισμό» (σελ. 148).

Στα συμφραζόμενα, ο Ware απαριθμεί και άλλες μορφές λατρείας εντός του ορθόδοξου ναού όπου συμμετέχει και το σώμα. Ολοκληρώνει με το εξής συμπέρασμα:

Σημειώσαμε προηγουμένως ότι κατά τους πρώτους αιώνες της ελληνικής χριστιανοσύνης, υπήρχαν δύο αντίθετες στάσεις έναντι του ανθρώπινο σώματος: Η πλατωνίζουσα του Ωριγένη, η οποία, χωρίς να γίνεται δυιστική, πάντως περιθωριοποιεί το σώμα· και η αγιογραφική ανθρωπολογία του αγίου Ειρηναίου, η οποία αντιμετωπίζει το πρόσωπο ως ενιαία ενότητα. Διασχίζοντας έντεκα αιώνες και ερχόμενοι στον Γρηγόριο Παλαμά, αξίζει να επισημάνουμε ότι η άποψη που τελικά επικρατεί είναι η αγιογραφική και όχι η πλατωνική, του Ειρηναίου μάλλον και όχι του Ωριγένους (σελ. 150).

Η σαφής δήλωση του Ware ότι στην πορεία της ορθόδοξης θεολογίας υφίσταται μια πάλη ιδεών είναι αναμφίβολα σωστή. Το ότι συνυπάρχουν οι ρακένδυτοι ασκητές της ερήμου με τους χρυσοκέντητους πατριάρχες των αυτοκρατορικών αυλών αποτελεί μια ίσως πιο φανερή εκδοχή αυτής της αμφιθυμίας. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα δύο άκρα δεν είναι πραγματικά βιβλικό. Η δε αναφορά του στην επικράτηση της αγιογραφικής ανθρωπολογίας είναι ευφημισμός, ίσως και ευσεβής πόθος. Στον θεολογικό λόγο υπήρξε όχι τόσο επικράτηση όσο συγκερασμός ή συμφυρμός. Στη λατρευτική πράξη, η ελιτίστικη πνευματοκρατία του πλατωνισμού υπερφαλαγγίστηκε από τη μαζική υλικότητα της λαϊκής παγανιστικής πρακτικής από τη μια και των πολιτικών φιλοδοξιών της ιεραρχίας από την άλλη. Τα κείμενα του Ware, θεωρώ, όχι μόνο μαρτυρούν την πάλη στην ιστορία των δογμάτων αλλά και μια εσωτερική πάλη στον ίδιο τον Ware, την οποία δεν μπορεί να καταλαγιάσει, παρά τους καθησυχασμούς του. Αναγκάζεται να σταθεί, ανοιχτά ή ανομολόγητα, απέναντι σε μια πλειάδα Πατέρων. Ναι, οι καιροί έχουν αλλάξει, δεν ζούμε πια στον 4ο αιώνα.

24 σκέψεις σχετικά με το “Περί σώματος, ψυχής και παθών: Κριτική στο νέο βιβλίο του Κάλλιστου Ware

  1. Πολύ καλή η κριτική σου
    Τα σχόλια σου δείχνουν βαθιά μελέτη της Γραφής και όχι μόνο
    Μου είναι πολύ χρήσιμα αυτά που διαβάζω

  2. Αγαπητέ Φιλίστωρ εν Κυρίω χαίρειν,

    Διάβασα την βιβλιοπαρουσίασή σας. Γράφετε:

    «Η ορθόδοξη ανθρωπολογία αντιμετωπίζει άλυτα προβλήματα και αντιφάσεις, γιατί δεν βασίζεται αποκλειστικά στην Αγία Γραφή αλλά και στις ξεπερασμένες αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων».

    Αυτά τα άλυτα προβλήματα και οι αντιφάσεις δεν λύνονται ούτε από τη Βίβλο, όπως ισχυρίζεστε. Και μάλιστα παρατηρώ την τάση σας με πολλή και περίσσια ευκολία να κατηγορείτε συνεχώς σε όλα σας τα άρθρα τους Έλληνες Πατέρες. Σας είχα ξαναπεί στο παρελθόν ότι αν έχετε την εντύπωση ότι η Καινή Διαθήκη κατέβηκε από τον ουρανό, τότε είστε εκτός τόπου και χρόνου. Η Καινή Διαθήκη συγγράφεται εντός συγκεκριμένου πλαισίου, του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Το να μέμφεστε συνεχώς τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς για τις πλατωνικές και στωικές τους επιδράσεις και προσλήψεις, δείχνει το λιγότερο έλλειψη γνώσης περί των ιστορικών και πολιτισμικών συνθηκών της εποχής, παράλληλα με την διαδικασία και τον τρόπο εξάπλωσης και εδραίωσης του Χριστιανισμού στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Οι χριστιανοί κύριε Φιλίστωρ έπρεπε να πείσουν τους στωικούς και τους πλατωνικούς και τους αριστοτελικούς και όλη την υψηλή διανόηση της εποχής για την αλήθεια του Ευαγγελίου. Δεν ήταν πλειονότητα οι χριστιανοί κύριε Φιλίστωρ μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Δεν είστε σε θέση να κατανοήσετε ότι για να πείσεις κάποιον, πόσο μάλλον την πλειονότητα, αρχίζεις να ομιλείς τη «γλώσσα» του; Ή μήπως έχετε την εντύπωση ότι ο Ελληνισμός, το «ελληνίζειν» δεν αποτελούσε βαρυσήμαντο πολιτισμικό κεφάλαιο εκείνη την εποχή;

    Από την Καινή Διαθήκη τώρα, δηλαδή κείμενα του 1ου και όχι του 4ου αιώνα μ.Χ., ήδη μου ήρθαν στο μυαλό δύο χωρία του Παύλου, που υπάρχει σαφέστατος διαχωρισμός πνεύματος και σώματος με προτροπές οι πιστοί να μην ενδιαφέρονται για το σώμα τους, συνεπώς υποτίμηση του σώματος.

    Συγκεκριμένα τρία απλά μα όχι μοναδικά παραδείγματα:

    Προς Γαλάτας 5, 16-17

    «Λέγω δέ, πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε.
    ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε ταῦτα ποιῆτε».

    Προς Ρωμαίους, 13, 13-14

    «ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίτας καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας».

    Επίσης , Προς Ρωμαίους 8, 1-12

    «Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί, ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα· οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος. τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν· τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται· οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται. ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλ᾿ ἐν πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν. εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ. εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην. εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος ᾿Ιησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν.῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν· εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε».

    Ο απόστολος Παύλος τα λέει αυτά, δε τα λέω εγώ. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να τα διαβάσετε. Ξεκάθαρος διαχωρισμός πνεύματος – σώματος. Και υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα και από τα ευαγγέλια και από τον Παύλος. Αυτά ενθυμήθηκα στα γρήγορα.

    Εν κατακλείδι, το να ταμπουρώνεστε πίσω από καλά καμουφλαρισμένες προτεσταντικές αντιλήψεις (η Γραφή λέει όλα τα σωστά και όσα χρειαζόμαστε) , ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζεστε ότι κάνετε αντικειμενική «ουδέτερη» έρευνα, δε βγάζει πουθενά. Σίγουρα πάντως δε σας βγάζει από τα ιδεολογικά σας αδιέξοδα.

    • Αγαπητέ Ιωάννη, ευχαριστώ για τα ειλικρινή σχόλια.

      Κατ’ αρχάς είναι άλλο πράγμα να προσδιορίσει κανείς τι είδους σχέση είχε ο χριστιανισμός με τη διανόηση της εποχής και, ύστερα, άλλο το να κρίνει αν αυτή η σχέση είναι καλή ή καλή για τον χριστιανισμό. Ο Ware παραδέχεται πως η σχέση ήταν ουσιαστική και σε μερικές περιπτώσεις ωφέλιμη ενώ σε άλλες βλαβερή. Ως προς το δεύτερο, επανειλημμένα υποδηλώνεται στο έργο του πως τάσσεται κατά της πλατωνικής πνευματοκρατίας (ή αλλιώς του αρνητισμού προς το σώμα), που κατά τη γνώμη του ταλάνισε επί αιώνες την ορθόδοξη θεολογία μέχρι να επικρατήσει η ολιστική, κατ’ αυτόν, ανθρωπολογία του Γρηγορίου Παλαμά. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως παραθέτω ανωτέρω στην κριτική μου, ομολογεί ανοιχτά την αποστασιοποίηση από την ολιστική ανθρωπολογία της Βίβλου. Επίσης, λέει ανοιχτά, όπως επίσης παραθέτω πάνω, πως το σχήμα σώματος-ψυχής (ως συστατικά του ανθρώπου) ΔΕΝ υπάρχει στη Γραφή. Σε δυο-τρεις περιπτώσεις που εμφανίζεται η νέφες/ψυχή με την μπασάρ/σώμα, η νέφες/ψυχή σημαίνει τη βιολογική ζωή, και όχι κάποιο άυλο μέρος του ανθρώπου, προσθέτω εγώ.

      Σε σχέση με το σχήμα σαρξ-πνεύμα που επικαλείστε στον Παύλο, ο ίδιος ο Ware στη σελίδα 114 ξεκαθαρίζει πως δεν αφορά τα συστατικά του σώματος αλλά τη νοοτροπία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που ζει εν σαρκί ζει με κτηνώδη νοοτροπία, ενώ ο άνθρωπος που ζει εν πνεύματι ζει με τη νοοτροπία του Αγίου Πνεύματος. Για να το πούμε απλά, το πνεύμα στα χωρία που αναφέρατε είναι το Άγιο Πνεύμα και όχι κάποιο συστατικό του ανθρώπου. Οποιοδήποτε σοβαρό επιστημονικό κείμενο και αν διαβάσετε επ’ αυτού, θα πάρετε την αυτή ερμηνεία.

      Τώρα, το αν είναι καλή ή κακή η αποστασιοποίηση από τη βιβλική ανθρωπολογία χάριν της περιπτύξεως με τη διανόηση της εποχής θα το κρίνετε εσείς. Εγώ απλώς θα σας θυμίσω πως ο πλατωνισμός ήταν συνάμα και άσκηση πνευματισμού, ή αλλιώς μυστικισμός. Ο Απόστολος Παύλος, κατά τη δική μου εκτίμηση, δεν ακολούθησε τον δρόμο του Ιουστίνου, του Αθηναγόρα, του Κλήμεντος Αλεξανδρείας, του Ευσέβιου, του Μ. Βασιλείου και άλλων, αλλά τήρησε τις αποστάσεις του. Και πάλι θα πω, όμως, ότι εσείς θα κρίνετε.

  3. Διαφωνώ. Λέτε ότι ο απόστολος Παύλος όταν ομιλεί για πνεύμα εννοεί το άγιο Πνεύμα. Μάλιστα. Επομένως το άγιο Πνεύμα είναι κατά της σαρκός; Είναι ξεκάθαρος ο πλατωνικός διαχωρισμός του Παύλου. Το δε πνεύμα κατά της σαρκός λέει. Αντίκειται αλλήλλοις. Συγκρούονται μεταξύ τους.

    «Λέγω δέ, πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε.
    ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε ταῦτα ποιῆτε».

    Το ζήτημα είναι ότι μοιάζει να μην έχετε καταλάβει ή μάλλον δεν θέλετε να διανοηθείτε ότι ακόμη και οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης είναι επηρεασμένοι σαφέστατα από τον πλατωνισμό. Το ίδιο και ο Παύλος.

    «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ».

    Άλλος ένας σαφέστατος διαχωρισμός σώματος και ψυχής.

    • Παραπάνω σας είπα πως ομοφώνως όσοι ασχολούνται επιστημονικά με την Καινή Διαθήκη αναγνωρίζουν πως εδώ δεν γίνεται αναφορά στα συστατικά του ανθρώπου. Η ομοφωνία προκύπτει από τη σαφήνεια των χωρίων.

      Π.χ.ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος έτσι ώστε να είναι διχασμένος; Πως τα δύο συστατικά του τον τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις; Αυτό θα ήταν παράλογο.

      Επίσης, αν το πνεύμα εδώ είναι η ελληνική ψυχή, δηλαδή ο νους, μήπως αυτό σημαίνει πως τη σωτηρία τη βρίσκει απλώς και μόνο αυτός που έχει υψηλή μόρφωση και ισχυρή θέληση; Εδώ ο Παύλος εκθειάζει όσους είναι διανοούμενοι; Αυτό είναι το σημείο; Προφανώς όχι.

      Ο πνευματικός άνθρωπος στην Αγία Γραφή δεν είναι ο άνθρωπος της διανόησης (ούτε ο εξαϋλωμένος άνθρωπος) αλλά ο άνθρωπος που αφήνει το Άγιο Πνεύμα να κυριαρχεί στη ζωή του και όχι η σάρκα, δηλαδή οι αμαρτωλές επιθυμίες.

      Λόγω της ώρας, δεν έχω τον χρόνο για εκτενή βιβλιογραφία, απλά παραθέτω κάτι που βρήκα αμέσως στο ίντερνετ:

      Γιατί μέσα στον κάθε πιστό διεξάγεται ένας αγώνας ανάμεσα στο Πνεύμα και την σάρκα. Αυτό δεν σημαίνει αγώνας μεταξύ ψυχής και σώματος. Αλλά αγώνας,που απο την μιά είναι το Πνεύμα του Θεού. Το Αγ. Πνεύμα,που θέλει να μας κάνει κατοικητήριό Του και από την άλλη το «φρόνημα της σαρκός» που θέλει να μας αποξενώσει από τον Θεό.

      http://www.romfea.gr/diafora/984-lampros-esperinos-stin-agia-triada-kerameikou-foto

      Τώρα, ως προς το χωρίο του Ματθαίου, αυτό είναι ένα από τα λιγοστά χωρία της Γραφής που συνυπάρχουν οι λέξεις ψυχή και σώμα. Εν πρώτοις φαίνεται ότι ο Ιησούς κάνει έναν διαχωρισμό στα συστατικά του ανθρώπου. Ωστόσο, γενικά απουσιάζει από τα λόγια του Ιησού μια τέτοια ανθρωπολογία. Παρατηρούμε λοιπόν δέκα χωρία μόλις παρακάτω:

      ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν.

      Τι σημαίνει εδώ η ψυχή; Δεν είναι κάποιο συστατικό του ανθρώπου, διότι είναι κάτι που πρέπει να το βρεις και να μη το χάσεις. Είναι κάτι που «έχεις» και όχι κάτι που «είσαι». Μήπως είναι η σχέση με τον Θεό; Όχι, διότι μακαρίζει όσους «χάνουν» την ψυχή για χάρη του Χριστού. Είσαι σαφές ότι αναφέρεται στη ζωή που απολαμβάνει κάποιος. Αυτός που πάει να σιγουρέψει τη ζωή του, δηλαδή βάζει τη ζωή του πάνω από όλα, θα τη χάσει. Αυτός που τη δίνει για τον Χριστό, δηλαδή που δεν φοβάται να πεθάνει όταν τον απειλούν, αυτός θα ζήσει αιωνίως μετά την ανάσταση. Τότε θα «βρει» τη ζωή.

      Γι’ αυτό η παράλληλη αφήση στον Λουκά λέει:

      Λέγω δὲ ὑμῖν τοῖς φίλοις μου· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, καὶ μετὰ ταῦτα μὴ ἐχόντων περισσότερόν τι ποιῆσαι. 5 ὑποδείξω δὲ ὑμῖν τίνα φοβηθῆτε· φοβήθητε τὸν μετὰ τὸ ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν ἐμβαλεῖν εἰς τὴν γέενναν· ναί, λέγω ὑμῖν, τοῦτον φοβήθητε.

      Επίσης, πάλι στον Ματθαίο (κεφ. 6) διαβάζουμε:

      Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε [ἢ τί πίητε], μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;

      Εδώ πάλι συνυπάρχουν οι όροι ψυχή και σώμα, αλλά είναι σαφές πως η ψυχή δεν είναι κάποιο άυλο συστατικό του ανθρώπου. Η άυλη ψυχή δεν θα εξαρτιόταν από την τροφή ή το νερό. Η ψυχή εδώ σημαίνει τη ζωή που απολαμβάνει κάποιος. Κατ’ ανάλογο τρόπο, ο Ιησούς λέει παραπάνω πως αυτοί που θανατώνουν το σώμα δεν μπορούν πραγματικά να σταματήσουν τη ζωή κάποιου, διότι μόνον ο Θεός είναι αυτός που θα ορίσει ποιος θα ζει αιωνίως. Αυτή η κατανόηση συμφωνεί και με τα συμφραζόμενα του Ματθαίου αλλά και με την παράλληλη αφήγηση του Λουκά.

      Αυτή είναι μια γρήγορη απάντηση, αλλά θεωρώ πως αρκεί. Ειλικρινά εύχομαι να βρω τον χρόνο να ολοκληρώσω τη σειρά των άρθρων για την ανθρωπολογία της Αγίας Γραφής, ώστε να αναλυθούν όλα σχολαστικά.

  4. Πέρασε ποτέ από το μυαλό σας ότι αυτοί που εδραίωσαν το Χριστιανισμό δεν έκακαναν λάθος αλλά εμείς που ζούμε 17-18 αιώνες μετά μπορεί να κάνουμε;

    • Σίγουρα έχει περάσει από το μυαλό μου. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που ασχολήθηκα με την ιστορία των δογμάτων. Ξέρετε τι ανακάλυψα; Πως η «εδραίωση» στην οποία αναφέρεστε έγινε μετά τα τέλη του 300 μ.Χ. Αν ψάξετε στις αναρτήσεις μου, θα βρείτε ένα πινακάκι με τις απόψεις περί ψυχής από Πατέρες, ή έστω εκκλησιαστικούς συγγραφείς, του 2ου αιώνα. Το πινακάκι δείχνει πως τον 2ο αιώνα επικρατούσαν τουλάχιστον 4 διαφορετικές απόψεις για την ψυχή και καμία από αυτές δεν συμφωνεί πλήρως με αυτή που επικράτησε μεταγενέστερα. Με «Ορθόδοξα» κριτήρια, ήταν όλοι τους αιρετικοί. Ωστόσο, αν βάλουμε τους συγγραφείς σε χρονολογικά σειρά, διαπιστώνουμε μία σταδιακή μετάβαση προς την άποψη που τελικά επικράτησε.

      Άρα, όταν μιλάμε για την «ορθόδοξη» άποψη των Πατέρων, δεν μιλάμε για την άποψη που επικρατούσε την εποχή των Αποστόλων ή μερικές δεκαετίες μετά από αυτούς, αλλά για μια άποψη που επικράτησε πολλούς αιώνες μετά αυτούς. Ενδεικτικά αναφέρω, αν και φαντάζομαι πως το γνωρίζετε, πως η επίσημη άποψη για την τιμωρία των αμετανόητων καθιερώθηκε στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο. Δηλαδή πρέπει να φτάσουμε στις αρχές του 6ου αιώνα! Τόσο μακριά από την εποχή των Αποστόλων!

      Όταν επίσης εξετάζουμε προσεκτικά την επιχειρηματολογία κάποιων Πατέρων και διαπιστώνουμε εύκολα ότι εκεί υπάρχουν χονδροειδείς παρερμηνείες εξαιτίας της ελληνικής τους μόρφωσης και της απόστασής τους από την εποχή και τη γλώσσα της Αγίας Γραφής ή όταν διαφωνούν μεταξύ τους λόγω το ότι κάποιοι έκλιναν περισσότερο προς τον στωικισμό, άλλοι προς τον πλατωνισμό και άλλοι προς τον αριστοτελισμό, εκεί τι συμπεραίνουμε; Με ποιους θα πάμε; Αυτά τα έχω γράψει αναλυτικά σε διάφορα άρθρα.

  5. Στα σκουπίδια και η Αγία Γραφή. Αν κάνει λάθος ο οργανισμός τότε έχει ήδη κάνει λάθος ο ιδρυτής.

    • Συγχωρέστε με που δεν απαντώ πάντα αμέσως. Και εχτές ήταν κάπως αργά και σήμερα γενικά τρέχω με δουλειές.

      Σε αυτό που γράφετε, η απλή βιβλική απάντηση που θα έδινα είναι ότι ο Ιδρυτής δεν ευθύνεται για τις επιλογές των ανθρώπων, διότι μας έχει χαρίσει ελεύθερη βούληση και μας έχει επιτρέψει να γινόμαστε συνδιαμορφωτές της ιστορίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως εκείνος δεν θα κάνει τις δικές Του ενέργειες ή πως δεν θα υπάρξει θεία δίκη στο τέλος.

      Αν λοιπόν ίσχυε το σκεπτικό σας, θα λέγατε ότι ο Θεός απέτυχε επειδή σύμπασα η ανθρωπότητα αποστάτησε ή επειδή ο κατά σάρκα Ισραήλ αποστάτησε; Δεν αντικατέστησε η νέος Ισραήλ τον κατά σάρκα Ισραήλ;

  6. Δεν ανεβάσατε το σχόλιό μου που σας εξηγούσα για την ορθοδοξία-καθολικότητα και την αίρεση ήδη από τον 1ο αιώνα, στον οποίο οι προτεστάντες φαντάζεστε έναν καθαρό Χριστιανισμό. Κρίμα.

  7. Δεν ανέβηκε. Έκανα ένα μεγάλο σχόλιο χθες το βράδυ που σας εξηγούσα ότι η ορθοδοξία που ψάχνετε, στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ. Διαβάστε Πράξεις των αποστόλων και επιστολές του Παύλου και θα το διαπιστώσετε. Υπό αυτήν την έννοια τον 1ο αιώνα ο Παύλος ήταν ορθόδοξος.

    Επειδή λέγατε ότι η Ορθοδοξία εμφανίζεται τον 4ο αιώνα.

    • Είδα στο αρχείο των υπό έγκριση σχολίων και δεν είδα κάποιο δικό σας σχόλιο. Ίσως υπήρξε κάποιο πρόβλημα στη σύνδεση. Αν δεν σας είναι κόπος, θα χαρώ να το ξαναγράψετε για να το διαβάσω.

  8. Γεια σας και από μένα.

    Το σχόλιο του αγαπητου Ιωάννη που λέει «αν κάνει λάθος ο οργανισμός τότε έχει ήδη κάνει λάθος ο ιδρυτής», δεν μπορώ να το καταλάβω…
    Είναι σαν να λέμε (συγχωρέστε με τους ελαφρώς μαθηματικούς όρους) ότι:

    Διδασκαλία Χριστού = x.
    Διδασκαλία μεταγενέστερων (όποιοι και αν είναι αυτοί) ≠ x.
    Άρα:
    Διδασκαλία Χριστού και Διδασκαλία μεταγενέστερων = λάθος.

    Αυτό είναι λογικό σφάλμα. Δεν μπορεί να ισχύει.
    Το αν η διδασκαλία του Χριστού είναι εσφαλμένη δεν εξαρτάται από το εάν η διδασκαλία των μεταγενέστερων είναι εσφαλμένη.

  9. Αν δεν υπάρχει το σχόλιό μου, τότε δε το ξαναγράφω. Δεν τα προσχεδιάζω τα γραφόμενα. Έλεγα σημαντικά πράγματα όμως μέσα.

    Είναι δογματικό το θέμα. Οι Ρωμαιοκαθολικοί υποστηρίζουν ότι ο Πάπας Ρώμης είναι η κεφαλής της Εκκλησίας, κατέχει την πληρότητα της εξουσίας και είναι εκπρόσωπος του Χριστού πάνω στη γη (Vicarius Christi). Οι Προτεστάντες και οι ορθόδοξοι υποστηρίζουν ότι κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός. Αυτός την οδηγεί στη διάρκεια της ιστορίας. Συνεπώς αν ο οργανισμός κάνει λάθος, δηλαδή οι Πατέρες της Εκκλησίας και η ίδια η Εκκλησία, τότε κάνει λάθος ο ιδρυτής. Αν βγάζετε λάθος τους Πατέρες, τότε βγάζετε λάθος το Χριστό. Και αυτό το κάνετε διότι έχετε ελλιπή γνώση περί της ιστορικής πορείας του Χριστιανισμού και του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Δε μπορείτε να νοήσετε στο μυαλό σας ότι ένας στωικός ή νεοπλατωνικός φιλόσοφος της εποχής έφερνε φιλοσοφικές αντιρρήσεις κατά των επισκόπων και των πρεσβυτέρων και πολεμούσε την Εκκλησία. Οι επίσκοποι με τη σειρά τους απαντούσαν για να υπερασπιστούν τον Χριστιανισμό.

    Οι προτεστάντες εξ αρχής είχαν αυτό το πρόβλημα. Δεν έβρισκαν σύνδεση με την ιστορία. Και είναι λογικό, διότι προέρχονται ήδη από μία παραμορφωμένη παράδοση (παπισμός). Σε αυτή τους την προσπάθεια διέγραψαν όλα τα ιστορικά εκκλησιαστικά στοιχεία, αγίους, κείμεναμ εικόνες κλπ. Κράτησαν μόνο την Αγία Γραφή. Σήμερα βιώνουν αυτό το κενό της έλλιψης σύνδεσης με τον ιστορικό Χριστιανισμό. Όταν μένεις μόνο στον 1ο αιώνα και προσκολλάσαι εκεί, τότε δεν έχεις ζήσει εντός της παράδοσης. Είσαι κατ΄ανάγκην αιρετικός.

    Για αυτό σήμερα πολλοί προτεστάντες γίνονται ορθόδοξοι διαβάζοντας τους Πατέρες και κατανοώντας τις θεολογικές ζυμώσεις της εποχής.

    • Σχετικά με το επιχείρημα ότι ο χριστιανισμός είχε ανάγκη να οικειοποιηθεί τα όπλα της ελληνορωμαϊκής διανόησης για να πείσει τους διανοούμενους, είναι ένα κλασικό επιχείρημα για το οποίο απαντώ, νομίζω ικανοποιητικά, στο άρθρο μου για τη σχέση φιλοσοφίας και Πατέρων. Εκεί αναφέρω, κατά πρώτον, πως οι φιλοσοφικές έννοιες δεν χρησιμοποιούνται μόνον στα κηρύγματα προς Έλληνες μη χριστιανούς, αλλά γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι των εσωτερικών αντιλογιών για τα δογματικά ζητήματα και των κηρυγμάτων προς πιστούς. Ακόμη και η Έκδοσι Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως είναι γεμάτη με φιλοσοφικές έννοιες και αρχαιοελληνικές αντιλήψεις τον 8ο αιώνα, όταν είχε πλέον πάψει η ανάγκη του χριστιανισμού να πείσει τους Έλληνες διανοούμενους. Επομένως, η υιοθέτηση φιλοσοφικών εννοιών δεν ήταν απλώς ένα κηρυγματικό εργαλείο, αλλά συμφυρμός. Στο ίδιο άρθρο δίνω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: η αχρονία της γεννήσεως του Υιού εκ του Πατρός είναι αδύνατον να υποστηριχτεί βιβλικά, είναι ατόφιο εξωβιβλικό κατασκεύασμα που ενσωματώθηκε στην Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και λατρεία.

      Δεύτερον, αντί να επινοούμε εμείς λόγους για τους οποίους οι Πατέρες οικειοποιήθηκαν στοιχεία της ελληνικής φιλοσοφίας, μήπως είναι πιο τίμιο να δούμε πώς οι ίδιοι εξηγούν αυτή την οικειοποίηση; Η πραγματικότητα λοιπόν, αγαπητέ Ιωάννη, είναι εξής: από τα μέσα του 2ου αιώνα διαμορφώθηκε η αιρετική αντίληψη πως ο χριστιανισμός αποτελούσε τρόπον τινά συνέχεια ή αντικατάσταση της ελληνικής φιλοσοφίας. Ορισμένοι υποστήριξαν πως οι Έλληνες φιλόσοφοι διάβαζαν τον Μωυσή και έτσι ανέπτυξαν εν αγνοία τους σωστές απόψεις. Άλλοι είπαν πως ο Λόγος δρα σε όλους τους ανθρώπους και έτσι οδήγησε τους Έλληνες σε χριστιανικές αλήθειες. Μερικοί είπαν συγκεκριμένα πως το Άγιο Πνεύμα φώτισε ορισμένους Έλληνες φιλοσόφους. Με αυτό το σκεπτικό, πολλοί Πατέρες δεν δίστασαν να επικαλεστούν τους Έλληνες φιλοσόφους για τα δικά τους δογματικά επιχειρήματα και να διαβάσουν τα κείμενα της ελληνικής φιλοσοφίας ως συμφραζόμενα της Αγίας Γραφής. Ο Κλήμης Αλεξανδρεάς αποκαλεί την ελληνική φιλοσοφία παρόμοια με την Παλαιά Διαθήκη, ως «παιδαγωγό εις Χριστόν!» Τι απατη! Αντί να κάτσουν να μάθουν να διαβάζουν το εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης για να καταλάβουν βαθύτερα τη γλώσσα και τα νοήματα της Καινής, καθόντουσαν και μελετούσαν Πλάτωνα!

      Τρίτον, όπως πάλι έχω γράψει στα άρθρα μου, η φιλοσοφία της ελληνορωμαϊκής εποχής δεν ήταν μόνο διανόηση ή επιστήμη. Η ανάμειξη με ορισμένες μορφές φιλοσοφίας, όπως π.χ. ο νεοπλατωνισμός, δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να συγκριθεί με τη βαθιά μελέτη της βιολογίας και της αστρονομίας σήμερα, ώστε ένας χριστιανός απολογητής να επικαλεστεί επιστημονικά επιχειρήματα για να υποστηρίξει π.χ. την ύπαρξη του Θεού. Απεναντίας, ορισμένα φιλοσοφικά ρεύματα, όπως ο νεοπλατωνισμός, επιδίδονταν στον μυστικισμό, δηλαδή στην προσπάθεια η ψυχή να βγει από το σώμα και να συναντήσει θεϊκές οντότητες. Ήταν μια μορφή δαιμονισμού, και επομένως οι χριστιανοί που αναμίχθηκαν με αυτές τις πρακτικές, όπως ο Ωριγένης και οι πνευματικοί του επίγονοι, εκτέθηκαν σε άμεση δαιμονική επιρροή.

      Τέταρτον και τελευταίον, ο Απόστολος Παύλος αντιμετώπισε πολλάκις το ελληνικό ακροατήριο και κατάφερε να πείσει μορφωμένους Έλληνες είτε στην Αθήνα είτε αλλού. Θα ωφεληθούμε αν εξετάσουμε το παράδειγμά του: ποιες μεθόδους ακολούθησε, ποια ήταν τα όριά του στη χρήση της θύραθεν σοφίας και επίσης ποιους πραγματικά προσπαθούσε να πείσει. Ο Παύλος δεν θεωρούσε πως οι διανοούμενοι αποτελούν ειδικό στόχο για το χριστιανικό κήρυγμα ούτε ήλπισε ποτέ να κερδίσει την αποδοχή της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας. Αυτό θα ήταν αντιχριστιανικό, αφού ο άρχων του κόσμου τούτου είναι ο Σατανάς και ο Χριστός ξεκαθάρισε πως οι μαθητές του δεν θα είχαν καλύτερη αντιμετώπιση από αυτή που ο ίδιος εισέπραξε. Ο Παύλος ποτέ δεν θεώρησε ότι η εκκλησία αποτελεί ένα σύστημα που θα παίζει ρόλο συνεχιστή του ελληνορωμαϊκού κόσμου ή ότι τρόπον τινά οι Έλληνες φιλόσοφοι είναι «παιδαγωγοί εις Χριστόν» κατά τον τρόπο που ήταν η ΠΔ για τους Εβραίους.

      Αυτά εν ολίγοις, αν και φυσικά αναγνωρίζω το δικαίωμά σας να διαφωνείτε.

      • Δεν καταλάβατε τι είπα. Δεν είχε ανάγκη να οικειοποιηθεί κάτι ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός προέρχεται από το ελληνορωμαϊκό περιβάλλον. Είναι φυσικό να μιλούν με φιλοσοφικούς όρους διότι ο Χριστιανισμός γεννιέται στο ελληνορωμαϊκό πλαίσιο όπου κυριαρχεί στο βίο των ανθρώπων η φιλοσοφία αναμιγμένη με θρησκευτικές αντιλήψεις.

        «η αχρονία της γεννήσεως του Υιού εκ του Πατρός είναι αδύνατον να υποστηριχτεί βιβλικά, είναι ατόφιο εξωβιβλικό κατασκεύασμα που ενσωματώθηκε στην Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία και λατρεία».
        Τόσα χωρία υπάρχουν που δείχνουν ότι ο Λόγος είναι εξ αρχής με τον Πατέρα.
        «Θεός ην ο λόγος». Διαβάστε το Κατά Αρειανών του Μεγάλου Αθανασίου. Αν δεν πιστεύετε στη θεότητα του Ιησού τότε μη λέτε ότι είστε χριστιανός. Απλώς δεν κατανοείτε τη διάκριση αΐδιας και οικονομικής Τριάδας. Αυτά όμως έχουν ξεκαθαριστεί εδώ και 16 αιώνες αγαπητέ. Όπως σας είπα προσκολλάστε χωρίς λόγο και αιτία στον πρώτο αιώνα ψάχνοντας έναν ιδεολογικά καθαρό Χριστιανισμό που δεν υπήρξε ποτέ, δεν έχετε ζήσει την παράδοση, δεν την γνωρίζετε, την αγνοείτε επιδεικτικά και προσπαθείτε να περάσετε λανθασμένες απόψεις ως ορθές, βγάζοντας λάθος τους τιτάνες του Χριστιανισμού. Να σημειώσω μόνο πως οι περισσότερες σημερινές προτεσταντικές ομολογίες αποδέχονται το Σύμβολο της Πίστεως και επομένως το άχρονο του Υιού και τη θεότητα του Χριστού.

        Δε θα χαρακτήριζα αιρετική την αντίληψη πως ο Χριστιανισμός αποτελεί συνέχεια της ελληνικής φιλοσοφίας, ούτε όμως συμφωνώ απόλυτα με αυτή την αντίληψη. Πάλι δεν καταλαβαίνετε ότι εκείνον τον καιρό δεν υπήρχε διαχωρισμός θρησκείας από τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία θεωρούνταν ανώτερη μορφή θρησκείας για τους διανοούμενους. Συνεπώς ναι, για εκείνη την εποχή ο Χριστιανισμός πολύ λογικώς και λόγω της ανώτερης πνευματικής φύσης του, εκλαμβάνονταν ως ανώτερη φιλοσοφία ή ολοκλήρωση της ελληνικής φιλοσοφίας.

        Έτσι κι αλλιώς στους έλληνες φιλοσόφους διαβάζουμε απόψεις που βρίσκονται πολύ κοντά στο Χριστιανισμού. Η μονοθεϊστική αντίληψη για παράδειγμα. Θετικό είναι αυτό. Αυτό που λέει ο Ιουστίνος περί σπερματικού λόγου το πιστεύω κι εγώ. Όπως συμφωνώ και με τον Κλήμη Αλεξανδρείας ότι ο Θεός έδωσε τη φιλοσοφία στους Έλληνες για να έρθουν κοντά στο Θεό. Ναι, για τους Έλληνες ο παιδαγωγός για οδηγηθούν στο Χριστό ήταν η φιλοσοφία και η σκέψη τους. Δεν είχαν μωσαϊκό νόμο ή Παλαιά Διαθήκη οι Έλληνες. Τι δεν καταλαβαίνετε ακριβώς;

        Όλα αυτά που λέτε περί εβραϊκού πρωτοτύπου, συγχωρέστε με, αλλά είναι αναχρονιστικές γραφικότητες. Αυτό είχε ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά από τον 3ο αιώνα π.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Είναι δυνατόν τον 2ο αιώνα μ.Χ. να διαβάζουν το εβραϊκό; Ο Ωριγένης το διάβαζε πάντως.

        Όπως σας ξαναλέω έχετε έλλειψη βασικών ιστορικών γνώσεων της εποχής ή αλλιώς αποκρύπτετε εν γνώσει σας την ιστορική πραγματικότητα για να εξυπηρετήσετε δικούς σας σκοπούς.

        Το τρίτο σας σημείο είναι απελπιστικά άστοχο. Με λίγα λόγια αυτό που υποστηρίζετε είναι ότι οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, οι μοναχοί και όλοι οι άνθρωποι της Εκκλησίας ήταν δαιμονισμένοι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι. Που ακούστηκε αυτό; Τι σαχλαμάρες είναι αυτές; Αυτό αν το λέγατε τότε μπροστά τους, θεωρώ ότι θα σας κυνηγούσαν για την ύβρη σας. Και καλά θα έκαναν. Διότι ποτέ δεν συμβιβάστηκα η φιλοσοφία με το Χριστιανισμό. Δαιμονισμένους χαρακτηρίζουν οι περισσότεροι Πατέρες τους Έλληνες φιλοσόφους κι εσείς λέτε ότι οι Πατέρες ήταν νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι; Τι είναι αυτό πάλι; Επίσης σε πολλά έργα τους επικρίνουν έντονα τη φιλοσοφία του Πλάτωνα.

        Ούτε οι Πατέρες θεωρούσαν πως οι διανοούμενοι αποτελούν ειδικό στόχο για το χριστιανικό κήρυγμα. Σε όλους απευθύνονταν τα κηρύγματα. Ο Παύλος χρησιμοποιεί πολλές καθημερινές εικόνες και ρητορικά μοτίβα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, ακόμη και φράσεις από ποιητές.

        «Ο Παύλος ποτέ δεν θεώρησε ότι… τρόπον τινά οι Έλληνες φιλόσοφοι είναι «παιδαγωγοί εις Χριστόν» κατά τον τρόπο που ήταν η ΠΔ για τους Εβραίους».
        Κι επειδή δεν το είπε ο Παύλος, τι σημαίνει αυτό; Ποιος είναι ο Παύλος δηλαδή; Αυτός δεν ήταν που κυνηγούσε τους χριστιανούς και συνέχεια κλαίγεται στις επιστολές του ότι δίωκε την Εκκλησία του Χριστού και είναι ο πρώτος αμαρτωλός; Με το ίδιο σκεπτικό, κι εγώ δεν θυμάμαι ποτέ ο Κλήμης Αλεξανδρεύς να δίωκε ποτέ την Εκκλησία και τους χριστιανούς.

        Δεν είμαστε ειδωλολάτρες. Δε πιστεύουμε σε πρόσωπα. Μόνο στο πρόσωπο του θεανθρώπου Χριστού πιστεύουμε.

        • Διαβάζω με ενδιαφέρον τα σχόλιά σας και δεν θα ήθελα να διακόψω τον διάλογό σας. Επιτρέψτε μου ωστόσο να προσθέσω μια σκέψη που δεν πρόλαβα να καταθέσω γιατί μόλις μπήκα σπίτι.

          Επειδή τυγχάνει να έχω διαβάσει ένα μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής γραμματείας των πρώτων τεσσάρων αιώνων, η εντύπωση που έχω αποκομίσει είναι πως αυτά που γράφετε, αγαπητέ Ιωάννη, για τον Απόστολο Παύλο ούτε που θα διανοούνταν να τα γράψουν οι Ορθόδοξοι Πατέρες της εποχής εκείνης. Δηλαδή όταν ο Αθανάσιος έγραφε το Κατά Αρειανών ούτε κατά διάνοια δεν παρουσίασε τον Παύλο ή τους υπόλοιπους θεόπνευστους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης ως ισότιμούς του. Ο Αθανάσιος πουθενά δεν θυμάμαι να είπε: «θα κάνετε αυτό επειδή εγώ σας το λέω καθ’ υπόδειξιν του Αγίου Πνεύματος, όπως το έκανε και ο Παύλος». Αντιθέτως, ο Αθανάσιος προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει βασιζόμενος στην αυθεντία του Παύλου και των λοιπών αγιογραφικών συγγραφέων. Γι’ αυτό εξάλλου και στον βιβλικό κανόνα ΔΕΝ ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΑΝ τα κείμενα των μεταγενέστερων Πατέρων. Τα 27 βιβλία ήταν απαράμιλλα στη συνείδηση εκείνων των θεολόγων. Η ιδέα της εξίσωσης Καινής Διαθήκης και των μεταγενέστερων Πατέρων είναι μια ιδέα που παγιώθηκε μετά την εποχή του Ιουστιανού, όταν διαμορφώθηκε και ο κανόνας των αναγνωρισμένων Πατέρων (ενώ πιθανώς κάπου εκεί άρχισε και η καταστροφή των εκκλησιαστικών κειμένων που διαφωνούσαν με την επίσημη Εκκλησία της εποχής).

          Πάμε τώρα στην πνευματική εξουσία των συνόδων, γιατί είναι χρήσιμο να τα έχουμε ξεκαθαρισμένα τα πράγματα. Αγαπητέ Ιωάννη, μια αρχαία γνωστή παροιμία λέει «Αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω». Αυτά που έγραφε ο Παύλος στις επιστολές του δεν είχε εξουσία καμία σύνοδος ούτε να τα εγκρίνει ούτε να τα αμφισβητήσει διότι δεν ήταν λόγια του Παύλου αλλά λόγια του Θεού. Όταν μιλάει ο Θεός, δεν γίνεται σύνοδος. Δεν έγινε καμία σύνοδος στο όρος Σινά για να εγκρίνει τα λόγια του Μωυσή, και ποτέ δεν συνέβη κάτι παρόμοιο για την έγκριση των θεόπνευστων λόγων. Η Αποστολική Σύνοδος έγινε διότι ΔΕΝ μίλησε ο Θεός με άμεσο θαυματουργικό τρόπο, οπότε οι Απόστολοι και οι συνεργάτες τους κατέληξαν σε μια απόφαση με βάση (1) τις Γραφές και (2) τις προσωπικές εμπειρίες που κατατέθηκαν όσον αφορά τον τρόπο που είχε ενεργήσει το Άγιο Πνεύμα. Να σας θυμίσω επίσης, αγαπητέ Ιωάννη, πως όταν έγινε η Σύνοδος της Φερράρας και εκπροσωπήθηκε επισήμως η Ανατολική Εκκλησία, το εκατέρωθεν αποδεκτό πόρισμά της ήταν η ένωση των Εκκλησιών, και σε αυτήν αντιτάχθηκε μόνον ο Μάρκος Ευγενικός. Εν τέλει, όπως γνωρίζετε, η Ανατολή πήρε πίσω την υπογραφή της και υπερίσχυσε η άποψη του ενός. Πού πήγε λοιπόν εδώ η συνοδική εξουσία; Ή, μια άλλη περίπτωση, όταν ο Ιωάννης Χρυσόστομος πέθανε, ήταν υπό διωγμό από την επίσημη εκκλησία της εποχής του, αλλά ανακηρύχθηκε Άγιος από τους μεταγενέστερους. Πώς το «σώμα» του Χριστού καταδίκασε τότε έναν Άγιο του Χριστού;

          Εν τέλει, το ερώτημα είναι: από πού απορρέει η πνευματική εξουσία στην Εκκλησία; Από τις Συνόδους, από τις συλλογικές εκκλησιαστικές αποφάσεις ή από τους θεόπνευστους άντρες; Και ένα άλλο συναφές ερώτημα: Η Αγία Γραφή βασίζεται στην Εκκλησία ή αντιθέτως η Εκκλησία στην Αγία Γραφή; Για να βοηθήσω: Η Παλαιά Διαθήκη ήταν προϊόν της Εκκλησίας του Ισραήλ ή, αντιθέτως, η Εκκλησία του Ισραήλ θεσμοθετήθηκε από την Παλαιά Διαθήκη, επειδή αυτή ήταν ο Λόγος του Θεού;

  10. Αγαπητέ Ιωάννη, θα επικεντρωθώ στο παρακάτω μόνο σημείο, διότι στα άλλα ο αγαπητός Φιλίστωρ με υπερκαλύπτει.

    Θέλω να πω λοιπόν, ότι ο τρόπος που αντιλαμβάνεστε τα πράγματα είναι σοκαριστικός… Τουλάχιστον για εμένα…

    Λέτε: «Κι επειδή δεν το είπε ο Παύλος, τι σημαίνει αυτό; Ποιος είναι ο Παύλος δηλαδή; Αυτός δεν ήταν που κυνηγούσε τους χριστιανούς και συνέχεια ‘’κλαίγεται’’ στις επιστολές του ότι δίωκε την Εκκλησία του Χριστού και είναι ο πρώτος αμαρτωλός;»

    Σας γνωστοποιώ, διότι φαίνεται να μην το γνωρίζετε, ότι ο «ποιος είναι ο Παύλος», ήταν ένας μαθητής του πρώτου αιώνα, ο οποίος επιλέχτηκε απευθείας (!!!) από τον Κύριο Ιησού Χριστό (παρά το γεγονός ότι ο Παύλος δίωκε την Εκκλησία του Χριστού [προφανώς αυτό δεν το γνώριζε ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Αλλιώς δεν εξηγείται μια τέτοια κίνηση εκ μέρους Του]), ο οποίος (Κύριος Ιησούς Χριστός) είχε τον εξής σκοπό για τον Παύλο: «σκεῦος ἐκλογῆς ἐστίν μοι οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν τε καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ» (Πρξ. 9:3-15).

    Επίσης, σας γνωστοποιώ ότι ο «ποιος είναι ο Παύλος», είναι ο συγγραφέας περίπου του 50% της Καινής Διαθήκης, του βιβλίου δηλαδή που αποτελεί τον καταστατικό χάρτη της Χριστιανοσύνης, της θρησκείας δηλαδή που ομολογείτε.

    Επίσης, όροι όπως το «κλαίγεται», δείχνουν ότι έχετε πλήρη άγνοια του πνευματικού και ηθικού αναστήματος αυτού του ανθρώπου (…ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μή πως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι).

    Επίσης, σύμφωνα με τα λεγόμενα σας, όποιος δέχεται τη διδασκαλία του Παύλου, πιστεύει σε πρόσωπα και είναι ειδωλολάτρης. Αυτό ισχύει μόνο με τον Παύλο συγκεκριμένα;

    Δηλαδή:

    Όποιος δέχεται τη διδασκαλία του Κλήμη του Αλεξανδρέα, δεν πιστεύει σε πρόσωπα και δεν είναι ειδωλολάτρης;

    Όποιος δέχεται τη διδασκαλία του Γρηγόριου Νύσσης, δεν πιστεύει σε πρόσωπα και δεν είναι ειδωλολάτρης;

    Όποιος δέχεται τη διδασκαλία του Ιωάννη του Χρυσόστομου, δεν πιστεύει σε πρόσωπα και δεν είναι ειδωλολάτρης;

    Όποιος δέχεται τη διδασκαλία του Γρηγόριου Παλαμά, δεν πιστεύει σε πρόσωπα και δεν είναι ειδωλολάτρης;

    Κλπ…

    • Στην πραγματικότητα ο δικός σας τρόπος θέασης των πραγμάτων είναι σοκαριστικός και άκρως ανιστορικός. Διότι έχετε αποσυνδέσει την ιστορία με τη θεολογία. Έχετε αποσυνδέσει τα γεγονότα και την ιστορική συνέχεια με τη θεολογία. Από αυτό ακριβώς το πράγμα που δεν μπορείτε να κατανοήσετε, πηγάζουν όλες σας οι παρανοήσεις και οι στρεβλώσεις. Προφανώς και σας σοκάρουν τα γραφόμενά μου. Διότι εσείς ως προτεστάντης ειδωλοποιείτε τη Γραφή στον απόλυτο βαθμό.

      Αλλά αυτή είναι η αλήθεια, τι να κάνουμε τώρα; Δε θυμάμαι ποτέ ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας ή ο Κλήμης Αλεξανδρείας να δίωκαν τους χριστιανούς και την Εκκλησία του Θεού. Αντιθέτως ο Παύλος Ταρσού το έκανε επί χρόνια. Παραδέχεται συχνά το σφάλμα του στις επιστολές του

      Το ειδωλολάτρης δεν πάει σε ένα πρόσωπο συγκεκριμένα. Οι προτεστάντες που ειδωλολοποιούν τη Γραφή (τώρα από τον 20ο αιώνα άρχισαν να κάνουν βήματα προόδου και να διαβάζουν Πατέρες) μπορούν να χαρακτηριστούν ειδωλολάτρες. Η Εκκλησία δεν είναι ένα πρόσωπο συγκεκριμένο, δεν είναι ο Παύλος ή ο Πέτρος. Είναι και ο Παύλος και ο Πέτρος και ο Ιωάννης και ο Αθανάσιος και ο Χρυσόστομος και ο Παλαμάς. Ο Παύλος που ανήκε; Δεν ανήκε στην καθολική Εκκλησία; Από που απορρέει η διδασκαλία του Παύλου; Δεν απορρέει από την καθολική Εκκλησία; Δεν ήταν ο Παύλος μέλος της καθολικής Εκκλησίας; Η Εκκλησία ονομαζόταν καθολική επειδή ήταν η επίσημη Εκκλησία που απλωνόταν σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Δεν εννοώ τους σημερινούς Ρωμαιοκαθολικούς. Επομένως για ποια διδασκαλία του Παύλου κάνετε λόγο; Ο Παύλος αγαπητέ έχει τη διδασκαλία του, όπως την διδασκαλία του έχει και ο Χρυσόστομος και ο Αθανάσιος και ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Μάξιμος Ομολογητής κλπ. Μέσα από μια Οικουμενική Σύνοδο κρίνεται αν οι διδασκαλίες αυτές είναι ορθές – ορθόδοξες, όπως παρόμοια κρίνονται και οι αιρετικές διδασκαλίες. Έτσι λειτουργούσε και λειτουργεί η Εκκλησία ανά τους αιώνες. Πρώτη σύνοδος η αποστολική σύνοδος το 49μ.Χ.

      Η Καινή Διαθήκη αποτελεί κομμάτι της ιστορικής παράδοσης της Εκκλησίας που αποτυπώνει την σχέση του Θεού με τους ανθρώπους. Το ίδιο μπορεί να κάνει και το έργο ενός Πατέρα της Εκκλησίας. Πρώτα δημιουργήθκηε η Εκκλησία από το Χριστό και μετά ήλθαν στο φως τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Οι συγγραφείς των κειμένων είναι αναπόσπαστα μέλη της Εκκλησίας.

      Επιπλέον, για τους Πατέρες της Εκκλησίας αλλά και τους απολογητές του 2ου αιώνα, η έννοια της παράδοσης σήμαινε ένα σύνολο πραγμάτων και διδασκαλιών που είτε είχαν καταγραφεί σε κείμενα είτε ήταν προφορικά λεγόμενα, τα οποία και τα δύο κληρονομούνταν από γενιά σε γενιά. Αυτό σημαίνει ότι κάποια πράγματα, κάποιες διδασκαλίες, δεν είναι γραμμένα στις Γραφές.

      Κατά Ιωάννην 21, 25

      «ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία»

      Όπως επίσης και Β΄ Πέτρου 3, 16, όπου δηλώνεται εμμέσως ότι αν κανείς γνωρίζει μόνο τα γραμμένα, τότε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να τα διαστρεβλώσει:

      «ἐστι δυσνόητά τινα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφὰς πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν».

  11. «Επειδή τυγχάνει να έχω διαβάσει ένα μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής γραμματείας των πρώτων τεσσάρων αιώνων, η εντύπωση που έχω αποκομίσει είναι πως αυτά που γράφετε, αγαπητέ Ιωάννη, για τον Απόστολο Παύλο ούτε που θα διανοούνταν να τα γράψουν οι Ορθόδοξοι Πατέρες της εποχής εκείνης».

    Έχετε δίκαιο. Έτσι είναι. Αλλά ήθελα να σας δώσω να καταλάβετε ότι δεν γίνεται να κολλάμε σε πρόσωπα και να αποκλείουμε άλλα, επειδή έχουν διαφορετική διδασκαλία. Στην ουσία δεν έχουν διαφορετική διδασκαλία, κάποια σημεία απλώς στη διδασκαλία τους διαφέρουν. Η Εκκλησία δεν ζητάει από όλους να λένε τα ίδια. Η Εκκλησία συγκεντρώνει τις διδασκαλίες των Πατέρων, τις φιλτράρει και επιλέγει από αυτές τις κατάλληλες για την πνευματική οικοδομή των πιστών. Υπό αυτή την έννοια δεν καταλαβαίνω την αντίθεση που προκαλείτε ή θέλετε να προκαλέσετε μεταξύ Παύλου και Πατέρων.

    «Δηλαδή όταν ο Αθανάσιος έγραφε το Κατά Αρειανών ούτε κατά διάνοια δεν παρουσίασε τον Παύλο ή τους υπόλοιπους θεόπνευστους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης ως ισότιμούς του… προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει βασιζόμενος στην αυθεντία του Παύλου και των λοιπών αγιογραφικών συγγραφέων».
    Έτσι είναι.

    Ούτε εγώ εξισώνω τα κείμενα της Καινής Διαθήκης με των Πατέρων. Από την άλλη δεν τα ειδωλοποιώ όμως κιόλας. Υποκρίθηκα ότι το κάνω, διότι πρέπει να καταλάβετε την ιστορική συνέχεια της Εκκλησίας στον κόσμο, η οποία υπάρχει μέχρι τώρα που μιλάμε. Η θεολογία συνδέεται στενά με την ιστορία και το πολιτιστικό περιβάλλον.

    Προκύπτει ένα άλλο ζήτημα. Η αποστολική σύνοδος πραγματοποιήθηκε το 49μ.Χ. Υπήρχαν τότε οι Γραφές; Εκτός αν με τον όρο Γραφές εννοείτε μόνο την Παλαιά Διαθήκη.

    Η καταδίκη του Ιωάννη Χρυσοστόμου έγινε νομίζω καθαρά για πολιτικούς λόγους. Όπως κι αν έχει, βλέπετε όμως ότι επανορθώθηκε το σφάλμα από την ίδια την Εκκλησία.

    «Εν τέλει, το ερώτημα είναι: από πού απορρέει η πνευματική εξουσία στην Εκκλησία; Από τις Συνόδους, από τις συλλογικές εκκλησιαστικές αποφάσεις ή από τους θεόπνευστους άντρες;»

    Και από τα δύο αυτά.

    «Και ένα άλλο συναφές ερώτημα: Η Αγία Γραφή βασίζεται στην Εκκλησία ή αντιθέτως η Εκκλησία στην Αγία Γραφή; Για να βοηθήσω: Η Παλαιά Διαθήκη ήταν προϊόν της Εκκλησίας του Ισραήλ ή, αντιθέτως, η Εκκλησία του Ισραήλ θεσμοθετήθηκε από την Παλαιά Διαθήκη, επειδή αυτή ήταν ο Λόγος του Θεού;»
    Θεσμοθετήθηκε από την Παλαιά Διαθήκη. Αλλά στη συνέχεια, στην περίοδο της Καινής Διαθήκης έχουμε απιστία των Ιουδαίων προς τον Χριστό. Συνεπώς δημιουργείται ένα νέο σώμα και κατόπιν αυτό το νέο σώμα, που διασπάται από τον κλασικό Ιουδαϊσμό λόγω της απείθειας των Ιουδαίων, συγγράφει την Καινή Διαθήκη. Υπό αυτή την έννοια πρώτα δημιουργείται η Εκκλησία από τον ίδιο τον Χριστό που εμφανίστηκε ενανθρωπήσας στη γη και κατόπιν έρχονται οι Γραφές.

    Ο Χριστιανισμός τυπικά ξεκίνησε ως αίρεση. Αλλά στη πορεία του χρόνου φάνηκε ότι δεν ήταν.

    • Αγαπητέ Ιωάννη, οι Γραφές στην Αποστολική Σύνοδο ήταν σίγουρα μόνο η Παλαιά Διαθήκη.
      Κατά τα άλλα, αν και έχουμε ξεφύγει κάπως από το θέμα της ανάρτησης, θέλω ειλικρινά να ευχαριστήσω για τον γόνιμο διάλογο. Είναι καλό που ακούγονται διάφορες απόψεις χωρίς να υπάρχει ένταση.

Σχολιάστε