Συνείδηση και απονομή θείας δικαιοσύνης σε όλους τους ανθρώπους

Πριν από λίγα χρόνια η παλαιοδιαθηκολόγος Μυρτώ Θεοχάρους παρουσίασε σε ένα συνέδριο μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία σχετικά με την κρίση του Θεού σε προχριστιανικούς λαούς που δεν γνώριζαν τον Μωσαϊκό Νόμο και δεν δεσμεύονταν από κάποιο είδος διαθήκης[1] μαζί Του, εν αντιθέσει φυσικά με τον λαό του Ισραήλ.

Σαφώς, ο Γιαχβέ, ως δημιουργός όλων των ανθρώπων, έχει δικαίωμα να τους κρίνει όλους, ωστόσο προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: ποια είναι κριτήρια αυτής της κρίσης; Η διεισδυτική ανάλυση της Θεοχάρους, που βασίστηκε σε ορισμένες καταδικαστικές βιβλικές προφητείες προς μη ισραηλιτικούς λαούς, απαντά ότι αυτοί οι λαοί «δεν καταδικάζονται για διαθηκικής φύσεως αμαρτήματα όπως η ειδωλολατρία, αλλά για εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα γενικά· όχι για ανυπακοή στον Γιαχβέ αλλά για την αποτυχία τους να τηρήσουν τις επιταγές της δικής τους κοινώς αποδεκτής ηθικής». Αυτή η αποτυχία αφορούσε ως επί το πλείστον εγκλήματα πολέμου, όπως θα τα αποκαλούσαμε σήμερα, ακόμη και αν αυτά δεν έπλητταν οπωσδήποτε τον τότε περιούσιο λαό του Θεού (Βλ. Αμώς 1:3, 6, 9, 11, 13· 2:1· Ησαΐας 14:4-7).[2]

Αυτή η θέση της Παλαιάς Διαθήκης, ή Εβραϊκών Γραφών, σχετικά με τα κριτήρια της κρίσης των ανθρώπων που δεν είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον Θεό ουσιαστικά επαναλαμβάνεται από τον Απόστολο Παύλο (Προς Ρωμαίους 2:9-16, Νέα Μετάφραση της Βίβλου).

Θλίψη και στενοχώρια περιμένουν κάθε άνθρωπο που υπηρετεί το κακό, πρώτα τον Ιουδαίο [που γνωρίζει τις Γραφές] αλλά και τον εθνικό [που δεν τις γνωρίζει]· αντίθετα, δόξα, τιμή και ειρήνη προσμένουν όποιον κάνει το καλό, πρώτα τον Ιουδαίο αλλά και τον εθνικό· γιατί ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Έτσι, λοιπόν, όσοι αμάρτησαν χωρίς να ξέρουν το νόμο του Θεού, θα καταδικαστούν όχι με κριτήριο το νόμο. Κι από την άλλη, όσοι αμάρτησαν γνωρίζοντας το νόμο, θα δικαστούν με κριτήριο το νόμο. Γιατί στο θεϊκό δικαστήριο δεν δικαιώνονται όσοι άκουσαν απλώς το νόμο αλλά μόνο όσοι τήρησαν το νόμο. Όσο για τα άλλα έθνη, που δε γνωρίζουν το νόμο, πολλές φορές κάνουν από μόνοι τους αυτό που απαιτεί ο νόμος. Αυτό δείχνει πως, αν και δεν τους δόθηκε ο νόμος, μέσα τους υπάρχει νόμος. Η διαγωγή τους φανερώνει πως οι εντολές του νόμου είναι γραμμένες στις καρδιές τους· και σ’ αυτό συμφωνεί και η συνείδησή τους, που η φωνή της τους τύπτει ή τους επαινεί, ανάλογα με τη διαγωγή τους. Όλα αυτά θα γίνουν την ημέρα που ο Θεός θα κρίνει δια του Ιησού Χριστού τις κρυφές σκέψεις των ανθρώπων, όπως λέει το ευαγγέλιό μου.

Ο Απόστολος Παύλος εξηγεί ότι η θεία κρίση απέναντι σε όσους δεν έχουν διδαχθεί τον θείο νόμο γίνεται με μια προϋπόθεση που αφορά όλους τους ανθρώπους. Είναι η ηθική πυξίδα που διαθέτουν οι πάντες, ένας εσωτερικός δικαστής που τύπτει ή επιβραβεύει όλους τους ανθρώπους ανάλογα με τις πράξεις τους. Στις Εβραϊκές Γραφές, αυτός ο εσωτερικός δικαστής δηλώνεται με τον γενικό ανθρωπολογικό όρο της «καρδιάς» (1 Σαμουήλ 24:5), αλλά ο Παύλος εδώ προτιμά να χρησιμοποιήσει έναν ελληνικό τεχνικό όρο, τη «συνείδηση».

Η λέξη «συνείδηση», φυσικά, είναι σύνθετη, από την πρόθεση «συν», δηλαδή «μαζί», και την «είδηση», δηλαδή «γνώση», οπότε η βασική της σημασία είναι «κοινή γνώση».[3] Φυσικά, «κοινή γνώση» μπορούν να έχουν όλοι όσοι γνωρίζουν το ίδιο πράγμα, όπως λόγου χάρη οι μάρτυρες ενός συμβάντος, ωστόσο σταδιακά ο όρος μεταπήδησε σε ένα άλλο είδος κοινής γνώσης, στη γνώση που έχουν δύο υποκείμενα τα οποία όμως ενυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο: ή για να το πούμε πιο απλά και πιο πρακτικά, είναι η γνώση που έχει κάποιος για τον εαυτό του.[4] Επομένως, ο όρος κατέληξε να αποτυπώσει τη μοναδική ικανότητα που διαθέτουν οι άνθρωποι να έχουν αντίληψη της ύπαρξής τους και, κατά συνέπεια, των πράξεών τους, να μπορούν δηλαδή να δουν τον εαυτό τους ως εξωτερικοί παρατηρητές.

Η ηθική διάσταση της λέξης «συνείδηση» δεν περιορίζεται στην επιστημονικά ανεξήγητη νοητική λειτουργία της αυτεπίγνωσης του εγώ, αλλά περιλαμβάνει άλλη μία πτυχή που επίσης χαρακτηρίζει όλους τους ανθρώπους: την αίσθηση της δικαιοσύνης. Παρότι διαφέρουν οι πολιτισμοί και οι αξίες, σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει η έμφυτη τάση να γίνεται σωστή μοιρασιά, να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, να απονέμεται δικαιοσύνη. Φυσικά, αυτή η αίσθηση είναι σαφώς εντονότερη σε κάποιον όταν αυτός δεν λαμβάνει αυτό που προσδοκούσε να λάβει σύμφωνα με τις προσπάθειές του ή σύμφωνα με τις αξίες του ιδίου ή του περιβάλλοντός του. Οι κανόνες μπορεί να διαφέρουν, αλλά η αίσθηση της ανάγκης να τηρούνται οι κανόνες είναι πάντα και πανταχού παρούσα. Για παράδειγμα, σε ορισμένα μέρη του κόσμου υπάρχει το έθιμο της βεντέτας, το οποίο συνήθως καταδικάζεται από τον νόμο του κράτους. Το κράτος και οι τοπικές κουλτούρες έχουν διαφορετικούς κανόνες, ωστόσο η βεντέτα συνιστά ένα είδος ιδιότυπης απονομής δικαιοσύνης. Ένα πιο ενδεικτικό παράδειγμα είναι αυτό της μαφίας. Οι μαφιόζικες οργανώσεις παραβιάζουν τον νόμο του κράτους και αναμφίβολα σπέρνουν τη δυστυχία στην κοινωνία, ωστόσο έχουν κανόνες που οφείλουν να σέβονται και να τηρούν τα μέλη αυτών των οργανώσεων. Κανόνες λοιπόν υπάρχουν παντού, ακόμη και σε αυτούς που εύλογα θα μπορούσαν να θεωρηθούν εντελώς ανήθικοι, ανάλγητοι και εγωκεντρικοί.

Το περί δικαίου αίσθημα και η αυτεπίγνωση του εγώ συνιστούν τη λειτουργία της ηθικής συνείδησης, την οποία επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος. Πράγματι, εφόσον αυτές οι δύο ικανότητες είναι εγγενείς στην ανθρώπινη φύση, όλοι οι άνθρωποι είναι σε θέση να κρίνουν τους εαυτούς τους με βάση τους κανόνες που γνωρίζουν και αποδέχονται ως δίκαιους. Και επειδή σε έναν σημαντικό βαθμό η έννοια της δικαιοσύνης καθορίζεται από τους νόμους της φύσης και τη λογική, υπάρχει αυτό που η φιλοσοφία αποκαλεί «φυσικό δίκαιο», το οποίο είναι επί της ουσίας βάση για κάθε νομοθετικό σύστημα που επινόησαν οι άνθρωποι. Έτσι, σε μακροσκοπικό επίπεδο μπορεί κανείς να παρατηρήσει το γεγονός ότι οι διάφορες νομοθεσίες ανά αποχές και λαούς παρουσιάζουν μια σχετική σύγκλιση και ομοιότητα. Ένα κοινότοπο παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι, φυσικά, η τιμωρητική αντιμετώπιση προς τον κλέφτη ή τον δολοφόνο. Κάπου εκεί λοιπόν συναντιέται ο νόμος του Θεού με τον νόμο των ανθρώπων, που σε ένα αξιόλογο ποσοστό είναι επίσης νόμος του Θεού, είναι η έμφυτη τάση του δικαίου ανεξάρτητα από τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού: είναι η συνείδηση, με βάση την οποία τελικά κρίνονται όλοι από τον Θεό[5].

Υποσημειώσεις

[1] Η λέξη διαθήκη στο πρωτότυπο κείμενο των Εβδομήκοντα και της Καινής Διαθήκης φέρει το σημασιολογικό περιεχόμενο της παλαιοδιαθηκής λέξης μπερίθ, που σημαίνει «συνθήκη, συμβόλαιο, επίσημη συμφωνία». Για λεπτομέρειες, διαθέσιμες πληροφορίες στα Ελληνικά υπάρχουν το λήμμα «Διαθήκη» της εγκυκλοπαίδειας Ενόραση στις Γραφές, ενώ στα Αγγλικά προσβάσιμο είναι το λήμμα «Covenant» του λεξικού Bakers Evangelical Dictionary of Biblical Theology. Για τη χρήση της λέξης διαθήκη στην κλασική αρχαιότητα, βλέπε το λήμμα «διαθήκη» της ελληνικής έκδοσης του λεξικού των Liddell και Scott.

[2] Μυρτώ Θεοχάρους, «Ο Θεός σε αγωνία: το προφητικό βίωμα του θείου διλήμματος μεταξύ δικαιοσύνης και αγάπης», Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των φιλοσόφων, Άρτος Ζωής, 2012, σελ. 117-39.

[3] Franco Montanari, «συνείδησις», Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (Επ. ελλ. έκδ. Α. Ρεγκάκος), Εκδόσεις Παπαδήμα, 2013, σελ. 2044-5.

[4] Christian Maurer, «σύνοιδα, συνείδησις», Theological Dictionary of the New Testament (Επ. G. Kittel, G. Friedrich), τόμ. VII, σελ. 899-905.

[5] Για τη συνείδηση στην Αγία Γραφή βλέπε επίσης τα λήμματα «Συνείδηση» και «Conscience» των ανωτέρω εγκυκλοπαιδικών έργων.

Σχολιάστε