Από τον χιλιασμό στη βυζαντινή Βασιλεία του Θεού

Πριν από λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησαν σε καλαίσθητη έκδοση τα πρακτικά του περσινού συνεδρίου του Άρτου Ζωής με θέμα Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της: Από την Παλαιά Διαθήκη ώς τους πολιτικούς μεσσιανισμούς του 20ού αιώνα. Για όσους ασχολούνται με την ιστορία της Βίβλου και του χριστιανισμού τα περιεχόμενα έχουν, αναμφίβολα, μεγάλο ενδιαφέρον, αποτέλεσμα του οποίου θα είναι και τρία σχετικά άρθρα που θα δημοσιεύσω.

Σε αυτή την πρώτη δημοσίευση θα δοκιμάσω να κάνω μια περίληψη της εισήγησης του ιερέα Αντώνιου Πινακούλα με τίτλο «Βυζαντινός μεσσιανισμός: Η περίοδος της Ουτοπίας», περιλαμβάνοντας και μερικές φράσεις-κλειδιά που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας αλλά και ορισμένα δικά μου σχόλια.

Αντώνιος Πινακούλας

Ο εισηγητής ξεκινάει αναφερόμενος στην ιδέα της Βασιλείας του Θεού. Κατά την άποψή του, αυτή εμφανίζεται συνήθως με δύο τρόπους:

«Είτε ως χιλιαστική προσδοκία βίαιης ανατροπής του αμαρτωλού κόσμου είτε ως πρόγραμμα βαθμιαίας χριστιανοποίησής του» (σελ. 129).

Πράγματι, θα συμφωνήσω ότι ο χριστιανικός χιλιασμός, στη γνήσια μορφή του, σημαίνει τη βίαιη ακύρωση και αντικατάσταση των ανθρώπινων κυβερνήσεων από την ουράνια κυβέρνηση. Ενώ στη δεύτερη περίπτωση θεωρείται ότι η ουράνια κυβέρνηση εκφράζεται μέσω των ανθρώπινων κυβερνήσεων. Εν προκειμένω, ο

«βυζαντινός μεσσιανισμός είναι η συνείδηση των κατοίκων του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους ότι η αυτοκρατορία ήταν η πραγμάτωση του χριστιανικού ιδεώδους από τη στιγμή που την κυβέρνησή της ανέλαβαν οι χριστιανοί» (σελ. 130).

Βέβαια, ένα καλό ερώτημα είναι πώς και γιατί έγινε η μετάβαση από τον χιλιασμό[1] στον βυζαντινό μεσσιανισμό. Ο εισηγητής αναφέρει ότι την οδό προετοίμασαν Πατέρες όπως ο Μελίτων Σαρδέων και ο Ωριγένης. Τούτοι υποστήριξαν την κοινή μοίρα και τη σύγκλιση μεταξύ Αυτοκρατορίας και Εκκλησίας κατά τη βούληση του Θεού, έτσι ώστε να μπορεί να λεχθεί μάλιστα ότι οι διωγμοί δεν αποτέλεσαν παρά ατυχήματα λόγω άγνοιας της εξουσίας (σελ. 131, 134). Ο εισηγητής παρατηρεί ότι αυτή η αντίληψη

«κυοφορήθηκε για έναν αιώνα μετά τη διάψευση ενός επικείμενου τέλους της ιστορίας, που προσδιοριζόταν στην αρχή στα όρια μιας γενιάς» (σελ. 133).

Πράγματι, φαίνεται ότι η απογοήτευση για το ότι δεν εγκαθιδρύθηκε η χιλιετής βασιλεία του Θεού τόσο σύντομα όσο αναμενόταν άνοιξε τον δρόμο για την «επανερμηνεία» του μεσσιανισμού (Βλ. Ματθαίος 25:5· Λουκάς 19:11, 12). Ως αποτέλεσμα, με τον καιρό, παρά την αρχική «αρνητική θεώρηση του ρωμαϊκού κράτους», «χρωματίζεται όλο και πιο θετικά η θέση του ανάμεσα στον παρόντα χρόνο και σε εκείνον του Αντιχρίστου» (σελ. 141).

Αυτός, ωστόσο, που διατύπωσε με πληρότητα την ιδέα ότι η Αυτοκρατορία εκφράζει τη Βασιλεία του Θεού δεν ήταν παρά ο Ευσέβιος, υποστηρίζοντας τη «συγχώνευση» Εκκλησίας και Κράτους (σελ. 132).

«Η άνοδος του Κωνσταντίνου στο θρόνο», λέει ο εισηγητής, «είναι για τον Ευσέβιο η εγκαθίδρυση του μεσσιανικού βασιλείου στη γη και η πλήρωση των στόχων της Ουτοπίας» (σελ. 135).

Και τονίζει τις συνέπειες μιας τέτοιας αντίληψης:

«Η χριστιανική Ουτοπία δεν διαρρηγνύει όλους τους δεσμούς με τον περιβάλλοντα ειδωλολατρικό κόσμο. Αντίθετα, θέλει να είναι και συνέχεια» (σελ. 135).

Δείγμα αυτής της συνέχειας φαίνεται από τον συσχετισμό της δομής της Εκκλησίας με τη δομή του αρχαιοελληνικού κόσμου, και ιδίως των δημοκρατικών θεσμών. Κατά τον Ευσέβιο, λόγου χάρη, στη χωροταξική εικόνα της εκκλησίας «θα βρει κανείς όχι μόνο τις τρεις τάξεις της πλατωνικής πολιτείας και τον φιλόσοφο κυβερνήτη της, αλλά θα βρει επίσης διορθωμένα τα λάθη και συμπληρωμένες τις παραλείψεις της» (σελ. 141). Για τον Χρυσόστομο «η τοπική Εκκλησία γίνεται εκκλησία του Δήμου και καταλαμβάνει ολόκληρο τον δημόσιο χώρο, από την αγορά μέχρι το θέατρο. Οι κήρυκες είναι οι ρήτορες και οι ομιλίες τους οι δημηγορίες» (σελ. 142).

Ο εισηγητής παρατηρεί ότι η περίοδος του βυζαντινού μεσσιανισμού (4ος-6ος αι.) αποτελεί και την περίοδο των μεγάλων Πατέρων, με τους συνεχιστές τους να είναι απλώς σχολιαστές των προγενέστερων έργων (σελ. 136). Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553) ορίζονται επακριβώς ποιοι είναι οι έγκριτοι Πατέρες, όπως επαναλαμβάνει μεταγενέστερα και ο Μάξιμος ο Ομολογητής. Ο τελευταίος θα πεθάνει στην εξορία, ο Δαμασκηνός ζει εκτός αυτοκρατορίας και ο Συμεών θα ονομαστεί ειρωνικά «νέος θεολόγος» (σελ. 173). Έτσι, μετά τον 6ο αιώνα

«το ιδεολογικό σχήμα του βυζαντινού κράτους είναι συντηρητικό, αφού κοιτάει πάντα προς το παρελθόν, και η θεολογία του κοιτάει πάντα προς τους μεγάλους Πατέρες, κοιτάει πάντα προς την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού, κάτι που δεν θα το χάσει ποτέ, μέχρι την κατάλυσή του» (σελ. 174).

Παράλληλα, χαρακτηριστικό της Ουτοπίας είναι η εμφάνιση της εκκλησιαστικής ιστορίας (σελ. 143). Βέβαια, «από τον Ευσέβιο απουσιάζει κάθε αναφορά σε πολιτικά γεγονότα που δεν έχουν άμεση σχέση με την Εκκλησία. Σημάδι ότι οι δυο παράγοντες πορεύονται παράλληλα» (σελ. 145). Ωστόσο, οι συνεχιστές του αναμειγνύουν τα εκκλησιαστικά και τα πολιτικά γεγονότα, γεγονός που μαρτυρεί την προοδευτική συγχώνευση.

«Από τον Ευάγριο ιστορείται και η έκδοση των δύο αυτοκρατορικών διαταγμάτων, του “Εγκυκλίου” (475) και του “Ενωτικού” (482), όπου για πρώτη φορά ο αυτοκράτορας καθορίζει μόνος του το περιεχόμενο της πίστης. Πρόκειται για γεγονότα που, μαζί με τη στέψη του αυτοκράτορα από τον Πατριάρχη, η οποία αρχίζει την ίδια εποχή, επιβεβαιώνουν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τη συγχώνευση» (σελ. 146).

Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της μετάβασης από τον χιλιασμό στη βυζαντινή Ουτοπία είναι οι περιπέτειες του βιβλίου της Αποκάλυψης. Αυτό θεωρήθηκε τον 2ο αιώνα ως εξαγγελία μιας θεόθεν βίαιης ανατροπής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που κυβερνούσε τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ μεταγενέστερα η ίδια αυτοκρατορία παρουσιαζόταν από τους χριστιανούς ερμηνευτές ως η επίγεια βασιλεία του Θεού. Η αντίδραση από όσους είχαν τη δεύτερη άποψη ήταν είτε να απορρίψουν το βιβλίο της Αποκάλυψης είτε να το επανερμηνεύσουν με τρόπο που να συμφωνεί με την ιδεολογία τους. Το πρώτο δεν πέτυχε, αλλά η νέα

«ερμηνεία της θα την απαλλάξει από τα αντιρωμαϊκά στοιχεία και θα καταφέρει να την ενσωματώσει στο corpus των κειμένων της Καινής Διαθήκης» (σελ. 138).

Ο Οικουμένιος τον 6ο αιώνα θα συγγράψει το πρώτο πλήρες υπόμνημά της (σελ. 138), αν και «λείψανο αυτής της ιστορίας είναι η μέχρι σήμερα απουσία της Αποκάλυψης από την ανθολογία των βιβλικών κειμένων που αναγιγνώσκονται στην Εκκλησία». Και ο εισηγητής διερωτάται εύλογα:

«Πώς θα ήταν δυνατόν εξάλλου να συνυπάρξουν στην ίδια δημόσια συνάθροιση η δοξολογία υπέρ της ρωμαϊκής οικουμένης και η ρηματική καταδίκη της;» (σελ. 139).

Υποσημειώσεις


[1] Ο εισηγητής υποστηρίζει ότι ο χιλιασμός εμφανίστηκε στις αρχές του 2ου αιώνα (σελ. 139), θέση με την οποία δεν συμφωνώ και που θα σχολιάσω εκτενώς στο μελλοντικό άρθρο για την εισήγηση του καθηγητή Χρήστου Καρακόλη «Το καινοφανές του πρωτοχριστιανικού μεσσιανισμού».

Σχολιάστε