Οι ρίζες της αρειανικής διαμάχης κατά τον Justo L. González

Ο καθηγητής εκκλησιαστικής ιστορίας Justo L. González εξηγεί με συνοπτικό και ανεπιτήδευτο τρόπο τις συνθήκες που προκάλεσαν την αρειανική διαμάχη, με το γνωστό φιλοσοφικό ερώτημα αν ο Υιός του Θεού είναι γέννημα ή κτίσμα. Και επρόκειτο για φιλοσοφικό—και όχι βιβλικό—ερώτημα διότι βασιζόταν σε ορισμένες προϋποθέσεις καθαρά φιλοσοφικές.

Οι «άγιοι» Πλάτων και Αριστοτέλης

«Οι ρίζες της αρειανικής διαμάχης πρέπει να βρεθούν στις θεολογικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα πολύ πριν από τον καιρό του Κωνσταντίνου. Πράγματι, η διαμάχη ήταν άμεσο αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο οι χριστιανοί είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τη φύση του Θεού εξαιτίας του Ιουστίνου, του Κλήμεντος Αλεξανδρείας, του Ωριγένη και άλλων. Όταν οι πρώτοι χριστιανοί ξεκίνησαν να κηρύττουν το άγγελμά τους απ’ άκρη σ’ άκρη της αυτοκρατορίας, θεωρούνταν ότι ήταν άθεοι με άγνοια, διότι δεν είχαν ορατούς θεούς. Για να απαντήσουν, μερικοί μορφωμένοι χριστιανοί επικαλέστηκαν την αυθεντία εκείνων που θεωρούνταν στην αρχαιότητα εξόχως σοφοί, τους κλασικούς φιλοσόφους. Οι καλύτεροι παγανιστές φιλόσοφοι είχαν διδάξει ότι πάνω από ολόκληρο τον κόσμο υπάρχει ένα υπέρτατο ον, και μερικοί είχαν μάλιστα διατρανώσει ότι οι παγανιστικοί θεοί είναι ανθρωποποίητοι. Eπικαλούμενοι τέτοιες αξιοσέβαστες αυθεντίες, οι χριστιανοί υποστήριξαν ότι πίστευαν στο υπέρτατο ον των φιλοσόφων, και ότι αυτό εννοούσαν όταν μιλούσαν περί Θεού. Τούτο το επιχείρημα ήταν πολύ πειστικό και αναμφίβολα συνέβαλε στο να γίνει αποδεκτός ο χριστιανισμός στο περιβάλλον των διανοουμένων.

»Συνάμα όμως ήταν και επικίνδυνο επιχείρημα. Οι Χριστιανοί θα μπορούσαν, πάνω στον ζήλο τους να δείξουν τη συγγένεια μεταξύ της πίστης τους και της κλασικής φιλοσοφίας, να φτάσουν να πιστεύουν ότι ο καλύτερος τρόπος να μιλούν για τον Θεό δεν ήταν αυτός των προφητών ή των άλλων βιβλικών συγγραφέων, αλλά απεναντίας αυτός του Πλάτωνα, του Πλωτίνου και των υπολοίπων. Εφόσον εκείνοι οι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονταν την τελειότητα ως άτρεπτη, απαθή, στατική, πολλοί χριστιανοί έφτασαν στο συμπέρασμα ότι τέτοιος είναι και ο Θεός της Βίβλου.

»Δύο μέσα βρέθηκαν για να συμφιλιώσουν όσα λέει η Βίβλος για τον Θεό με την κλασική ιδέα του υπέρτατου όντος που είναι απαθές και στατικό. Αυτά τα δύο μέσα ήταν οι αλληγορικές ερμηνείες των βιβλικών περικοπών και το δόγμα του Λόγου¹. Η αλληγορική ερμηνεία ήταν αρκετά απλή στην εφαρμογή της. Όποτε η Γραφή έλεγε κάτι “ευτελές” για τον Θεό—δηλαδή κάτι που δεν ήταν αντάξιο της τελειότητας του υπέρτατου όντος—τούτες οι λέξεις δεν έπρεπε να εκληφθούν κυριολεκτικά. Έτσι, για παράδειγμα, αν η Βίβλος έλεγε ότι ο Θεός περπάτησε στον κήπο ή ότι ο Θεός μίλησε, όφειλε κάποιος θα θυμηθεί ότι ένα άτρεπτο ον ούτε περπατάει ούτε μιλάει στ’ αλήθεια. Από την σκοπιά της διανόησης, αυτό ικανοποίησε πολλά μυαλά. Αλλά από συναισθηματική σκοπιά, άφηνε ανεκπλήρωτες πολλές επιθυμίες, διότι η ζωή της εκκλησίας βασιζόταν στην πίστη ότι ήταν εφικτό να έχει κάποιος άμεση σχέση με έναν προσωπικό Θεό, και το υπέρτατο ον των φιλοσόφων δεν ήταν σε καμιά περίπτωση προσωπικό.

»Υπήρχε ένας άλλος τρόπος να λυθεί η αντίφαση ανάμεσα στην ιδέα του υπέρτατου όντος και στη μαρτυρία της Γραφής. Αυτό ήταν το δόγμα του Λόγου, όπως αναπτύχθηκε από τον Ιουστίνο, τον Κλήμεντα, τον Ωριγένη και άλλους. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, αν και αλήθευε πως το υπέρτατο ον—ο “Πατέρας”—είναι άτρεπτο, απαθές και τα λοιπά, υπάρχει επίσης και ο Λόγος, η Ομιλία ή η Λογική του Θεού, και αυτός είναι προσωπικός, ικανός να έχει άμεσες σχέσεις με τον κόσμο και τους ανθρώπους. Έτσι, κατά τον Ιουστίνο, όταν η Βίβλο λέει ότι ο Θεός μίλησε στον Μωυσή, αυτό σημαίνει ότι ο Λόγος του Θεού μίλησε σε αυτόν.

»Εξαιτίας της επιρροής του Ωριγένη και των μαθητών του, αυτές οι απόψεις εξαπλώθηκαν στην ανατολική πτέρυγα της Εκκλησίας—δηλαδή το τμήμα της εκκλησίας όπου μιλιόταν η Ελληνική παρά η Λατινική. Η ευρέως αποδεκτή άποψη ήταν ότι, ανάμεσα στο άτρεπτο Εν και τον τρεπτό κόσμο, υπήρχε ο Λόγος του Θεού. Αυτό ήταν το πλαίσιο όπου έλαβε χώρα η αρειανική διαμάχη».—The Story of Christianity: The Early Church to the Present Day, Prince Press, 2007/1984, σελ. 189.

*

Υποσημειώσεις

1. Το ζήτημα της αλληγορικής ερμηνείας θίγεται στο άρθρο Βιβλική και πλατωνική ανθρωπολογία: δύο διαφορετικοί δρόμοι συναντιούνται, όπου αναφέρεται: «Ως αλληγορική ερμηνεία εννοείται εδώ ο συστηματικός αποσυμβολισμός των μύθων με σκοπό την αποκάλυψη και ανάδειξη μεγάλων, απόκρυφων αληθειών. Αυτή η μέθοδος ερμηνείας καθιερώθηκε από τους Έλληνες φιλοσόφους, κυρίως τους στωικούς, σε μια προσπάθεια να συμβαδίσουν οι αρχαίοι μύθοι, π.χ. του Ομήρου και του Ησίοδου, με τα τότε σύγχρονα πορίσματα της διανόησης. Διαθέτοντας αυτό το απατηλό διανοητικό εργαλείο, ο Φίλων υποστήριξε ότι οι Εβραϊκές Γραφές, δηλαδή η καθ’ ημάς «Παλαιά Διαθήκη», είναι συγγενείς με τον Πλατωνισμό. Ως εκ τούτου, ενώ ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από τις ελληνικές φιλοσοφικές απόψεις, διατηρούσε την ψευδαίσθηση πως έμενε πιστός στη Βίβλο. (David Winston, “Philo Judaeus”, The Encyclopedia of Religion [2η έκδ.], Thomson Gale, 2005, τόμ. 10, σελ. 7105-7108· Μεθόδιος Φούγιας, Το ελληνικό υπόβαθρο του Χριστιανισμού, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1992, σελ. 99-101») Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς επίσης είναι γνωστό ότι είχε εφαρμόσει τα πλατωνικά αξιώματα στη θεολογία του, διατρανώνοντας το οντολογικό χάσμα μεταξύ κτίστη και κτίσης (δηλαδή του πλατωνικού είναι και γίγνεσθαι) καθώς  και τον ενδιάμεσο ρόλο του Λόγου. Αμφότερες τις αντιλήψεις υιοθέτησαν οι χριστιανοί πλατωνιστές, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη διαμάχη περί του αν ο Λόγος τελικά ανήκει στη μία ή την άλλη μεριά αυτού του οντολογικού χάσματος. Στο μέλλον θα υπάρξουν αναλυτικά άρθρα για αυτά τα θέματα.

Σχολιάστε