Ποιοι υποστηρίζουν ότι ο πλατωνισμός επηρέασε τη διαμόρφωση των δογμάτων του χριστιανισμού;

Η παρούσα ανάρτηση έχει έμμεση σχέση με έναν από τους σκοπούς του ιστολογίου, δηλαδή την ιστορία των χριστιανικών δοξασιών κατά τους πρώτους αιώνες, και αποτελεί εν μέρει απάντηση σε ορισμένους αναγνώστες που, με τα σχόλιά τους στο ιστολόγιο, έχουν αντιδράσει στην άποψη ότι από τον 2ο αιώνα η ελληνική φιλοσοφία, και ιδιαίτερα ο πλατωνισμός, αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση ορισμένων βασικών δογμάτων.

Δυστυχώς, μερικοί παραπληροφορημένοι εξακολουθούν να νομίζουν ότι η άποψη περί επίδρασης του πλατωνισμού στους λεγόμενους «εκκλησιαστικούς συγγραφείς» ή «Πατέρες» είναι περιθωριακή ή έστω προτεσταντική. Η απλή πραγματικότητα είναι πως αυτή είναι η άποψη της πλειονότητας όσων ασχολούνται επιστημονικά με το αντικείμενο και πως περιθωριακή είναι η αντίθετη άποψη, σαν αυτή που διατράνωνε και ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας.[1]

Η αβασάνιστη απάντηση ορισμένων «απολογητών» ότι τα περί επίδρασης του πλατωνισμού αποτελούν «προτεσταντικές» απόψεις είναι οικτρά παραπλανητική διότι, αν οι προτεστάντες υποστηρίζουν την πλατωνική επίδραση στη διαμόρφωση των δογμάτων, όπως λόγου χάρη της Τριάδας και της αθανασίας της ψυχής, στην ουσία παραδέχονται ότι οι δικοί τους πρωτεργάτες της Μεταρρύθμισης και οι δικές τους παραδοσιακές ομολογίες πίστης αστοχούν τραγικά σε βασικά θέματα της πίστης. Επομένως, η «προτεσταντική» παραδοχή περί επιρροής του πλατωνισμού θα πρέπει να θεωρείται πολύ θαρραλέα και αναθεωρητική. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, καθότι οι συντηρητικοί προτεστάντες, καθώς και οι πεντηκοστιανοί, όχι μόνο δεν αγγίζουν τέτοια «ευαίσθητα» θέματα,[2] αλλά αντιθέτως εδώ και μερικές δεκαετίες έχουν στραφεί στην εκκλησιαστική παράδοση για να αντλήσουν υποστήριξη για δικές τους δοξασίες και έθιμα που είναι αδύνατον, τελικά, να υποστηριχθούν μόνο από τη Γραφή.[3]

Μια άλλη πραγματικότητα είναι πως, αν κανείς εξετάσει τα ρωμαιοκαθολικά εγχειρίδια της ιστορίας των δογμάτων, επίσης θα συναντήσει την ευρέως αποδεκτή επιστημονική άποψη, παρά το γεγονός ότι η παράδοση παίζει σημαίνοντα και καθοριστικό ρόλο για αυτούς. Επίσης, συναντά κανείς αυτή την άποψη και σε αρκετά εγχειρίδια και μελέτες Ορθόδοξων ακαδημαϊκών, μερικά από τα οποία έχει επικαλεστεί και το ιστολόγιο.

Το ότι όντως αυτή είναι η κατάσταση όσον αφορά τους Ορθοδόξους αναφέρεται και στην ομιλία του επισκόπου Ναυπακτίας Ιερόθεου Βλάχου, ο οποίος βέβαια αντιδρά και παραπονιέται για αυτό, την οποία μπορείτε να παρακολουθήσετε μέσω του youtube. Συγκεκριμένα για την αποδοχή της άποψης περί πλατωνικής επιρροής γίνεται λόγος από το έβδομο λεπτό της ομιλίας και μετά, με αναφορές σε ζητήματα ανθρωπολογίας που αναλύονται στα Κεφάλαια 4.1 και 4.2 της σειράς «Η ψυχή στη Βίβλο και στον μεταβιβιβλικό ιουδαϊσμό και χριστιανισμό».

Οι κύριες δηλώσεις του Ιερόθεου Βλάχου επί των απόψεων των λεγόμενων μεταπατερικών θεολόγων είναι κυρίως οι εξής:

«η μεταγενέστερη [εκκλησιολογία, από τον 3ο αιώνα και μετά,] προσδιορίστηκε βάσει του γνωστικισμού και των νεοπλατωνικών απόψεων» (7:00)

«επηρεάστηκε από διάφορα ρεύματα που επικρατούσαν στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία» (8:30)

«η μυστική ενατένιση του θείου […], η πνευματικότητα οποία αρχίζει με τον Αναξαγόρα και τον Πλάτωνα και περνά από τον Φίλωνα στους νεοπλατωνικούς, τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα, τον Ωριγένη και διαμορφώνεται τελικά από τον Ευάγριο τον Ποντικό, που της έδωσε οργανωτικό χαρακτήρα. Έτσι, το υπόβαθρο της θεωρίας του Ευαγρίου, όπως λένε [οι μεταπατερικοί θεολόγοι] είναι νεοπλατωνικό. Όπως και το υπόβαθρο της θεολογίας του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι νεοπλατωνικό» (8:40)

«Μέσα σε αυτή την προοπτική ακολούθησαν όλοι οι μεταγενέστεροι, όπως λένε, Πατέρες, δηλαδή τα έργα του Αγίου Διονυσίου Αεροπαγίτου, και άλλοι, όπως ο Μάρκος ο Ασκητής, ο Διάδοχος ο Φωτικής, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο Φιλόθεος ο Σιναΐτης, ο Ησύχιος της Βάτου, ο Νικήτας ο Στηθάτος, ο Γρηγόριος ο Σιναΐτης και οι ησυχαστές του Άθωνα, με κορυφαίο βέβαια τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Όλοι αυτοί είναι νεοπλατωνικοί». (9:40)

«Το συμπέρασμα, κατά τους μεταπατερικούς θεολόγους, είναι ότι δήθεν οι Πατέρες, από τον 3ο αιώνα και μετά, ανέτρεψαν την εκκλησιολογία της αρχαίας εκκλησίας της Βίβλου. Αλλά και οι ίδιοι οι Πατέρες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, που έχουν επηρεαστεί από τη φιλοσοφοφία, κυρίως τον νεοπλατωνισμό, τους στωικούς φιλοσόφους και άλλες μυστικές παραδόσεις. Φυσικά, μια τέτοια εξωτερική και λογική ανάλυση της διδασκαλίας των Πατέρων, κυρίως της φιλοκαλίας, αποδομείται με μια τέτοια ανάλυση ολόκληρη η θεολογία της εκκλησίας για τις προϋποθέσεις της γνώσεως του Θεού, διασπάται η ενιαία πατερική παράδοση, υπονομεύεται η ησυχαστική παράδοση της εκκλησίας μας όπως διατυπώθηκε στις ευχές και στους ύμνους της εκκλησίας και όπως θεσπίσθηκε στις Οικουμενικές Συνόδους, κυρίως στην Θ΄ Οικουμενική Σύνοδο, επί του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Επίσης με αυτές τις διδασκαλίες εξουδετερώνεται και ολόκληρο το πνεύμα της φιλοκαλίας, και η διδασκαλία των λεγόμενων νηπτικών πατέρων του 9ου αιώνος». (12:40)

«Πάντως το κύριο και βασικό γνώρισμα των μεταπατερικών θεολόγων είναι ότι υποτιμούν ή αρνούνται τη νηπτική ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας, κυρίως χλευάζουν απρεπέστατα τα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, που είναι ο πυρήνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υπάρχει εξήγηση για αυτή τη νοοτροπία, όπως την έχει παρουσιάσει ο πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης. Έλεγε: “Υπάρχει μια άποψη ότι η διδασκαλία περί τελειότητος κατά τους Αγίους Πατέρες είναι ειδωλολατρικής προέλευσης και ότι τάχα οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν επηρεασμένοι από τις διακρίσεις αυτές μεταξύ καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, υπάρχει δηλαδή σαφής αυτός ο χαρακτηρισμός στους νεοπλατωνικούς, και λόγω μιας ομοιότητας αυτών των δύο οι δικοί μας έχουν υιοθετήσει την άποψη αυτή που κυρίως προέρχεται από τις μελέτες που έχουν κάνει οι προτεστάντες. […] Μετά οι ιστορικοί προτεστάντες ασχολήθηκαν με το θέμα και χάρηκαν τόσο πολύ όταν βρήκαν την καταπληκτική ομοιότητα μεταξύ πατερικής διδασκαλίας και της διδασκαλίας των ειδωλολατρών και ισχυρίστηκαν ότι είναι ειδωλολατρικής προελεύσεως τα περί σταδίων τελειώσεως. […] Και βλέπεις τώρα εκεί τα συγγράμματα των Ορθοδόξων θεολόγων γεμάτα, παντού βλέπεις αυτή την ιδέα, ότι η εκκλησία έχει επηρεαστεί από τους ειδωλολάτρες, τους νεοπλατωνικούς, και συγκεκριμένα περί των σταδίων της τελειώσεως”». (26:25)

«Για τη θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά γράφεται ότι “το σκεπτικό του, και από τον 3ο αιώνα κυρίως με τον Ωριγένη, σύνολης της ανατολικής πατερικής παράδοσης, παραπέμπει έντονα σε κατηγορίες της πλατωνικής και νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Έπειτα, οι ομιλίες του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στη μεταμόρφωση του Χριστού”, γράφουν, ”είναι γεμάτες από πλατωνικές και πλατωνίζουσες εκφράσεις αλλά και ακολουθούν και αντίστοιχα συλλογιστικά σχήματα». (30:40)

Στο 39:50 ο Ιερόθεος λέει οι Πατέρες «χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα της εποχής τους για να αντικρούσουν τους αιρετικούς αλλά δεν χρησιμοποιούσαν τον τρόπο σκέψεώς τους. […] Διότι οι Πατέρες έχουν νου Χριστού, ενώ οι φιλόσοφοι αιρετικοί, αν δεν ομιλούν από δαιμονικό πνεύμα, λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τουλάχιστον φθέγγονται από την ανθρώπινη διάνοια. Είναι λάθος να υποστηρίζετε ότι οι άγιοι Πατέρες ήταν νεοπλατωνικοί ή ωριγενιστές. Συνιστά βαθύτατη άγνοια της θεολογίας ή θα έλεγα διαστρέβλωσή της».


[2] Βλέπε για παράδειγμα στα Ελληνικά την «προτεσταντική» εκδοχή της εκκλησιαστικής ιστορίας του Γ.Α. Χατζηαντωνίου, Η Εκκλησία του Χριστού τα πρώτα εξακόσια χρόνια (1993) των εκδόσεων «Ο Λόγος».

[3] Επίσης στα Ελληνικά, χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της ιστοσελίδας «Πατερικόν Εγκόλπιον».

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=dhQQ5jk_OAw]

Τελευταία ενημέρωση 4 Απριλίου 2012

Από τον χιλιασμό στη βυζαντινή Βασιλεία του Θεού

Πριν από λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησαν σε καλαίσθητη έκδοση τα πρακτικά του περσινού συνεδρίου του Άρτου Ζωής με θέμα Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της: Από την Παλαιά Διαθήκη ώς τους πολιτικούς μεσσιανισμούς του 20ού αιώνα. Για όσους ασχολούνται με την ιστορία της Βίβλου και του χριστιανισμού τα περιεχόμενα έχουν, αναμφίβολα, μεγάλο ενδιαφέρον, αποτέλεσμα του οποίου θα είναι και τρία σχετικά άρθρα που θα δημοσιεύσω.

Σε αυτή την πρώτη δημοσίευση θα δοκιμάσω να κάνω μια περίληψη της εισήγησης του ιερέα Αντώνιου Πινακούλα με τίτλο «Βυζαντινός μεσσιανισμός: Η περίοδος της Ουτοπίας», περιλαμβάνοντας και μερικές φράσεις-κλειδιά που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας αλλά και ορισμένα δικά μου σχόλια.

Αντώνιος Πινακούλας

Ο εισηγητής ξεκινάει αναφερόμενος στην ιδέα της Βασιλείας του Θεού. Κατά την άποψή του, αυτή εμφανίζεται συνήθως με δύο τρόπους:

«Είτε ως χιλιαστική προσδοκία βίαιης ανατροπής του αμαρτωλού κόσμου είτε ως πρόγραμμα βαθμιαίας χριστιανοποίησής του» (σελ. 129).

Πράγματι, θα συμφωνήσω ότι ο χριστιανικός χιλιασμός, στη γνήσια μορφή του, σημαίνει τη βίαιη ακύρωση και αντικατάσταση των ανθρώπινων κυβερνήσεων από την ουράνια κυβέρνηση. Ενώ στη δεύτερη περίπτωση θεωρείται ότι η ουράνια κυβέρνηση εκφράζεται μέσω των ανθρώπινων κυβερνήσεων. Εν προκειμένω, ο

«βυζαντινός μεσσιανισμός είναι η συνείδηση των κατοίκων του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους ότι η αυτοκρατορία ήταν η πραγμάτωση του χριστιανικού ιδεώδους από τη στιγμή που την κυβέρνησή της ανέλαβαν οι χριστιανοί» (σελ. 130).

Βέβαια, ένα καλό ερώτημα είναι πώς και γιατί έγινε η μετάβαση από τον χιλιασμό[1] στον βυζαντινό μεσσιανισμό. Ο εισηγητής αναφέρει ότι την οδό προετοίμασαν Πατέρες όπως ο Μελίτων Σαρδέων και ο Ωριγένης. Τούτοι υποστήριξαν την κοινή μοίρα και τη σύγκλιση μεταξύ Αυτοκρατορίας και Εκκλησίας κατά τη βούληση του Θεού, έτσι ώστε να μπορεί να λεχθεί μάλιστα ότι οι διωγμοί δεν αποτέλεσαν παρά ατυχήματα λόγω άγνοιας της εξουσίας (σελ. 131, 134). Ο εισηγητής παρατηρεί ότι αυτή η αντίληψη

«κυοφορήθηκε για έναν αιώνα μετά τη διάψευση ενός επικείμενου τέλους της ιστορίας, που προσδιοριζόταν στην αρχή στα όρια μιας γενιάς» (σελ. 133).

Πράγματι, φαίνεται ότι η απογοήτευση για το ότι δεν εγκαθιδρύθηκε η χιλιετής βασιλεία του Θεού τόσο σύντομα όσο αναμενόταν άνοιξε τον δρόμο για την «επανερμηνεία» του μεσσιανισμού (Βλ. Ματθαίος 25:5· Λουκάς 19:11, 12). Ως αποτέλεσμα, με τον καιρό, παρά την αρχική «αρνητική θεώρηση του ρωμαϊκού κράτους», «χρωματίζεται όλο και πιο θετικά η θέση του ανάμεσα στον παρόντα χρόνο και σε εκείνον του Αντιχρίστου» (σελ. 141).

Αυτός, ωστόσο, που διατύπωσε με πληρότητα την ιδέα ότι η Αυτοκρατορία εκφράζει τη Βασιλεία του Θεού δεν ήταν παρά ο Ευσέβιος, υποστηρίζοντας τη «συγχώνευση» Εκκλησίας και Κράτους (σελ. 132).

«Η άνοδος του Κωνσταντίνου στο θρόνο», λέει ο εισηγητής, «είναι για τον Ευσέβιο η εγκαθίδρυση του μεσσιανικού βασιλείου στη γη και η πλήρωση των στόχων της Ουτοπίας» (σελ. 135).

Και τονίζει τις συνέπειες μιας τέτοιας αντίληψης:

«Η χριστιανική Ουτοπία δεν διαρρηγνύει όλους τους δεσμούς με τον περιβάλλοντα ειδωλολατρικό κόσμο. Αντίθετα, θέλει να είναι και συνέχεια» (σελ. 135).

Δείγμα αυτής της συνέχειας φαίνεται από τον συσχετισμό της δομής της Εκκλησίας με τη δομή του αρχαιοελληνικού κόσμου, και ιδίως των δημοκρατικών θεσμών. Κατά τον Ευσέβιο, λόγου χάρη, στη χωροταξική εικόνα της εκκλησίας «θα βρει κανείς όχι μόνο τις τρεις τάξεις της πλατωνικής πολιτείας και τον φιλόσοφο κυβερνήτη της, αλλά θα βρει επίσης διορθωμένα τα λάθη και συμπληρωμένες τις παραλείψεις της» (σελ. 141). Για τον Χρυσόστομο «η τοπική Εκκλησία γίνεται εκκλησία του Δήμου και καταλαμβάνει ολόκληρο τον δημόσιο χώρο, από την αγορά μέχρι το θέατρο. Οι κήρυκες είναι οι ρήτορες και οι ομιλίες τους οι δημηγορίες» (σελ. 142).

Ο εισηγητής παρατηρεί ότι η περίοδος του βυζαντινού μεσσιανισμού (4ος-6ος αι.) αποτελεί και την περίοδο των μεγάλων Πατέρων, με τους συνεχιστές τους να είναι απλώς σχολιαστές των προγενέστερων έργων (σελ. 136). Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553) ορίζονται επακριβώς ποιοι είναι οι έγκριτοι Πατέρες, όπως επαναλαμβάνει μεταγενέστερα και ο Μάξιμος ο Ομολογητής. Ο τελευταίος θα πεθάνει στην εξορία, ο Δαμασκηνός ζει εκτός αυτοκρατορίας και ο Συμεών θα ονομαστεί ειρωνικά «νέος θεολόγος» (σελ. 173). Έτσι, μετά τον 6ο αιώνα

«το ιδεολογικό σχήμα του βυζαντινού κράτους είναι συντηρητικό, αφού κοιτάει πάντα προς το παρελθόν, και η θεολογία του κοιτάει πάντα προς τους μεγάλους Πατέρες, κοιτάει πάντα προς την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού, κάτι που δεν θα το χάσει ποτέ, μέχρι την κατάλυσή του» (σελ. 174).

Παράλληλα, χαρακτηριστικό της Ουτοπίας είναι η εμφάνιση της εκκλησιαστικής ιστορίας (σελ. 143). Βέβαια, «από τον Ευσέβιο απουσιάζει κάθε αναφορά σε πολιτικά γεγονότα που δεν έχουν άμεση σχέση με την Εκκλησία. Σημάδι ότι οι δυο παράγοντες πορεύονται παράλληλα» (σελ. 145). Ωστόσο, οι συνεχιστές του αναμειγνύουν τα εκκλησιαστικά και τα πολιτικά γεγονότα, γεγονός που μαρτυρεί την προοδευτική συγχώνευση.

«Από τον Ευάγριο ιστορείται και η έκδοση των δύο αυτοκρατορικών διαταγμάτων, του “Εγκυκλίου” (475) και του “Ενωτικού” (482), όπου για πρώτη φορά ο αυτοκράτορας καθορίζει μόνος του το περιεχόμενο της πίστης. Πρόκειται για γεγονότα που, μαζί με τη στέψη του αυτοκράτορα από τον Πατριάρχη, η οποία αρχίζει την ίδια εποχή, επιβεβαιώνουν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τη συγχώνευση» (σελ. 146).

Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της μετάβασης από τον χιλιασμό στη βυζαντινή Ουτοπία είναι οι περιπέτειες του βιβλίου της Αποκάλυψης. Αυτό θεωρήθηκε τον 2ο αιώνα ως εξαγγελία μιας θεόθεν βίαιης ανατροπής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που κυβερνούσε τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ μεταγενέστερα η ίδια αυτοκρατορία παρουσιαζόταν από τους χριστιανούς ερμηνευτές ως η επίγεια βασιλεία του Θεού. Η αντίδραση από όσους είχαν τη δεύτερη άποψη ήταν είτε να απορρίψουν το βιβλίο της Αποκάλυψης είτε να το επανερμηνεύσουν με τρόπο που να συμφωνεί με την ιδεολογία τους. Το πρώτο δεν πέτυχε, αλλά η νέα

«ερμηνεία της θα την απαλλάξει από τα αντιρωμαϊκά στοιχεία και θα καταφέρει να την ενσωματώσει στο corpus των κειμένων της Καινής Διαθήκης» (σελ. 138).

Ο Οικουμένιος τον 6ο αιώνα θα συγγράψει το πρώτο πλήρες υπόμνημά της (σελ. 138), αν και «λείψανο αυτής της ιστορίας είναι η μέχρι σήμερα απουσία της Αποκάλυψης από την ανθολογία των βιβλικών κειμένων που αναγιγνώσκονται στην Εκκλησία». Και ο εισηγητής διερωτάται εύλογα:

«Πώς θα ήταν δυνατόν εξάλλου να συνυπάρξουν στην ίδια δημόσια συνάθροιση η δοξολογία υπέρ της ρωμαϊκής οικουμένης και η ρηματική καταδίκη της;» (σελ. 139).

Υποσημειώσεις


[1] Ο εισηγητής υποστηρίζει ότι ο χιλιασμός εμφανίστηκε στις αρχές του 2ου αιώνα (σελ. 139), θέση με την οποία δεν συμφωνώ και που θα σχολιάσω εκτενώς στο μελλοντικό άρθρο για την εισήγηση του καθηγητή Χρήστου Καρακόλη «Το καινοφανές του πρωτοχριστιανικού μεσσιανισμού».

Φιλοσοφία και Εκκλησιαστικοί Πατέρες: Μια κριτική στις θέσεις του Νίκου Ματσούκα

Στον πρόλογο του βιβλίου του Ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας, ο Νίκος Ματσούκας, αν και εκφράζει την εκτίμησή του για το έργο των προγενέστερών του ιστορικών της φιλοσοφίας όπως ο Τατάκης, ο Bréhier και ο Λογοθέτης, παίρνει τις αποστάσεις του. Λέει πως «όλα τα γενικά έργα […] δεν προβάλλουν μήτε διαφωτίζουν την αυτονομία της βυζαντινής σκέψης στην περιοχή της φιλοσοφίας και της θεολογίας· μοιάζουν να ’ναι εγχειρίδια Γραμματολογίας ή Ιστορίας των δογμάτων με κάποια έμφαση στις φιλοσοφικές ενασχολήσεις βυζαντινών λογίων με πλατωνικά, αριστοτελικά, νεοπλατωνικά, στωικά και άλλα πρότυπα» (σελ. 10).

Οι δύο λέξεις-κλειδιά σε αυτή την περίοδο είναι «όλα» και «αυτονομία». Το «όλα» δηλώνει ότι ο Ματσούκας έχει να μας πει κάτι που δεν έχουμε ξαναδιαβάσει. Η «αυτονομία» σημαίνει ότι κακώς οι άλλοι ιστορικοί συσχέτιζαν τη βυζαντινή σκέψη με τους προγενέστερους φιλοσόφους και διανοητές του ελληνικού κόσμου, αφήνοντας περιθώρια για ένα είδος συνέχειας, τουλάχιστον σε κάποια θέματα. Φυσικά, κανένας επιστήμονας δεν νομίζω να λέει ότι οι Βυζαντινοί συμφωνούν κατά πάντα με τη μεν ή τη δε φιλοσοφική σχολή. Συνήθως γίνεται λόγος για «εκλεκτισμό»,[1] και στο πλαίσιο αυτού του «εκλεκτισμού» υπάρχουν διάφορα στοιχεία τα οποία υιοθέτησαν και ενέταξαν στο δικό τους σύστημα σκέψης. Για τον Jaroslav Pelikan, λόγου χάρη, τα δύο σημαντικότερα δάνεια της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης στους Πατέρες είναι οι απόψεις τους για τη φύση του Θεού και την ψυχή.[2]

Τι εννοεί, επομένως, ο Ματσούκας με τον όρο «αυτονομία»; Εννοεί ότι η Πατερική σκέψη, ιδίως στα δογματικά ζητήματα, δεν εξαρτάται καθόλου από τα προγενέστερα εξωβιβλικά συστήματα σκέψης που κυριαρχούσαν στο περιβάλλον της ή, για να το πούμε διαφορετικά, δεν εμπεριέχει ιδέες που θα της έλειπαν αν δεν υφίστατο το περιβάλλον της ελληνικής φιλοσοφίας (σελ. 42-4, 93). Είναι αλήθεια αυτό;

Ο Ματσούκας αναπόδραστα ομολογεί πως η «αυτονομία» που υποστηρίζει και που απέτυχαν οι άλλοι να δείξουν «μοιάζει δυσδιάκριτη» (σελ. 10). Γιατί άραγε θέλει τόσο κόπο να τη διακρίνει κανείς; Διότι, πολύ απλά, στα έργα των Πατέρων συναντούμε συχνά όρους της ελληνικής φιλοσοφίας. Μάλιστα, ο ίδιος ο Ματσούκας μιλάει για «μπόλιασμα […] της φιλοσοφικής γλώσσας στο περιεχόμενο της εκκλησιαστικής εμπειρίας» (σελ. 47) και παραδέχεται: «Πολύ σωστά επισημαίνεται καταρχήν ότι το δόγμα μορφολογικά αναπτύσσεται με τη φιλοσοφική γλώσσα του περιβάλλοντος» (σελ. 48), ενώ παρακάτω στο βιβλίο του αναφέρεται σε «γάμο ελληνικής φιλοσοφίας και Χριστιανισμού» (σελ. 84). Στην πραγματικότητα, γνωρίζουμε ότι είναι τόσο συχνή και σημαντική η χρήση των φιλοσοφικών όρων, ώστε αν κανείς δεν έχει γνώσεις γύρω από τις φιλοσοφικές αντιλήψεις της ελληνιστικής εποχής, πιθανότατα θα αποτύχει να κατανοήσει τη δογματική σκέψη των Πατέρων σε κεφαλαιώδεις πτυχές της.[3] Εύλογα λοιπόν αναρωτιόμαστε αν εκτός από κόπο, για να ιδωθεί αυτή η «αυτονομία», θέλει κιόλας φαντασία ή προκατάληψη.

Ο Ματσούκας απορρίπτει τις κλασικές προσεγγίσεις που κάνουν οι ιστορικοί της θρησκείας και της φιλοσοφίας περί «εξελληνισμού του χριστιανισμού» ή «εκχριστιανισμού του ελληνισμού», καθότι θεωρεί ότι η βυζαντινή θεολογία «δεν φτιάχνει συμπιλήματα μήτε ωθείται σε συγκρητιστική λειτουργία» (σελ. 49). Πώς είναι, όμως, δυνατόν οι Πατέρες να χρησιμοποιούν κατά κόρον φιλοσοφικούς όρους, χωρίς όμως ταυτόχρονα να εισάγουν φιλοσοφικές αντιλήψεις στα δόγματα της χριστιανοσύνης; Ο Ματσούκας ισχυρίζεται πως αυτό γίνεται διότι μεταχειρίζονται τους όρους της ελληνικής φιλοσοφίας χωρίς τις αρχικές σημασίες τους αλλά με σημασίες που είναι αμιγώς χριστιανικές. «Επομένως», όπως λέει, «με τούτο το μπόλιασμα έχουμε μετάπλαση όρων και περιεχομένου. Μπροστά μας κείται μια νέα δημιουργία αυθύπαρκτη» (σελ. 49-50)!

Θα μπορούσε να γραφτεί ένα εγχειρίδιο χριστιανικής δογματικής με συστηματική χρήση της ινδουιστικής ορολογίας;

Είναι λογικό και εφικτό κάτι τέτοιο; Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ας φανταστούμε έναν ιεραπόστολο ο οποίος πηγαίνει στην Ινδία με σκοπό να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Αναμφίβολα πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί αξιοπρεπώς την ινδική γλώσσα. Ωστόσο, ο εν λόγω ιεραπόστολος δεν αρκείται σε αυτό και προχωρά πολύ παραπέρα: εντρυφά στον ινδουισμό και, όταν αισθάνεται σίγουρος για την εξοικείωσή του, γράφει ένα εκτενές εγχειρίδιο χριστιανικής δογματικής χρησιμοποιώντας συστηματικά τεχνικούς όρους της ινδουιστικής θρησκείας και φιλοσοφίας, όπως κάρμα, γιόγκα, σαμσάρα, άτμαν, άβαταρ κ.ο.κ. Ποιες πιστεύετε πως είναι οι πιθανότητες να μείνει η χριστιανική δογματική εντελώς ανέπαφη από τον ινδουισμό υπό αυτές τις συνθήκες;

Αυτό θα ήταν εκ των πραγμάτων ανέφικτο διότι οι λέξεις δεν είναι μόνο μορφές, όπως μοιάζει να προσπαθεί να μας πείσει ο καθηγητής Ματσούκας, αν και παραδέχεται τουλάχιστον ότι η θεωρία του βασίζεται σε κάτι που είναι, «αν όχι αδύνατο, αρκετά δύσκολο» (σελ. 49). Ναι, οι λέξεις δεν είναι απλώς ήχοι. Οι λέξεις είναι σύμβολα εννοιών, ιδεών. Κάθε λέξη, από την ετυμολογία και τη χρήση της, φέρει μια μεγάλη ιστορία, η οποία σίγουρα δεν ξεχνιέται εύκολα. Και το σημαντικότερο: οι λέξεις είναι μέσα επικοινωνίας. Το να πάρω μια υπάρχουσα λέξη δίνοντάς της μια δική μου σημασία, για να διαλέγομαι με τον εαυτό μου στον καθρέφτη, είναι σίγουρα άσκοπο. Τις λέξεις τις επιλέγουμε και τις χρησιμοποιούμε για να επικοινωνήσουμε με τους συνομιλητές μας, και αυτό προϋποθέτει την κοινή αποδοχή των σημασιών που έχουν οι λέξεις.

Η τελευταία σκέψη μάς οδηγεί στα εξής αποκαλυπτικά ερωτήματα: Για ποιον λόγο ένας ιεραπόστολος, αντί να περιοριστεί στην καθωσπρέπει χρήση της ινδικής γλώσσας, αισθάνεται ότι είναι ωφέλιμο να εκφράζεται συστηματικά με τους όρους του ινδουισμού; Θα το έκανε αυτό αν όντως πίστευε ότι ο ινδουισμός είναι ουσιαστικά ασύμβατος με τη χριστιανοσύνη (για να μην πούμε δαιμονικός) και ότι, ως εκ τούτου, η συχνή παρουσία ινδουιστικής ορολογίας σε ένα εγχειρίδιο χριστιανικής δογματικής ενέχει τον κίνδυνο να παροδηγηθούν οι αναγνώστες; Η απάντηση είναι όχι. Η συστηματική χρήση μιας ορολογίας που προέρχεται από μια άλλη κοσμοθεωρία (στο παράδειγμά μας από τον ινδουισμό) θα αντανακλούσε την πεποίθηση πως μεταξύ των δύο διαφορετικών κοσμοθεωριών υπάρχουν πολλά και ουσιαστικά σημεία συνάντησης, πολλές συμφωνίες και αναλογίες. Αυτό θα ήταν το συμπέρασμά μας για τις απόψεις του ιεραποστόλου, αν όντως τον βλέπαμε να συντάσσει μια χριστιανική δογματική με ινδουιστικούς όρους, και μάλλον οι περισσότεροι από εμάς θα λέγαμε πως αυτός τρέφει φοβερές αυταπάτες στο μυαλό του και θα απορρίπταμε το πάντρεμα (ή «γάμο», όπως λέει ο Ματσούκας) το οποίο επινόησε.

Τι θα πούμε, αντίστοιχα, για τη συστηματική χρήση των όρων της ελληνικής φιλοσοφίας, και δη του μυστικιστικού πλατωνισμού, από τους Πατέρες κατά τη διατύπωση των δογμάτων τους, και πρωτίστως όσον αφορά τη φύση του Θεού και της ανθρώπινης ψυχής;

Μερικοί, όπως ο καθηγητής Μαρτζέλος, επιπόλαια απαντούν ότι οι Πατέρες απλώς χρησιμοποίησαν την ορολογία της εποχής τους για να επικοινωνήσουν με το περιβάλλον τους, τακτική που τάχα εισήγαγαν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης[4]. Όσοι το υποστηρίζουν αυτό παραβλέπουν ορισμένες αυτονόητες αλήθειες. Το να χρησιμοποιείς την καθομιλουμένη διαφέρει πολύ από να χρησιμοποιείς την τεχνική ορολογία μιας φιλοσοφικής σχολής. Είναι άλλο να μιλάς Ινδικά, και άλλο να επικαλείσαι την τεχνική ορολογία του ινδουισμού, και μάλιστα συστηματικά. Ναι, είναι άλλο πράγμα η Κοινή Ελληνική, και άλλο η ορολογία του πλατωνισμού.

Η Καινή Διαθήκη, επί παραδείγματι, γράφτηκε στα δημώδη Ελληνικά, δηλαδή στη γλώσσα που μιλούσε τότε ο λαός. Η γλώσσα της Καινής Διαθήκης δεν είναι η «επιστημονική» ή «φιλοσοφική» της εποχής.[5] Η σκέψη δε ότι οι απόστολοι θα ανέλυαν στις εκκλησίες τις διδασκαλίες του Χριστού με πλατωνικούς όρους είναι κάτι παραπάνω από αστεία. Όσο για τις αναφορές της Καινής Διαθήκης στην ελληνική γραμματεία, αυτές είναι ελάχιστες, συγκυριακές, αρκετά παροιμιώδεις ώστε κάλλιστα να τις γνωρίζει ο μέσος Έλληνας ή Ρωμαίος, και αφορούν απλές, βασικές, πανανθρώπινες ιδέες, όχι τεχνικούς όρους για την ανάλυση, οργάνωση και παρουσίαση των χριστιανικών δογμάτων.[6]

Επομένως, δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν τα όσα σχετικά έγραψε ο μεγάλος κλασικιστής Werner Jaeger για τη διαφορά των Πατέρων από την Καινή Διαθήκη ως προς την επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας:

«Θεωρητικά η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στη χριστιανική θρησκεία έχει αναγνωριστεί  από την επιστημονική θεολογική βιβλιογραφία σε πολλούς τομείς. […] Το θεμελιώδες έργο του Harnack έχει συγκεκριμένα δείξει τη φύση της επίδρασης της ελληνικής φιλοσοφίας στο χριστιανικό δόγμα. […] Από την άλλη μεριά, ευθεία επίδραση της ελληνικής φιλοσοφίας στην Καινή Διαθήκη, και πιο συγκεκριμένα στον Άγιο Παύλο, […] δεν έχει επιβεβαιωθεί από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα. […] Γενικά, αυτού του είδους η δογματική επιρροή της ελληνικής φιλοσοφίας στη χριστιανική σκέψη αφορά τις μεταγενέστερες γενεές» (η πλάγια γραφή δική μου).[7]

Ας επιστρέψουμε, όμως, στο θέμα της ορολογίας, που θίγει ο Ματσούκας. Από τις λέξεις της καθομιλουμένης της Καινής Διαθήκης φτάσαμε στη φιλοσοφική τεχνική ορολογία των Πατέρων. Αυτό θα ήταν αδύνατον αν δεν θεωρούσαν οι Πατέρες ότι υπάρχουν ορισμένες σημαντικές αναλογίες και συμφωνίες μεταξύ του χριστιανισμού και των φιλοσοφικών σχολών, θα ήταν αδύνατον αν ίσχυε η «αυτονομία» του Ματσούκα. Φυσικά, η σοβαρή αιτιολόγηση για τις μυριάδες αναφορές των εκκλησιαστικών συγγραφέων στους φιλοσόφους θα γίνει ευκολότερα αν παραβλέψει κανείς τις σοφιστείες ορισμένων σύγχρονων σχολιαστών και στραφεί στις σαφείς δηλώσεις των ίδιων των εκκλησιαστικών συγγραφέων, ιδίως από τον 2ο μέχρι τον 4ο αιώνα, οι οποίοι θέλουν τις «αλήθειες» της ελληνικής φιλοσοφίας να είναι από απότοκο των βιβλικών γνώσεων των φιλοσόφων μέχρι αποτέλεσμα της θείας πρόνοιας για την έλευση του Χριστού και την ίδρυση της εκκλησίας Του!

Για να δούμε λοιπόν τα ζητήματα πιο αναλυτικά, αξίζει να εξετάσουμε αρχικά την περίπτωση του Ιουστίνου, του επονομαζόμενου «φιλοσόφου και μάρτυρα». Ο Ιουστίνος από πλατωνιστής έγινε χριστιανός, γεγονός που σίγουρα σημαίνει πως θεωρούσε τον χριστιανισμό ανώτερο. Έβλεπε όμως ο Ιουστίνος ομοιότητες μεταξύ του χριστιανισμού και του πλατωνισμού; Στις δύο Απολογίες του προς τον αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο και τη Σύγκλητο αντίστοιχα, ο Ιουστίνος αναφέρει τέτοιες ομοιότητες, και ίσως οι περισσότεροι να γνωρίζουμε τη διαχρονική ατάκα του «οὐχ […] ἀλλότριά ἐστι τὰ Πλάτωνος διδάγματα τοῦ Χριστοῦ͵ ἀλλ΄ […] οὐκ ἔστι πάντη ὅμοια», δηλαδή «δεν είναι ξένα τα διδάγματα του Πλάτωνα από τα διδάγματα του Χριστού, αλλά δεν είναι και όμοια στο καθετί».[8]

Αν και αληθεύει πως ο Ιουστίνος υπερτόνισε τις ομοιότητες με τον Πλάτωνα στις Απολογίες του για να εξυπηρετήσει τον σκοπό του, κάτι το οποίο μπορεί εύκολα να καταδείξει μια σύγκριση των θέσεών του με τον Διάλογο που είχε με τον Ιουδαίο Τρύφωνα, αυτό που λέει το πιστεύει πραγματικά, δεν ψεύδεται. Ο πατρολόγος Κωνσταντίνος Σκουτέρης, λόγου χάρη, παραδέχεται: «Ο Ιουστίνος ελευθερώθηκε από την πλατωνική ιδεοληψία, διατήρησε όμως στοιχεία του πλατωνικού συστήματος στη διδασκαλία του, κυρίως τις περί υπερβατικότητας του Θεού αντιλήψεις του Πλάτωνα».[9] Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν διαβάσει κάποιος τον ορισμό του Ιουστίνου περί Θεού, καθώς και τις απόψεις του για τα ιδιώματα της θείας φύσης. Όπως αποκαλύπτει ο πρόλογος του Διαλόγου, ο Ιουστίνος πίστεψε στον Χριστό από κάποιον χριστιανό που είχε θετική άποψη για τη φιλοσοφική θεολογία, και ως εκ τούτου ο Ιουστίνος, μάλλον άθελά του, εξαρχής έτρεφε την αυταπάτη ότι οι πλατωνικές αντιλήψεις του περί Θεού επιβεβαιώνονταν από την Αγία Γραφή[10]. Μεταξύ των σημερινών ειδικών της ιστορίας της φιλοσοφίας και της θρησκείας είναι «γενικά αποδεκτό το γεγονός πως η Βίβλος ποτέ δεν μιλά με οντολογικό τρόπο για τον Θεό»,[11] αλλά εκείνη την εποχή ο Ιουστίνος, όπως και πολλοί άλλοι, απατούσαν τον εαυτό τους νομίζοντας ότι η ορολογία και τα επιχειρήματα της πλατωνικής οντολογίας για τη θεϊκή φύση συμφωνούν ουσιωδώς με τη χριστιανική διδασκαλία και, επομένως, δεν τη νοθεύουν.[12]

Ο Ιουστίνος, όμως, δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Ο Σκουτέρης, σχολιάζοντας τις απόψεις του Ιουστίνου για τη φύση του Θεού, αναφέρει εύστοχα λίγο παρακάτω: «Οι θεολογικές αυτές παρατηρήσεις του Ιουστίνου ασφαλώς θα πρέπει να θεωρηθούν προμηνύματα μιας θεολογίας που οι Καππαδόκες σαφέστατα θα διατυπώσουν και οι άλλοι μεγάλοι Έλληνες Πατέρες με τη διδασκαλία τους θα καθιερώσουν και η οποία μας είναι γνωστή ως αποφατική θεολογία».[13]

Αυτό το σχόλιο μάς εισάγει στο επόμενο σημαντικό σημείο που αποδεικνύει το τρανό σφάλμα του Ματσούκα. Η φιλοσοφική ορολογία στους Πατέρες δεν απαντά μόνο σε μερικά κηρύγματα προς μορφωμένους Εθνικούς για προσηλυτιστικούς σκοπούς ή για «επικοινωνία με το περιβάλλον» του ελληνιστικού κόσμου, αλλά απαντά επιπλέον στις εσωτερικές δογματικές διαμάχες της Εκκλησίας, ιδίως ως προς την Τριάδα. Είναι όμως δυνατόν, αν τάχα δεν έχουν παρεισφρήσει φιλοσοφικές αντιλήψεις στα δόγματα, να αισθάνεται ο ορθόδοξος θεολόγος υποχρεωμένος να απαντήσει με φιλοσοφική ορολογία στον αιρετικό θεολόγο επειδή υποτίθεται ότι ο αιρετικός έπεσε θύμα της φιλοσοφίας; Αν δηλαδή κάποιος χριστιανός αναμείγνυε τον ινδουισμό με τη Βίβλο, θα ήταν υποχρεωμένος ο πιστός χριστιανός να του απαντήσει με ινδουιστική ορολογία; Η απάντηση είναι παραπάνω από προφανής.

Ακόμη πιο κραυγαλέα είναι η περίπτωση της χρήσης φιλοσοφικής ορολογίας σε κηρύγματα που απευθύνονται προς τους πιστούς. Όταν λόγου χάρη ο Βασίλειος ο Μέγας σχολίαζε τα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης, τη γνωστή Εξαήμερον, ποιος ήταν ο λόγος να συμπεριλάβει ιδέες από τον Τίμαιο, δηλαδή τον πλατωνικό μύθο για τη δημιουργία του κόσμου;[14] Ή, για να επανέλθουμε στο παράδειγμά μας, από πότε οι βιβλικοί ερμηνευτές, όταν μελετούν τη Γραφή για να διδάξουν τους πιστούς, έχουν ανάγκη να συμπεριλάβουν ιδέες και όρους από τις ινδουιστικές Βέδες;

Αναλογιστείτε επίσης την περίπτωση του Δαμασκηνού, που έγραψε την Ακριβήν Έκδοσιν της Ορθοδόξου πίστεως, ίσως το σημαντικότερο δογματικό έργο όλων των εποχών. Το ότι εκεί συναντά κανείς μη βιβλική, φιλοσοφική ορολογία αποδεικνύει ότι ο Δαμασκηνός, αν και δεν μάχεται με κανέναν φιλόσοφο ή αιρετικό, εξακολουθεί να έχει την ανάγκη να υπεισέλθει σε ζητήματα που δεν θίγει η Βίβλος αλλά η φιλοσοφία, και επομένως επικαλείται τη συμβολή της φιλοσοφίας στη διαμόρφωση της δογματικής διδασκαλίας. Όσο δε για τις προθέσεις του, δεν χρειάζεται να κάνουμε καθόλου εικασίες. Ίσως μερικοί πρέπει να στερεώσουν στην πόρτα του ψυγείου τους την εξής δήλωση του Δαμασκηνού την οποία διατυπώνει ενώ εισάγει τον αναγνώστη του στο τριαδικό δόγμα:

«Οὕτως διὰ μὲν τῆς κατὰ φύσιν ἑνότητος ἡ πολύθεος τῶν Ἑλλήνων ἐξαφανίζεται πλάνη, διὰ δὲ τῆς τοῦ Λόγου παραδοχῆς καὶ τοῦ Πνεύματος τῶν Ἰουδαίων καθαιρεῖται τὸ δόγμα, ἑκατέρας τε αἱρέσεως παραμένει τὸ χρήσιμον, ἐκ μὲν τῆς Ἰουδαϊκῆς ὑπολήψεως ἡ τῆς φύσεως ἑνότης, ἐκ δὲ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ κατὰ τὰς ὑποστάσεις διάκρισις μόνη».[15]

«Έτσι, από τη μια, με την ενότητα της φύσεως, εξαφανίζεται η πλάνη της  πολυθεΐας των Ελλήνων, κι από την άλλη, με την ομολογία της υπάρξεως  του Λόγου και του Πνεύματος, ανατρέπεται η πίστη των Ιουδαίων. Και από τις δύο αιρετικές αποκλίσεις παραμένει η ωφέλεια: από την ιουδαϊκή αντίληψη έχουμε την ενότητα της ουσίας, ενώ από την ελληνική τη διάκριση των υποστάσεων».

Για να το κάνουμε λιανά: ο Δαμασκηνός λέει ότι το δόγμα της Τριάδας αποτελεί διορθωτική και δημιουργική σύνθεση του ελληνικού πολυθεϊσμού και του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού, με εργαλείο τον νεοπλατωνισμό, που μίλησε για τις τρεις υποστάσεις της θείας φύσης. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο Δαμασκηνός έχει διαφορετική άποψη από τον Ματσούκα ως προς τα περί «αυτονομίας».

Το ότι η θεωρία του Ματσούκα περί απόλυτης «αυτονομίας» και «αυθυπαρξίας» της Πατερικής σκέψης διαστρεβλώνει τα ιστορικά στοιχεία αποδεικνύεται με τον πλέον χειροπιαστό τρόπο από τις απόψεις του για τον Ωριγένη.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία, ο Ωριγένης, καίτοι χριστιανός εκ γενετής, θέλησε να διδαχτεί τον πλατωνισμό έχοντας δάσκαλο έναν χριστιανό αποστάτη που είχε γίνει πλατωνιστής, τον Αμμώνιο Σακκά.[16] Η ισχυρότατη επίδραση του πλατωνισμού στις απόψεις του Ωριγένη μπορεί να φανεί με πολλούς τρόπους, αλλά ίσως ο πιο πρόδηλα αντιχριστιανικός είναι το ότι πίστευε σε ένα είδος μετενσάρκωσης. Ο Ωριγένης απολάμβανε μεγάλη φήμη μεταξύ των μεγάλων κατοπινών θεολόγων, όπως ο Γρηγόριος ο Θαυματουργός, ο Αθανάσιος, οι Καππαδόκες, [17] αλλά ως γνωστόν, μετά από τρεις αιώνες αντιλογίας για τις απόψεις του, καταδικάστηκε ως αιρετικός. [18]

Γνωρίζετε ότι, αν αφαιρεθεί η πλατωνική δοξασία της «αχρονίας», καταρρέει το δόγμα της Τριάδας;

Αν όμως ο Ωριγένης δέχτηκε τόσο μεγάλη επιρροή από τον πλατωνισμό, τι θα πούμε για τους κατοπινούς Πατέρες που διδάχτηκαν από το έργο του, θεωρώντας τον μεγάλο ερμηνευτή της Βίβλου; Όπως θα ήταν αναμενόμενο, οι απόψεις τους αντανακλούν όντως αυτή την επιρροή. Για παράδειγμα, ένα απολύτως απαραίτητο συστατικό της τριαδολογίας που υποστήριξαν οι Καππαδόκες και ο Αθανάσιος είναι η δοξασία του Ωριγένη περί αχρονίας της γέννησης του Υιού από τον Πατέρα. Αυτήν όμως τη διδασκαλία ο Ωριγένης την παρέλαβε από τον πλατωνισμό.[19] Εφόσον εν προκειμένω μιλούμε για το κορυφαίο δόγμα της ορθόδοξης θεολογίας, εύλογα αυτό το παράδειγμα μας δείχνει γλαφυρότατα πώς τα πλατωνικά στοιχεία που εισχώρησαν μέσω του Ωριγένη, και προφανώς άλλων ομοίων του, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της δογματικής. Και αν τα πράγματα έχουν έτσι, η «αυτονομία» του Ματσούκα αποδεικνύεται ψεύτικη.

Ο Ματσούκας, επίσης, μοιάζει να αντιλαμβάνεται πως οι απόψεις του περί «αυτονομίας» ουσιαστικά αναιρούνται από τη μεγάλη αλλαγή της στάσης της αυτοκρατορικής Εκκλησίας απέναντι στον Ωριγένη (με μια καταδίκη που θα μπορούσε δικαιολογημένα να συμπεριλάβει τουλάχιστον και τον Γρηγόριο Νύσσης), εφόσον αυτή η αλλαγή, που χρειάστηκε 300 χρόνια για να ολοκληρωθεί, αποτελεί έμμεση παραδοχή της πλατωνικής μόλυνσης του Ωριγένη στην ορθόδοξη δογματική παράδοση. Αντιμέτωπος με αυτό το ακανθώδες ζήτημα, ο Ματσούκας καταφεύγει σε ένα απροσδόκητα τολμηρό τέχνασμα: υπερασπίζεται την ορθοδοξία του Ωριγένη! Ναι, για να περισώσει ο Ματσούκας την κατασκευασμένη «αυτονομία» της ορθόδοξης δογματικής, μιας δογματικής που διαμορφώθημε με την καθοριστική συμμετοχή του Ωριγένη, θα μεταμορφώσει τον Ωριγένη σε πιστό χριστιανό, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να διατρανώσει ότι η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος έσφαλε όταν καταδίκασε τον Ωριγένη για τις απόψεις του περί αχρονίας της δημιουργίας. Ο Ματσούκας μάλιστα αποφαίνεται: «Ο Ωριγένης διόλου δεν υποστηρίζει την πλατωνική άποψη» (Η πλάγια γραφή δική μου). Και αν φυσικά ο Ματσούκας φτάνει στο σημείο να διαφωνεί ανοιχτά με την απόφαση της εν λόγω Οικουμενικής Συνόδου, του είναι σίγουρα πολύ ευκολότερο να βγάλει λάθος και τον Φλωρόφσκυ: «Στην προκειμένη περίπτωση φρονώ ότι και ο G. Florovsky ερμηνευτικά αδικεί τον Ωριγένη, υποστηρίζοντας ότι η διδασκαλία του σε τούτο το σημείο παρουσιάζει αιρετική απόκλιση».[20]

Οι προϋποθέσεις της «αυτονομίας» του Ματσούκα εξ ανάγκης απαλλάσσουν τον Ωριγένη από την όποια επιρροή του πλατωνισμού ακόμη και στα ζητήματα της ψυχής. «Η άποψη του Ωριγένη […] για την προΰπαρξη των ψυχών, που για τον σωφρονισμό τους παίρνουν σώματα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ωστόσο, απλώς διορθώνεται, γιατί δεν είναι κατά βάση φιλοσοφική, δηλαδή πλατωνική. Υπάρχει σίγουρα μια παρεξήγηση από μέρους των ερμηνευτών του. Ο Ωριγένης δέχεται πως οι ψυχές είναι κτιστές και όχι αυθύπαρκτες. Επομένως δεν πλατωνίζει, αλλά ακολουθεί τη βιβλική γραμμή της δημιουργίας».[21]

Όταν ο Ματσούκας φτάνει στο απίθανο σημείο να μας πει ότι ακόμη και το δόγμα της προΰπαρξης της ψυχής, που αντιπροσωπεύει μια παντελώς αντιβιβλική κοσμοθεωρία (καθότι θεωρεί την υλική δημιουργία δεσμωτήριο των ψυχών), δεν αποτελεί πλατωνική επιρροή, εύκολα καταλάβουμε πόσο χαλαρές, πόσο αντιιστορικές, πόσο προκατειλημμένες είναι οι προϋποθέσεις του για τη φανταστική «αυτονομία» που διατρανώνει.

Στην προηγούμενη δημοσίευσή μου είχα αναφερθεί στην εκκωφαντική σιωπή του Ματσούκα για τα περί ψυχής ζητήματα στην Ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας, καθότι θεώρησα ότι σκόπιμα απέφυγε να θίξει και να αναλύσει αυτό το θέμα, που ακυρώνει τη θεωρία του περί «αυτονομίας», όπως μπορεί να διακρίνει κανείς και στο Κεφάλαιο 4.2. Ένας φίλος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μου να μου δείξουν σχόλια του Ματσούκα για την πατερική ψυχολογία, και έτσι διάβασα τα παραπάνω, τα οποία με άφησαν άφωνο.

Ίσως κακώς να θεώρησα ότι ο Ματσούκας δεν αναφέρθηκε στα περί ψυχής ζητήματα για να αποφύγει την αυτοακύρωση των απόψεών του, αφού καμιά άποψη, κατά τον Ματσούκα, δεν είναι πλατωνική, ή έστω πλατωνίζουσα, αν εμπεριέχει τις λέξεις κτίση, δημιουργία και τις συναφείς. Αυτή είναι η προϋπόθεση για την «αυτονομία» του Ματσούκα. Μπορείς να λες ό,τι να ’ναι, αρκεί να προσθέτεις και τη λέξη «δημιουργία». Ίσως για τον Ματσούκα ο πλατωνισμός είναι μόνο ένα πράγμα και τίποτα άλλο: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ! Αφού πιστεύεις στη δημιουργία, δεν πλατωνίζεις, πάει, τέλειωσε!

Προφανώς και ο Πλάτων δεν πλατωνίζει, αφού στον Τίμαιο μιλάει για τη δημιουργία της ψυχής.

«Τὴν δὲ δὴ ψυχὴν οὐχ ὡς νῦν ὑστέραν ἐπιχειροῦμεν λέγειν͵ οὕτως ἐμηχανήσατο καὶ ὁ θεὸς νεωτέρανοὐ γὰρ ἂν ἄρχεσθαι πρεσβύτερον ὑπὸ νεωτέρου συνέρξας εἴασενἀλλά πως ἡμεῖς πολὺ μετέχοντες τοῦ προστυχόντος τε καὶ εἰκῇ ταύτῃ πῃ καὶ λέγομεν͵ ὁ δὲ καὶ γενέσει καὶ ἀρετῇ προτέραν καὶ πρεσβυτέραν ψυχὴν σώματος ὡς δεσπότιν καὶ ἄρξουσαν ἀρξομένου συνεστήσατο ἐκ τῶνδέ τε καὶ τοιῷδε τρόπῳ».

«Την δε ψυχή του κόσμου δεν την εδημιούργησε ο Θεός εκ των υστέρων, όπως εμείς επιχειρούμε να εκφρασθούμε αυτήν την στιγμήν. Διότι δεν θα άφηνε να κυβερνάται το αρχαιότερο από το νεώτερο, όπως θα συνέβαινε αν έκανε πρώτα το σώμα. Αλλά εμείς επειδή μετέχομε πολύ κατά κάποιον τρόπο στο τυχαίο και το εύλογο έτσι κάπως εκφραζόμεθα, ο δε θεός έκαμε την ψυχήν και χρονικώς και από πλευράς αρετής προτέραν και ανωτέραν του σώματος, με σκοπόν να κυριαρχή πάνω σ’ αυτό και να το διευθύνη, ενώ εκείνο να υπακούη. Εδημιούργησε δε την ψυχή από εξής και τα εξής».[22]

Ορίστε; Ε τι μαθαίνει κανείς…

 Ολίγα συμπεράσματα

Η θεωρία του Ματσούκα περί απόλυτης αυτονομίας και αυθυπαρξίας της Πατερικής σκέψης είναι αντιεπιστημονική και παράλογη. Ο εν λόγω καθηγητής ισχυρίστηκε ότι οι Πατέρες χρησιμοποίησαν τους φιλοσοφικούς όρους δίνοντάς τους νέο σημασιολογικό περιεχόμενο, απαλλαγμένο από αντιλήψεις του ελληνισμού. Ωστόσο, η συστηματική χρήση της φιλοσοφικής ορολογίας από τους Πατέρες θα ήταν αδύνατη και άσκοπη αν οι Πατέρες δεν πίστευαν ότι υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες και αναλογίες μεταξύ χριστιανισμού και φιλοσοφίας. Και εφόσον γνωρίζουμε ότι η ελληνική φιλοσοφία θίγει έννοιες και περιέχει κατηγορίες που δεν υπάρχουν στη Βίβλο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με αυτήν, η συστηματική χρήση της φιλοσοφικής ορολογίας στη διατύπωση των βιβλικών δογμάτων εκ των πραγμάτων τα νοθεύει.


Βιβλιογραφικές αναφορές και σχόλια

[1] «Εκλεκτισμός» είναι η εκλογή ιδεών από διαφορετικές φιλοσοφικές σχολές.

[2] Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine, Chicago University Press, 1971, σελ. 51 κ.εξ. Για τα περί ψυχής ζητήματα μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από τις απόψεις των εν λόγω ιστορικών στα Κεφάλαια 4.1 και 4.2, ενώ για τη θεολογία και την τριαδολογία θα υπάρξουν μελλοντικά δημοσιεύματα.

[3] «Η φιλοσοφία έχει διεισδύσει βαθιά στη χριστιανική σκέψη από τις αρχαιότερες ημέρες που οι χριστιανοί στοχάζονταν επί του πιστεύω τους. Έτσι, είναι αδύνατον να κατανοήσουμε τη χριστιανική θεολογία αν δεν έχουμε κάποιες γνώσεις για το φιλοσοφικό υπόβαθρο που υφίστατο όταν αυτή διαμορφωνόταν».—Eric Springsted, «Philosophy», The Encyclopedia of Christianity (Επ. John Bowden), Oxford University Press, 2005, σελ. 925.

[4] Π.χ.: «Από τη στιγμή όμως που το Ευαγγέλιο έπρεπε να κάνει τη μεγάλη του έξοδο στον ελληνικό κόσμο, όφειλε να είναι επενδεδυμένο με ελληνικά κυρίως μορφολογικά στοιχεία, προκειμένου να γίνει προσιτό και κατανοητό από όσους ζούσαν και σκέφτονταν μέσα στην πνευματική ατμόσφαιρα του ελληνικού πολιτισμού. Γι’ αυτό ακριβώς ο ευαγγελιστής Ιωάννης, απευθυνόμενος με το Ευαγγέλιό του κυρίως σε εξ εθνών Χριστιανούς που είχαν κατά κανόνα ελληνική παιδεία και γλώσσα, χαρακτηρίζει στον πρόλογο του Ευαγγελίου του τον Υιό του Θεού με το στωικό ή το φιλώνειο όρο “Λόγος”, χωρίς βέβαια να αφίσταται από τη βιβλική έννοια του δημιουργικού λόγου του Θεού, ο οποίος είναι η αιτία της δημιουργίας όλου του κόσμου. Εξάλλου την ίδια ιεραποστολική αρχή ακολουθεί πιστά και ο απόστολος Παύλος κατά την ομιλία του στον Άρειο Πάγο.  […]. Ουσιαστικά την ίδια αποστολική αρχή ακολούθησαν παρά τις διαφορετικές προκλήσεις της εποχής τους και οι Απολογητές του β΄ και γ΄ αιώνα, όπως λ.χ. ο φιλόσοφος και μάρτυς Ιουστίνος, ο οποίος με βάση τη στωική αντίληψη του σπερματικού λόγου προσπάθησε να εξηγήσει την ύπαρξη ορισμένων αληθειών της Αποκαλύψεως στον ελληνικό και γενικότερα στο θύραθεν κόσμο» (Γεώργιος Μαρτζέλος, «Η Σάρκωση του Λόγου ως θεμελιώδης ιεραποστολική αρχή της αρχαίας Εκκλησίας»Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής. Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ., τομ.10 (2010) σελ.153-63.) Για το άστοχο παράδειγμα του Μαρτζέλου ως προς τον όρο «Λόγος», βλέπε το άρθρο: «“Εν αρχή ην ο Λόγος”: Η προέλευση, η σημασία και η πρόσληψη του ιωάννειου προλόγου».

[5] Edgar Goodspeed, «Introduction», Bible—An American Translation, 1923. Βλέπε επίσης Μανόλης Τριανταφυλλίδης, «Τα Ευαγγέλια και ο αττικισμός», Τα γράμματα, 1913, τόμ. 2.

[6] Πράξεις 17:28· 1 Κορινθίους 25:23· Τίτο 1:12. Για ανάλυση του θέματος των παραθεμάτων της ελληνικής γραμματείας στην Καινή Διαθήκη βλέπε Robert Renehan, «Classical Greek Quotations in the New Testament», The Heritage of the Early Church: Essays in Honor of the Very Reverend Georges Vasilievich Florovsky (Επ. D. Neiman και M. Schatkin), Pont. Institutum Studiorium Orientalium, 1973, σελ. 17-46.

[7] Werner Jaeger, Early Christianity and Greek Paideia, The Belknap Press of Harvard University Press, 1961, σελ. 105-6.

[8] Απολογία Β΄ 13,2.

[9] Κ. Σκουτέρης, Ιστορία δογμάτων, Αθήνα 1998, τόμ. 1, σελ. 229.

[10] Δειγματολειπτικά: «“Τί γάρ ἐστι φιλοσοφία͵ φησί͵ καὶ τίς ἡ εὐδαιμονία αὐτῆς͵ εἰ μή τι κωλύει φράζειν͵ φράσον”. “Φιλοσοφία μέν͵ ἦν δ΄ ἐγώ͵ ἐπιστήμη ἐστὶ τοῦ ὄντος καὶ τοῦ ἀληθοῦς ἐπίγνωσις͵ εὐδαιμονία δὲ ταύτης τῆς ἐπιστή μης καὶ τῆς σοφίας γέρας”. “Θεὸν δὲ σὺ τί καλεῖς;” ἔφη. “Τὸ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως ἀεὶ ἔχον καὶ τοῦ εἶναι πᾶσι τοῖς ἄλλοις αἴτιον͵ τοῦτο δή ἐστιν ὁ θεός”. Οὕτως ἐγὼ ἀπεκρινάμην αὐτῷ· καὶ ἐτέρπετο ἐκεῖνος ἀκούων μου».—Διάλογος 3,4-5.

[11] E.P. Meijering, Orthodoxy and Platonism in Athanasius: Synthesis or Antithesis?, Brill, 1974, σελ 188.

[12] Βλέπε «Οι ρίζες της αρειανικής διαμάχης κατά τον Justo González».

[13] Κ. Σκουτέρης, Ιστορία δογμάτων, Αθήνα 1998, τόμ. 1, σελ. 231.

[14] John Callahan, «Greek Philosophy and Cappadocian Cosmology», Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, τόμ. 12 (1958), σελ. 29-57.

[16] Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική ιστορία, 1959, σελ. 125.

[17] Charles Freeman, A New History of Early Christianity, Yale University Press, 2009, σελ. 187.

[18] Για πληροφορίες για τις απόψεις του Ωριγένη γύρω από την ψυχή και την καθοριστική επίδρασή του στους κατοπινούς θεολόγους βλέπε Κεφάλαιο 4.2.

[19] Harry Austryn Wolfson, The Philosophy of the Church Fathers, Harvard University Press, 1970, τόμ. 1, σελ. 201-3.

[20] Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας, Εκδόσεις Βάνιας, 2001, σελ. 224-5.

[21] Νίκος Ματσούκας, Δογματική και συμβολική θεολογία, Εκδόσεις Πουρναρά, 1988, c1985, τόμ. 3, σελ. 193.

[22] Τίμαιος 34b-35a σε μετάφραση Δημήτρη Κουτρούμπα, Πλάτωνος άπαντα: Τίμαιος – Κριτίας, Γεωργιάδης, 2001, σελ. 57. Για σχόλια για την εν λόγω περικοπή και το δύσκολο ζήτημα της καταγωγής της ψυχής στα έργα του Πλάτωνα βλέπε: Αθηναγόρας Χ. Ζακόπουλος, Πλάτων και Παύλος περί του ανθρώπου, Αθήνα 2000, σελ. 43-50.

Τελευταία ενημέρωση 30 Σεπτεμβρίου 2015