«Εν αρχή ην ο Λόγος»: Η προέλευση, η σημασία και η πρόσληψη του ιωάννειου προλόγου

Ακόμα και ο Αυγουστίνος, που διάβαζε τη Βίβλο με τα πατομπούκαλα του νεοπλατωνισμού, μπορούσε να διακρίνει πως ο Λόγος στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη διέφερε σημαντικά από ό,τι γνώριζε από τα φιλοσοφικά του αναγνώσματα.[1] Για τη θεία φύση του Λόγου και την κοσμολογική του λειτουργία θεωρούσε ότι τάχα είχε διαβάσει και αλλού, αλλά όμως «για το ότι ο Λόγος έγινε σάρκα και κατοίκησε ανάμεσά μας, αυτό πουθενά δεν το διάβασα», λέει στις εξομολογήσεις του.[2] Μια τέτοια δοξασία ήταν προκλητικά ριζοσπαστική για έναν πλατωνιστή—ή θα την αγαπούσε ή θα τη μισούσε. Και ο Αυγουστίνος την αγάπησε.

Αν όμως ο Αυγουστίνος μπορούσε να δει καθαρά όλο τον πρόλογο του Ευαγγελίου του Ιωάννη, θα έβρισκε σίγουρα και άλλες διαφορές. Σε αυτό είχαν αποτύχει, λιγότερο ή περισσότερο, όλοι οι Πατέρες που διάβαζαν τον πρόλογο με φόντο τις διδαχές της ελληνικής φιλοσοφίας στις διάφορες εκφάνσεις της. Νεοκατήχητοι και μη, γαλουχημένοι με την ελληνική παιδεία, αρέσκονταν σε θεωρίες εμπνευσμένες από τους φημισμένους διανοητές της αρχαιότητας, θεωρίες που δεν περιορίζονταν στο γήινο πεδίο μελέτης του «ορθού λόγου», αλλά έφταναν με κοσμολογικές εικασίες μέχρι τις χρονικές και χωρικές εσχατιές του σύμπαντος. Γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη των θεωριών περί λόγου πρόσφερε, σίγουρα, η πολυσημία του ελληνικού όρου: ομιλία, λογική, αναλογία, δικαιολογία, για να αναφέρουμε μερικές κοινές σημασίες.[3]

Ο ελληνικός Λόγος

Έτσι λοιπόν, ο Ηράκλειτος είχε χρησιμοποιήσει περιστασιακά τον όρο «λόγο» συσχετίζοντάς τον με την πύρινη πρώτη αρχή του κόσμου και την ευταξία του. Οι στωικοί μοιάζουν να εμπλούτισαν τις δηλώσεις του Ηράκλειτου, αποκαλώντας «Λόγο» τον Θεό τους,[4] ο οποίος θεωρούνταν μια, ως επί το πλείστον, απρόσωπη δύναμη που διέπει το σύμπαν και είναι πανταχού παρούσα.[5]

Οι πλατωνιστές εκείνης της εποχής υποστήριζαν την ύπαρξη ενδιάμεσων θείων δυνάμεων που γεφύρωναν το οντολογικό χάσμα ανάμεσα στον απολύτως υπερβατικό Θεό και στον κόσμο και μάλιστα μερικοί, όπως ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης, ο Εύδωρος ο Αλεξανδρεύς και ο Πλούταρχος, χρησιμοποίησαν την ονομασία «Λόγος» για αυτές τις δυνάμεις.[6] Οι απόψεις τους εκκινούσαν από τον Τίμαιο. Eκεί περιγράφεται μια αδημιούργητη θεότητα που αυτοπροσδιορίζεται ως δημιουργός πατήρ[7] και που ξεκινάει την πλάση του κόσμου με βάση τις αρχέτυπες Ιδέες, ενώ τη σκυτάλη στο έργο της πλάσης παίρνουν άλλες, κατώτερες θεότητες.[8]

Από τον Φίλωνα μέχρι τη Νίκαια

Ο Φίλων και ο μέσος πλατωνισμός επηρέασαν τον τρόπο που οι χριστιανοί εβλεπαν τον Θεό και τον Υιό του

Ο Ιουδαίος Φίλων γνώριζε από τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και τον ιουδαϊσμό ότι ο Θεός χρησιμοποιεί το πνεύμα του[9] και τις αγγελικές δυνάμεις για να επιτελεί το θέλημά του, αλλά αυτά τα ερμήνευε με βάση τις απόψεις των στωικών και κυρίως των πλατωνιστών.[10]  Κατ’ αρχάς, στον Φίλωνα βρίσκουμε μια τροποποιημένη εκδοχή της στωικής έννοιας του «σπερματικού λόγου», δηλαδή την «κοινή λογική»[11] που έχει δώσει ο Θεός στους ανθρώπους και που τους επιτρέπει να διαπιστώσουν την ύπαρξή Του και να προσεγγίσουν σε έναν βαθμό την αλήθεια Του.[12] Από τους πλατωνιστές υιοθέτησε την ιδέα της απόλυτης υπερβατικότητας του Θεού και του οντολογικού χάσματος που Τον χωρίζει από τον δημιουργημένο κόσμο. Επιλέγει να αποκαλέσει «Λόγο» την ανώτατη από τις θείες δυνάμεις μέσω των οποίων ο Θεός της Βίβλου δημιουργεί τον κόσμο και επικοινωνεί με αυτόν.[13] Εκτός του ότι ο όρος «λόγος» καθαυτόν είχε περίοπτη θέση στη βιβλική γραμματεία, και τις ιδιότητες της στωικο-πλατωνικής έννοιας του Λόγου ο Φίλων, κατά την κοινή τακτική του, τις μασκάρεψε λίγο-πολύ με όρους του ιουδαϊσμού, οι οποίοι σίγουρα προκάλεσαν και προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον στους χριστιανούς αναγνώστες του: εἰκὼν θεοῦ, ὁ ἐγγυτάτω τοῦ μόνου,[14] ὑπεράνω παντός ἐστι τοῦ κόσμου καὶ πρεσβύτατος καὶ γενικώτατος τῶν ὅσα γέγονε,[15] πρωτόγονος (=πρωτότοκος) υἱός͵ ἄγγελος ὑπηρέτης τοῦ θεοῦ͵[16] δεύτερος θεός,[17] ἀρχιερεύς,[18] υἱὸς θεοῦ, ἀγγέλων πρεσβύτατος͵ ἀρχάγγελος[19] κ.ά.

Μολονότι είναι βέβαιο πως ένας Ορθόδοξος θεολόγος θα απέρριπτε τον φιλώνειο Λόγο, δηλαδή μια κατώτερη θεία οντότητα που έχει αρχή ύπαρξης και συμπεριλαμβάνεται στις αγγελικές δυνάμεις, ως μοντέλο ερμηνείας και περιγραφής της θέσης και του ρόλου του Υιού του Θεού, αυτή την τακτική ακολούθησαν συστηματικά οι Απολογητές και άλλοι χριστιανοί διανοητές του 2ου, του 3ου και του 4ου αιώνα.[20] Γύρω στο 200, τούτοι συγκρούστηκαν με τους «πατροπασχίτες» (ή αλλιώς «τροπικούς μοναρχιανούς») της Ρώμης, που κήρυτταν τον Υιό ως μία από τις εκφάνσεις του Θεού,[21] και μεταγενέστερα με τον Αθανάσιο, ο οποίος, ισορροπώντας ανάμεσα στη «χριστολογία του Λόγου», δηλαδή τη χριστολογία αλά Φίλωνα, και στον τροπικό μοναρχιανισμό, εισηγήθηκε και διατράνωσε την οντολογική ισότητα μεταξύ Πατρός και Υιού. Τελικά, μετά το 350 επικράτησε η άποψη του Αθανασίου, που μέχρι σήμερα θεωρείται ως η ορθόδοξη.

Το γεγονός ότι η χριστολογία του Λόγου, στις διάφορες παραλλαγές της, δεν αντιπροσώπευε απλώς κάποιες μεμονωμένες φωνές αλλά υπήρξε σχεδόν καθολικό φαινόμενο στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς από το 150 μέχρι τον Αθανάσιο,[22] με τους μοναρχιανούς να θεωρούνται αιρετικοί, μας δείχνει ότι γενικά στην εκκλησιαστική συνείδηση οι απόψεις των υποστηρικτών της χριστολογίας του Λόγου γύρω από το πρόσωπο του Υιού του Θεού φαίνονταν συμβατές με την αποστολική παράδοση και τα λεγόμενα της Καινής Διαθήκης, και έτσι στις διάνοιες πολλών μορφωμένων χριστιανών ο ιωάννειος Λόγος ήταν περίπου ίδιος με τον φιλώνειο Λόγο.[23] Τις μεταξύ τους εξωτερικές ομοιότητες θα τις διαπιστώσουμε σε λίγο συγκρίνοντας τον πρόλογο του Ιωάννη με τα λεγόμενα του Φίλωνα και των υποστηρικτών της χριστολογίας του Λόγου. Εύλογα, οι ομοιότητες μεταξύ Ιωάννη και Φίλωνα θέτουν το ερώτημα περί του αν όντως αυτοί έχουν πνευματική συγγένεια και αν, κατ’ επέκταση, έπραξαν σοφά οι χριστιανοί διανοούμενοι του 2ου αιώνα πιστεύοντας σε αυτή τη συγγένεια. Η απάντηση που θα δούμε είναι πως οι διαφορές μεταξύ τους είναι πολλαπλάσια μεγαλύτερες, ώστε η πιθανότητα ο Ιωάννης να άντλησε ιδέες από τον Φίλωνα θεωρείται από τους επιστήμονες απειροελάχιστη ή και μηδαμινή. Κατά συνέπεια, η παράβλεψη αυτών των διαφορών τον 2ο αιώνα έβαλε τη χριστιανική πίστη σε πολύ ολισθηρό δρόμο. 

Το χάσμα μεταξύ Φίλωνα και Ιωάννη

Όπως ήδη ειπώθηκε, ο Φίλων, καίτοι Ιουδαίος, είναι ερωτευμένος με την ελληνική φιλοσοφία. Μεταχειρίζεται συχνά ιουδαϊκούς όρους και αντλεί θέματα από τη Βίβλο, αλλά επί της ουσίας, όπως το θέτει η Jewish Encyclopedia, πιστεύει σε έναν πλατωνικό Θεό, που είναι απαθής, δηλαδή χωρίς αισθήματα, άχρονος, ακατανόητος, ανώνυμος, άτρεπτος, ασώματος κ.λπ., δηλαδή επρόκειτο, εν συγκρίσει με τον βιβλικό Θεό, για μια απόμακρη, παγερή, στατική, απρόσωπη ανωτέρα δύναμη που το πολύ-πολύ θα μπορούσε να γεμίσει δέος τους ανθρώπους με την τελειότητά της.[24] Ως εκ τούτου, στο πλατωνικό σύστημα του Φίλωνα, η φύσει απόμακρη οντότητα του Θεού χρειάζεται μια ενδιάμεση θεότητα, τον Λόγο, για να διαμεσολαβεί μεταξύ Θεού και κόσμου. Ναι, πρόκειται για μια οντολογική διαμεσολάβηση που υφίσταται εξ ανάγκης και υπακούει στους νόμους της φύσης των όντων.

Ο Ιωάννης δεν μίλησε φιλοσοφικά για τον Λόγο αλλά βιβλικά

Από την άλλη μεριά, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη δεν υπάρχει ίχνος οντολογικών αναλύσεων ή άλλων φιλοσοφικών εξηγήσεων και απόψεων ούτε στη θεολογία ούτε στην ανθρωπολογία ούτε πουθενά. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη γράφτηκε κατά παράδοση από τον ομώνυμο απόστολο του Ιησού, ένα Εβραίο επαρχιωτόπουλο που δεν σπούδασε σε φιλοσοφικές σχολές.[25] Η επιστημονική ανάλυση του κειμένου βρίσκεται σε συμφωνία με την αρχαία παράδοση, εφόσον έχει αποδείξει ότι το Ευαγγέλιο περιέχει ακριβείς πληροφορίες για τα πρόσωπα, τα έθιμα και τη γεωγραφία της Παλαιστίνης πριν από την καταστροφή του δεύτερου Ναού, δηλαδή είναι γραμμένο από αυτόπτη μάρτυρα. Επίσης, «το λεξιλόγιο του και το γενικό ύφος του συγγραφέα είναι σημιτικό», λέει το Expositors Bible Commentary, και μάλιστα εξαιτίας των πολλών σημιτισμών μερικοί υποστήριξαν, χωρίς όμως να κερδίσουν ευρεία αποδοχή, πως το ελληνικό κείμενο που διαθέτουμε δεν είναι παρά μετάφραση αραμαϊκού πρωτοτύπου. Το γράψιμο του Ευαγγελίου χαρακτηρίζεται από την παρατακτική σύνταξη, καθώς και από την απλότητα του λεξιλογίου, όπου γενικά απουσιάζουν λέξεις που να δηλώνουν αφηρημένες έννοιες.[26] Ή όπως λέει το Anchor Bible Dictionary: «Το λεξιλόγιο είναι σχετικά περιορισμένο και η γραμματική δεν εμφανίζει πολλές από τις σύνθετες δομές των ελληνιστικών συγγραμμάτων».[27] Ως προέκταση όλων αυτών, είναι ενδεικτικά τα σχόλια του Χρήστου Καρακόλη αναφορικά με την τεράστια απόσταση που χωρίζει τον Φίλωνα από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Ο Ιωάννης δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει το κοινό με φιλοσοφικές γνώσεις, τις οποίες μάλιστα δεν φαίνεται σε κανένα σημείο του ευαγγελίου του ότι όντως διέθετε».[28]

Στον Ιωάννη, ο Χριστός διαμεσολαβεί μεταξύ Θεού και κόσμου όχι από ανάγκη αλλά από αγάπη

Ο Φίλων εντυπωσιάζει με τις φιλοσοφικές του γνώσεις, αλλά ο Ιωάννης με τα βαθιά αισθήματα που εκφράζει, και αυτό είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό που αποκλείει τη μεταξύ τους σχέση. Αντί για τον παγερό Θεό του Φίλωνα, στον Ιωάννη «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιωάννη 4:8, ΝΜΒ). Είναι ενδεικτικό ότι ο Θεός αποκαλείται «Πατέρας» γύρω στις 130 φορές στη σύντομη αφήγηση του Ευαγγελίου, περίπου τις μισές από ό,τι σε όλη την Καινή Διαθήκη! Η συχνότητα εμφάνισης του όρου δείχνει γλαφυρά ότι το ιωάννειο σύστημα σχέσεων μεταξύ Θεού και κόσμου, όπως συμβαίνει φυσικά και στα άλλα Ευαγγέλια, δεν εξηγείται με όρους φιλοσοφικούς ή επιστημονικούς, αλλά με συναισθηματικά φορτισμένες εικόνες που είναι παρμένες από την οικογενειακή ζωή και άλλες κοινές ανθρώπινες εμπειρίες, προκειμένου να παρουσιαστεί η αυτοθυσία ως έκφραση της ελεύθερης βούλησης, και από μέρους του Θεού και από μέρους των όντων που έχει φέρει σε ύπαρξη. Σαφώς, βάση αυτών των σχέσεων είναι η αγάπη του Θεού, η οποία κορυφώθηκε με τη θυσία του μοναχογιού του για τη σωτηρία του κόσμου (3:16). Αυτή είναι η ύψιστη εκδήλωση αγάπης διότι ο μοναχογιός του ήταν ότι πολυτιμότερο είχε ο Θεός, αφού βρισκόταν στη θαλπωρή της «αγκαλιάς» Του στον ουρανό (1:18, ΝΜΒ). Τα βαθιά αισθήματα αγάπης, στοργής και εμπιστοσύνης του Πατέρα για τον μοναχογιό του γίνονται φανερά καθώς Αυτός τού δείχνει όσα κάνει και του παραδίδει τα πάντα (3:35· 5:20). Ο Πατέρας, επιπλέον, κάνει τους ανθρώπους να πλησιάσουν τον Γιο του (6:44, 65), λαχταράει να τον λατρεύουν εν πνεύματι και αληθεία (4:23) και να ενωθούν με την οικογένειά του (1:12· 1 Ιωάννη 3:1). Αντίστοιχα, ο μοναχογιός αγαπάει τον Πατέρα (14:30) και τους ανθρώπους (15:9, 13, 14). Συνταράσσεται και κλαίει δημοσίως για τον θάνατο του ανθρώπινου φίλου του (11:33, 35, 38). Θέλει οι μαθητές του να έχουν αυτοθυσιαστική αγάπη μεταξύ τους, να αγαπήσουν τον ίδιο και τον Θεό, ώστε όλοι να είναι ένα όπως ο μοναχογιός και ο Πατέρας είναι ένα (13:35· 14:21, 23· 17:21, 26).

Οι θεμελιακές διαφορές μεταξύ Φίλωνα και Ιωάννη, όμως, δεν τελειώνουν εδώ. Στον Ιωάννη δεν υπάρχει υποτίμηση της ύλης. Το πρώτο θαύμα του Ιησού, που το αναφέρει μόνο ο Ιωάννης, είναι η μετατροπή του νερού σε κρασί στον γάμο της Κανά: ίσως τετρακόσια λίτρα καλό κρασί για να απολαύσουν οι συνδαιτυμόνες ενός γαμήλιου γλεντιού! (2:1-11). Δύσκολα θα φανταζόμασταν να κάνει τέτοιο θαύμα κάποιος υπέρμαχος του ασκητισμού και του μοναχισμού. Παράλληλα, στον Ιωάννη ο ανθρώπινος θάνατος περιγράφεται ως τραγωδία και όχι ως πύλη για την αληθινή ζωή (11:33-5). Η δε αιώνια ζωή παρέχεται μόνο σε όσους πιστεύουν στον Θεό και στον Χριστό, και δεν αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης (3:16· 11:25· 17:3· 1 Ιωάννη 2:17). Η λύτρωση από τον θάνατο καθίσταται εφικτή μέσω της ανάστασης, όχι μέσω της αθανασίας της ψυχής (6:39, 40· 11:25-6· 14:3).[29] Ενώ η θυσία του Χριστού μπορεί να ωφελήσει όλο τον κόσμο (3:16· 5:28), η προοπτική της ουράνιας ζωής—που παρουσιάζεται ως μια νέα αποκάλυψη σε σχέση με αυτά που γνώριζαν οι μαθητές του Χριστού—αφορά μόνο τους λίγους που είναι βαπτισμένοι με νερό και Άγιο Πνεύμα και έχουν πορευτεί με τον Χριστό μέχρι θανάτου (3:5· 14:2, 3).[30] Ο ανθρωπολογικός δυισμός, επίσης, είναι ανύπαρκτος: σάρκα (εβρ. μπασάρ) είναι ο όλος άνθρωπος, όχι ένα μέρος του (1:14, ΝΜΒ· 3:6, ΝΜΒ · 17:2, ΝΜΒ). Μαζί με τον δυισμό, ανύπαρκτος είναι φυσικά και ο μυστικισμός: η γνώση του Θεού στον Ιωάννη δεν είναι ούτε κάποια υπερφυσική εμπειρία ούτε η έξοδος της ψυχής από το σώμα, αλλά η κατοχή και η εφαρμογή της θεϊκής αλήθειας, που μεταδίδεται διά του λόγου και της διδασκαλίας (8:19, 32, 40· 10:14, 27· 13:17· 14:7, 9· 15:15· 17:7-8). Με δυο λόγια, η απόσταση μεταξύ του Φίλωνα και του Ιωάννη είναι περίπου τόσο μεγάλη όσο το οντολογικό χάσμα μεταξύ «άκτιστου και κτιστού» που συναντούμε στον Φίλωνα. Ο David Runia, ο σημαντικότερος σήμερα μελετητής του Φίλωνα, αναγνωρίζοντας αυτή την απόσταση, σημειώνει: «Ακόμα και αν ο Φίλων δεν είχε υπάρξει, το Τέταρτο Ευαγγέλιο δεν θα διέφερε κατά πάσα πιθανότητα καθόλου από αυτό που είναι».[31] Τέλος, είναι αυτονόητο πως διαφορές ανάμεσα στον Φίλωνα και στον Ιωάννη σαν αυτές που αναφέραμε παραπάνω αποκλείουν κιόλας κάθε σχέση του Ευαγγελίου με τον γνωστικισμό[32] ή με οποιοδήποτε είδος «λαϊκού πλατωνισμού».[33]

Το εβραϊκό υπόβαθρο του Λόγου

Οι Εβραίοι μελετητές προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τις βιβλικές αναφορές περί συνεργατών του Θεού στη δημιουργία

Οι επιστήμονες γενικά πιστεύουν πως, αν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στον Φίλωνα και στον Ιωάννη ως προς τον Λόγο, αυτή αφορά αποκλειστικά τις κοινές ιουδαϊκές τους καταβολές. Όπως ήδη ειπώθηκε, οι Εβραίοι γνώριζαν από τις Γραφές πως ο Θεός χρησιμοποιεί το πνεύμα του και τους αγγέλους για να επιτελεί το θέλημά Του. Παράλληλα, ιδιαίτερη εντύπωση τους είχε κάνει η αινιγματική περικοπή του 8ου κεφαλαίου των Παροιμιών για την πρωτόκτιστη «Σοφία». Στο εδάφιο 22, η ίδια λέει:

Ο Κύριος με δημιούργησε πριν απ’ τα έργα του όλα,
το πρώτο από τα έργα του από πολύ παλιά. (ΝΜΒ)

Αν και, όπως είναι αναμενόμενο, η «σοφία» γενικά παρουσιάζεται στις Παροιμίες ως ιδιότητα του Θεού που καλούνται να αποκτήσουν όλοι οι άνθρωποι, στο εν λόγω κεφάλαιο προσωποποιείται με τόσο έντονο τρόπο—σε βαθμό που να λέγεται πως αυτή απολαμβάνει σχέση αγάπης και τέρψης με τον Θεό (εδ. 30)—ώστε μια λογοτεχνική εξήγηση για τις προθέσεις του συγγραφέα να μην είναι ικανοποιητική. Ναι, η «σοφία» εδώ φαίνεται να είναι ανεξάρτητο έλλογο ον. Πέρα από την έντονη προσωποποίηση, σε αυτό συνηγορεί το γεγονός πως αυτή «δημιουργήθηκε» ως το «πρώτο έργο» του Θεού. Αυτή η διατύπωση θα ήταν εντελώς ακατάλληλη αν ο συγγραφέας αναφερόταν εδώ σε μια εγγενή ιδιότητα του Θεού. Η ιδιότητα της σοφίας ούτε είναι «έργο» ούτε είναι κάτι που ο Θεός δεν είχε κάποτε.

Η Σοφία, λοιπόν, μας λέει πως ήταν παρούσα όταν ο Θεός διαμόρφωνε τη γη. Ποιος ήταν ο δικός της ρόλος; Το εβραϊκό κείμενο αναφέρει πως αυτή ήταν αμόν (εδ. 30). Οι μεταφραστές συνήθως κατανοούν τη λέξη να σημαίνει τον «τεχνίτη» και, αν αυτή η επικρατούσα ερμηνεία είναι σωστή, τότε το κείμενο δείχνει πως η Σοφία συμμετείχε στη δημιουργία του ανθρώπινου κόσμου.[34] Μάλιστα, αυτή η σημασία του αμόν έχει συνδεθεί με το εδάφιο 3:19:

Με τη σοφία ο Κύριος θεμελίωσε τη γη. (ΝΜΒ)

Η προσωποποιημένη, πρωτόκτιστη Σοφία των Παροιμιών που συμμετείχε στη δημιουργία των υπόλοιπων δημιουργημάτων εντυπωσίασε τους Ιουδαίους μελετητές. Σε κατοπινά ιουδαϊκά συγγράμματα βλέπουμε να αναπαράγεται θεματικά και μάλιστα να συσχετίζεται με τον εκπεφρασμένο λόγο του Θεού. Στην παλαιστινιακή Σοφία Σειράχ αναφέρεται:

Προτέρα πάντων ἔκτισται σοφία […]. Ἐγὼ ἀπὸ στόματος ὑψίστου ἐξῆλθον […].
τότε ἐνετείλατό μοι ὁ κτίστης ἁπάντων͵ καὶ ὁ κτίσας με κατέπαυσεν τὴν σκηνήν μου
καὶ εἶπεν Ἐν Ιακωβ κατασκήνωσον καὶ ἐν Ισραηλ κατακληρονομήθητι.
πρὸ τοῦ αἰῶνος ἀπ΄ ἀρχῆς ἔκτισέν με͵ καὶ ἕως αἰῶνος οὐ μὴ ἐκλίπω. (1:4· 24:3, 8-9)

Παρόμοια, γράφει η αλεξανδρινή Σοφία Σολομώντος:

Τί δέ ἐστιν σοφία καὶ πῶς ἐγένετο͵ ἀπαγγελῶ καὶ οὐκ ἀποκρύψω ὑμῖν μυστήρια […].
ἡ γὰρ πάντων τεχνῖτις ἐδίδαξέν με σοφία. […] Θεὲ πατέρων καὶ κύριε τοῦ ἐλέους
ὁ ποιήσας τὰ πάντα ἐν λόγῳ σου καὶ τῇ σοφίᾳ σου κατασκευάσας ἄνθρωπον.
(6:22· 7:21· 9:1, 2)

Ο συσχετισμός μεταξύ της σοφίας και του εκπεφρασμένου λόγου του Θεού είναι σχεδόν αυτονόητος, εφόσον ο λόγος του Θεού είναι εξωτερίκευση της θεϊκής σοφίας. Επιπλέον, η δημιουργική λειτουργία της Σοφίας θυμίζει τη δημιουργική ιδιότητα του λόγου του Θεού στο 1ο κεφάλαιο της Γένεσης: «Εἶπεν ὁ θεός […] καὶ ἐγένετο οὕτως» (1:6 κ.ε.)[35] ή «με του Κυρίου το λόγο (ντεβάρ Γεχβά) έγιναν οι ουρανοί· με την πνοή απ’ το στόμα του οι αμέτρητες δυνάμεις τους» (Ψαλμοί 33[32]:6, ΝΜΒ)[36].  Από την αφήγηση της δημιουργίας δεν πέρασε επίσης απαρατήρητος ο πληθυντικός που ο Θεός χρησιμοποιεί στο «ας φτιάξουμε» (1:26) ή στο «σαν ένας από εμάς» (3:22). Μερικοί ραβίνοι υποστήριξαν ότι απευθυνόταν στους αγγέλους,[37] ο δε Φίλων μιλάει για δυνάμεις που συνεργάστηκαν στη δημιουργία.[38] Ένας άλλος συσχετισμός αφορούσε τον Μωσαϊκό Νόμο, την Τορά, ο οποίος με τη σειρά του αποτελεί λόγο και εκπεφρασμένη σοφία του Θεού. Αυτή η σκέψη απαντά στον Φίλωνα,[39] αλλά επίσης χρησιμοποιήθηκε από τους ραβίνους ως απόπειρα ερμηνείας του εδαφίου Παροιμίες 8:22. Κατά τα λεγόμενά τους, η Τορά ήρθε σε ύπαρξη πριν δημιουργηθεί ο κόσμος, βρίσκεται στον κόλπο του Θεού και είναι η πρωτότοκη κόρη Του[40] μέσω της  οποίας ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο. Δηλώσεις του Ιωάννη που αντιδιαστέλλουν τον Ιησού με τον Νόμο μοιάζουν να αποτελούν απάντηση σε τέτοιες αντιλήψεις (αν αυτές όντως υφίσταντο τον 1ο αιώνα και δεν μιμήθηκαν τα λεγόμενα των χριστιανών): «ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (1:17).[41]

Με όλα τα ανωτέρω υπόψη, για τους επιστήμονες το ιουδαϊκό περιβάλλον εξηγεί πολύ καλύτερα τις θεματικές προϋποθέσεις του προλόγου του Ιωάννη από ό,τι το ελληνιστικό, χωρίς να παραβλέπεται το ότι ο όρος «Λόγος» θα κέντριζε συνάμα και το ελληνικό ενδιαφέρον σε ένα κείμενο που ούτως ή άλλως απευθυνόταν σε οικουμενικό ακροατήριο—ο όρος «λόγος» εξάλλου είναι από τους βασικότερους του ανθρώπινου λεξιλογίου. Παράλληλα, αυτό το ιουδαϊκό περιβάλλον ίσως να υποδεικνύει τις προϋποθέσεις για το έναυσμα της σκέψης του Φίλωνα περί Λόγου, αν και στον Φίλωνα, όπως είπαμε, αυτή η σκέψη αναπτύχθηκε συστηματικά με στόχο τη σύγκλιση και συγχώνευση της Βίβλου και της ελληνικής φιλοσοφίας.[42]

Ο Ιησούς ως Λόγος του Θεού στην Αποκάλυψη

Παράλληλα, το ότι ο ουράνιος Ιησούς Χριστός φέρει το όνομα «Λόγος» στο εδάφιο Αποκάλυψη 19:13, σε συμφραζόμενα (επίσης) με αμιγώς βιβλικές έννοιες και γλώσσα, αποδεικνύει πως η χρήση του στον πρόλογο του Ιωάννη δεν έγινε συγκυριακά ή απλώς για να εξυπηρετήσει κηρυγματικούς σκοπούς: για τους πρώτους χριστιανούς αυτό ήταν θεϊκή αποκάλυψη. Και ήταν μια αποκάλυψη σε αρμονία με τις προγενέστερες θεόπνευστες Γραφές και με πολύ σαφείς και ισχυρές βιβλικές υποδηλώσεις, όπως θα δούμε λίγο παρακάτω, γύρω από τον «λόγο του Θεού», δηλαδή το εκπεφρασμένο θέλημά του που πάντα πραγματοποιείται.

Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι το όνομα «Λόγος» χρησιμοποιήθηκε τόσο λίγες φορές στα ιωάννεια συγγράμματα επίσης υποδεικνύει πως ο συγγραφέας δεν εισήγαγε «μοντέρνες» αντιλήψεις για την κατανόηση του Υιού του Θεού, δεν είχε πρόθεση ούτε να υπερτονίσει αυτό το όνομα ούτε και να το συσχετίσει με τους «Λόγους» του ελληνιστικού κόσμου.[43]

Ως προς αυτό, η στρατηγική του ήταν παντελώς διαφορετική από εκείνη των διανοούμενων χριστιανών του 2ου αιώνα. Στην πραγματικότητα, «ευθύς εξαρχής η αντίληψη του λόγου στην ΚΔ είναι ξένη για την ελληνική σκέψη. Μεταγενέστερα όμως έγινε σημείο συνάντησης ανάμεσα στο χριστιανικό δόγμα και στην ελληνική φιλοσοφία».[44] Με άλλα λόγια, οι μεταγενέστεροι χριστιανοί τελικά ακολούθησαν το παράδειγμα του Φίλωνα. Η λέξη «Λόγος» και άλλες εξωτερικές ομοιότητες στάθηκαν αφορμή να ερμηνευτεί ο ρόλος του Υιού του Θεού με τους όρους του Φίλωνα και εν γένει του τότε πλατωνισμού.

Ο Λόγος δεν είναι ο Θεός

Ας δούμε ορισμένα βασικά σημεία από το ίδιο το κείμενο και ας τα συγκρίνουμε με αυτά που είπαν ο Φίλων και οι χριστιανοί διανοούμενοι:

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος͵
καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν͵
καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος.
οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν θεόν.
πάντα δι΄ αὐτοῦ ἐγένετο͵
καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν.

Εκτός λοιπόν από το όνομα «Λόγος», ομοιότητα με τον Φίλωνα παρουσιάζουν άλλα δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι ο Λόγος δεν ταυτίζεται με τον Θεό, αλλά διαφοροποιείται σαφώς, όπως συνήθως συμβαίνει και στον Φίλωνα. Ο Ωριγένης μάλιστα σχολιάζει επ’ αυτού απαντώντας στον στωικό Κέλσο, που εσφαλμένα ταύτιζε τον Θεό με τον Λόγο:

ὁ τῶν πάντων λόγος ἐστὶ κατὰ μὲν Κέλσον αὐτὸς ὁ θεός͵
κατὰ δὲ ἡμᾶς ὁ υἱὸς αὐτοῦ· περὶ οὗ φιλοσοφοῦντες λέγομεν τό·
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος͵ καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν͵ καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος.
(Κατά Κέλσου 5,24)

Πτυχή της διαφοροποίησης μεταξύ του υπέρτατου Θεού και του θεού Λόγου είναι ο διαμεσολαβητικός ρόλος του δεύτερου στη δημιουργία. Τα πάντα γίνονται δι΄ αὐτοῦ. Αρκετές δεκαετίες πρωτύτερα, ο απόστολος Παύλος είχε διατυπώσει πολύ προσεκτικά το πώς εντάσσεται κατάλληλα ο ζωτικός ρόλος του Υιού του Θεού στον κλασικό ιουδαϊκό μονοθεϊσμό:

εἷς θεὸς ὁ πατήρ͵ ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν͵
καὶ εἷς κύριος Ἰησοῦς Χριστός͵ δι΄ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι΄ αὐτοῦ.
(1 Κορινθίους 8:6)

Ο ένας Θεός των χριστιανών είναι ο Πατέρας, ο Θεός που διακηρύττει το Σεμά (Δευτερόνομιο 6:4· Βλ. Ματθαίος 4:10· Μάρκος 12:29· Ιωάννης 8:54· Πράξεις 3:13). Αυτός είναι η αιτία (ἐξ οὗ) των πάντων και ο προορισμός της πορείας των πιστών (εἰς αὐτόν). Κατά τον Παύλο, η αποκάλυψη για τον Ιησού Χριστό δεν αλλοιώνει το πανάρχαιο και κεντρικό άρθρο της ιουδαϊκής πίστης, καθώς ο Ιησούς είναι το μέσον (δι΄ οὗ) που χρησιμοποίησε ο Θεός για να κάνει το καθετί, αλλά και η οδός μέσω της οποίας οι πιστοί θα φτάσουν στον Θεό (ἡμεῖς δι΄ αὐτοῦ).

Ο Ωριγένης τόνισε ότι ο Λόγος δεν είναι ο Θεός

Παρόμοια, στη χριστολογία του Λόγου, εξηγεί ο Θεοδώρου, «ο Λόγος δεν είναι η κύρια ποιητική των δημιουργημάτων αρχή, αλλά το όργανον, διά του οποίου ο Πατήρ δημιουργεί και διαθέτει τον κόσμον».[45] Και είναι ενδιαφέρον από ιστορική άποψη πως, παρά τις θεολογικές εξελίξεις του 4ου αιώνα, ο ρόλος του Πατέρα ως αποκλειστικής πρώτης αιτίας στην ύπαρξη των πάντων επιβίωσε ακόμα και στο Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας/Κωνσταντινούπολεως: Εἰς Θεός, παντοκρά­τωρ, ποιητής οὐρανού καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων, αποκαλείται ο Πατέρας και όχι ο Υιός.

Ο Φίλων διαχωρίζει τους ρόλους του Θεού και του Λόγου με τρόπο που θυμίζει τον Ιωάννη, τον Παύλο και τους κατοπινούς χριστιανούς διανοούμενους, αν και προσθέτει στοιχεία της ελληνικής οντολογίας:

εὑρήσεις γὰρ αἴτιον μὲν αὐτοῦ τὸν θεὸν ὑφ΄ οὗ γέγονεν͵
ὕλην δὲ τὰ τέσσαρα στοιχεῖα ἐξ ὧν συνεκράθη͵
ὄργανον δὲ λόγον θεοῦ δι΄ οὗ κατεσκευάσθη͵
τῆς δὲ κατασκευῆς αἰτίαν τὴν ἀγαθότητα τοῦ δημιουργοῦ.
(Περί των χερουβείμ 127)[46]

Εν προκειμένω ερχόμαστε σε ένα κρίσιμο ερμηνευτικό σημείο. Μπορεί ο μονοθεϊσμός να ανεχθεί την ύπαρξη κάποιου άλλου θεού πλην του «ενός Θεού», του Δημιουργού; Σαν τους μοναρχιανούς, οι θεολόγοι που υποστηρίζουν το δόγμα της Τριάδας το αρνούνται αυτό, αλλά οι αρχαίοι Ιουδαίοι και χριστιανοί είχαν προφανώς άλλη άποψη. Οι Γραφές αποκαλούν ελοχίμ, δηλαδή «θεούς», τους αγγέλους (Ψαλμός 8:5), ο δε Φίλων αποκαλεί τον Λόγο «δεύτερο θεό». Επίσης, ο Ιουστίνος λέει για τον Λόγο:

ἐστὶ καὶ λέγεται θεὸς καὶ κύριος ἕτερος ὑπὸ τὸν ποιητὴν τῶν ὅλων
(Απολογία Β΄ 56,4)

       ἀρχὴν πρὸ πάντων τῶν κτισμάτων ὁ θεὸς γεγέννηκε δύναμίν τινα ἐξ ἑαυτοῦ λογικήν͵ ἥτις καὶ δόξα κυρίου ὑπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου καλεῖται͵ ποτὲ δὲ υἱός͵ ποτὲ δὲ σοφία͵ ποτὲ δὲ ἄγγελος͵ ποτὲ δὲ θεός͵ ποτὲ δὲ κύριος καὶ λόγος͵ ποτὲ δὲ ἀρχιστράτηγον ἑαυτὸν λέγει͵ ἐν ἀνθρώπου μορφῇ φανέντα τῷ τοῦ Ναυῆ Ἰησοῦ· ἔχει γὰρ πάντα προσονομάζεσθαι ἔκ τε τοῦ ὑπηρετεῖν τῷ πατρικῷ βουλήματι καὶ ἐκ τοῦ ἀπὸ τοῦ πατρὸς θελήσει γεγεννῆσθαι (Διάλογος 61,1)

Σχολιάζοντας αυτά τα χωρία, ο Θεοδώρου λέει: «Ο Υιός είναι μεν Θεός, πλην κατώτερος του Πατρός, τελεί “υπό” τον Πατέρα. […] Εφ’ όσον ο Θεός Πατήρ είναι η μόνη αγέννητος πηγή της θεότητος, ο Υιός, έγχρονον έχων την γέννησιν αυτού, δύναται ευκόλως να τεθή εις την τάξιν των γενητών», δηλαδή των κτισμάτων.[47]

Παρόμοια με τον Ιουστίνο, για τον Τατιανό ο θεός Λόγος είναι ἔργον πρωτότοκον τοῦ πατρὸς.[48] Ο δε Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μιλάει περί τοῦ πρωτοκτίστου Θεοῦ Λόγου.[49] Και ο Ωριγένης, συνδυάζοντας τα εδάφια Παροιμίες 8:22 και Κολοσσαείς 1:15 με την ορολογία του Φίλωνα, αποκαλεί τον Λόγο δεύτερον θεόν,[50] πρεσβύτατον πάντων τῶν δημιουργημάτων[51] και κτίσμα.[52]

Ως εκ τούτου, η γλώσσα και η ιστορία διαψεύδουν την εξής άποψη που έχουν πολλοί καινοδιαθηκολόγοι και που υιοθέτησε στην πραγματεία του περί Λόγου ο Χρήστος Καρακόλης: «Βάσει του δεδομένου της θεότητάς του ο Λόγος δεν μπορεί παρά να είναι άκτιστος, διότι, αν ήταν κτιστός, δεν θα ανήκε στην οντολογική κατηγορία του Θεού, αλλά σε αυτήν του δημιουργήματος. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με την παλαιοδιαθηκική έννοια της σοφίας, η οποία ρητώς αναφέρεται ως κτιστή».[53]

Κατά τη γνώμη μου, ο Καρακόλης εν προκειμένω πέφτει στο μεγάλο σφάλμα να επιβάλλει στον Ιωάννη τις αντιλήψεις της νικαϊκής οντολογίας του 4ου αιώνα, ερχόμενος σε αντίφαση και με το βιβλικό υπόβαθρο του Ιωάννη και με την εκκλησιαστική ιστορία τριών αιώνων.[54] Για να το κάνει αυτό, αναγκάζεται να έρθει πρώτα σε αντίφαση με τον εαυτό του, εφόσον μιλάει για «οντολογική κατηγορία» στον Ιωάννη, την ίδια στιγμή που γράφει πως ο Ιωάννης δεν έχει σχέση με τη φιλοσοφία. Ωστόσο, οι εν λόγω «οντολογικές κατηγορίες» δεν είναι τίποτα άλλο παρά προεκτάσεις της πλατωνικής οντολογίας του είναι και του γίγνεσθαι.[55]

Εκτός αυτού, ο καθηγητής Καρακόλης παραβλέπει πως ο ίδιος ο Ιωάννης, αν και αποκαλεί τον Λόγο «θεό», γράφει ότι ο Πατέρας είναι «ο μόνος αληθινός Θεός» (Ιωάννης 17:3, ΝΜΒ). Αυτό ισχύει προφανώς επειδή ο Πατέρας είναι η πρώτη αιτία των πάντων, η πρώτη αιτία ακόμη και του ίδιου του Υιού και όσων αυτός έχει. Σε αυτή την ιδέα βασίζεται ο βιβλικός μονοθεϊσμός και όχι στο αν η λέξη «θεός» χρησιμοποιείται περιστασιακά για άλλα όντα πλην αυτής της Πρώτης Αιτίας ή όχι. Έτσι εξηγείται κιόλας το γιατί ο Ιωάννης επιλέγει να χρησιμοποιήσει το οριστικό άρθρο στη θεότητα του Πατέρα και να αφήσει άναρθρη τη θεότητα του Υιού: «ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν͵ καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος».[56]

Το εν λόγω σημείο είχε απασχολήσει τον Ωριγένη, ο οποίος υποστηρίζει πως ο Ιωάννης είναι ακριβόλογος ως προς το πότε χρησιμοποιεί το άρθρο μπροστά από τη λέξη «θεός» και πότε όχι: το βάζει όταν αναφέρεται στην Αναίτιο Αιτία των πάντων, αλλά δεν το βάζει όταν μιλάει για τον Λόγο. Σε όσους ταράσσονται στην αναφορά περί πολλών θεών απαντάει ότι μόνο ο Πατέρας είναι αὐτόθεος, δηλαδή φύσει θεός, ενώ οι άλλοι θεοί αποτελούν αντανακλάσεις του Πατέρα. Προς επίρρωση των λεγομένων του, επικαλείται το εδάφιο Ιωάννης 17:3, που είδαμε παραπάνω, αλλά και την παλαιοδιαθηκική έκφραση ότι ο Πατέρας είναι Θεὸς θεῶν.[57] Περίπου στο ίδιο πλαίσιο κινούνται οι σύγχρονοι του Ωριγένη αντιμοναρχιανοί συγγραφείς, διατρανώνοντας ότι, παρά το γεγονός πως αμφότεροι Πατέρας και Υιός αποκαλούνται θεοί, ένας είναι ο Θεός, υπό την έννοια ότι μόνο ο Πατέρας είναι η αιτία των πάντων,[58] ο Υιός πάντοτε υποτάσσεται στο θέλημα του Πατέρα, του Υπέρτατου Θεού,[59] και η εξουσία του δεν είναι παρά προέκταση της εξουσίας του Πατέρα, καθότι ο Πατέρας είναι αυτός που έχει εξουσιοδοτήσει τον Υιό.[60] Άλλη ενδεικτική περίπτωση της προνικαϊκής κατανόησης αυτών των στίχων είναι η σαχιδική κοπτική μετάφραση του ιωάννειου κειμένου, όπου ο μεταφραστής χρησιμοποίησε το αόριστο άρθρο για τον θεό Λόγο· πρόκειται δηλαδή για επιλογή που ισοδυναμεί ουσιαστικά με το θεός ἕτερος του Ιουστίνου ή δεύτερος του Ωριγένη.

Έχει ο Λόγος αρχή ύπαρξης;

Τι θα πούμε όμως για το ζήτημα της προέλευσης του Λόγου; Υπάρχουν ομοιότητες εν προκειμένω ανάμεσα στον Φίλωνα και στον Ιωάννη; Ο Φίλων υποστηρίζει τη δύο καταστάσεων ύπαρξη του Λόγου, κάνοντας τη στωική διάκριση μεταξύ του ενδιάθετου Λόγου και του προφορικού. Από ό,τι φαίνεται, τον πρώτο τον ταυτίζει με τον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα ως συγκεφαλαίωση των σκέψεων του Θεού για το σχέδιο, ή αρχέτυπο, της ύπαρξης των όντων.[61] Ο δεύτερος, η εξωτερίκευση του ενδιάθετου Λόγου, έχει συγκεκριμένη αρχή ύπαρξης και συγκαταλέγεται στα δημιουργήματα, όπως φάνηκε και στα ανωτέρω παραθέματα.

Ο Ιωάννης, από την άλλη, δεν αναφέρεται σε κάτι ανάλογο. Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι η εναλλαγή μεταξύ ενδιάθετου και προφορικού Λόγου βασίζεται στην αμφισημία της ελληνικής λέξης. Αντιθέτως, στον Ιωάννη ο «Λόγος» φαίνεται να σημαίνει μόνο τον εκπεφρασμένο λόγο, τη λαλιά. Όταν μεταφράστηκε το Ευαγγέλιο στα Κοπτικά, στα Συριακά και στα Λατινικά, επιλέχτηκαν όροι που σήμαιναν τον εκπεφρασμένο λόγο. Αυτή τη σημασία έχει αναμφισβήτητα ο «Λόγος» και στα άλλα ιωάννεια συγγράμματα (1 Ιωάννη 1:1· Αποκάλυψη 19:13), ενώ παράλληλα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ποτέ στο πρωτότυπο κείμενο της Καινής Διαθήκης δεν συναντούμε τη λέξη λόγος με τη σημασία του «λογισμού» ή της «λογικής». Αυτό ίσως εξηγείται όταν λαμβάνουμε υπόψη το σημιτικό υπόβαθρο των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης, το οποίο στα συγγράμματα του Ιωάννη είναι κάτι παραπάνω από ολοφάνερο, όπως τονίσαμε και παραπάνω. Δεν θα πέσουμε έξω, λοιπόν, αν πίσω από τον «Λόγο» διαβάσουμε την πολύ σημαντική λέξη της Εβραϊκής Βίβλου νταβάρ.[62] Ντεβάρ Γιαχβέ είναι ο Λόγος του Γιαχβέ, το αποκαλυμμένο θέλημά Του, που σίγουρα θα πραγματωθεί (Ησαΐας 55:8-11). Υπό ποία έννοια, λοιπόν, είναι ο ουράνιος Ιησούς ο «Λόγος» του Θεού; Η πιο εύλογη κατανόηση είναι πως ο Υιός συνιστά τον κατεξοχήν εκπρόσωπο του Θεού, αυτόν που γνωρίζει τον Θεό τόσο καλά όσο κανείς άλλος (Ματθαίος 11:27· Ιωάννης 10:15) και που με την απόλυτη υπακοή του ταυτίζεται απόλυτα με το εκπεφρασμένο θείο θέλημα (Ιωάννης 5:19), αυτόν που γνωστοποιεί ανόθευτο το θείο άγγελμα (Εβραίους 1:1, 2) και σίγουρα το πραγματώνει (2 Κορινθίους 1:19-20).[63]

Στον ίδιο τον πρόλογο τονίζεται αυτός ο πολλαπλός ρόλος:

῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν͵ ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον […].
ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ͵ δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός͵

πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας […].
ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη͵ ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε· μονογενὴς θεὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς
ἐκεῖνος ἐξηγήσατο. (Ιωάννης 1:9, 14, 17, 18)

Δεδομένου ότι δεν είναι ο Λόγος η πηγή του θείου αγγέλματος αλλά ο κομιστής, λέει ο ίδιος πολλές φορές στα συμφραζόμενα του Ευαγγελίου:

ὃν γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὰ ῥήματα τοῦ θεοῦ λαλεῖ. (3:34)

ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμὴ ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με. (7:16, 17)

       καθὼς ἐδίδαξέν με ὁ πατὴρ ταῦτα λαλῶ. (8:28)

       ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα͵ ἀλλ΄ ὁ πέμψας με πατὴρ
αὐτός μοι ἐντολὴν δέδωκεν τί εἴπω καὶ τί λαλήσω. (12:49)

       τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν ἀπ΄ ἐμαυτοῦ οὐ λαλω. (14:10)

τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς͵ καὶ αὐτοὶ ἔλαβον
καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον͵
καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. (17:8)

Η επιχειρηματολογία του Αθανάσιου για την αιώνια προϋπαρξη του Υιού του Θεού βασίστηκε στα πλατωνικά επιχειρήματα του Ωριγένη

Εφόσον ο «Λόγος» στον Ιωάννη σημαίνει την προσωποποίηση του εκπεφρασμένου Λόγου του Θεού, δηλαδή τον κατεξοχήν εκπρόσωπό Του, ήταν σαφώς εσφαλμένο το επιχείρημα του Αθανασίου κατά των «αρειανών»[64] ότι είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε πως o Λόγος προϋπήρχε αιωνίως, επειδή, αν δεν συνέβαινε αυτό, τότε θα καταλήγαμε στο βλάσφημο συμπέρασμα ότι κάποτε ο Θεός ήταν άλογος.[65] Δεδομένου ότι ο «Λόγος» δεν είναι ο «λογισμός» ή ο «νους» του Θεού—έννοια που είχε τις ρίζες της στον Φίλωνα—και ότι ο Θεός δεν εξαρτάται από τον Υιό Του κατ’ ουδένα τρόπο, αυτό είναι πιο παράλογο από το να πούμε πως ο Μωυσής θα ήταν μουγκός αν δεν υπήρχε ο Ααρών, το «στόμα» του Μωυσή, δηλαδή αυτός που θα μιλούσε για λογαριασμό του (Έξοδος 4:16). Ο Αθανάσιος εμπλουτίζει τη σοφιστεία περί του «λόγου» με το νεοπλατωνικό επιχείρημα της εκπήγασης του φωτός[66] και μια παρόμοια παρανόηση της χρήσης του όρου «σοφία». Και αναφέρομαι σε παρόμοια παρανόηση γιατί η «σοφία» στη Βίβλο, αναφερόμενη στον Χριστό, δεν δηλώνει την εγγενή ιδιότητα του Θεού αλλά την κατεξοχήν έκφρασή της μέσω των όσων επιτελεί ο Χριστός (ὃς ἐγενήθη σοφία ἡμῖν ἀπὸ θεοῦ, 1 Κορινθίους 1:30). Κατά την πρωτοχριστιανική άποψη, δεν είναι ο Θεός αυτός που λαμβάνει σοφία από τον Χριστό αλλά συμβαίνει το αντίθετο (Ησαΐας 11:1-3· Πβ. Ρωμαίους 5:12).

Αξίζει να αναφέρουμε πως όλη αυτή την επιχειρηματολογία ο Αθανάσιος τη δανείστηκε από τον Ωριγένη. Ο τελευταίος δεν είχε σκοπό να εξισώσει τρόπον τινά τον Υιό με τον Θεό, όπως είδαμε παραπάνω, αλλά να υποστηρίξει το αμετάβλητο των ιδιοτήτων του Θεού[67] με βάση την πλατωνική στατικότητα του είναι και την αριστοτελική συνάφεια του προς τι. Αυτή του η άποψη εντάσσεται στη γενικότερη παράλογη συλλογιστική ότι, εφόσον ο Θεός είναι άτρεπτος, ήταν ανέκαθεν δημιουργός και, επομένως, η δημιουργία επίσης υπήρχε ανέκαθεν![68] Για να υποστηρίξει τη θέση του, επικαλείται το νεοπλατωνικό μοτίβο της «άχρονης γέννησης», κατά το οποίο η «γέννηση» δεν είναι ένα γεγονός που συνέβη σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή αλλά μια κατάσταση που υφίσταται αχρόνως. Έτσι «εξηγεί» πώς ο Υιός είναι ταυτόχρονα και γέννημα και συναιώνιος του Θεού. Εν ολίγοις, ο Ωριγένης έδωσε νέα τροπή στη χριστολογία του Λόγου, που προετοίμασε ακόμη περισσότερο το έδαφος για τα όσα θα ακολουθούσαν στη Νίκαια.

Από την άλλη μεριά, με εξαίρεση τον Ειρηναίο, οι μέχρι τότε υποστηρικτές της χριστολογίας του Λόγου, αρχής γενομένης με τον Ιουστίνο,[69] πίστευαν στη διπλή κατάσταση περί ενδιάθετου και προφορικού Λόγου, όπως ο Φίλων, με τον Θεόφιλο Αντιοχείας να χρησιμοποιεί την πιο ακριβόλογη διατύπωση.[70] Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Ο Θεοδώρου εξηγεί: «Ο Λόγος, δηλαδή, ευρίσκετο μεν πάντοτε παρά τω Πατρί, ως η ενδιάθετος λογική δύναμις αυτού· ως πρόσωπον όμως συγκεκριμένον, ως υπόστασις αυτοτελής και ιδία τότε μόνον συνέστη, όταν προήλθε παρά του Πατρός προς δημιουργίαν του εξωτερικού τούτου κόσμου».[71] Με άλλα λόγια, ο Λόγος, πριν γεννηθεί, «δεν είχεν ιδίαν προσωπικήν υπόστασιν», [72] ή όπως το λέει αυτολεξεί ο Τερτυλλιανός, απαντώντας στον Ερμογένη, που υποστήριζε το αμετάβλητο των ιδιοτήτων του Θεού:[73]

Ο Θεός […] δεν ήταν από πάντα Πατέρας και Κριτής, απλώς και μόνο επειδή ήταν από πάντα Θεός. Διότι δεν θα μπορούσε να είναι Πατέρας πριν από τον Υιό,
ούτε και Κριτής πριν από την αμαρτία. Εντούτοις, υπήρχε χρονικό διάστημα που ούτε αμαρτία υπήρχε με αυτόν ούτε Υιός.
(Adversus Hermogenum 3)

Ο Τερτυλλιανός λέει ρητά την κοινή άποψη μέχρι τον Ωριγένη και τον Ειρηναίο: ο Υιός του Θεού έχει αρχή ύπαρξης.

Επομένως, είναι σφάλμα να ταυτίζει κανείς τον ενδιάθετο Λόγο, δηλαδή τον νου του Θεού, με τον Υιό του Θεού. Υιός του Θεού είναι ο Λόγος αφού έχει γεννηθεί, δηλαδή ο προφορικός.[74] Ο ενδιάθετος Λόγος, κατά τους Απολογητές, πάντοτε υφίστατο και πάντοτε θα υφίσταται μέσα στον Θεό, και δεν απομειώθηκε όταν εξωτερικεύτηκε ως «προφορικός Λόγος», δηλαδή όταν έλαβε χώρα η γέννηση του Υιού του Θεού. Το σύνηθες παράδειγμα των οπαδών της χριστολογίας του Λόγου, για να το παραστήσουν αυτό, ήταν το εξής: όπως η αναμμένη δάδα μεταδίδει τη φλόγα της σε άλλες δάδες χωρίς να μειώνεται η αρχική φλόγα, έτσι και από τον ενδιάθετο Λόγο του Θεού προέκυψε ο προφορικός Λόγος χωρίς να έχει μειωθεί ο ενδιάθετος.[75]

Αψηφώντας λοιπόν οι Απολογητές το γεγονός ότι ο Ιωάννης αναφέρεται στον Λόγο όχι φιλοσοφικά αλλά με τη βιβλική σημασία της «λαλιάς», περιέπλεξαν ασκόπως τα πράγματα με κακόδοξες, μάλιστα, προεκτάσεις. Ωστόσο, τι λέει ο ίδιος ο Ιωάννης για την προέλευση του Λόγου; Η λακωνική εναρκτήρια φράση του προλόγου του Ευαγγελιστή, ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, επιδέχεται διάφορες ερμηνείες, ιδίως αν αυτή εξεταστεί αποκομμένη από τα άμεσα και τα ευρύτερα βιβλικά συμφραζόμενα.

Συνήθως οι καινοδιαθηκολόγοι υποστηρίζουν ότι η εν λόγω δήλωση αφενός υποδηλώνει πως ο Λόγος ήδη υπήρχε όταν άρχισε η δημιουργία, άρα ο ίδιος είναι άναρχος ή αδημιούργητος, και αφετέρου ότι το ἐν ἀρχῇ αναφέρεται στο μπερεσίθ του εδαφίου Γένεση 1:1.[76] Ωστόσο, αυτές οι δύο δημοφιλείς απόψεις δεν είναι ούτε ισοδύναμες ούτε αλληλοσυνεπαγόμενες. Θα ξεκινήσω με τον συσχετισμό του εδαφίου Γένεση 1:1. Ομολογουμένως, είναι ιδιαίτερα ελκυστικός από ερμηνευτική άποψη:[77] εκτός από την κοινή εναρκτήρια φράση, το κοινό θέμα της δημιουργίας και ορισμένες κοινές εκφράσεις, όπως το φῶς και το ἐγένετο, υπάρχει και μια κοινή θεματική εστίαση και προοπτική: η δημιουργία του ανθρώπινου κόσμου—και όχι η δημιουργία γενικά. Η Γένεση δεν αναφέρεται καθόλου στη δημιουργία των πνευματικών όντων. Αντίστοιχα, ο Ευαγγελιστής μοιάζει να αποσαφηνίζει το πάντα δι΄ αὐτοῦ ἐγένετο λέγοντας: «ὁ κόσμος δι΄ αὐτοῦ ἐγένετο», δηλαδή η ανθρωπότητα (1:10). Επί της ουσίας, όπως η εισαγωγή της Γένεσης μας εισάγει στο πώς εισήλθε η αμαρτία στον κόσμο, παρόμοια η εισαγωγή του Ευαγγελίου του Ιωάννη μάς εισάγει στο πώς αίρεται η αμαρτία από τον κόσμο. Αν λοιπόν τα εδάφια Γένεση 1:1 και Ιωάννης 1:1 αναφέρονται στην ίδια «αρχή», τότε το οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν θεόν ισοδυναμεί περίπου με το «όταν ετοίμαζε τους ουρανούς, εγώ ήμουν εκεί, […] όταν θέσπιζε τα θεμέλια της γης, τότε βρισκόμουν δίπλα του ως δεξιοτέχνης εργάτης» (Παροιμίες 8:27, 29-30, ΜΝΚ) και, επομένως, το ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος δεν μας λέει ότι ο Λόγος προϋπήρχε «αιωνίως» αλλά απλώς ότι ήταν παρών όταν ήρθαν σε ύπαρξη οι ουρανοί και η γη, όπως εξάλλου φαίνεται να ήταν παρόντες και οι άγγελοι (Ιώβ 38:4, 8).

Από την άλλη μεριά, η άποψη ότι το ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος σημαίνει πως ο Λόγος δεν έχει αρχή ύπαρξης συγκρούεται με τις δηλώσεις του Ευαγγελίου του Ιωάννη ότι ο Λόγος είναι ο μονογενὴς ὑιὸς του Θεού που οφείλει τη ζωή του στον Θεό (1:14, 18· 3:16, 18· 6:57). Η απάντηση της παραδοσιακής θεολογίας σε αυτή την απλή σκέψη που υπαγορεύουν τούτες οι συνηθισμένες λέξεις της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας, ότι δηλαδή η υιότητα εκ των πραγμάτων περιλαμβάνει αρχή ύπαρξης, είναι πως η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα είναι άχρονη και αιώνια, δηλαδή δεν προϋποθέτει χρονική προτεραιότητα του γεννώντος έναντι του γεννήματος.[78] Αυτό που παραβλέπει, όμως, η παραδοσιακή άποψη εν προκειμένω είναι (1) πως πουθενά στα συμφραζόμενα δεν λέγεται ότι Υιός και Πατέρας είναι συναιώνιοι, ώστε να είμαστε υποχρεωμένοι να ερμηνεύσουμε με «διαστημικό» τρόπο την έννοια της γέννησης, (2) πως μία από τις πηγές του προλόγου του Ευαγγελίου του Ιωάννη είναι το 8ο κεφάλαιο των Παροιμιών, όπου η Σοφία αδιαμφισβήτητα έχει αρχή ύπαρξης ως το πρώτο κτίσμα του Θεού, (3) πως στην Αποκάλυψη ο Λόγος αποκαλείται ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως τοῦ θεου (3:14), (4) πως πουθενά δεν υπάρχει ίχνος πλατωνικής οντολογίας στον Ιωάννη, και γενικότερα στην Καινή Διαθήκη, ώστε να συμπεριλάβουμε την «κατάσταση» της αχρονίας στις ερμηνευτικές μας επιλογές και (5) πως η διδασκαλία της άχρονης και αιώνιας γέννησης του Υιού δεν εμφανίστηκε παρά εκατό χρόνια μετά τη συγγραφή του Ευαγγελίου υπό την επιρροή του πλατωνισμού, όπως ήδη είδαμε.[79]

Σε περίπτωση, τώρα, που δεν θέλουμε να περιορίσουμε την κατανόηση της ἀρχής στο μπερεσίθ του Γένεση 1:1 και, αντιθέτως, να θεωρήσουμε εύλογα ότι η φράση πάντα δι΄ αὐτοῦ ἐγένετο έχει συμπαντική διάσταση, περιλαμβάνοντας και τα πνευματικά όντα που ήρθαν σε ύπαρξη, μπορούμε το ἐν ἀρχῇ να το δούμε ως έναν απλό χρονικό προσδιορισμό: «Αρχικά (ή κατ’ αρχάς ή «απ’ την αρχή», ΝΜΒ) ο Λόγος ήταν με τον Θεό». Ναι, ο Ιωάννης λέει ότι αρχικά ο Λόγος ήταν μόνος του με τον Θεό, αλλά δεν λέει πως υπήρχε όσο υπήρχε και ο Θεός. Ίσα-ίσα, το γεγονός ότι ο ευαγγελιστής πλαισιώνει χρονικά τη σχέση Θεού και Λόγου με τη φράση ἐν ἀρχῇ—αντί να πει ἀείποτε,αϊδίως,αἰωνίως, πάντα—μπορεί να ιδωθεί ως έμμεση δήλωση της πεπερασμένης χρονικής διάρκειας αυτής της σχέσης, η οποία προφανώς ξεκίνησε με την αρχή της ύπαρξης του Λόγου.

Είναι ενδιαφέρον ότι επ’ αυτού ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς[80] και ο Τερτυλλιανός έκαναν ένα βήμα παραπάνω, κατανοώντας τη λέξη ἦν ως ἐγένετο: στην αρχή ήρθε σε ύπαρξη ο Λόγος. Αυτοί εφάρμοσαν την εν λόγω φράση στη στιγμή που ο Λόγος, κατά τη φιλοσοφική τους ερμηνεία, έγινε από ενδιάθετος προφορικός, δηλαδή ήρθε σε ύπαρξη ως πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Wolfson, αυτή η ερμηνεία των λεγομένων του Ιωάννη θα μπορούσε να σταθεί αν δεχόμασταν ότι το ἦν αποτελεί σημιτισμό,  εφόσον η λέξη χαγιά ενίοτε αποδίδεται από τους Εβδομήκοντα σε χρόνο παρατατικό ενώ πρέπει να κατανοηθεί ως αόριστος.[81] Φυσικά, εύκολα μπορεί να αντιτείνει κάποιος πως, μόλις δύο εδάφια παρακάτω, ο Ιωάννης χρησιμοποιεί το ἐγένετο για όσα ήρθαν σε ύπαρξη μέσω του Λόγου, και όχι το ἦν. Πάρα ταύτα, αυτή η προσέγγιση των εν λόγω εκκλησιαστικών συγγραφέων έχει σίγουρα ιδιάζουσα ιστορική σημασία στην ερμηνεία του βιβλικού κειμένου και στη χριστολογία.

Ωστόσο, μερικοί ρωτούν: αν τα πάντα ήρθαν σε ύπαρξη μέσω του Λόγου, δεν εννοείται πως ο Λόγος είναι χωρίς αρχή ύπαρξης; Δεν υπάρχει λόγος να εκβιάσουμε τον Ιωάννη να έρθει σε αντίφαση με τον εαυτό του, όταν είναι γνωστό πως η λέξη «πάντα» δεν έχει απαραίτητα αυτόν τον απόλυτο τρόπο χρήσης. «Ο Θεός υπέταξε τα πάντα σ’ αυτόν. Όταν όμως λέει ότι έχουν υποταχθεί σ’ αυτόν τα πάντα, είναι φανερό ότι σ’ αυτό το “πάντα” δεν περιλαμβάνεται και ο Θεός, που υπέταξε τα πάντα στον Χριστό» (1 Κορινθίους 15:27, ΝΜΒ): αυτή είναι μία από τις πολλές περιπτώσεις που μας θυμίζουν ότι δεν πρέπει να υπερβάλλουμε με τη λέξη «πάντα».[82] Εξάλλου, ακόμα και αν κάποιος υιοθετούσε τη (προνικαϊκή) μερική διάκριση μεταξύ γεννήσεως και κτίσεως που έκανε ο Ιουστίνος,[83] αν δηλαδή ξεχώριζε τρόπον τινά τον μονογενὴ ὑιὸ από τα πάντα γεγονότα κτίσματα), αυτό επίσης δεν σημαίνει ότι αναιρείται η θεμελιώδης σημασία της γεννήσεως, δηλαδή η αρχή της ύπαρξης, κάτι που ο Ιουστίνος αποδεχόταν για τον Υιό του Θεού.[84]

Εν τέλει, οφείλουμε όλοι να ομολογήσουμε πως δεν θα υφίσταντο όλες αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις αν ο Ιωάννης επιθυμούσε, στους πρώτους στίχους του προλόγου του, να πει ξεκάθαρα είτε πως ο Λόγος προϋπήρχε ανέκαθεν είτε πως ήρθε σε ύπαρξη σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η φρασεολογία του Ιωάννη δεν είναι ακριβόλογη στον βαθμό που θα ικανοποιούσε όσους συμμετείχαν στις τρομερές χριστολογικές έριδες, επειδή προφανώς ο Ιωάννης είχε κάτι άλλο κατά νου όταν έγραφε τον πρόλογό του, συγκεκριμένα τη στενή σχέση του Λόγου τόσο με τον Θεό όσο και με τη δημιουργία των ανθρώπων, και επειδή ίσως θεωρούσε αυτονόητο πως η υιότητα του Λόγου εκ των πραγμάτων δεν αφήνει περιθώρια για παρεξηγήσεις—τουλάχιστον όχι για κάποιον που δεν έχει υιοθετήσει τις αρχές της πλατωνικής οντολογίας.

Επίλογος

Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη αποτελεί μια πολύ όμορφη οπτική γωνία της ζωής του Ιησού Χριστού, όχι μόνον αποκαλύπτοντας πολλές καινούργιες πληροφορίες, αλλά εν γένει όντας μοναδικό στον τρόπο επιλογής και παρουσίασης των γεγονότων. Θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει μια αποστασιοποίηση από τον τότε ιουδαϊσμό, γεγονός που αντανακλά το ότι γράφτηκε αρκετές δεκαετίες μετά την καταστροφή του Ναού, μετά δηλαδή την οριστική απόδειξη ότι απορρίφτηκε το έθνος του Ισραήλ από περιούσιος λαός. Εντούτοις, ο Ιωάννης μένει πιστός στη βιβλική παράδοση, γιατί γνωρίζει ότι αυτή δεν είναι προϊόν του ιουδαϊσμού αλλά προϊόν του Θεού, και δεν ξανοίγεται στα νερά της ελληνιστικής φιλοσοφικής σκέψης. Ο ποιητικός πρόλογος για τον Λόγο έχει αμιγώς βιβλικό νόημα και αποτελεί έναν διαφορετικό τρόπο για να τονιστεί πως αυτός που θυσιάστηκε για τους ανθρώπους, ο μονογενής Υιός του Θεού, αφενός ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε ο Θεός να προσφέρει και αφετέρου βρισκόταν κοντά στους ανθρώπους από την αρχή της ύπαρξής τους.

Αυτοί που κατά καιρούς συσχέτισαν τον ιωάννειο Λόγο με τον φιλώνειο Λόγο ή άλλους «λόγους» της φιλοσοφίας παραγνώρισαν τις προθέσεις του Ευαγγελιστή και παρερμήνευσαν το μήνυμά του. Βέβαια, αυτή την παρερμηνεία, αν και την αναγνωρίζουν, μερικοί τη θεωρούν θετικό συμβάν.

Ενδιαφέρον επ’ αυτού έχουν τα εξής λεγόμενα του Θεοδώρου: «Η περί λόγου διδασκαλία των Απολογητών αποτελεί το σπουδαιότερον και σημαντικώτερον μέρος της διδασκαλίας των. Δι’ αυτής αφ’ ενός μεν κατεβλήθη προσπάθεια εποικοδομητικής προβολής εις τους εθνικούς της περί Θεού ιδέας του χριστιανισμού, ως ιδέας καθαράς και ελλόγου, ευρισκόμενης εις άκραν αντίθεσιν προς τα περί Θεού ιδέας του εθνισμού, αφ’ ετέρου δε διά πρώτην φοράν επιχειρήθη η διά της κατηγορίας του Λόγου ερμηνεία της εκκλησιαστικής χριστολογίας, η οποία απετέλεσε τον ακρογωνιαίον λίθον της περαιτέρω αναπτύξεως του χριστολογικού δόγματος εν τη επιστημονική θεολογία της Εκκλησίας».[85]

Ο γνωστός πατρολόγος λέει σωστά ότι η χριστολογία του Λόγου δεν ήταν απλώς μια επικοινωνιακή τακτική για να προσεγγίσουν οι χριστιανοί τους εθνικούς, σαν την ομιλία του Παύλου στον Άρειο Πάγο, αλλά ένα ολόκληρο δογματικό σύστημα σκέψης για την ερμηνεία του προσώπου του Ιησού Χριστού. Ήταν ένα σύστημα που εξηγούσε τα βιβλικά δεδομένα όσον αφορά την ανωτερότητα του Θεού Πατέρα, την κατωτερότητα του Υιού και τη διαμεσολάβησή του προς τον κόσμο με βάση τον Φίλωνα και γενικότερα τον μέσο πλατωνισμό, με όρους δηλαδή οντολογικής ιεραρχίας. Η εισαγωγή αυτού του συστήματος ήταν καθοριστική για την ιστορία των χριστιανικών δογμάτων. Αν και διατήρησε εξωτερικά το βιβλικό πλαίσιο, εισήγαγε φιλοσοφικές οντολογικές κατηγορίες που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη μεγάλη σύγκρουση στη Νίκαια μεταξύ Αθανασίου και Αρείου. Έκτοτε αυτές οι οντολογικές κατηγορίες επανερμηνεύτηκαν, και η χριστολογία του Λόγου αντικαταστάθηκε από τη νέα χριστολογία του Αθανάσιου, η οποία οδήγησε στο δόγμα της Τριάδας όπως το γνωρίζουμε από την παραδοσιακή θεολογία.[86] Πέρα από τον ρόλο που έπαιξε στην ανάπτυξη του δόγματος της Τριάδας, ο φιλοσοφικός τρόπος εξήγησης της οντότητας του Θεού και της σχέσης του με τον Χριστό και τον κόσμο έβλαψε τη βασική ιδέα της Βίβλου ότι ο Θεός είναι πρόσωπο με αισθήματα. Ο αποφατισμός έτεινε να περιγράφει τον Θεό σαν μια απόμακρη, απρόσωπη δύναμη που μπορούν σε κάποιον μικρό βαθμό να «καταλάβουν» μόνο όσοι έχουν φιλοσοφική παιδεία. Ο απλός κόσμος σίγουρα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τις θεολογικές εξελίξεις και τις πραγματείες των τότε θεολόγων, και τελικά προτίμησε να στραφεί στους «Αγίους» για τη θρησκευτικότητά του.[87]

.

Υποσημειώσεις και βιβλιογραφικές αναφορές


[1] Το άρθρο γράφτηκε εξ αφορμής μιας ερώτησης που έθεσε ένας αναγνώστης του ιστολογίου ως προς τη σχέση του Φίλωνα με τον πρόλογο του Ευαγγελίου του Ιωάννη.

[3] Για πληρέστερη ανάλυση, βλ. το λήμμα του λεξικού Liddell-Scott-Κωνσταντινίδου. Επίσης βλ. Η. Kleinknecht, «The Logos in the Greek and Hellenistic World», Theological Dictionary of the New Testament (Επ. G. Kittel), Eerdmans, 1967, τόμ. IV, σελ. 77-91.

[4] Florence Morgan Gillman, «Logos», Anchor Bible Dictionary, Doubleday, 1992, τόμ. 4, σελ. 348.

[5] Κατερίνα Ιεροδιακόνου, «Η θεολογία των Στωικών», Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των φιλοσόφων (Επ. Στ. Ζουμπουλάκης), Άρτος Ζωής, 2012, σελ. 46-68, 92. Στην τελευταία σελίδα εξηγείται μάλιστα πως οι στωικοί ανέχονταν στο μονοθεϊστικό σύστημά τους τους Δώδεκα Θεούς ως «ονομασίες φυσικών φαινομένων».

[6] Gregory Sterling, «“Day One”: Platonizing Exegetical Traditions of Genesis 1:1-5 in John and Jewish Authors», The Studia Philonica Annual  (Επ. D. Runia, G. Sterling), τόμ. XVII (2005) σελ. 126.

[7] 41α. Η λέξη δημιουργός ετυμολογικά σημαίνει αυτόν που προσφέρει δημόσιο έργο και στα Κλασικά Ελληνικά έχει συχνά τη σημασία του «τεχνίτη». Ίσως από τότε ή μεταγενέστερα απέκτησε τη σημασία αυτού που φέρνει σε ύπαρξη κάτι καινούργιο. Είναι αξιοσημείωτο ότι στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και στην Καινή Διαθήκη οι όροι που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργική ιδιότητα του Θεού είναι κτίστης και ποιητής, και όχι δημιουργός. (Στο Εβραίους 11:10 μάλλον έχει τη σημασία του «κατασκευαστή».) Ωστόσο, ο όρος χρησιμοποιείται, πιθανώς λόγω του Τίμαιου, συχνότατα από τον Φίλωνα και εν τέλει εισέρχεται και καθιερώνεται στην εκκλησιαστική ορολογία.

[8] Thomas Kjeller Johansen, Plato’s Natural Philosophy, Cambridge University Press, 2004, σελ. 80.

[9] Ανάλυση του όρου «πνεύμα», ή ρούαχ, υπάρχει στην υποσημείωση 73 του άρθρου «5.1 Η φύση της κατασκευής του ανθρώπου στην Παλαιά Διαθήκη».

[10] Henry Chadwick, Ο Φίλων και οι απαρχές της χριστιανικής σκέψης, Ενάλιος, 2006, σελ. 37-41, 45-50.

[11] Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για κάτι περισσότερο από την κοινή λογική, επειδή οι απόψεις του Φίλωνα περιλάμβαναν τον μυστικισμό.

[12] Harold W. Attridge, «Philo and John: Two Riffs on One Logos», The Studia Philonica Annual  (Επ. D. Runia, G. Sterling), τόμ. XVII (2005) σελ. 104-6.

[13] J.N.D. Kelly, Early Christian Doctrines, Prince Press, 2004, σελ. 8-11.

[14] Περί φυγής και ευρέσεως 100-1.

[15] Νόμων ιερών αλληγορίας 3, 175.

[16] Περί των μετονομαζομένων 87.

[17] Ερωτήσεις εις την Γένεσιν 2,62.

[18] Περί αποικίας 102.

[19] Περί συγχύσεως διαλέκτων 146.

[20] Harry Austryn Wolfson, Religious Philosophy: A Group of Essays, Atheneum 1965, σελ. 39-40.

[21] Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της σύγκρουσης και πολύ διαφωτιστικά για τις επικρατούσες απόψεις εκείνης της εποχής είναι τα έργα του Τερτυλλιανού και του Ιππόλυτου Κατά Πραξέα και Κατά αιρέσεως Νοητού, τα οποία θα αναλυθούν σε μελλοντικά άρθρα.

[22] Ή όπως το θέτει ο πατρολόγος Στυλιανός Παπαδόπουλος: «Ο Άρειος αποτελεί απλώς το κορύφωμα και την έξαρση της αντιλήψεως περί κατωτερότητος (subortinatio) του Υιού έναντι του Πατέρα, αντίληψη άλλωστε που ήταν διάχυτη στο Β΄ και Γ΄ αιώνα, μάλιστα δε στους λεγόμενους απολογητές, στον Ωριγένη και τον Κλήμεντα», Πατρολογία, Αθήνα 2000, τόμ. Α΄, σελ. 342.

[23] Μια σύντομη επισκόπηση για τη χριστολογία του Λόγου, δοσμένη με κάποιες γαρνιτούρες που επιβάλλονται από τις συνθήκες έκδοσης, μπορεί να βρει κανείς στον Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, Αθήνα 1977, τόμ. Α΄, σελ. 64-78.

[24] «Είναι φανερό ότι [ο Θεός του Φίλωνα] δεν είναι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης αλλά η ιδέα του Πλάτωνα περί Θεού, σε αντίθεση με την ύλη»Philo Judæus», The Jewish Encyclopedia). Για μια σύντομη και εύστοχη καταγραφή της σύγκρουσης ανάμεσα στην ελληνική αντίληψη περί Θεού και στη βιβλική, ιδίως ως προς το ζήτημα της «απάθειας», βλ. Richard Bauckham, «Only the Suffering God Can Help: Divine Passibility in Modern Theology», Themelios 9.2 (Απρίλιος 1984), σελ. 6-12, και Rem B. Edwards, «The Pagan Dogma of the Absolute Unchangeableness of God», Religious Studies, τόμ. 14, τεύχος 3 (Σεπτέμβριος 1978), σελ. 305-13.

[25] Τα σωζόμενα κείμενα αποδεικνύουν ότι το Ευαγγέλιο ήταν ευρέως γνωστό ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα, ενώ για τον ρόλο του αποστόλου Ιωάννη ως συγγραφέα μαρτυρεί συγκεκριμένα ο Ειρηναίος (Κατά αιρέσεων 3.3.4) και ο Κανόνας του Μουρατόρι. Για γενικές πληροφορίες, βλ. «Κατά Ιωάννην», Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστη και ωφέλιμη, Σκοπιά, 1992.

[26] Γεν. επιμέλεια Frank Gaebelein, Zondervan, 1989-2001. Ηλεκτρονική έκδοση. Βλ. επίσης L. Morris, «Gospel According to John», The International Standard Bible Encyclopedia (Επ. G.W. Bromiley), Eerdmans, 1982, σελ. 1098-101.

[27] Robert Kysar, «Gospel of John», Τhe Anchor Bible Dictionary (Επ. D.N. Freedman), Doubleday, 1992, τόμ. 3, σελ. 915.

[28] Χρήστος Καρακόλης, «Εν αρχή ην ο Λόγος», Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των φιλοσόφων, Άρτος Ζωής, 2012, σελ. 162.

[29] Μολονότι ο Φίλων τονίζει το πλατωνικό θέμα της αθανασίας της ψυχής, φαίνεται πως πιστεύει σε μια υπό όρους αθανασία που χορηγείται μόνο στις σοφές ψυχές (Alan Segal, Life After Death: A History of the Afterlife in Western Religion, Doubleday, 2004, σελ. 372-3).

[30] Για τα ανθρωπολογικά και τα εσχατολογικά ζητήματα, όπου παρουσιάζεται και το σύστημα του Φίλωνα, βλ. τη σειρά άρθρων «Η ψυχή—στη Βίβλο και στον μεταβιβλικό ιουδαϊσμό και χριστιανισμό».

[31] Philo in Early Christian Literature, Fortress Press, 1993, σελ. 83.

[32] Η σχέση του Ευαγγελίου του Ιωάννη με τον γνωστικισμό, θεωρία που υποστήριξε ο Bultmann, αποκλείεται κιόλας λόγω του ότι ο Ιωάννης προηγείται χρονικά των γνωστικών πηγών που θυμίζουν ορισμένα θεματικά μοτίβα του, τα οποία ούτως ή άλλως θα μπορούσαν να αποδοθούν στον προϋπάρχοντα ιουδαϊσμό (R.B Edwards, «Word», The International Standard Bible Encyclopedia [Επ. G.W. Bromiley], 1988, τόμ. 4, σελ. 1106).

[33] Βλ. Ιωάννης Ζηζιούλας, Ελληνισμός και χριστιανισμός: η συνάντηση των δύο κόσμων, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2003, σελ. 98 κ.ε.

[34] Σύμφωνα με τα λεξικά και τις μεταφράσεις, η λέξη αμόν έχει διαφορετικά κατανοηθεί να σημαίνει «έμπιστος» (Tanakh) ή, εναλλακτικά, «μικρό παιδί» (ΝΜΒ). Αυτή η τελευταία ερμηνεία έχει συνδεθεί με την αναφορά του Ιωάννη ότι ο μονογενής Υιός βρισκόταν στην «αγκαλιά» του Πατέρα.

[35] Σε μερικά ταργκουμίμ, δηλαδή προχριστιανικά αραμαϊκά υπομνήματα της Γένεσης, υφίσταται η διατύπωση «Ο Λόγος [μεμρά] του ΚΥΡΙΟΥ είπε: “Ας γίνει φως”, και έγινε φως από τον Λόγο [μεμρά]» (Gregory Sterling, «“Day One”: Platonizing Exegetical Traditions of Genesis 1:1-5 in John and Jewish Authors», The Studia Philonica Annual  (Επ. D. Runia, G. Sterling), τόμ. XVII [2005] σελ. 133).

[36] Αυτή η φρασεολογία επαναλαμβάνεται στο 2 Βαρούχ 21:4 και στο Ιουδίθ 16:14.

[38] Περί συγχύσεως διαλέκτων 168-75.

[39] Harold W. Attridge, «Philo and John: Two Riffs on One Logos», The Studia Philonica Annual  (Επ. D. Runia, G. Sterling), τόμ. XVII (2005) σελ. 112-4.

[40] Η λέξη τορά είναι θηλυκού γραμματικού γένους στα Εβραϊκά.

[41] G. Kittel., «Word and Speech in the New Testament», Theological Dictionary of the New Testament (Επ. G. Kittel), Eerdmans, 1967, τόμ. IV, σελ. 133-6.

[42] Henry Chadwick, Ο Φίλων και οι απαρχές της χριστιανικής σκέψης, Ενάλιος, 2006, σελ. 137 κ.ε.

[43] Η απουσία του ονόματος Λόγος από το υπόλοιπο κείμενο του Ευαγγελίου καθώς και η ποιητικότητα του προλόγου έχουν κάνει τους επιστήμονες να εικάζουν πως αποτελεί υλικό που προήλθε από προϋπάρχοντα χριστιανικό ύμνο (Ιωάννης Ζηζιούλας, Ελληνισμός και χριστιανισμός: Η συνάντηση των δύο κόσμων, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2003, σελ. 101. Επίσης βλ. Gregory Sterling, «“Day One”: Platonizing Exegetical Traditions of Genesis 1:1-5 in John and Jewish Authors», The Studia Philonica Annual  (Επ. D. Runia, G. Sterling), τόμ. XVII [2005] σελ. 118).

[44] Η. Kleinknecht, «The Logos in the Greek and Hellenistic World», Theological Dictionary of the New Testament (Επ. G. Kittel), Eerdmans, 1967, τόμ. IV, σελ. 91.

[45] Ανδρέας Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, Αθήνα 1977, τόμ. Α΄, σελ. 73.

[46] Για σχόλια βλ. Raoul Mortley, From Word to Silence: The Rise and Fall of Logos, Bond University, 1986, τόμ. 1, σελ. 42.

[47] Ανδρέας Θεοδώρου, «Η περί υποταγής θεωρία (subordiantio) εν τη αρχαία εκκλησία (Ιουστίνος – Ωριγένης), Επιστημονική Επετηρίς, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, 1963, σελ. 533-4.

[48] Προς Έλληνας 5,1.

[49] Θεοδότου επιτομαί 1,20.

[50] Κατά Κέλσου 5,39.

[51] Κατά Κέλσου 5,37.

[52] «Οὗτος δὴ ὁ υἱὸς ἐκ θελήματος τοῦ πατρὸς ἐγενήθη͵ ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ θεοῦ τοῦ ἀοράτου καὶ ἀπαύγασμα τῆς δόξης αὐτοῦ χαρακτήρ τε τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ͵ πρωτότοκος πάσης κτίσεως͵ κτίσμα͵ σοφία· αὐτὴ γὰρ ἡ σοφία φησίν· ὁ θεὸς ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ» (Περί αρχών 32 (4.4.1).

[53] Χρήστος Καρακόλης, «Εν αρχή ην ο Λόγος», Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των φιλοσόφων, Άρτος Ζωής, 2012, σελ. 152.

[54] Για την καινοτόμα, αυστηρή διάκριση μεταξύ άκτιστου και κτιστού του 4ου αιώνα, βλ. «Οι ρίζες της αρειανικής διαμάχης κατά τον Andrew Louth».

[55] Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine, Chicago University Press, 1971, τόμ. 1, σελ. 53.

[56] Ο Φίλων επίσης επιλέγει συνειδητά να αποφύγει το οριστικό άρθρο όταν αναφέρεται στη θεότητα του Λόγου. Βλ. Περί του θεοπέμπτους είναι τους ονείρους 1,227-30 και σχόλια στον Κώστα Μπέη, Η θεωρία για τον Λόγο, Eunomia Verlag, 2007, σελ. 138.

[57] «Πάνυ δὲ παρατετηρημένως καὶ οὐχ ὡς ἑλληνικὴν ἀκριβολογίαν οὐκ ἐπιστάμενος ὁ Ἰωάννης ὅπου μὲν τοῖς ἄρθροις ἐχρήσατο ὅπου δὲ ταῦτα ἀπεσιώπησεν͵ ἐπὶ μὲν τοῦ λόγου προστιθεὶς τὸ ὁ͵ ἐπὶ δὲ τῆς θεὸς προσηγορίας ὅπου μὲν τιθεὶς ὅπου δὲ αἴρων. Τίθησιν μὲν γὰρ τὸ ἄρθρον͵ ὅτε ἡ θεὸς ὀνομασία ἐπὶ τοῦ ἀγενήτου τάσσεται τῶν ὅλων αἰτίου͵ σιωπᾷ δὲ αὐτό͵ ὅτε ὁ λόγος θεὸς ὀνομάζεται. Ὡς δὲ διαφέρει κατὰ τούτους τοὺς τόπους ὁ θεὸς καὶ θεός͵ οὕτως μήποτε διαφέρῃ ὁ λόγος καὶ λόγος. Ὃν τρόπον γὰρ ὁ ἐπὶ πᾶσι θεὸς ὁ θεὸς καὶ οὐχ ἁπλῶς θεός͵ οὕτως ἡ πηγὴ τοῦ ἐν ἑκάστῳ τῶν λογικῶν λόγου ὁ λόγος͵ τοῦ ἐν ἑκάστῳ λόγου οὐκ ἂν κυρίως ὁμοίως τῷ πρώτῳ ὀνομασθέντος καὶ λεχθέντος ὁ λόγος. Καὶ τὸ πολλοὺς φιλοθέους εἶναι εὐχομένους ταράσσον͵ εὐλαβουμένους δύο ἀναγορεῦσαι θεοὺς καὶ παρὰ τοῦτο περι πίπτοντας ψευδέσι καὶ ἀσεβέσι δόγμασιν͵ ἤτοι ἀρνουμένους ἰδιότητα υἱοῦ ἑτέραν παρὰ τὴν τοῦ πατρὸς ὁμολογοῦντας θεὸν εἶναι τὸν μέχρι ὀνόματος παρ΄ αὐτοῖς υἱὸν προσαγορευόμενον͵ ἢ ἀρνουμένους τὴν θεότητα τοῦ υἱοῦ τιθέντας δὲ αὐτοῦ τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν οὐσίαν κατὰ περιγραφὴν τυγχάνουσαν ἑτέραν τοῦ πατρός͵ ἐντεῦθεν λύεσθαι δύναται· Λεκτέον γὰρ αὐτοῖς͵ ὅτι τότε μὲν αὐτόθεος ὁ θεός ἐστι͵ διόπερ καὶ ὁ σωτήρ φησιν ἐν τῇ πρὸς τὸν πατέρα εὐχῇ· Ἵνα γινώσκωσι σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν θεόν· πᾶν δὲ τὸ παρὰ τὸ αὐτόθεος μετοχῇ τῆς ἐκείνου θεότητος θεοποιούμενον οὐχ ὁ θεὸς ἀλλὰ θεὸς κυριώτερον ἂν λέγοιτο͵ οὗ πάντως ὁ πρωτότοκος πάσης κτίσεως͵ ἅτε πρῶτος τῷ πρὸς τὸν θεὸν εἶναι σπάσας τῆς θεότητος εἰς ἑαυτόν͵ ἐστὶ τιμιώτερος͵ τοῖς λοιποῖς παρ΄ αὐτὸν θεοῖς ὧν ὁ θεὸς θεός ἐστι κατὰ τὸ λεγόμενον· Θεὸς θεῶν κύριος ἐλάλησε͵ καὶ ἐκάλεσε τὴν γῆν διακονήσας τὸ γενέσθαι θεοῖς͵ ἀπὸ τοῦ θεοῦ ἀρυσάμενος εἰς τὸ θεοποιηθῆναι αὐτούς͵ ἀφθόνως κἀκεί νοις κατὰ τὴν αὐτοῦ χρηστότητα μεταδιδούς. Ἀληθινὸς οὖν θεὸς ὁ θεός͵ οἱ δὲ κατ΄ ἐκεῖνον μορφούμενοι θεοὶ ὡς εἰκόνες πρωτοτύπου· ἀλλὰ πάλιν τῶν πλειόνων εἰκόνων ἡ ἀρχέτυπος εἰκὼν ὁ πρὸς τὸν θεόν ἐστι λόγος͵ ὃς ἐν ἀρχῇ ἦν͵ τῷ εἶναι πρὸς τὸν θεὸν ἀεὶ μένων θεός, οὐκ ἂν δ΄ αὐτὸ ἐσχηκὼς εἰ μὴ πρὸς θεὸν ἦν͵ καὶ οὐκ ἂν μείνας θεός͵ εἰ μὴ παρέμενε τῇ ἀδιαλείπτῳ θέᾳ τοῦ πατρικοῦ βάθους.» (Εις το κατά Ιωάννην 2,2).

[58] Ιππόλυτος, Κατά Νοητού 11· Τερτυλλιανός, Κατά Πραξέα 6, 7.

[59] Ιππόλυτος, Κατά Νοητού 14· Τερτυλλιανός, Κατά Πραξέα 4.

[60] Ιππόλυτος, Κατά Νοητού 6· Τερτυλλιανός, Κατά Πραξέα 3.

[61] «Καθάπερ οὖν ἡ ἐν τῷ ἀρχιτεκτονικῷ προδιατυπωθεῖσα πόλις χώραν ἐκτὸς οὐκ εἶχεν͵ ἀλλ΄ ἐνεσφράγιστο τῇ τοῦ τεχνίτου ψυχῇ͵ τὸν αὐτὸν τρόπον οὐδ΄ ὁ ἐκ τῶν ἰδεῶν κόσμος ἄλλον ἂν ἔχοι τόπον ἢ τὸν θεῖον λόγον τὸν ταῦτα διακοσμήσαντα. […] εἰ δέ τις ἐθελήσειε γυμνοτέροις χρήσασθαι τοῖς ὀνόμασιν͵ οὐδὲν ἂν ἕτερον εἴποι τὸν νοητὸν κόσμον εἶναι ἢ θεοῦ λόγον ἤδη κοσμοποιοῦντος· οὐδὲ γὰρ ἡ νοητὴ πόλις ἕτερόν τί ἐστιν ἢ ὁ τοῦ ἀρχιτέκτονος  λογισμὸς ἤδη τὴν [νοητὴν] πόλιν κτίζειν διανοουμένου. τὸ δὲ δόγμα τοῦτο Μωυσέως ἐστίν͵ οὐκ ἐμόν· τὴν γοῦν ἀνθρώπου γένεσιν ἀναγράφων ἐν τοῖς ἔπειτα διαρρήδην ὁμολογεῖ͵ ὡς ἄρα κατ΄ εἰκόνα θεοῦ διετυπώθη. εἰ δὲ τὸ μέρος εἰκὼν εἰκόνος [δῆλον ὅτι] καὶ τὸ ὅλον εἶδος͵ σύμπας οὗτος ὁ αἰσθητὸς κόσμος͵ εἰ μείζων τῆς ἀνθρωπίνης ἐστίν͵ μίμημα θείας εἰκόνος͵ δῆλον ὅτι καὶ ἡ ἀρχέτυπος σφραγίς͵ ὅν φαμεν νοητὸν εἶναι κόσμον͵ αὐτὸς ἂν εἴη [τὸ παράδειγμα͵ ἀρχέτυπος ἰδέα τῶν ἰδεῶν] ὁ θεοῦ λόγος» (Περί κατασκευής κόσμου 20, 24, 25).

[62] Το ουσιαστικό απαντά 1440 φορές στις Εβραϊκές Γραφές, εκ των οποίων ο Θεός είναι υποκείμενο (συνήθως με το τετραγράμματο Όνομά του) σε περίπου 400. Οι Εβδομήκοντα αποδίδουν λόγο και ῥῆμα το νταβάρ σε αναλογία 2 προς 1 (G. Gerleman,  «רבָדָּ dabar word», Theological Lexicon of the Old Testament[Επ. E. Jenni, C. Westermann], Hendrickson, 1997, τόμ. 1, σελ. 326, 330).

[63] Robert Kysar, «Logos», The Anchor Bible Dictionary (Επ. N. Freedman), Doubleday, 1992, τόμ. 3, σελ. 923· G. Kittel., «Word and Speech in the New Testament», Theological Dictionary of the New Testament (Επ. G. Kittel), Eerdmans, 1967, τόμ. IV, σελ. 125.

[64] Ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός περί «αρειανών» ίσως είναι παραπλανητικός επειδή δίνει την εσφαλμένη εντύπωση πως όσοι διαφωνούσαν με τον Αθανάσιο, που υποστήριζε την απόλυτη ισότητα μεταξύ του Πατέρα και του Υιού, αποτελούσαν απλώς και μόνο ένα σχισματικό κίνημα που ακολουθούσε τις διδαχές του Αρείου. Δεδομένης της αρχικής επικράτησης της χριστολογίας του Λόγου, είναι τεκμηριωμένο ιστορικά πως οι διαφωνούντες με τον Αθανάσιο, όσοι δηλαδή δέχονταν την υποταγή του Υιού, δεν προέκυψαν από τον Άρειο αλλά ανήκαν σε μια ευρύτερη ομάδα που προϋπήρχε του Αρείου και που αποτελούσε την πλειονότητα των χριστιανών μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του 4ου αιώνα. Όπως φάνηκε και από τα λεγόμενα του Σ. Παπαδόπουλου (υποσ. 22), ο Άρειος ήταν απλώς παρακλάδι αυτής της ομάδας και ενδεχομένως ξεχώρισε από τους άλλους υποστηρικτές της υποταγής επειδή διατύπωσε ακραίες απόψεις, με τις οποίες όμως δεν συμφωνούσαν όλοι όσοι υποστήριζαν την υποταγή (Joseph T. Lienhard, S.J. «The “Arian” Controversy: Some categories reconsidered», Theological Studies, τεύχος 48, 1987, σελ. 415-37) Βλ. επίσης: «Γεγονότα γύρω από την αρειανική διαμάχη κατά τον Charles Freeman» και «Η ιστορία της αρειανικής διαμάχης από τον R.P.C. Hancon».

[65] «Ὅτι ὤν ἐστιν ἀϊδίως ὁ Θεός· ὄντος οὖν ἀεὶ τοῦ Πατρὸς͵ ἔστι καὶ ἀϊδίως καὶ τὸ τούτου ἀπαύγασμα͵ ὅπερ ἐστὶν ὁ Λόγος αὐτοῦ· καὶ πάλιν ὁ ὢν Θεὸς͵ ἐξ αὐτοῦ καὶ ὄντα τὸν Λόγον ἔχει· καὶ οὔτε ὁ Λόγος ἐπιγέγονεν οὐκ ὢν πρότερον͵ οὔτε ὁ Πατὴρ ἄλογος ἦν ποτε. Ἡ γὰρ κατὰ τοῦ Υἱοῦ τόλμα εἰς τὸν Πατέρα τὴν βλασφημίαν ἀνάγει͵ εἴγε ἔξωθεν ἐπενόησεν ἑαυτῷ σοφίαν͵ καὶ Λόγον͵ καὶ Υἱόν» (Κατά αρειανών λόγος πρώτος 26,64).

[66] Η.Α. Wolfson, The Philosophy of the Church Fathers, Harvard University Press, 31970, τόμ. 1, σελ. 203.

[67] Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Οι ανατολικοί Πατέρες του τέταρτου αιώνα, Πουρνανάς, 2006, σελ. 22-4.

[68] Ανδρέας Θεοδώρου, Η επίδρασις της ελληνικής σκέψεως επί των θεολογικών σχολών της Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών, 1983, σελ. 94-5. Ή όπως το διατυπώνει ο John Meyendorff: «Η βιβλική ιδέα της δημιουργίας ήταν αντίθετη με την πλατωνική αντίληψη περί ατρεψίας του Θεού και με τη διαβεβαίωση ότι κάθε πραγματική ύπαρξη είναι αιώνια. Επομένως, ο Ωριγένης υιοθέτησε μια λύση που συνίστατο στην αιώνια δημιουργία» («Creation in the History of Orthodox Theology», St. Vladimirs Theological Quarterly, τόμ. 27, τεύχος 1 [1983], σελ. 7-8).

[69] Για την περίπτωση του Ιγνατίου (ο οποίος λέει: «εἷς θεός ἐστιν͵ ὁ φανερώσας ἑαυτὸν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ͵ ὅς ἐστιν αὐτοῦ λόγος ἀπὸ σιγῆς προελθών͵ ὃς κατὰ πάντα εὐηρέστησεν τῷ πέμψαντι αὐτόν», Προς Μαγνήτας 8,2) δεν είναι αρκετά σαφές αν πρέπει να συμπεριληφθεί στη χριστολογία του Λόγου (H.A. Wolfson, The Philosophy of the Church Fathers, Harvard University Press, 1970, τόμ. I, σελ. 192).

[70] H.A. Wolfson, The Philosophy of the Church Fathers, Harvard University Press, 1970, τόμ. I, σελ. 193-4.

[71] Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, Αθήνα 1977, τόμ. Α΄, σελ. 71.

[72] Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, Αθήνα 1977, τόμ. Α΄, σελ. 76.

[74] J.N.D. Kelly, Early Christian Doctrines, Prince Press, 1978, σελ. 100.

[75] Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, Αθήνα 1977, τόμ. Α΄, σελ. 68-9, 76-7.

[76] «Στους ακροατές του πρώτου αιώνα, που ήταν εξοικειωμένοι με τις ιουδαϊκές Γραφές, ακούγοντας τις εναρκτήριες γραμμές του ευαγγελίου, αμέσως θα τους ερχόταν στον νου το πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης με την αφήγηση της δημιουργίας» (Mary L. Coloe, «John’s Portrait of Jesus», The Blackwell Companion to Jesus [Επ. Delbert Burkett], Willey-Blackwell, 2011, σελ. 65).

[77] Gregory Sterling, «“Day One”: Platonizing Exegetical Traditions of Genesis 1:1-5 in John and Jewish Authors», The Studia Philonica Annual  (Επ. D. Runia, G. Sterling), τόμ. XVII (2005) σελ. 120-3.

[78] W.E. Vine, Vine’s Complete Expository Dictionary of Old and New Testament Words, Thomas Nelson Publishers, 1996, σελ. 447, 585.

[79] «Αυτή την αντίληψη [περί της έγχρονης γέννησης] του Λόγου είχαν με συνέπεια και ομοφωνία όλοι οι Πατέρες μέχρι τον Ειρηναιο και τον Ωριγένη» (Η.Α. Wolfson, Religious Philosophy: A Group of Essays, Atheneum, 1965, σελ. 139).

[80]  Όσον αφορά το γιατί δεν υφίσταται η αιώνια γέννηση του Λόγο στον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα βλ. H.A. Wolfson, «Clement of Alexandria on the Generation of the Logos», Church History, τόμ. 20, τεύχος 2, (Ιούνιος, 1951), σελ. 72-81.

[81] Η.Α. Wolfson, Religious Philosophy: A Group of Essays, Atheneum, 1965, σελ. 40-1, 139.

[82] Jason David BeDuhn, Truth in Translation: Accuracy and Bias in English Translations of the New Testament, University Press of America, 2003, 84-5.

[83] «Ο όρος γέννησις διά του οποίου χαρακτηρίζεται η εκ του Θεού Πατρός προέλευσις του Λόγου δεν φέρει παρ’ Ιουστίνω σταθεράν και ενιαίαν σημασίαν, εφαρμοζόμενος υπ’ αυτού και εις τα υπό του Θεού δημιουργηθέντα πράγματα. Ως γεννήματα, λόγου χάριν, χαρακτηρίζονται υπό του Ιουστίνου και όλα τα άλλα ζώα, ο δε Θεός χαρακτηρίζεται ως Πατήρ ολοκλήρου του φυσικού κόσμου. Προς την γενικήν πατρότητα του Θεού, αντιδιαστέλλεται οξύτατα υπό του Μάρτυρος το ίδιον της γεννήσεως ταύτης. Ενώ δηλαδή τα υπόλοιπα δημιουργήματα εμμέσως προήλθον παρά του Θεού, ενώ η άμεσος πηγή των είναι η άμορφος ύλη, ο Λόγος προέρχεται αμέσως παρά του Πατρός. Τα υπόλοιπα όντα δεν είναι παρά απλά ποιήματα και κτίσματα του Θεού, ενώ ο Λόγος είναι το πρώτον γέννημα του Θεού, τέκνον Θεού, μονογενής τω Πατρί των όλων» (Ανδρέα Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, Αθήνα 1977, τόμ. Α΄, σελ. 69).

[84] «ὁ δὲ υἱὸς ἐκείνου͵ ὁ μόνος λεγόμενος κυρίως υἱός͵ ὁ λόγος πρὸ τῶν ποιημάτων καὶ συνὼν καὶ γεννώμενος͵ ὅτε τὴν ἀρχὴν δι΄ αὐτοῦ πάντα ἔκτισε καὶ ἐκόσμησε» (Απολογία Β΄ 6,3). Για σχόλια βλ. Ανδρέας Θεοδώρου, «Η περί υποταγής θεωρία (subordiantio) εν τη αρχαία εκκλησία (Ιουστίνος – Ωριγένης), Επιστημονική Επετηρίς, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, 1963, σελ. 530-

[85] Ανδρέας Θεοδώρου, Ιστορία των δογμάτων, Αθήνα 1977, τόμ. Α΄, σελ. 64.

36 σκέψεις σχετικά με το “«Εν αρχή ην ο Λόγος»: Η προέλευση, η σημασία και η πρόσληψη του ιωάννειου προλόγου

  1. Αθήνα, 10 Αυγούστου 2013
    Της φιλοσοφικής διερεύνησης κι ερμηνείας περί Λόγου, όπως π.χ. στους «πλατωνικούς» διατυπώθηκε το μεταφυσικό δόγμα του λόγου, η «τριάδα» και ο «νους» του Πωλωτίνου και στη συνέχεια η πλατονικο – στωϊκή παρουσίαση του λόγου, με κορυφαία τη σύλληψη της έννοιας του «σπερματικού λόγου» του λόγου που πνευματικά δημιουργεί, προηγήθηκε η τοτεμική αντίληψη του ευκρινώς εκπεφρασμένου «λόγου» του «θεού» ως οχήματος – μέσου, υλικού τρόπου έκφρασης της θελήσεώς του. Ο τοτεμικός θεοποιημένος πρόγονος με μια λέξη του μπορούσε, για τους φυλετικούς του απογόνους, να κάνει πολλά, ακόμη και να δημιουργεί ζωή.
    Πρώτη φορά η τοτεμική αυτή αντίληψη εκφράζεται στην αρχαία Αίγυπτο, απ΄ όπου μας περιήλθε το μεμφιτικής προέλευσης «δόγμα» περί Φθα ως «υιού και λόγου του Θεού»,
    σχετικό κείμενο περί τα 4000 χρόνια π.χ. ανευρέθη εγχάρακτο σε πλάκες.
    Η μεταγενέστερη ταύτιση του «υιού και λόγου του θεού» με τον «σωτήρα» έχει να κάνει με τη μεσοποτάμεια, χαναννίτικη, ινδική και περσική σωτηρολογία (Ταμμούζ, Ντουσάρες, Σαοσάντ κλπ), ενώ και η ελληνική μυθολογία, με τα πρί Διονύσσου, δεν μένει αμέτοχη, βλ. Ο Ήρωας με τα χίλια πρόσωπα (The Hero with a Thousant Faces) του Joseph Campbell, εκδ. Bollingen SeriesXVII, Pronceton University Press, N.J. 1968, και Slaying the Dragon, Mythmaking in Biblical Tradition, του Bernard. F. Batto, εκδ. Westminster/John Knox Press, Luisville. KY 1992.
    Το «άγιο πνεύμα», η του «θεού σοφία» είναι κεκαλυμένη η θήλεια φύση του «θεού», η ίδια η μεγάλη θεά (Ασερά, Αστάρτη κλπ) της μητριαρχικής εποχής, βλ. Did God Have a Wife, του William G. Dever, εκδ. William B. eerdmans Publishing Co., Grnd Rapids, Michigan/Cambridge U.K., 2005.
    Με εκτίμηση,
    Ιωάννης Στασινός

    • Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο. Εκτιμώ το γεγονός ότι βασίζεται σε επιστημονικά έργα. Η μελέτη μου για το θρησκευτικό περιβάλλον των αρχαίων Εβραίων βρίσκεται σε εμβρυικό στάδιο και είναι καθαρά περιστασιακή. Ωστόσο, θα είχα σίγουρα ασχοληθεί σοβαρά με πτυχές που αναφέρετε (όπως το κάνω σε άλλα άρθρα), αν στη βιβλιογραφία για τη βιβλική έννοια του «λόγου» είχε τύχει να δω τέτοιες νύξεις. Από τα έργα που παραθέτω παραπάνω ίσως μόνο το άρθρο του Gregory Sterling επιμένει στον άμεσο συσχετισμό του Ιωάννη με τον Φίλωνα και τον πλατωνισμό με επιχειρήματα που τα θεωρώ ρηχά και τα οποία δεν είναι ευρέως αποδεκτά. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι μακριά από τη βιβλιοθήκη μου, οπότε δεν θα απαντήσω συγκεκριμένα αλλά θα κάνω μερικά γενικά σχόλια: Ιδίως όταν κανείς μελετάει ιστορία, οφείλει να ξεχωρίζει στα επιστημονικά συγγράμματα τα τεκμηριωμένα γεγονότα από τις «εύλογες» εικασίες. Με βάση τέτοια γεγονότα πρέπει να εξακριβωθεί ο βαθμός της ομοιότητας και των αναλογιών σε έθιμα και δοξασίες μεταξύ δύο πολιτισμών, αλλά κατόπιν και τα σημεία επαφής μεταξύ αυτών των πολιτισμών, που να αιτιολογούν επαρκώς τη μεταξύ τους επικοινωνία και αλληλεπίδραση. Για παράδειγμα, το θηλυκό γραμματικό γένος του «πνεύματος» και της «σοφίας» στα Εβραϊκά δεν αποτελεί από μόνο του ισχυρό στοιχείο ομοιότητας για τη σύνδεση του βιβλικού ιουδαϊσμού με τις γυναικείες θεότητες της Χαναάν. Επίσης διερωτώμαι πόσο πίσω χρειάζεται να πάμε (ίσως πριν από το 1000 π.Χ.) και με ποια διαθέσιμα στοιχεία για να τεκμηριώσουμε έναν τέτοιον συσχετισμό. Εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, αυτό μου φαίνεται αδύνατον. Όσον αφορά τον συσχετισμό με την αιγυπτιακή θρησκεία, πάλι θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τη χρονολογία. Αν θυμάμαι καλά από τη μελέτη που έκανα για το παραπάνω άρθρο, υπάρχουν συσχετισμοί με τον «λόγο» στην Αίγυπτο, αλλά αυτοί είναι της ελληνιστικής περιόδου. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι Εβραϊκές Γραφές προηγούνται χρονικά και, δεδομένου του μεγάλου ιουδαϊκού πληθυσμού στην Αλεξάνδρεια, γιατί να μη δεχτούμε το αντίστροφο, δηλαδή ότι οι Ιουδαίοι δάνεισαν στοιχεία στους Αιγύπτιους; Αξιολογώντας τέτοιους παράγοντες, φτάνουμε σε ασφαλέστερα συμπεράσματα, στον βαθμό που μας το επιτρέπουν τα διαθέσιμα στοιχεία.

      Με εκτίμηση

  2. Αθήνα, 12 Αυγούστου 2013
    Ευχαριστώ για την απάντησή σας, εν ευθέτω χρόνω και χωρίς σπουδή, όπως κατά τη γνώμη μου αρμόζει στην περίπτωση, εφ΄ όσον επιθυμείτε, θα αναταλλάξουμε απόψεις και βιβλιογραφία.
    Επί του παρόντος επιτρέψετέ μου να αναφερθώ στον στον γνωστό αιγυπτιολόγο James H. Breasted, κατά τον οποίο στο κείμενο της μεμφιτικής «θεολογίας» απαντώνται οι αρχαιότερες σκέψεις του ανθρώπου, που έφθασαν ως εμάς.
    Επ΄ αυτού υπάρχει ένα αξιόλογο πόνημα (βλ. σελ. 16) του Ανδρέα Χελιώτου με τίτλο Το Δόγμα της Μεμφιτικής Θεολογίας περί του Θεού Φθά ως «Δημιουργού και Λόγου», εκδ. Πορευθέντες, Αθήνα 1971.
    Επιτρέψετέ μου διόρθωση σχετικά με το κείμενο περί Φθα, ανευρέθη στήλη της εποχής του φαραώ Σαβάκωνα (716 – 695 π.χ.) που διέσωσε παλαιότερο κείμενο εγχάρακτο σε πάπυρο.
    Με εκτίμηση,
    Ιωάννης Στασινός

    • Ελπίζω μετά το τέλος του καλοκαιριού να μπορέσω να βρω τα κείμενα στα οποία παραπέμπετε για να δω την επιχειρηματολογία τους. Σας εύχομαι καλές διακοπές.

  3. Διάβασα με ενδιαφέρον το άρθρο σας και από την αρχή ήρθα σε σύγχηση καθώς στο περί του ιστολογίου που γράφετε λετε «είναι κατάλληλο να επισημάνω ότι το παρόν ιστολόγιο ούτε εκπροσωπεί ούτε σχετίζεται με κάποια εκκλησία ή θρησκευτική ομάδα.» Αλλα προκαλεί εντύπωση οτι στα άρθρα σας εκφράζετε θέσεις διαμαρτυρόμενων και χιλιαστών,αλλά και γνωστικών-νεοπλατωνικών,ενώ και όλα τα χωρία της Αγίας Γραφή που παραθέτετε είναι στην ΝΜΒ της βιβλικής εταιρείας και όχι στο προτώτυπο.
    Στο παραπάνω σας άρθρο στηρίζετε την άποψη ότι Ο Λόγος δεν είναι ο Θεός,και οτι Οι Γραφές αποκαλούν ελοχίμ, δηλαδή «θεούς», τους αγγέλους (Ψαλμός 8:5), ο δε Φίλων αποκαλεί τον Λόγο «δεύτερο θεό» και στην συνέχεια προσθετετε οτι ο Θεοδώρου λέει: «Ο Υιός είναι μεν Θεός, πλην κατώτερος του Πατρός, τελεί “υπό” τον Πατέρα. […] Εφ’ όσον ο Θεός Πατήρ είναι η μόνη αγέννητος πηγή της θεότητος, ο Υιός, έγχρονον έχων την γέννησιν αυτού, δύναται ευκόλως να τεθή εις την τάξιν των γενητών», δηλαδή των κτισμάτων.
    Άρα μπορούμε να μιλαμε για μονοθεϊσμο;Ή πλέον δυνάμεθα να μιλούμε για ένα ανώτερο Θεό που όμως έχει έναν ή πολλούς κατώτερους θεούς (με μικρο θ όπως κανουν οι χιλιαστές);
    Μάλλον όμως ξεχνούμε τα βασικά,ότι δηλ. ο χρισατιανισμός όπως και ο ιουδαϊσμός είναι μονοθειστικές αποκαλύψεις.Αντιγράφω απο wikipedia οτι: Οι Ιουδαίοι είχαν σταδιακά πάψει να προφέρουν το θεϊκό όνομα εξαιτίας της ραβινικής πρακτικής που προερχόταν από δεισιδαιμονικό φόβο[25] και της ελληνιστικής επίδρασης που επήλθε στους Ιουδαίους της Διασποράς και ειδικότερα της Αλεξάνδρειας[26]. Το προσωπικό όνομα του Θεού αντικαταστάθηκε γενικά από τον τίτλο «Κύριος», ενός «ιδιαίτερα ιδιωματικού τίτλου στον ελληνιστικό κόσμο, με πλούσια πολυσημία», ο οποίος βρισκόταν ήδη σε χρήση ως τίτλος απόδοσης τιμής σε θεούς και θεές όπως η Ίσις, ο Ασκληπιός και ο Χρόνος και σε κυβερνητικούς άρχοντες όπως ο καίσαρας Αύγουστος, ο Ηρώδης και ο Αγρίππας[27]. Οι χριστιανοί Εκκλησιαστικοί Πατέρες, όπως ήδη συνέβαινε από Ιουδαίους ραββίνους και ελληνιστές Ιουδαίους, θεωρούσαν το όνομα του Θεού «άρρητο», «ακοινώνητο»[28], «μυστικό» ή «άφατο», για διαφορετικούς όμως λόγους[29].
    Στο δεύτερο μισό της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ., Ιουδαίοι λόγιοι εισήγαγαν ένα σύστημα γραμματικών σημείων για να αναπαραστήσουν τα ελλείποντα φωνήεντα του συμφωνικού εβραϊκού κειμένου. Σε σχέση με το όνομα του Θεού, πιστεύεται ότι αντί να εισάγουν τα κατάλληλα φωνηεντικά σημεία ανάμεσα στα σύμφωνα από τα οποία αποτελείται (ΓΧΒΧ), τοποθέτησαν άλλα φωνηεντικά σημεία με σκοπό να αποτελούν υπενθύμιση για τον αναγνώστη ώστε να διαβάζει Αδωνάι (που σημαίνει «[Υπέρτατος] Κύριος») ή Ελοχίμ (που σημαίνει «Θεός») (.http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF) και αντιγράφω απο εκεί διότι δεν έχω την άνεση να έχω τα βιβλία που θα έπρεπε,εκτός από το ότι θυμάμαι ξεκαθαρα ότι στην Σοφία Σολωμόντως αναφέρει το Τετραγράμματο ως «τὸ ἀκοινώνητον ὄνοµα», το όνομα δηλαδή που δεν είναι δυνατόν να κοινωνηθεί, να μεταδοθεί. (Σοφία Σoλoμώντος 14:21)
    Φέρνετε συνεχώς Πατέρες στην ροή του άρθρου σας όπου όμως έχουν αιρετικές απόψεις όπως ο Φίλων και ο Ωριγένης του οποίου και η διδασκαλεία περιέχει Όλες τις αιρεσεις που υπάρχουν και λέτε ότι οι νεώτεροι πατέρες του 4ου αιώνα έπεσαν σε λάθη.
    Τέλος κι εγώ με την σειρά μου θα παραθέσω κάποια χωρία (στο πρωτότυπο όμως κείμενο) που και για μονοθεισμό μιλάνε και για τον Λόγο ως το 2ο πρόσωπο του τριαδικού Θεού μέσα απο την Αγία Γραφή αφού ούτε εσείς δέχεστε τους πατέρες της ορθοδοξίας ούτε εγω τον Ωριγένη και τον Φίλων.Για τον Κλιμη Αλεξανδρείας δεν μπορώ να πω τίποτα εκτός του οτι Ο Πατριάρχης Φώτιος Α΄, με ιδιαίτερη επιθετικότητα, υποστήριξε ότι ο Κλήμης, ή κάποιος που τον πλαστογράφησε, είχε αιρετικές θέσεις, όπως για παράδειγμα το ότι πίστευε στη μετεμψύχωση και πως ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα και ότι ο Λόγος δεν έγινε σάρκα.(Καὶ ἔν τισι μὲν αὐτῶν ὀρθῶς δοκεῖ λέγειν͵ ἔν τισι δὲ παντελῶς εἰς ἀσεβεῖς καὶ μυθώδεις λόγους ἐκ φέρεται. Ὕλην τε γὰρ ἄχρονον καὶ ἰδέας ὡς ἀπό τινων ῥητῶν εἰσαγομένας δοξάζει͵ καὶ τὸν Υἱὸν εἰς κτίσμα κατάγει. Ἔτι δὲ μετεμψυχώσεις καὶ πολλοὺς πρὸ τοῦ Ἀδὰμ κόσμους τερατεύεται· […] Λέγεται μὲν καὶ ὁ Υἱὸς λόγος͵ ὁμωνύμως τῷ πατρικῷ λόγῳ͵ ἀλλ΄ οὔ νυν οὗτός ἐστιν ὁ σὰρξ γενόμενος· οὐδὲ μὴν ὁ πατρῷος λόγος͵ ἀλλὰ δύναμίς τις τοῦ Θεοῦ οἷον ἀπόρροια τοῦ λόγου αὐτοῦ͵ νοῦς γενόμενος τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας διαπεφοίτηκε. Καὶ ταῦτα πάντα πειρᾶται ἀπὸῥητῶν τινῶν κατασκευάζειν τῆς γραφῆς͵ καὶ ἄλλα δὲ μυρία φλυαρεῖ καὶ βλασφημεῖ͵ εἴτε αὐτός͵ εἴτε τις ἕτερος τὸ αὐτοῦ πρόσωπον ὑποκριθείς. Ἐποιήθησαν δὲ αὐτῷ αἱ βλάσφημοι αὗται τερατολογίαι ἐν τόμοις ὀκτώ.)
    Στο βιβλίο του Ησαΐα Ησ. 1,24 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ δεσπότης σαβαώθ, ὁ δυνάστης τοῦ Ἰσραήλ· οὐαὶ τοῖς ἰσχύουσιν ἐν Ἱερουσαλήμ· οὐ παύσεται γάρ μου ὁ θυμὸς ἐν τοῖς ὑπεναντίοις, καὶ κρίσιν ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου ποιήσω.Κύριος,ο Δεσπότης σαβαώθ,ο δυνάστης του Ισραήλ.Το πρώτο όνομα Κύριος είναι το όνομα πουαποκάλυψε ο Θεός στον Μωυσή όταν είδε την φλεγόμενη και μη κατακαιόμενη βάτο Εξ. 3,2 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου, καὶ ὁρᾷ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο.Εξ. 3,3 εἶπε δὲ Μωυσῆς· παρελθὼν ὄψομαι τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦτο, ὅτι οὐ κατακαίεται ὁ βάτος.
    Εξ. 3,4 ὡς δὲ εἶδε Κύριος ὅτι προσάγει ἰδεῖν, ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ Κύριος ἐκ τοῦ βάτου λέγων· Μωυσῆ, Μωυσῆ. ὁ δὲ εἶπε· τί ἐστι;Εξ. 3,5 ὁ δὲ εἶπε· μή ἐγγίσῃς ὧδε. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί.Εξ. 3,6 καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ. ἀπέστρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Στο 3,6 βλέπουμε ότι ξεκάθαρα λέει οτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ και όχι ένας Θεός η θεός.και ε΄δώ βλέπουμε ότι γίνεται λόγος περί τριαδικότητας γιατί δεν είπε Ο Θεος του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ.Και ξέρουμε ότι είναι ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος γιατί λέει ξεκάθαρα οτι ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου και αυτός ο Άγγελος είπε Εγώ ειμί.Πριν τον ρωτήσει ο Μωυσής δηλ.Στον Αβραάμ και στον Ισαάκ και στον Ιακώβ είπε απλά εγώ είμαι Θεός,τώρα όμως λέει Κύριος Εξ. 3,15 καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πάλιν πρὸς Μωυσῆν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακὼβ ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς· τοῦτό μού ἐστιν ὄνομα αἰώνιον καὶ μνημόσυνον γενεῶν γενεαῖς.Όπου Κύριος δηλώνει ότι είναι κύριος των πάντων και ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός.Το ίδιοβλέπουμε και στον Ησαΐα στο Ησ.45,5 ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἔστι πλὴν ἐμοῦ Θεός, ἐνίσχυσά σε καὶ οὐκ ᾔδεις με και στο Ησ 43,10 γίνεσθέ μοι μάρτυρες, καὶ ἐγὼ μάρτυς, λέγει Κύριος ὁ Θεός, καὶ ὁ παῖς μου, ὃν ἐξελεξάμην, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε καὶ συνῆτε ὅτι ἐγώ εἰμι. ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς καὶ μετ᾿ ἐμὲ οὐκ ἔσται. Και πάλι στο Ησ.41,4τίς ἐνήργησε καὶ ἐποίησε ταῦτα; ἐκάλεσεν αὐτὴν ὁ καλῶν αὐτὴν ἀπὸ γενεῶν ἀρχῆς· ἐγὼ Θεὸς πρῶτος, καὶ εἰς τὰ ἐπερχόμενα ἐγώ εἰμι.Και πάλι στο Ησ 44,8 μὴ παρακαλύπτεσθε μηδὲ πλανᾶσθε· οὐκ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἠνωτίσασθε καὶ ἀπήγγειλα ὑμῖν; μάρτυρες ὑμεῖς ἐστε, εἰ ἔστι Θεὸς πλὴν ἐμοῦ· Και πάλι στο Ησ.45,21 εἰ ἀναγγελοῦσιν, ἐγγισάτωσαν, ἵνα γνῶσιν ἅμα τίς ἀκουστὰ ἐποίησε ταῦτα ἀπ᾿ ἀρχῆς· τότε ἀνηγγέλη ὑμῖν· ἐγὼ ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν ἐμοῦ· δίκαιος καὶ σωτὴρ οὐκ ἔστιν πάρεξ ἐμοῦ. Και πάλι στον προφήτη Ωσηέ στο Ωσ 13,4 ἐγὼ δὲ Κύριος ὁ Θεός σου ὁ στερεῶν τὸν οὐρανὸν καὶ κτίζων γῆν, οὗ αἱ χεῖρες ἔκτισαν πᾶσαν τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐ παρέδειξά σοι αὐτὰ τοῦ πορεύεσθαι ὀπίσω αὐτῶν· καὶ ἐγὼ ἀνήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ Θεὸν πλὴν ἐμοῦ οὐ γνώσῃ, καὶ σῴζων οὐκ ἔστι πάρεξ ἐμοῦ.και πάλι στο Δευτερονόμιον 6:4 «…άκουε Iσραηλ κύριος ο Θεός ημών Κυριος εις εστιν» και θα μπορούσα να παραθέτω συνέχεια χωρία,αλλά ας δούμε λίγο και τον Ιωάννη τον κατάρχην θεολόγο που μίλισε για τον Υιό και Λόγο του Θεου ως Θεό και οχι κατώτερο θεό.Κατά Ιωάννην 1:1 «Εν αρχή ήν ο λόγος και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο λόγος» Κατά Ιωάννην 5:18 «δια τούτο ουν μάλλον εζήτουν αυτόν οι Ιουδαιοι αποκτείναι ότι ου μόνον έλυεν το Σάββατον αλλα και πατέρα ίδιον ελεγεν τον Θεον ισον εαυτον ποιων τω θεώ»και Ιωάννη 14,5-11 Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι; 6 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ. 7 εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν. καὶ ἀπ’ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν. 8 Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν. 9 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; 10 οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. 11 πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ μοι. Και Ιωαν. 14,20 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν. Και Ιωαν 14,23 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν. Και πιο κάτω στην ιερατική προσευχή του ο Ιησούς λεει Ιωαν 17,6 Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις και προσθέτει λιγο παρακάτω στο Ιωαν. 17,26 καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ, κἀγὼ ἐν αὐτοῖς. και όταν λέει το όνομα σου εννοεί αυτο με το οποιο τελειώνει το κατα Ματθαιον ευαγγέλιο Ματ.28,19 πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος(ενικός αριθμός, ενα ονομα).Και πάλι στον Ιωαν 17,10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς.και στο 17,11καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς.και στο 17,21 ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας.

    Και θα μπορούσα απλά να παραθέτω και να παραθέτω όχι όμως για να με πιστεύσετε η για να μείνετε έκπληκτος γιατί μάλλον είστε σίγουρος ότι γνωρίζετε την αλήθεια.Και ούτε θα μπω στην διαδικασία να διαλεχθώ μαζι σας γιατι δεν είμαι διατεθειμένος να διαλεχθώ απλά να θέσω κάποιον αντίλογο,γιατί απλά δεν διατίθεμαι να κάνω πίσω ούτε ένα πόντο από τα ΠΙΣΤΕΥΩ μου,μια λέξη που δεν την αναφέρατε πουθενά αν είδα καλά απλά πάντα στέκεστε σε ένα στείρο αντιλαμβάνομαι-γνωρίζω γι’αυτό και βάζω στην αρχή ότι φέρνεται και από γνωστικισμό-νεοπλατωνισμό.

    Σας ευχαριστώ για τον χώρο που μου δώσατε μετά τιμής Κίμων Καλογερόπουλος

    • Αγαπητέ Κίμωνα, σας ευχαριστώ για τον χρόνο που διαθέσατε να διαβάσετε και να σχολιάσετε το κείμενο. Απαντώ σύμφωνα με τη σειρά που θέτετε τα ζητήματα:

      1) Κατ’ αρχάς το ότι δεν εκπροσωπώ καμία ομάδα δεν σημαίνει πως δεν έχω άποψη. Θεωρώ εποικοδομητικό το να βγάζω από την κουβέντα τη θρησκευτική ταυτότητα του καθενός και να εστιάσω στο τι τελικά λένε οι πηγές και πώς τις κατανοούν αναγνωρισμένοι επιστήμονες στη χώρα μας, όπως είναι εν προκειμένω οι Ορθόδοξοι πατρολόγοι Θεοδώρου και Ανδρέου, αλλά και διεθνώς.

      2) Στα κείμενά μου χρησιμοποιώ μεταφράσεις της Βίβλου επειδή αυτό διευκολύνει τους περισσότερους αναγνώστες, ωστόσο όταν υπάρχουν πολυσήμαντα ή αντιλεγόμενα σημεία, επικαλούμαι το πρωτότυπο κείμενο. Προτιμώ τη μετάφραση της Βιβλικής Εταιρείας επειδή έχει εκπονηθεί από Ορθοδόξους ακαδημαϊκούς και έχει τις σχετικές ευλογίες από την Ιερά Σύνοδο και το Πατριαρχείο. Στο παρόν κείμενο χρησιμοποιώ συχνά το αρχαίο κείμενο λόγω της μεγάλης καχυποψίας μερικών αναγνωστών.

      3) Για τον ορισμό του «μονοθεϊσμού» τοποθετούμαι πολύ συγκεκριμένα στο άρθρο και νομίζω πως η απάντηση είναι πλήρης. Τα μικρά και τα μεγάλα «θ» δεν αφορούν την επιστημονική έρευνα καθότι δεν υφίσταντο στις αρχαίες γλώσσες και απλώς χρησιμοποιούνται κατά σύμβαση στις σύγχρονες γλώσσες. Τα Αγγλικά αποτελούν μια ιδιάζουσα περίπτωση που χρήζει προσοχής επειδή το God μπορεί να θεωρηθεί κύριο όνομα, εκτός από ουσιαστικό.

      4) Ο Φίλων φυσικά δεν είναι Πατέρας της Εκκλησίας, ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί ο θεμελιωτής της πατερικής ερμηνευτικής και δογματικής. Αν σας ενδιαφέρει το θέμα, μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο «Ο Φίλων και οι απαρχές της χριστιανικής σκέψης». Αυτό φαίνεται καθαρά ήδη στο παρόν άρθρο, εφόσον η ταύτιση του Λόγου με τον Νου του Θεού από τον Αθανάσιο είναι φιλώνεια έμπνευση. Για την καθοριστική επίδραση του Ωριγένη στην Ορθόδοξη θεολογία αναφέρομαι σε πολλά άρθρα, τα οποία μπορείτε να εντοπίσετε πατώντας το ομώνυμο tag. Ωστόσο, ήδη αυτό το άρθρο δείχνει πως η «άχρονος και αιώνιος γέννησις» του Υιού από τον Πατέρα, που υιοθετήθηκε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, ήταν αποτέλεσμα της θεολογίας του Ωριγένη. Ο Ωριγένης καταδικάστηκε μεν, αλλά αυτό έγινε τριακόσια χρόνια μετά τον θάνατό του, οπότε σίγουρα κάποιοι έπεσαν σε λάθη, ή αυτοί που τον καταδίκασαν ή αυτοί που τον δέχονταν επί τριακόσια χρόνια ή και όλοι μαζί.

      5) Είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει ο χρόνος για να σχολιάσω όλα τα εδάφια στα οποία αναφέρεστε ώστε να δείξω αναλυτικά γιατί βρίσκονται σε αρμονία με όσα γράφονται στο παρόν άρθρο. Ευελπιστώ πως εν καιρώ θα παρουσιάσω πολύ περισσότερες πληροφορίες. Πιστεύω ωστόσο ειλικρινά πως μια πιο προσεκτική ανάγνωση των όσων αναφέρονται σε αυτό το άρθρο θα σας δώσει αρκετές απαντήσεις.

      Με μεγάλη εκτίμηση

    • Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια, μολονότι πιστεύω πως, αν αυτή η προσπάθεια ξεχωρίζει κάπως, αυτό οφείλεται στις συνθήκες ένδειας της ελληνικής βιβλιογραφίας (στα αγγλικά π.χ. υπάρχει πληθώρα τέτοιων μελετών και μάλιστα πολύ ανώτερου επιπέδου). Επιπλέον θεωρώ πως η επιστημονική προσέγγιση είναι δευτερεύουσα για την πίστη. Αυτό που πρωτίστως μετράει είναι η εφαρμογή των χριστιανικών αρχών στην καθημερινότητά μας.

  4. Επιστολή Ιωάννου Α’ 5:20
    «οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν· καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ. οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος. »

    Εδώ είναι ίσως η μοναδική φορά σε ολόκληρη την Βίβλο (δεν έχω εντοπίσει άλλη φορά) όπου ο Ιησού Χριστός αποκαλείται ως ο Θεός με οριστικό άρθρο, ταυτίζοντας τον δηλαδή πλήρως με την αμέθεκτη ουσία του Θεού, πάνω από αγγέλους, αρχαγγέλους, θεούς με μικρό θ.

    Θα χαιρόμουν πολύ αν μπορούσες να φανερώσεις ότι συντακτικά άλλο είναι το νόημα 🙂

    • Το συγκεκριμένο χωρίο δεν έχει κάποια περίπλοκη σύνταξη, απλώς απαιτεί προσοχή εκ μέρους του αναγνώστη για να γίνει αντιληπτή η επιχειρηματολογία του συγγραφέα:

      Πᾶς ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός, [δηλ. ο απόγονος του Δαβίδ που εξουσιοδοτήθηκε από τη Θεό για να βασιλέψει] ἐκ τοῦ Θεοῦ [δηλ. εκ Πατρός] γεγέννηται,[…] τίς ἐστιν ὁ νικῶν τὸν κόσμον εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; […] ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ [δηλ. του Πατέρα] μείζων ἐστίν· ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ [δηλ. του Πατέρα] ἣν μεμαρτύρηκε περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. […] μαρτυρίαν ἣν μεμαρτύρηκεν ὁ Θεὸς [δηλ. ο Πατέρας] περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. […] οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν [δηλ. τον Πατέρα]· καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ [δηλ. τω Πατρί], ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ. οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς [δηλ. ο Πατέρας του Ιησού] καὶ ζωὴ αἰώνιος. (1 Ιωάννη 5:1-20)

      Αν οι υπογραμμίσεις και τα σχόλια που έκανα δεν αρκούν, θα χαρώ να εξηγήσω περαιτέρω.

      • Συμφωνώ με όλα τα σχόλια πλην του τελευταίου.
        Δεν με ικανοποίησε, ουσιαστικά απλά παρουσίασε μια άποψη αλλά δεν την αποσαφήνισε.
        Δεχόμενος αυτήν την άποψη μπορώ κάλλιστα να αφαιρέσω το » ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ» εφόσον η σύνταξη και η εννοιολογική προσέγγιση το επιτρέπει.

        οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν, ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν, καὶ ἐσμὲν ἐν τῷ ἀληθινῷ, οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος.

        Έστω ότι στέκει ότι αναφέρεται στον Πατέρα, με την παραπάνω αποκοπή δεν φαίνεται σαν να επαναλαμβάνεται ασκόπως? Επίσης το «οὗτός» στην παραπάνω μορφή δεν μοιάζει να του λείπει κάποιο όνομα, κάποιο πρόσωπο που δηλώθηκε αμέσως προηγούμενα, αλλά τώρα λείπει?
        Οπότε.
        Είτε επαναλαμβάνεται ασκόπως, πράγμα άτοπο καθώς ο συγγραφέας του Ευαγγελίου συνηθίζει να υπερ-προσέχει πότε χρησιμοποιεί και πως την κάθε λέξη πόσο μάλλον ολόκληρη φράση.
        Είτε κάτι του λείπει, και οπότε αναγκαστικά πρέπει να επαναφέρουμε το αποκομμένο τμήμα και να του αποδώσουμε την πηγή του «οὗτός» και την επί ουσίας ύπαρξη της τελευταία πρότασης.

        Ένα αντεπιχείρημα στα επιχειρήματα μου που σκέφτηκα είναι εφόσον όντως το «οὗτός» πηγαίνει στον Ἰησοῦ Χριστῷ, όταν μιλάει για «ὁ ἀληθινὸς θεὸς» ΔΕΝ τον ταυτίζει με την αμέθεκτη ουσία του Θεού, ΑΛΛΑ εννοεί ο κορυφαίος μεταξύ τον θεών με μικρό θ, τους ανθρώπους ελοχίμ, η αλλιώς τους «θέσει θεούς».

        Εφόσων ο όρος «θέσει θεός» δεν είναι ευρέος γνωστός αναφέρω από την Φιλοκαλία:

        » Ο Θεός είναι σοφία, κι εκείνους που βαδίζουν με λόγο και σοφία, αφού τους θεοποιήσει με τη γνώση των όντων, τους ενώνει με φως με τον εαυτό Του και τους αναδεικνύει θέσει θεούς »

        » Όσοι δηλαδή για την καθαρότητά τους έφτασαν στη μέθεξη αυτής της υψηλής καταστάσεως, μέσω της γνώσεως των θείων, θα γίνονται όμοιοι με το Θεό, αφού γίνουν ομοιότυπα της εικόνας του Υιού Του(Ρωμ. 8, 29) με τις υψηλές και νοερές κινήσεις τους γύρω από τα θεία.
        Έτσι θα είναι θέσει θεοί για τους άλλους ανθρώπους πάνω στη γη.
        Οι άλλοι πάλι θα τελειοποιούνται στην αρετή με την κάθαρση μέσω του λόγου και της ιερής συναναστροφής των πρώτων και, ανάλογα με την προκοπή και την κάθαρσή τους, θα μετέχουν και αυτοί στη θέωση των πρώτων και θα γίνονται κοινωνοί της ενώσεώς τους με το Θεό. Και έτσι, αφού ενωθούν όλοι και γίνουν ένα με την ενότητα της αγάπης, θα ενωθούν για πάντα με τον ένα Θεό.
        Και θα είναι ο φύσει Θεός ανάμεσα στους θέσει θεούς(Ψαλμ. 81, 1)
        , ο αίτιος των αγαθών έργων, χωρίς να υπάρχει τίποτε από την κτίση για το οποίο να μπορεί να κατηγορηθεί. »

        » Και αυτος αναπαύεται στο Θεό, και ο Θεός σ’ αυτόν, με την αμοιβαία ένωση· ώστε αυτός να είναι και να φαίνεται από εδώ εικόνα της θείας μακαριότητας και θέσει θεός, με τον πλούτο των χαρισμάτων του Πνεύματος, και ο Θεός τελεσιουργός της τελειότητάς του. »
        http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011/12/blog-post.html

        » Και πιό κάτω: «Γι’ αυτό η ψυχή που έγινε ένα με το Θεό για την καθαρότητα του βίου και την τήρηση των εντολών και τα τρία αυτά όπλα, τα οποία είναι ο ίδιος ο Θεός, ντύθηκε τον ίδιο το Θεό.
        Κι έγινε θέσει θεός με την ταπείνωση, το έλεος και την αγάπη·
        και αφού ξεπέρασε την υλική δυάδα και ανέβηκε πάνω από τη συγκεφαλαίωση του νόμου, εννοώ την αγάπη(Ρωμ. 13, 10), ενώθηκε με την υπερούσια και ζωαρχική Τριάδα, συναντώντας Την με τρόπο άμεσο και παίρνοντας φως από το φως Της και νιώθοντας χαρά αδιάκοπη και αιώνια». Αλλά φτάνουν αυτά. »
        http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011/12/73.html

        » Το να γίνει κανείς θέσει θεός επιτυγχάνεται με τη χάρη του Θεού που μας δίνει τη νίκη κατά των παθών, των οποίων τα ονόματα, όπως νομίζω, είναι τα εξής… »
        http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011/08/blog-post_289.html

        » Αυτή είναι η αρχή της σωτηρίας. Αυτό θα πει, να εγκαταλείψει ο άνθρωπος τα δικά του θελήματα και νοήματα και να κάνει τα θελήματα και τα νοήματα του Θεού. Και αν μπορέσει να τα κάνει αυτά, δεν βρίσκεται σε όλη την κτίση πράγμα ή προσπάθεια ή τόπος που να μπορεί να τον εμποδίσει να γίνει όπως ο Θεός εξαρχής θέλησε να είναι,
        «κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωσιν Αυτού» και κατά χάρη θέσει θεός
        , απαθής, δίκαιος, αγαθός και σοφός, είτε πλούσιος είναι, είτε φτωχός, είτε ζει την παρθενική ζωή, είτε τη συζυγική, είτε είναι άρχοντας και ελεύθερος, είτε υποτακτικός και δούλος, γενικά σε κάθε περίσταση και τόπο και πράγμα »
        http://paterikakeimena.blogspot.gr/2010/02/blog-post_16.html

        • Δεν αισθάνομαι ότι χρειάζεται να αποσαφηνίσω κάτι που το θεωρώ σαφέστατο από μόνο του. Ο Ιωάννης στα συμφραζόμενα (όπως και στο Ιωάννης 17:3) ξεκαθαρίζει πως ο αληθινός Θεός είναι ο Πατέρας του Ιησού. Άρα το οὗτος αναφέρεται στον Πατέρα. Τώρα, το γιατί επέλεξε να πει οὗτος αντί να πει ὁ Πατήρ έχει να κάνει με το προσωπικό του συγγραφικό γούστο, το οποίο φυσικά δεν θα του το αλλάξουμε εμείς.

          Πάμε τώρα στις περίεργες ερμηνείες. Το ότι αμέσως πριν από το οὗτος τυγχάνει να υπάρχει η δοτική Ἰησοῦ Χριστῷ κακώς κάνει τους παραδοσιακούς ερμηνευτές να διατρανώνουν πως το οὗτος αναφέρεται στον Ιησού Χριστό διότι:

          Η άποψη πως η λέξη οὗτος αναφέρεται υποχρεωτικά στο αμέσως προηγούμενο όνομα ανεξαρτήτως της σύνταξης και του νοήματος του κειμένου είναι παιδαριώδης. Κλασική απάντηση σε τέτοιες προχειρότητες είναι οι παρόμοιες περιπτώσεις σύνταξης στα συμφραζόμενα: «τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν» (1 Ιωάννη 2:22) και «ὅτι πολλοὶ πλάνοι εἰσῆλθον εἰς τὸν κόσμον, οἱ μὴ ὁμολογοῦντες ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐρχόμενον ἐν σαρκί· οὗτός ἐστιν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος (2 Ιωάννη 7). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, της λέξης οὗτος προηγείται το όνομα του Ιησού Χριστού, οπότε με τις αλλόκοτες ερμηνείες θα καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα πως ο Ιωάννης πάσχει από διπολική διαταραχή αφού υποστηρίζει πως ο Χριστός είναι ταυτόχρονα και ο Αντίχριστος. Προφανώς δεν είναι έτσι τα πράγματα, όπως επίσης ο Ιωάννης δεν αντιφάσκει όταν λέει πως ο Πατέρας του Ιησού είναι ο αληθινός Θεός. Επιπλέον, όλες αυτές οι περιπτώσεις μάς δείχνουν πως όντως ο Ιωάννης αρέσκεται στη χρήση της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος για να τονίσει το πρόσωπο για το οποίο ομιλεί, το οποίο στην επίμαχη περίπτωση είναι ο Πατήρ.

          Ελπίζω, αγαπητέ Κώστα, τώρα να θεωρήσεις πληρέστερη την προσέγγισή μου.

  5. Πράγματι έχεις δίκιο!!!

    «τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν»

    Το πρόσωπο της πρότασης πριν το «οὗτός» είναι το πρόσωπο που εκφράζει το «οὗτός», στην συγκεκριμένη περίπτωση το «ψεύστης» και περιγραφικά «ὁ ἀρνούμενος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός»

    οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν· καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ. οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος

    Το πρόσωπο στην προηγούμενη πρόταση είναι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ».και περιγραφικά ο «δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν» ενώ είναι παρενθετική παρεμβολή το «καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ».

    Οπότε το να ταυτίσουμε «τὸν ἀληθινόν» στο «ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν» με το πρόσωπο της πρότασης πριν το «οὗτός» είναι σαν να ταυτίζουμε το αποτέλεσμα του προσώπου (που πράγματι «τον αληθινόν» είναι αιτιατική) με το πρόσωπο. Με αναλογία στο πρώτο παράδειγμα να ταυτίζουμε το «οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος» με το αποτέλεσμα της προηγούμενης » ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός»

    Αν πάλι κάπου μπερδεύομαι θα χαρώ να με βοηθήσεις.

    • Αγαπητέ Κώστα, αν από την ανάγνωση του κειμένου βγάζεις το συμπέρασμα πως ο «αληθινός» είναι ο Πατήρ, τότε δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι. Σε ευχαριστώ πάντως πολύ για τα σχόλιά σου.

      • Επειδή μάλλον δεν ήταν σαφές το προηγούμενο σχόλιο μου, επαναδιατάσω.

        «τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν»

        Το πρόσωπο της πρότασης πριν το «οὗτός» είναι το πρόσωπο που εκφράζει το «οὗτός», στην συγκεκριμένη περίπτωση το «ψεύστης» και περιγραφικά «ὁ ἀρνούμενος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός»

        οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν· καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ. οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος

        Το πρόσωπο στο πρώτο μέρος της προηγούμενης πρότασης είναι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ».και περιγραφικά ο «δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν» ενώ είναι παρενθετική παρεμβολή το «καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ».

        Το πρόσωπο της πρότασης πριν το «οὗτός» είναι το πρόσωπο που εκφράζει το «οὗτός», στην συγκεκριμένη περίπτωση το «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ»

        Άρα το » οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος» πηγαίνει στο «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ».

        Που κάνω λάθος?

  6. Πρόσωπο της πρότασης εννοώ το υποκείμενο της πρότασης.

    Έχουμε αυτές τις δύο προτάσεις, ας πούμε Α και Β

    Α: «τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν»

    Β: οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν· καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ. οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος

    Μες στις προτάσεις μπορούμε να διακρίνουμε δύο κύρια μέρη
    Α1: τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός
    Α2: οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν»

    Β1: οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν
    Β2: οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος
    (Β): καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ

    Στην Β το (Β) είναι παρενθετικό, δηλαδή έρχεται απλά να περιγράψει κάτι ανάμεσα στα δύο κύρια μέρη.

    Συντακτικά και νοηματολογικά το «οὗτός» έρχεται να αναπληρώσει το πρόσωπο της προηγούμενης, δηλαδή το υποκείμενο, που μιλάει για αυτό το προηγούμενο μέρος.

    Το υποκείμενο στην Α πρόταση είναι «ὁ ψεύστης». Και αυτό έρχεται να αναπληρώσει το «οὗτός»

    Το υποκείμενο στην Β πρόταση είναι «ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Και αυτό έρχεται να αναπληρώσει το «οὗτός»

    Συντακτικά υπάρχει όμως και περίπτωση το «οὗτός» να αναπληρώνει το αντικείμενο. Όταν αυτό συμβαίνει πρέπει απαραίτητα να δηλωθεί με οποιοδήποτε τρόπο εννοιολογικά, αλλιώς αυτομάτως πάει στο υποκείμενο.

    • Συμφωνώ και προσθέτω…

      Τον αληθινό (Πατέρα), τον αναφέρει παρενθετικά για να δείξει την σχέση του Υιού με Αυτόν. Κατά τα άλλα δεν ασχολείται με τον Πατέρα σε αυτό το χωρίο, οπότε σαφώς και το αληθινός Θεός αναφέρεται στον Ιησού. Είναι σαν να λέω: Ο Κώστας, ο υιός του Αναστάσιου, είναι ο αληθινός ιδιοκτήτης του σπιτιού. Ποιος είναι ο αληθινός ιδιοκτήτης; Προφανώς ο Κώστας. Το «υιός του Αναστάσιου» θα μπορούσαμε να το βάλουμε και σε παρένθεση. Δεν είναι το κύριο πρόσωπο της συζήτησης και δεν μας ενδιαφέρει αυτό καθ΄εαυτό. Το αναφέρουμε παρενθετικά για να προσδιορίσουμε τον Κώστα. Π.χ. Τον Κώστα του Αναστάσιου και όχι του Δημητρίου. Εδώ ο Ιωάννης σε όλο το χωρίο ασχολείται με τον Ιησού. Αναφέρει τον Πατέρα, όχι για να αλλάξει το θέμα και να ασχοληθεί στην συνέχεια με τον Πατέρα, άλλωστε κλείνει το θέμα και δεν αφήνει περιθώρια για ανάλυση περί νέου θέματος παρά μόνο για το ποιος ήταν ο Χτιστός. Αναφέρει τον Πατέρα αλλά για προσδώσει ένα χαρακτηριστικό στον Χριστό, αυτό του Υιού του Θεού, δείχνοντας έτσι την σχέση του με τον Πατέρα. Μετά κλείνει την παρένθεση και συνεχίζει με τον Ιησού και καταλήγει ότι είναι και Θεός.Για ποιον λόγο να πει ότι ο αληθινός (Πατήρ) είναι ο αληθινός Θεός; Γιατί θα μπορούσε ο αληθινός να είναι ψεύτικος Θεός; Αχρείαστο σχόλιο…Το ότι ο αληθινός (Πατήρ) είναι αληθινός Θεός είναι αυτονόητο και δεδομένο. Το ζητούμενο σε όλο το χωρίο είναι το ποιος είναι ο Χριστός και μόνο, και καταλήγει στο ότι είναι Υιός Θεού και Θεός.

      Όμοια περίπτωση στο κατά Λουκάν, στην γενεαλογία του Χριστού είναι και η εξής. και αυτος ην ιησους αρχομενος ωσει ετων τριακοντα ων υιος ως ενομιζετο ιωσηφ του ηλι. Το «ων υιος ως ενομιζετο ιωσηφ» μπορεί να μπει σε παρένθεση γιατί απλά περιγράφει την σχέση του Ιωσήφ με τον Χριστό, ως τον ενομιζόμενο και όχι κατά σάρκα πατέρα του Ιησού. Μετά ασχολείται με τους προγόνους του Ιησού. Δεν αναφέρει τον Ιωσήφ επειδή είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Τον αναφέρει για να δείξει την σύνδεσή του με τον Χριστό, στην συνέχεια τον προσπερνάει και ασχολείται με τον Χριστό πάλι (δηλαδή με την καταγωγή Του, τους προγόνους Του).

      Παρόμοια περίπτωση και με την φράση του Θωμά. Είσαι κύριός μου και Θεός μου. Και εδώ οι Χιλιαστές λένε ότι ο Θεός είναι ο Πατέρας. Μα δεν ασχολείται ο Θωμάς εκείνη την στιγμή με τον Πατέρα. Ο Χριστός είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και μιλά σαφώς για τον Χριστό. Κύριος και Θεός είναι ο Χριστός.

      Ακόμη και το ότι βαπτιζόμαστε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος λέει πολλά. Δεν λέει η Γραφή στα ονόματα αλλά στο όνομα. Άρα όλο αυτό είναι ένα όνομα, άρα ένας Θεός. Διαφορετικά γιατί ένας Θεός (Πατήρ), ένας άνθρωπος (Χριστός), και μία απρόσωπη ενέργεια του Θεού (Άγιο Πνεύμα) να αποτελούν ένα μόνο όνομα και όχι τρία; Επίσης γιατί να βαπτιζόμαστε και στον Θεό και στο Πνεύμα Του; Δεν είναι πλεονασμός; Μα το Πνεύμα Του Θεού περιέχεται στον Θεό σαν ενέργεια, όπως όλες οι άλλες. Διαφορετικά θα έπρεπε να βαπτιζόμαστε στο όνομα του Πατρός και της ενέργειας που λέγεται Πνεύμα Άγιο, και της άλλης ενέργειας που λέγεται αγάπη, και της άλλης που λέγετε δικαιοσύνη και όλες τις άλλες ενέργειες. Ή λοιπόν θα έπρεπε να βαπτιζόμαστε μόνο στο πρόσωπο του Θεού ή αν βαπτιζόμαστε στο όνομα του Θεού και των ενεργειών Του, Τότε θα έπρεπε να βαπτιστούμε σε ένα πρόσωπο άκτιστο και 20, 30, 40 ενέργειές Του μαζί με το πρόσωπό Του.

      Ακόμη το Άγιο Πνεύμα έχει θέληση, κατευθύνεται όπου θέλει το ίδιο, έχει ελευθερία, ορκίζεται στον εαυτό του γιατί δεν υπάρχει κάποιος ανώτερός Του να ορκιστεί, έχει οργή και πολλά άλλα, κάτι το οποίο φανερώνει ότι είναι πρόσωπο και όχι ενέργεια. Η εύκολη λύση είναι τα περί προσωποποίησης, αλλά αν είναι έτσι και εγώ ερμηνεύω ότι και ο Πατήρ είναι προσωποποίηση μιας ενέργειας και φτάνουμε να λένε ότι δεν πίστευαν σε προσωπικό Θεό οι Εβραίοι. Πίστευαν σε μία αφηρημένη δύναμη. Θεός Ισχυρός λέει ο Ησαίας για τον Μεσσία και λένε είναι με θ μικρό, ε και το Γιαγβέ το βάζω και εγώ με θ μικρό αν το πάμε έτσι.

      Υπάρχουν αμέτρητα χωρία μέσα στην Γραφή που δείχνουν το δόγμα της Αγίας Τριάδος.

      Αλλά εγώ θα θέσω ένα ερώτημα. Αν ήταν ένας απλός άνθρωπος ο Χριστός τότε πως προϋπήρχε της γεννήσεώς Του; Η Αγία Γραφή δεν διδάσκει περί μετεμψύχωσης.

      Ευχαριστώ.

      • Στο βασικό και ίσως μοναδικό τρανταχτό σημείο και πάτημα περί μετενσαρκώσεως, είναι αυτό της σχέσεως Ιωάννη Βαπτιστή και Ηλία του προφήτη.
        [ εδώ σχόλιο με το παιχνίδι της γλώσσας, ο Ηλίας ανήκει ή προέρχεται από τον ανεφερόμενο προφήτη «του προφήτη». Βέβαια ίσως και το παιχνίδι να εκφράζει αλήθεια, εφόσων για να γίνεις προφήτης του Θεού πρώτα νεκρώνεσαι ως υπήρχες (Ηλίας) και αναγεννιέσαι ως νέος άνθρωπος στην υπηρεσία της χάριτος του (προφήτης) ]

        Τέλος πάντων μεγάλη παρένθεση.
        Ο ίδιος ο Ιησούς λέγει ότι ο Ηλίας που όλοι περιμέναν να κατεβεί με πύρηνο άρμα από τον ουρανό, είναι ήδη εδώ (και γεννήθηκε φυσιολογικά) και είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής.

        Εδώ ή δεχόμαστε σαν ψεύτη τον Ιησού, ή σαν λαθεμένο, ή ότι πράγματι είναι όπως το λέει.
        Όταν όμως σκεφτούμε αυτό πως γίνεται τότε αναγκαστηκά πάει το μυαλό σε μετενσάρκωση.
        Ο Ηλίας ως το σύνολο των ψυχικο-σωματικών του ιδιοτήτων, εμφανίζεται στο πρόσωπο του Ιωάννη.
        Ίδια συμπεριφορά, τρόπος σκέψης, δρόμος ζωής.
        Άλλες λέξεις, άλλες εκφράσεις, λόγω διαφορετικής εποχής.
        Με τον ίδιο τρόπο μπορεί και ο Χριστός ως σύνολο ψυχο-σωματικών ιδιοτήτων να προϋπάρχει, υπάρχει και θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι.
        «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε· μονογενὴς υιός ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς ἐκεῖνος ἐξηγήσατο»
        «Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται»

        Επίσης δεν είναι λίγες οι αναφορές σε μεγάλους πρωτοχριστιανικούς θεολογικούς συγγραφείς οι οποίοι πιστεύουν σε προύπαρξη ψυχής και κάποιοι που φλερτάρουν με ξεκάθαρη μετενσάρκωση.

        Επίσης η έκφραση «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» αποκτάει νόημα όταν αντιληφθούμε την λέξη αιώνας με την έννοια «ο βίος, η χρονική περίοδος της ζωής». Καθώς όπως δεν είναι γνωστό αλλά με μια μικρή έρευνα στην αρχαία εποχή η λέξη αιώνας είχε διττό νοήμα.
        Αλλιώς επαναλαμβάνεται
        eon (n.) Look up eon at Dictionary.com
        1640s, from Late Latin aeon, from Greek aion «age, vital force; a period of existence, a lifetime, a generation; a long space of time,» in plural, «eternity,» from PIE root *aiw- «vital force, life, long life, eternity» (source also of Sanskrit ayu «life»)

        Κατά Ματθαίων
        «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.»
        Εδώ φαίνεται ότι εννοεί ότι θα είναι μαζί τους (με πνευματική έννοια) μέχρι το τέλος της ζωής τους, αφού άλλωστε δεν ήρθε το τέλος του κόσμου πριν πεθάνουν οι απόστολοι. Μάλιστα δεν λέει «του αιώνος σας» αλλά σκέτο «τοῦ αἰῶνος», πράγμα που δείχνει ότι μπορεί να έχει χρησιμοποιηθεί απρόσωπα και σε άλλες περιγραφές και στην ουσία να εννοεί τον βίο.

        Αυτό που ανέφερες στον Θωμά.
        http://www.orthodoxfathers.com/Psalm-081 Ο ψαλμός μιλάει για πολλούς ανθρώπους-θεούς (οπότε εδώ κολάει στο συγκεκριμένο χωρίο ότι μάλλον αληθινός θεός με μικρό θ, δηλαδή μεταξύ των ανθρώπων-θεών)
        Το παρακάτω άρθρο αναφέρεται στην χρήση της λέξης θεός στην Π.Δ. (ελωχίμ)
        http://www.hebrew-streams.org/works/monotheism/context-elohim.html
        Παρακάτω έχουμε αναφορά στην Γένεσις για πολλούς υιούς του θεού.
        «Και εγένετο ηνίκα ήρξαντο οι άνθρωποι πολλοί γίνεσθαι επί της γης, και θυγατέρες εγενήθησαν αυτοίς. 2 ιδόντες δε οι υιοί του θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισιν, έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών, ων εξελέξαντο»
        Συμπεραίνοντας μπορώ να πώ ότι δεν ξέρουμε όταν ο Θωμάς ξεστομούσε το Ελοχίμ τι ακριβώς εννούσε.

        Άρθρο περί μετενσάρκωσης και χριστιανισμού:

        Click to access ReincarnationChristianity.pdf

        • Ο Χριστός αναφερόταν ουσιαστικά σε δύο «Ηλίες». Ο ένας που γεννήθηκε προ Χριστού, αναλήφθηκε, και θα έρθει στην εποχή του Αντιχρίστου, σαν πρόδρομος της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού φανερώνοντας σε μας το ποιος θα είναι ο Αντίχριστος, και στον άλλο που ήταν πρόδρομος του Χριστού στην πρώτη Παρουσία του Χριστού. Ο Ηλίας όπως και ο Ενώχ δεν πέθαναν για να μιλάμε περί μετεμψύχωσης. Ο Ηλίας ήταν και στην μεταμόρφωση μετά τον θάνατο του Ιωάννου. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν ο μέγιστος των προφητών, ενώ για τον Ηλία δεν αναφέρεται πουθενά κάτι τέτοιο. Αντιθέτως στην Παλαιά Διαθήκη ο Μωυσής φαίνεται να είναι ο ανώτερος, ο δε Ιωάννης ανώτερος και του Μωυσή άρα και του Ηλία. Αν ισχύει αυτό που λες τότε θα πρέπει να πούμε πως ο Ηλίας έγινε Ιωάννης, μετά πάλι Ηλίας στην μεταμόρφωση και ξανά Ηλίας στην εποχή του Αντιχρίστου. Γιατί δεν τον αναφέρει ως Ιωάννη στην μεταμόρφωση τότε; Γιατί γυρνά στο προηγούμενο όνομα; Αλλά γιατί να το ψάχνουμε πολύ; Ο ίδιος ο Ιωάννης ο Πρόδρομος λέει σαφώς πως ΔΕΝ είναι ο Ηλίας ούτε ο Χριστός αλλά ο προφητευμένος από τον Ησαΐα πρόδρομος του Κυρίου στο εδάφιο του Ιωάννου – Κυρίου και στο εδάφιο του Ησαΐου, οπότε και Θεού (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον,α,21). Κάπου εδώ τελειώνει αυτό το θέμα με τον Ηλία και τον Ιωάννη.

          Ο Θωμάς μίλησε για Θεό – Χριστό χρησιμοποιώντας το άρθρο «ο». Είναι ο Θεός. Το ίδιο ισχύει για το Υιός του Θεού. Είναι ο Υιός του Θεού, ο μονογενής. Καμία σχέση δεν έχουν οι άλλοι θεοί και υιοί γιατί δημιουργήθηκαν από τον Λόγο όπως μας λέει και ο Ιωάννης στο πρώτο κεφάλαιο του ευαγγελίου του. Ο Ησαΐας (θ,6) μας λέει ότι θα είναι Θεός ισχυρός, αυτό δεν λέγεται για κανέναν από τους Θεούς – ανθρώπους. Για εκείνους λέει π.χ. για τους κριτές, ότι Εγώ ο Κύριος σας καθιστώ θεούς, δηλαδή θέση θεούς, όχι φύση. Δεν ήταν πριν θεοί και έγιναν, θέση μετά. Για τον Χριστό πουθενά δεν λέει ότι είναι θέση θεός ή ότι έγινε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θεός. Αντιθέτως δεν πήρε την θεότητα από αρπαγή (Φιλιππησίους,β,6), αντιθέτως ενώ ήταν ίσος με τον Θεό έγινε άνθρωπος, κένωσε και ταπείνωσε τον εαυτό Του (Φιλιππησίους,β,7-8). Άρα καμία σχέση με μετενσάρκωση, γιατί πριν δεν ήταν άνθρωπος, ήταν ίσος με τον Θεό και μετά έγινε δούλος και όμοιος των ανθρώπων. Επίσης το όνομά Του είναι πάνω από όλα (Φιλιππησίους,β,9-10). Αυτό δείχνει ότι είναι Θεός, γιατί αλλιώς πως είναι πάνω από όλους; Δεν λέει πάνω από όλους πλην του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος τελειώνει με την φράση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος. Μας θυμίζει την Παλαιά Διαθήκη με τις αμέτρητες φράσεις που λένε ότι ο Θεός είναι Κύριος. Αν αμφιβάλλεις ότι το ίσα σημαίνει ίσος δες και τα ακόλουθα χωρία (Λουκάς,στ,34, Αποκάλυψη,κα,16, Μάρκος,ιδ,56). Στον Μάρκο σημαίνει όμοιες, ίδιες, σύμφωνες και είναι φυσικά πληθυντικός.

          Ο Ησαΐας λέει (μδ,6) ότι ο Κύριος, ο Βασιλεύς του Ισραήλ, ο Κύριος των δυνάμεων, ο πρώτος και ο έσχατος, και ο Λυτρωτής είναι μόνο ο Θεός. Στην Καινή Διαθήκη λέει ότι ο Χριστός είναι Κύριος, Βασιλιάς της Σιών, Αυτός που έχει κάθε εξουσία σε γη και ουρανό, ο Λυτρωτής και Μεσσίας και το κυριότερο ο ων και ο ην και ο ερχόμενος, ο Κύριος Παντοκράτωρ, το Άλφα και το Ωμέγα, ο Πρώτος και ο Έσχατος. Στην Αποκάλυψη (α,8) λέει πως ο ων και ο ην είναι ο Κύριος Παντοκράτωρ. Στον στοίχο 10 και 11 λέει ότι άκουσε δυνατή φωνή να του λέει πως είναι το Α και το Ω, ο πρώτος και ο τελευταίος, στους στοίχους 12-16 γυρίζει να δει ποιος είναι Αυτός που του μιλάει, τον περιγράφει και στους στοίχους 17-18 λέει πως είναι Αυτός που πέθανε και αναστήθηκε (ο πρώτος και ο τελευταίος).Δηλαδή ο Ων, ο Ην, ο Ερχόμενος, ο πρώτος και ο τελευταίος, ο Θεός Παντοκράτωρ είναι Αυτός που πέθανε για μας, ο Χριστός Συνεχίζοντας το ίδιο πρόσωπο ομιλεί περί των επτά Εκκλησιών και λέει πως είναι ο Υιός του Θεού (Αποκάλυψη,β,18), Μετά γ,1 ο έχων τα πνεύματα του Θεού (πως τα έχει αν δεν είναι Θεός;), γ,7 είναι ο άγιος ο αληθινός (μας θυμίζει το χωρίο περί Αληθινού που αναφέρατε πιο πάνω, εκεί ο Αληθινός ήταν ο Πατήρ, εδώ ο Υιός), Τέλος τα τέσσερα ζώα προσκυνούν Αυτόν που ζει στους αιώνες των αιώνων (ε,14). Και το τελευταίο χαρακτηριστικό δείχνει ότι είναι Θεός γιατί μόνο ο Θεός έχει την αθανασία (Ά Τιμόθεος,στ,16),

          Ο Ων (Αυτός που υπάρχει πάντα, ο Αθάνατος), ο οποίος είναι Κύριος Παντοκράτωρ, ταυτίζεται με Αυτόν που ζει στους αιώνες των αιώνων (Αρνίον). Ο Ην και ο Ερχόμενος (Θεός), ταυτίζεται με τον Α και τον Ω (Χριστός). Είναι το ίδιο ακριβώς.

      • Κατ’ αρχάς θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη για την καθυστέρηση της μικρής μου απάντησης λόγω του ιδιαίτερα φορτωμένου προγράμματός μου.
        Παραπάνω παρέθεσα επαρκή επιχειρήματα για το ότι ο “αληθινός Θεός” του Ιωάννη είναι ο Πατήρ και όχι ο Υιός. Κάθε αναγνώστης καλείται να σταθμίσει τις δύο απόψεις και ελεύθερα να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.
        Επειδή όμως παρουσιάσατε και άλλα βιβλικά σημεία για να υποστηρίξετε πως γενικά το δόγμα της Τριάδας υφίστατο την εποχή της Καινής Διαθήκης (εφεξής ΚΔ), θα ήθελα να σας ρωτήσω το εξής:
        Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί οι πρώτες πραγματείες υποστήριξης του τριαδικού δόγματος και οι τριαδολογικές έριδες, που μάλιστα κράτησαν δεκαετίες, εμφανίζονται τον τέταρτο αιώνα και όχι τον πρώτο;

        • Αυτό δεν σημαίνει κάτι. Το ότι αρχίζει τον τέταρτο αιώνα η σύγκρουση δεν σημαίνει ότι το Τριαδικό δόγμα τότε ξεκίνησε. Ίσα ίσα μπορεί και να είναι επιχείρημα υπέρ της Τριαδικότητος του Θεού. Ο Άριος έφερε μία νέα αντίληψη περί του Θεού και γι’αυτό τότε ξεκινάνε οι συγκρούσεις. Πιο πριν σχεδόν όλοι αποδέχονταν το δόγμα και δεν υπήρχε λόγος για τέτοιες συγκρούσεις. Επίσης η Εκκλησία ήταν υπό διωγμό. Δεν μπορούσαν να γίνουν Οικουμενικές Σύνοδοι πιο πριν ακόμη και να υπήρχαν κόντρες. Με το που σταμάτησαν οι διωγμοί έγινε σχεδόν αμέσως η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος και με την χρηματοδότηση του Αυτοκράτορα, στην οποία η συντριπτική πλειοψηφία ήταν υπέρμαχοι του Τριαδικού δόγματος. Αυτό είναι ένδειξη ότι η άποψη του Αρείου ήταν η καινούργια. Διαφορετικά πως εξηγείται το γεγονός ότι από το 100 μ.Χ. περίπου όπου τελειώνει η αποστολική εποχή με τον θάνατο του Αποστόλου Ιωάννου μέχρι και το 300 μ.Χ. να έγινε μία μικρή μειοψηφία η «αληθινή» άποψη ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός;

  7. Αγαπητέ Σταύρο, όσον αφορά το πότε εμφανίστηκε το τριαδικό δόγμα, ανέβασα, όπως θα δεις το νέο άρθρο του ιστολογίου, που είναι με τα λόγια του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Δες το, και ύστερα θα σου εξηγήσω, αν μου επιτρέψεις, γιατί θα έπρεπε να γίνει κακός χαμός τον 1ο αιώνα, σε περίπτωση που ήδη υφίστατο το δόγμα της Τριάδας.

  8. Εν αρχή ην ο λόγος, ο λόγος ην προς το θεό, και θεός είναι ο λόγος.

    Με ποια έννοια όμως είνε θεός ο λόγος? Θεός/Θέαση,

    Με την έννοια ότι ο λόγος φέρνει σε θέαση το ΝΟΗΜΑ της κάθε λεξξης το λόγου, και το νόημα της κάθε λέξης είναι το όνομα της, και το όνομα είναι ο ΝΟΜΟΣ εκάστου πράγματος, όποιος λοιπών έχει το όνομα του αντικειμένου το γνήσιο, έχει το σύνολο των ιδιωτητων του ονομαζωμένου Π Χ,
    Κόραννος ( Δωριστή) = Βασιλεύς Κ = κάτω εδώ στη γη Ο = σε χώρο περιορισμένο ΡA = φως η’ και ΡΑΞ (ρεξ) = Βασιλεύς, ΝΝ = με νου και νόμο εξουσιοδωτημένος από το θεό,
    Κόραννος επωμένως = Βασιλεύς…και έτσι μόνο μπωρούμε να εξηγησώμαι και τη λέξη Κοράνι ως Βασιλικό διάταγμα επωμένως? ο λόγος μας έφερε σε θέαση εδώ το νόημα «εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ην προς το θεό (άνθρωπο που θεάται) και θεός ην ο λόγος = (μας κάνει ΘΕΑΤΟ το νόημα)

    • Αγαπητέ Π. Βλαχάκη. Σας ευχαριστώ για τον κόπο σας να διαβάσετε το άρθρο και για το σχόλιό σας. Διακρίνω ότι βασίζεστε στην αλληλουχία των φθόγγων/γραμμάτων από τις οποίες απαρτίζεται μια λέξη για να καταλάβετε τη σημασία της, εντούτοις αυτή η μέθοδος είναι εσφαλμένη. Οποιοσδήποτε γλωσσολόγος μπορεί να σας το επιβεβαιώσει αυτό. Η λέξη «οίκος» και η λέξη «σπίτι» μπορεί σήμερα να σημάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα ασχέτως του ότι διαμορφώνονται, ως επί το πλείστον, από διαφορετικούς φθόγγους και διαφορετικά γράμματα. Η λέξη «βασιλεύς» και η λέξη «βασιλιάς» δεν είναι ακριβώς ίδιες, εφόσον με την πάροδο του χρόνου η κατάληξη έχει αλλάξει για λόγους εντελώς άσχετους με τη σημασία της λέξης, παλαιότερα δε θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει και τη λέξη «άναξ», ωστόσο και οι τρεις μορφές θα μπορούσαν να αναφέρονται στο ίδιο πρόσωπο χωρίς να υποδηλώνεται καμία απολύτως διαφορά στις ιδιότητες του συγκεκριμένου προσώπου. Από τα παραπάνω παραδείγματα, που μπορούν να πολλαπλασιαστούν, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι υπάρχουν χιλιάδες γλώσσες που μπορεί να περιγράψουν με εντελώς διαφορετικούς τρόπους τα ίδια ακριβώς πράγματα, προκύπτει ότι 1) οι φθόγγοι/τα γράμματα που χρησιμοποιούνται στην ανθρώπινη επικοινωνία δεν έχουν κάποια αυθυπόστατη αξία αλλά είναι απλώς ένας κώδικας επικοινωνίας που λειτουργεί όσο ο ομιλητής και ο ακροατής χρησιμοποιούν τον ίδιο κώδικα, 2) πώς το σημαντικότερο δεν είναι να επιμείνουμε στους φθόγγους/τα γράμματα (μερικές φορές ακόμη και το έτυμον μπορεί να είναι εντελώς άσχετο από τη σημασία μιας λέξης) αλλά στις ιδέες που συμβολίζουν οι φθόγγοι/τα γράμματα και οι οποίες βρίσκονται στο μυαλό του ομιλητή, ιδέες που εξαρτώνται από το πνευματικό σύμπαν αυτού του ομιλητή, από τον τρόπο που μεγάλωσε, που μορφώθηκε, από τις εμπειρίες του κ.ο.κ. Π.χ. μπορεί ο “βασιλεύς” και ο “βασιλιάς” να είναι το ίδιο πρόσωπο, ωστόσο άλλες εξουσίες είχε ο βασιλιάς τον 20ό αιώνα, άλλες τον Μεσαίωνα και άλλες στην αρχαιότητα.
      Ο χρόνος μου δεν μου επιτρέπει περισσότερες αναλύσεις, ωστόσο πολλές πληροφορίες μπορείτε να βρείτε εδώ:

      Click to access D_interior_fonientiada_carpelibrum.pdf

      και εδώ:
      https://periglwssio.wordpress.com/2016/01/25/saita-2/
      (εν προκειμένω μπορείτε να κατεβάσετε το βιβλίο)

      • “οίκος” και η λέξη “σπίτι” Επ’ Ουδενί δεν είναι το ίδιο, Οίκος = η οικία του Ανθρώπου, και Σπίτι από την Δωρική λέξη Χoσπιτιουμ (hospitium) αρχαία Αθηναϊκή ΕΛ ΑΤΙΝ Λάτιν που σημαίνει περιποίηση εξ ου’ και Hospitality και Hospital η λέξη Βασιλεύς δεν είναι ίδια με την λέξη Βασιλιάς, στο χωριό μου ελέγαμε βασιλιά το Βασίλη επίσης τον λέγαμε και ΒΑΣΙΑ (μπασια)
        Ο Βασιλεύς, του Βασιλέως (έως…) η λέξη άναξ δεν αναφέρεται σε Βασιλέα, ΑΝΑ είναι το όνομα του Αρίτου θεού του δημιουργού
        Άναξ σημένη αντιπρόσωπος του δημιουργού θεού εδώ στη ΓΗ με σώμα διότι όπως είπαμε ο δημιουργός είναι πνεύμα και πάντα Άγνωστος Κ + Σ = Ξ επομένως Άναξ = ο Αρχιερεύς όμως, πριν από αμνημονεύτων ετών, ο Αρχιερέας ήτω και Βασιλεύς όπως σήμερα η Ελισάβετ της Αγγλίας
        ΑΝΑ + ΓΝΩΣΗ = ΑΝΑΓΝΩΣΗ
        Κύριε Φιλίστωρ αυτά που λέω είναι κατανοητά στο μέσω Έλληνα σαν εμένα
        Οι επιστήμονες είναι ιδική κατηγορία ανθρώπων οπoυ περιπλέκουν τα τα πράγματα,
        Το λόγια της αλήθειας είναι ΑΠΛΑ.
        Ευχαριστώ

        • Αγαπητέ κ. Παντελή Βλαχάκη,

          Πώς γνωρίζετε ότι η λέξη “σπίτι” προέρχεται από τη λέξη “hospitium”; Προφανώς όχι από το χωριό σας, αλλά το διαβάσατε σε κάποιο λεξικό. Και τα λεξικά τα γράφουν οι γλωσσολόγοι. Οπότε και στην περαιτέρω γλωσσική σας έρευνα είναι σοφό να απευθύνεστε σε γλωσσολόγους για να κατανοήσετε τους μηχανισμούς που σχετίζονται με τις σημασίες, τις μορφές και την ιστορία των λέξεων. Αν δεν το γνωρίζετε ήδη, ίσως με τη βοήθεια των γλωσσολόγων να μάθετε πως η ελληνική γλώσσα καθαυτή ούτε διαθέτει κάποια ιδιαίτερη ιερότητα ούτε περιέχει μυστικά αποκρυμμένα από τους μη ομιλητές της ελληνικής. Αυτές οι αντιλήψεις συνήθως (ελπίζω όχι στην περίπτωσή σας) σχετίζονται είτε με τον πνευματισμό είτε με τον εθνικισμό είτε και με τα δύο αυτά ταυτόχρονα, τα οποία αμφότερα είναι εξαιρετικά επικίνδυνα σπορ που απέχουν παρασάγγας από την αλήθεια και την επιστημονική και τη βιβλική.

          Εν πάση περιπτώσει, σας εύχομαι καλή συνέχεια στην έρευνά σας.

          ΥΓ: Συγχωρέστε με που δεν καταπιάνομαι με τις δηλώσεις σας μία προς μία για να επιχειρήσω να τις αναιρέσω, αλλά αυτό θα ήταν άσκοπα χρονοβόρο για εμένα και, ούτως ή άλλως, θεματικά άσχετο με το παρόν ιστολόγιο.

  9. Αγαπητέ Φιλίστωρ, xαίρομαι ειλικρινά για την απροκατάληπτη προσπάθειά σας να υπηρετείτε την Αλήθεια του Χριστού με σεβασμό και ευπρέπεια.
    Αυτό πραγματικά είναι σπάνιο φαινόμενο μέσα σ’ενα κόσμο εθελοθρησκευτικής σύγχισης.
    θα ήθελα να πω μερικές σκέψεις επι του θέματος του εδαφίου «εν αρχη ην ο λογος και ο λογος ην προς τον θεον και θεος ην ο λογος , ουτος ην εν αρχη προς τον θεον» Ιωάν.α΄,1-2

    Ο απ.Ιωάννης εξηγεί ότι εκτός απο τον Θεό στην προκόσμια σκηνή στέκεται απέναντί Του ένα άλλο θείο πρόσωπο ο οποίος ήτο ο μονογενής Υιός Του,ο Χριστός !

    Ο απ.Ιωάννης εκ Θεού πληροφορείται ότι ο Λόγος της ύπαρξης των πάντων ήταν ένα θείο Πρόσωπο και όχι ιδέα! και γι’ αυτό παρουσιάζει τη προκόσμια σκηνή μεταξύ 2 μόνο θείων προσώπων και αυτά τα θεία πρόσωπα είναι ο Λόγος δηλ.ο Αίτιος της Δημιουργίας του κόσμου σε μιά θέση στραμμένη προς τον Θεό Πατέρα γι αυτό και λέγει 2 φορές …και «θεός ην ο Λόγος και ητο προς τον Θεό». Ευκολονόητο είναι ότι ο λόγος δεν σημαίνει εν προκειμένω ομιλία του Θεού διότι η ομιλία δεν μπορεί να είναι απέναντι του ομιλούντος!

    Και βέβαια δεν μπορεί η ομιλία να είναι θεός…επίσης δεν μπορεί να αποτελεί μιά εσωτερική σοφία ενυπάρχουσα εντός του Θεού ή μιά «λογική» ενδιάθετη εντός του Θεού Πατρός καθότι η σοφία δεν μπορεί να είναι προς τον Θεό ,ούτε βέβαια μπορεί να αιωρείται… αλλά βεβαίως μπορεί η σοφία να είναι εν προσώπω του μονογενούς θεού Υιού ο οποίος είναι μία ξεχωριστή θεία προσωπικότητα στραμμένη προς τον Θεό!

    Οι της Βιβλικής εταιρείας εξέδωσαν την έκδοση της Αγίας Γραφής με μετάφραση στη Δημοτική, την οποίαν επιμελήθηκαν 4 καθηγητές της ερμηνείας της Κ.Δ με τις απαραίτητες ευλογίες της θρησκευτικής εξουσίας της Ελλάδος και ούτε λίγο ούτε πολύ τολμούν να θέτουν ως σχολιασμό και μάλιστα εντός της αγίας Γραφής(στο τέλος υπάρχει Λεξιλόγιο με σχολιασμό-ερμηνεία των λέξεων)-

    όπου εκεί δίδεται το προκαταληπτικό αυθαίρετο συμπέρασμα ότι {ο «Λόγος» (η Σοφία) που ενανθρώπησε στον Ιησού…είναι ο ίδιος ο Θεός} !!! και μάλιστα σημειώνει τα εδάφια 1,1-2 εντός παρενθέσεως για να δείξει ότι το συμπέρασμα αυτό προκύπτει απο τα εδάφια 1-2 του α΄κεφ του ευαγγελίου του Ιωάννου!

    Αυτός είναι ο ορισμός της κατευθυνόμενης δογματικής παρερμηνείας η οποία μάλιστα ευρίσκεται εντός της Α.Γραφής και έτσι προκαταλαμβάνει τον αναγνώστη να δεχθεί τον προϋπάρχοντα μονογενή θεό Υιό, ως την ενδιάθετη σοφία του Θεού ,κάτι ιδεατό δηλ. …που παραπέμπει βεβαίως σε νεοπλατωνική δοξασία.

    Παρερμηνευοντας τον Λόγο ως ενδιάθετη εντός του Θεού σοφία … καταφέρνουν να ενσωματώνουν τις 2 θείες Οντότητες του Πατρός και του Υιού σε μία ενιαία τριαδική τριπλή σύνθεση προσώπων δηλ μιά υιο-πατερικο-πνευματική τριπλότητα… αλλοιώνοντας έτσι και την Οντότητα του Θεού Πατρός αλλά και την ξεχωριστή θεία Οντότητα του θεού Υιού Αυτού…

    Κάνοντας αυτή τη δογματική ενσωμάτωση οι παρεμηνευοντες τας Γραφάς έκαμαν το αδιανόητο …να αφαιρέσουν την ξεχωριστή προσωπικότητα του Υιού του Θεού, ο Οποίος ήταν προς τον Θεό και όχι μέσα στον Θεό! Συνεπώς είναι λάθος η μετάφραση του λόγου ως «ομιλία-ρήμα-λογική» στα Ελληνικά και ως «word» στα αγγλικά. Η επιλογή της λέξεως ομιλία/word ως ερμηνεία της αντίστοιχης αγιοκειμενικής «λογος» δημιουργεί ερωτήματα που παραπέμπουν σε τυχόν δογματική παρεισφρύουσα παράφραση ή απλά άγνοια της ελληνικής αρχαίας γλώσσης. Αυτή η γνώση το πως δηλ. ακριβώς έγινε- υλοποιήθηκε η έμπνευση του Ύψιστου Θεού περί της Δημιουργίας των πάντων δεν υπήρχε πριν τόσο καθαρά διατυπωμένη. Έτσι ο απ.Ιωάννης αποκαλύπτει στους Εφεσίους αλλά και σε όλους μας να κατανοήσουμε ότι ο Ιησούς Χριστός ,ο μονογενής Υιός του Θεός προυπήρχε εις τον Ουρανό και μάλιστα ήταν Εκείνος δια του Οποίου ο Θεός εποίησε τα πάντα, δηλ.ο εν αρχή Αίτιος των πάντων. Στο άγιο κείμενο ο απ.Ιωάννης δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν υπήρχε άλλη οντότητα εκτός του Θεού και του μονογενούς Υιού του Θεού και επίσης ότι θεός ήτο ο Χριστός δηλ.είχε θεία φύση ως Υιός του Θεού.Ο απ.Παύλος λέγει στην προς Φιλιππησίους επιστ. «εν μορφή θεού υπάρχων» δηλ. ήταν θεός Υιός και όχι βέβαια ο Ίδιος ο Θεός Πατήρ Του και έτσι ποίησε την δημιουργία ,υλοποιώντας το θέλημα του Πατρός Θεού Του,συνεργώντας μαζί με τον Πατέρα στην ποίηση του ανθρώπου..στο «ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’εικόνα και ομοίωσιν ημών»! Συνεπώς ο Θεός Πατήρ δια του Χριστού ,του Υιού Του ποίησαν τον άνθρωπο και όχι 3 πρόσωπα που λένε αυθαιρέτως κάποιοι.

    Ο Πλατωνισμός ανέπτυξε την ιδέα ότι ο φυσικός κόσμος εξαρτιόταν απο τον νοητό κόσμο.Υπέθετε την ύπαρξη μιάς «παγκόσμιας ψυχής»,ενός θεικού τρόπον τινά όντος που ήλεγχε τον κόσμο όπως η ανθρώπινη ψυχή ήλεγχε το σώμα…μάλιστα υπήρχαν ορισμένοι που έκαναν διάκριση μεταξύ της παγκόσμιας ψυχής και ενός Ανώτερου θεού,ο οποίος αποτελούσε την έσχατη αιτία των πάντων.

    Μετα την εποχή του Πλάτωνα αναπτύχθηκε ο Στωικισμός όπου οι αυστηρής ηθικής στωικοί πίστευαν σε κάτι ανάλογο με την παγκόσμια Ψυχή,που δεν το ονόμαζαν έτσι αλλά την αποκαλούσαν «Λόγο» που εννοούσαν τόσο «αρχή» όσο και «λέξη»!!! Συνεπώς βγαίνει το συμπέρασμα ότι εκ των Στωικών οι νεοπλατωνιστές εισήγαγαν τον ορο «λέξη» ως ερμηνεία του «λόγου» εις την μετάφραση της Αγίας Γραφής και αυτό κατα πρώτον έγινε απο την παπική εκκλησία η οποία δίδασκε στην ουσία νεοπλατωνική ανθρωποθεολογία …!

    Η πρώτη αγγλική μετάφραση του Λόγος σε «λόγο» ήταν από τη Βουλγάτα η οποία πρώτη μετέφρασε το Λόγος σε verbum (ρήμα)…αλλά συνέβη και η αυθαίρετη αλλαγή της πρόθεσης…του ορθού «προς τον Θεό» με το ανακριβές»μαζί με τον Θεό» και

    The first English translation of Logos in «word» was the Vulgate which first translated the Logos in verbum (verb) … but it happened and arbitrary change of pronounce «to God» with «with God

    Παρατηρούμε ότι στη Βουλγάτα το verbum = ομιλία συμβαδίζει με δογματική παράφραση γιατί ο Χριστός αν ερμηνεύεται ως ρήμα-ομιλία τότε χάνεται το ξεχωριστό πρόσωπο του Χριστού και έτσι έχουμε εν προκειμένω δογματική παράφραση που στηρίζει την τριαδικότητα σε ένα πρόσωπο αντί της αντικειμενικής ερμηνευτικής που αναδεικνύει την προσωπικότητα του θεού Υιού,ως του αίτιου της κτίσης ή Εκείνον που ώρισε ο Θεός να δημιουργήσει τον κόσμο,αλλά και όλο το θέλημα του Θεού που αφορούσε τότε την δημιουργία του κόσμου αλλά και εν υστέροις καιροίς τη νέα γεννεά των αιωνίων ζώντων υιών του Θεού! Ο θεός λόγος εναι στραμμένος σε αγαθή συνέργεια προς τον Πατέρα Θεό.

    η έννοια της τριαδικότητας υπήρχε στους κύκλους της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και από αυτήν βρήκε έρεισμα ο Αθανάσιος και εισήγαγε το δόγμα αυτό στην ανατολική εκκλησία. Το πράγμα το ανακάλυψε ο σερ Ισαάκ Νεύτων ο οποίος αντιλήφθηκε ότι η τεχνιτή έννοια του τριαδικού Θεού υποκατέστησε την αρχική πίστη στον έναν και μοναδικό του Θεό του Αβραάμ αλλά και του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

    Παρερμηνευοντας τον Λόγο ως ενδιάθετη εντός του Θεού σοφία … καταφέρνουν να ενσωματώνουν τις 2 θείες Οντότητες του Πατρός και του Υιού σε μία ενιαία τριαδική τριπλή σύνθεση προσώπων δηλ μιά υιο-πατερικο-πνευματική τριπλότητα… αλλοιώνοντας έτσι και την Οντότητα του Θεού Πατρός αλλά και την ξεχωριστή θεία Οντότητα του θεού Υιού Αυτού…Κάνοντας αυτή τη δογματική ενσωμάτωση οι παρεμηνευοντες τας Γραφάς έκαμαν το αδιανόητο …να αφαιρέσουν την ξεχωριστή προσωπικότητα του Υιού του Θεού, ο Οποίος ήταν προς τον Θεό και όχι μέσα στον Θεό! Συνεπώς είναι λάθος η μετάφραση του λόγου ως «ομιλία» στα Ελληνικά και ως «word» στα αγγλικά. Η επιλογή της λέξεως ομιλία/word ως ερμηνεία της αντίστοιχης αγιοκειμενικής «λογος» δημιουργεί ερωτήματα που παραπέμπουν σε τυχόν δογματική παρεισφρύουσα παράφραση ή απλά άγνοια της ελληνικής αρχαίας γλώσσης. Αυτή η γνώση το πως δηλ. ακριβώς έγινε- υλοποιήθηκε η έμπνευση του Ύψιστου Θεού περί της Δημιουργίας των πάντων δεν υπήρχε πριν τόσο καθαρά διατυπωμένη. Έτσι ο απ.Ιωάννης αποκαλύπτει στους Εφεσίους αλλά και σε όλους μας να κατανοήσουμε ότι ο Ιησούς Χριστός ,ο μονογενής Υιός του Θεός προυπήρχε εις τον Ουρανό και μάλιστα ήταν Εκείνος δια του Οποίου ο Θεός εποίησε τα πάντα, δηλ.ο εν αρχή Αίτιος των πάντων. Στο άγιο κείμενο ο απ.Ιωάννης δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν υπήρχε άλλη οντότητα εκτός του Θεού και του μονογενούς Υιού του Θεού και επίσης ότι θεός ήτο ο Χριστός δηλ.είχε θεία φύση ως Υιός του Θεού.Ο απ.Παύλος λέγει στην προς Φιλιππησίους επιστ. «εν μορφή θεού υπάρχων» δηλ. ήταν θεός Υιός και όχι βέβαια ο Ίδιος ο Θεός Πατήρ Του και έτσι ποίησε την δημιουργία ,υλοποιώντας το θέλημα του Πατρός Θεού Του,συνεργώντας μαζί με τον Πατέρα στην ποίηση του ανθρώπου..στο «ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’εικόνα και ομοίωσιν ημών»! Συνεπώς ο Θεός Πατήρ δια του Χριστού ,του Υιού Του ποίησαν τον άνθρωπο και όχι 3 πρόσωπα που λένε αυθαιρέτως κάποιοι.
    Φιλήμων Σωτηρόπουλος/philsot@maranatha.gr
    Υποσημείωση: παρακαλώ επειδή είμαι σε διαδικασία συγγραφής βιβλίου περι του ιδίου θέματος,το οποιό θεωρώ οτι είναι το πρωτευον ζήτημα κατανήσης της Αληθείας θα ήθελα ,αν μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μου μεσω e-mail

    • Αγαπητέ Φιλήμονα, αν θέλετε να διευκρινίσω κάτι ως το ανωτέρω άρθρο, είμαι στη διάθεσή σας. Μπορείτε να αφήσετε μήνυμα εδώ ή να μου στείλετε στο earlychristiandoctrine@gmail.com.

      Σας ευχαριστώ θερμά που δαπανήσατε χρόνο για να διαβάσετε το κείμενο και να σχολιάσετε.

    • ….

      Κύριε φιλίστωρ,
      Στις 11 Ιανουαρίου 2017 ώρα 14:40 είπατε:

      «Ο Ιωάννης στα συμφραζόμενα (όπως και στο Ιωάννης 17:3) ξεκαθαρίζει πως ο αληθινός Θεός είναι ο Πατέρας του Ιησού»

      Εάν δεν κατανοήσουμε τη ακριβως σημένη ΘΕΟΣ ποτέ δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τί έλεγε ο Ιησούς στον Ιωάννη αλλά και στους απλούς ανθρώπους,
      Θεός = αυτός που μας Χαρίζει τη θέαση και μπορούμε να βλέπουμε, (μεταφορική η έννοια) στο δικό μας πλανητικό σύστημα Θεός είναι ο Ήλιος επομένως ο Ιησούς καλά έλεγε ότι είναι Υιός του θεού, «ποτέ δεν είπε ότι μόνο αυτός είναι υιός του και όλοι οι άλλοι άνθρωποι είναι κάτι άλλο…..
      Το σώμα μας δεν θα υπήρξε χωρίς τον Ήλιο επομένως, μεταφορικά είμεθα τέκνα θεού θέλοντας η ΜΗ.

      Με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό.

  10. Αυτα ειναι μυστηρια που δεν μπορουμε να συλλαβουμε.. μπορουμε να μιλαμε 10 χρονια χωρις να καταληξουμε καπου…ας αρκεστουμε στο οτι ο Ιησους εχει πει καθαρα ότι ειναι η οδος μεσω του οποιου μπορει να γνωρισει καποιος τον Πατερα, διοτι ο Πατηρ ειναι πνευμα και τον Θεον ουδεις εωρακεν πωποτε…

Σχολιάστε